Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΟΥΝ ΤΑ ΚΡΑΤΗ; ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΟΜΠΕΛ

Γιατί αποτυγχάνουν τα κράτη; Μια απάντηση για νόμπελ
Φωτ. Dan Denior / Unsplash
Οι Ντάρον Ατσέμογλου, Σάιμον Τζόνσον και Τζέιμς Ρόμπινσον καταπιάστηκαν με το πιο σημαντικό ερώτημα από όλα για την επιβίωση των εθνών. Η θεωρία τους έγινε σημείο αναφοράς για τις οικονομικές επιστήμες και η ανάλυσή τους τιμήθηκε από την σουηδική ακαδημία με την ύψιστη διάκριση. Όμως, τι ακριβώς είπαν;

Γιατί ορισμένες χώρες καταλήγουν πλούσιες και άλλες φτωχές; Το ερώτημα, γεμάτο παιδική περιέργεια, είναι το πιο σημαντικό στα οικονομικά. Το βιοτικό επίπεδο ενός ατόμου καθορίζεται ως επί το πλείστον όχι από το ταλέντο ή τη σκληρή δουλειά, αλλά από το πότε και πού γεννήθηκε. Ιστορικά, τα περισσότερα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης εστίαζαν στην ανάπτυξη των συντελεστών παραγωγής, της εργασίας, του κεφαλαίου και, πιο πρόσφατα, της τεχνολογίας ή των ιδεών. Όσο μεγαλύτερο ήταν το απόθεμα κεφαλαίου ανά εργαζόμενο και όσο πιο παραγωγική ήταν η χρήση του, τόσο πιο πλούσια ήταν μια χώρα. Ωστόσο, αυτό εξακολουθούσε να αφήνει ένα κενό: γιατί ορισμένες χώρες κατάφερναν να εξασφαλίσουν περισσότερους από αυτούς τους παράγοντες από ό,τι άλλες;

Οι φετινοί νικητές του βραβείου Νόμπελ για τις οικονομικές επιστήμες, υποστηρίζουν ότι αυτό εξαρτάται από την ποιότητα της διακυβέρνησης. Το 2001 οι τρεις άνδρες – ο Ντάρον Ατσέμογλου και ο Σάιμον Τζόνσον, αμφότεροι από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, και ο Τζέιμς Ρόμπινσον από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο – δημοσίευσαν μία ανάλυση που έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή «σημεία αναφοράς» στα οικονομικά, το «Οι αποικιακές καταβολές της συγκριτικής ανάπτυξης: Μια εμπειρική έρευνα». Στην εργασία αυτή ανέπτυξαν ένα θεωρητικό για τους θεσμούς, διαχωρίζοντάς τους σε «συμπεριληπτικούς» (εκείνους που προσπαθούσαν να μοιραστούν τα αγαθά της ευημερίας) και σε εκείνους που «υπεξαιρούσαν» αγαθά για τους προς όφελός τους, εις βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού. Οι συμπεριληπτικοί θεσμοί ενθαρρύνουν τις επενδύσεις σε ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο ενώ το αντίθετο «είδος» θεσμών τις αποθαρρύνει.

Οι οικονομολόγοι χρησιμοποίησαν μια «προσέγγιση οργανικών μεταβλητών» για να εξετάσουν την θέση πως η ανάπτυξη ενδέχεται να ενθαρρύνει τον φιλελευθερισμό και όχι το αντίθετο. Η προσέγγιση αυτή εκμεταλλεύτηκε τις διακυμάνσεις στο ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των εποίκων για να εντοπίσει ποιες ευρωπαϊκές αποικίες ανέπτυξαν περιεκτικούς θεσμούς και ποιες ζημιογόνους. Στις αποικίες με υψηλό ποσοστό θνησιμότητας των εποίκων, λόγω της μη προσαρμογής των Ευρωπαίων στις τροπικές ασθένειες για παράδειγμα, οι αποικιακές δυνάμεις εκμεταλλεύονταν το ντόπιο εργατικό δυναμικό. Αυτό θα μπορούσε να έχει τη μορφή του συστήματος “encomienda” στη Νότια Αμερική, το οποίο υποδούλωνε τους ντόπιους, ή των φυτειών καουτσούκ στο βελγικό Κονγκό. Εν τω μεταξύ, τα χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας στις αγγλόφωνες αποικίες της Αμερικής, της Αυστραλίας και του Καναδά οφείλονταν στο ότι οι αποικιοκρατικές δυνάμεις προσέλκυσαν Ευρωπαίους εποίκους προσφέροντάς τους την ευκαιρία να μοιραστούν τον πλούτο που παρήγαγαν μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας και των ελεύθερων αγορών.

Ως εκ τούτου, υπήρξε μια «αντιστροφή της τύχης» μεταξύ των αποικιών. Οι πλουσιότερες το 1500, όπως μετρήθηκε με βάση τον βαθμό αστικοποίησης, έγιναν φτωχότερες στη σύγχρονη εποχή – ένα αποτέλεσμα που διατηρήθηκε ακόμη και μετά την εξαίρεση των «νέων ευρωπαϊκών» αποικιών της Βόρειας Αμερικής, της Αυστραλίας και της Ασίας. Οι Ατσέμογλου, Τζόνσον και Ρόμπινσον υπέθεσαν ότι αυτό συνέβη επειδή ο μεγαλύτερος πλούτος των άλλοτε κραταιών αποικιών ενθάρρυνε την ανάπτυξη μεθόδων «εξόρυξης» – αφαίρεσης πλούτου, ενώ ο μεγαλύτερος πληθυσμός παρείχε εργατικό δυναμικό που μπορούσε να εξαναγκαστεί να εργαστεί στα ορυχεία και τις φυτείες. Μια μεταγενέστερη εργασία ενίσχυσε την έρευνα με το «οιονεί πείραμα» της Βόρειας και της Νότιας Κορέας, η μισή χερσόνησος έγινε μια πλούσια, φιλελεύθερη δημοκρατία και η άλλη μισή κατέληξε αυταρχική και άπορη.

Ακόμα και μετά την απο-αποικιοποίηση, οι ιθαγενείς ελίτ ήταν σε θέση να αναλάβουν τα εξορυκτικά ιδρύματα. Στο ερώτημα «Γιατί η Αφρική είναι φτωχή;», οι Ατσέμογλου και Ρόμπινσον εξέτασαν την άνθηση του κακάο στην Γκάνα. Υπό βρετανική διοίκηση, οι αποικιοκράτες ανέθεσαν την εξουσία σε τοπικούς «αρχηγούς», αντί να διευκολύνουν την ανάπτυξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Οι υποδομές που κατασκεύασαν οι Βρετανοί, όπως οι σιδηρόδρομοι, αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των αναγκών της μητρικής χώρας και όχι στην εγχώρια ανάπτυξη. Οι Βρετανοί κυβερνήτες απέρριπταν τα αιτήματα των καλλιεργητών κακάο για την κατασκευή δρόμων, επειδή ήθελαν να ενισχυθούν τα κέρδη των σιδηροδρόμων. Οι αγρότες της Γκάνας έπρεπε να πωλούν τα προϊόντα τους μέσω ενός ελεγχόμενου από τους Βρετανούς συμβουλίου εμπορίας κακάο, το οποίο κρατούσε τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Όταν η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε, το συμβούλιο εμπορίας συνέχισε να χρησιμοποιείται ως σύστημα απόσπασης πλούτου, για τις ντόπιες, αυτή τη φορά, ελίτ.

Λίγοι οικονομολόγοι θα αμφισβητήσουν την επιρροή των φετινών βραβευθέντων. Ο κ. Ατσέμογλου, ειδικότερα, θεωρείται εδώ και καιρό ως «μελλοντικός νομπελίστας» και για το έργο του στην τεχνολογική ανάπτυξη και τα οικονομικά της εργασίας. Η έρευνα σχετικά με την ιστορική εμμονή των θεσμών, χρησιμοποιώντας οιονεί πειραματικές τεχνικές όπως οι οργανικές μεταβλητές, έχει γίνει πολύ πιο δημοφιλής τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Αλλά όπως συμβαίνει συχνά με την εμπειρική οικονομική προσέγγιση, οι μέθοδοι των βραβευθέντων έχουν αμφισβητηθεί. Ο Ντέιβιντ Άλμποϊ του Πανεπιστημίου του Ιλινόις έχει προτείνει ότι οι εκτιμήσεις της θνησιμότητας των εποίκων ήταν λανθασμένες και αναφέρθηκαν επιλεκτικά για να ενισχύσουν την υπόθεση των συγγραφέων. Ο Έντουαρντ Γκλάεζερ του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ επεσήμανε ότι υπήρχαν τρόποι με τους οποίους η θνησιμότητα των εποίκων θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάπτυξη εκτός από τους θεσμούς. Οι Ευρωπαίοι έφεραν μαζί τους και την εκπαίδευση, σημειώνει.

Οι ιστορικοί, επίσης, έχουν αμφισβητήσει τον σαφή διαχωρισμό των περιεκτικών θεσμών από το «οπορτουνιστικό» αντίπαλο δέος. Η Νότια Κορέα αναπτύχθηκε υπό στρατιωτική δικτατορία. Η «Ένδοξη Επανάσταση» της Αγγλίας το 1688, την οποία οι Ατσέμογλου και Ρόμπινσον έχουν προσδιορίσει ως την αρχή της ανόδου της χώρας, επέτρεψε στο Κοινοβούλιο να απαλλοτριώσει τις περιουσίες αγροτών, καθώς και να περιορίσει τον βασιλιά. Η ανάπτυξη της Αμερικής συνδύασε τα ατομικά δικαιώματα και τη δημοκρατία για τους λευκούς άνδρες με τη δουλεία και αργότερα τη στέρηση των δικαιωμάτων για τους μαύρους ομοεθνείς τους. Η άνοδος της αυταρχικής Κίνας σε καθεστώς μεσαίου εισοδήματος αποτελεί επίσης πρόκληση για αυτή τη θεωρία.

«Παρ’ όλη τη συζήτηση για τις μεθόδους, η έρευνα των βραβευθέντων κατέδειξε αναμφισβήτητα τη σημασία της ιστορικής ιδιαιτερότητας, η οποία απομάκρυνε τα οικονομικά της ανάπτυξης από τα αφηρημένα μοντέλα ανάπτυξης» σημειώνει ο Economist. Το έργο τους αντιπροσωπεύει μια ρήξη με τις θεωρίες που υποθέτουν μια αναπόφευκτη, ντετερμινιστική πορεία προς τον εκσυγχρονισμό με βάση τις ιστορικά ασυνήθιστες εμπειρίες της Δυτικής Ευρώπης. Μολονότι οι Ατσέμογλου, Τζόνσον και Ρόμπινσον μπορεί να μην μπόρεσαν να δώσουν μια πλήρη εξήγηση του γιατί ορισμένες χώρες είναι πλούσιες και άλλες φτωχές, οι μεταγενέστερες γενιές οικονομολόγων έχουν ένα σταθερό θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορούν να βασιστούν.

©The Economist. Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα από ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ