Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΤΑ ΝΟΥΜΕΡΑ ΚΟΥΡΑΖΟΥΝ – ΑΛΛΑ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ. Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΣ

Τα νούμερα κουράζουν – αλλά χρειάζονται. Η προοπτική επίσης
Φωτ. Matthew Lejune
Οταν κανείς επιλέγει περιόδους στα στοιχεία, χρήσιμο είναι να βλέπει και σε βάθος χρόνου: από πού έρχεται, από τι πέρασε από πότε πήρε ανάσα και πού/πώς πάει.

Οι Άγγλοι έχουν – όταν αναφέρονται στις χρήσεις της στατιστικής προς «καθοδήγηση» της κοινής γνώμης – μια σαρκαστική διατύπωση, σαρκαστική πλην ιδιαίτερα εύστοχη: «There are lies, bloody lies – and statistics»/ Υπάρχουν τα ψέματα, υπάρχουν τα χοντρά ψέματα – και υπάρχουν οι στατιστικές. 

Κανείς δεν θα αμφισβητήσει, πώς θα μπορούσε άλλωστε! , την πρόσφατη χρήση των Εαρινών Προβλέψεων της ΕΕ για την Ελληνική οικονομία, όπως τις περιέλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην εβδομαδιαία πρωθυπουργική επικοινωνία (δια Facebook, πώς αλλιώς;) με τον λαό: «Οι Εαρινές Προβλέψεις της Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνουν ότι διατηρεί την δυναμική της. Για το 2025 προβλέπεται ανάπτυξη 2,3% , για το 2026 ένα 2,2%, ποσοστό σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που αναμένεται 0,9% και 1,4% αντίστοιχα […]. Θα πετύχουμε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, παρά την μείωση φόρων και εισφορών, ως αποτέλεσμα της περιστολής της φοροδιαφυγής αλλά και της αύξησης των εισοδημάτων». Και γίνεται περαιτέρω επίκληση της Eurostat για «σημαντική βελτίωση του καθαρού ετήσιου εισοδήματος των Ελλήνων κατά 24% την τελευταία 6ετία.

Φροντίζει βέβαια ο Κ. Μητσοτάκης να αναγνωρίσει ότι «αυτό δεν μας ικανοποιεί». Όπως φροντίζει να αναγνωρίσει και ότι «ο πληθωρισμός παραμένει πρόκληση, παρόλο που έχει υποχωρήσει». Πλην όμως, όταν κάνουμε λόγο για τις προόδους της Ελληνικής οικονομίας, καλό είναι να θυμόμαστε από ποιά κατάσταση (συνεχίζει να) επανέρχεται.

 Πηγαίνοντας στα στοιχεία Eurostat για το διάστημα 2009-2023, έχουμε την ακόλουθη ζαλιστική σειρά ετήσιων ρυθμών ανάπτυξης: -0,3% το 2008, -4,3% το 2009, -5,5% το 2010 (Καστελόριζο), -10,1% το 2011, -7,1% το 2012, -2,5% το 2013, +0,5% το 2014, -0,2% το 2015, -0,5% το 2016, +1,1% το 2017, +1,7% το 2018 (λήξη Μνημονίων), +1,1% το 2019, -9,3% το 2020 (Covid), +8,4% το 2021(επαναφορά), +5,6% το 2022, +2% το 2023. Ίσως κουράσαμε τον αναγνώστη, πλην όμως όταν κανείς επιλέγει περιόδους στα στοιχεία, χρήσιμο είναι να βλέπει και σε βάθος χρόνου: από πού έρχεται από τι πέρασε από πότε πήρε ανάσα πού/πώς πάει!

Επειδή ένας άλλος δείκτης – εκείνος της ανεργίας – έχει πιο άμεσο/ανθρώπινο αντίκρισμα, την συναντούσαμε την ανεργία στο 9,2% το 2009, με κορύφωση στο 28,3% το 2013, στο 23,6% το 2016, στο 16,6% το 2019, στο 11% το 2023 (η μακροπρόθεσμη ανεργία στο 6,2%). Με εξαίρεση την Ισπανία, η ανεργία στην Ελλάδα ήταν και παραμένει η υψηλότερη στην Ευρωζώνη. 

Επειδή όμως αντικείμενο θετικών αναφορών – στα όρια της εθνικής υπερηφάνειας! – αποτελεί ένα άλλο μέγεθος, εκείνο των πρωτογενών πλεονασμάτων, που όντως καταγράφονται πλέον σταθερά με θετικό πρόσημο (και λόγω αποδοτικότερου φοροσυλλεκτικού μηχανισμού/ΑΑΔΕ και λόγω πληθωρισμού/μη-τιμαριθμοποίησης κλιμάκων και υψηλού ΦΠΑ), μια μικρή υπενθύμιση. Υπάρχει μεν το πρωτογενές αποτέλεσμα που στοχεύουμε όλοι λόγω μνήμης των Μνημονίων, όμως δεν παύει να υπάρχει και το συνολικό αποτέλεσμα του Προϋπολογισμού: το πρώτο δεν υπολογίζει τους οφειλόμενους τόκους, το δεύτερο τους υπολογίζει. Μπορεί δε αυτά τα χρόνια να ζήσαμε με συγκρατημένο εκτοκισμό, αλλά τόκοι και υπολογίζονται και καταβάλλονται. Δείτε, λοιπόν, από στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών: το πρωτογενές αποτέλεσμα ήταν -18 δις ευρώ το 2020, -10 δις το 2021, -5,5 δις το 2022 (σοκ από Covid, συν βαθμιαία απόσβεσή του). έντονη βελτίωση με +3,9 δις το 2023, +8,3 δις το 2024.   Αν, πάντως, έρθει και δει κανείς και τους τόκους της περιόδου, συναντά 8,6 δις το 2020, 4,5 δις το 2021, 5 δις το 2022, ύστερα δε 7,7 δις το 2023 και 8,3 το 2024. Αθροίζοντας τώρα τις χρονιές ελλειμμάτων με την διαδρομή των (συγκρατημένων, αλλά μέχρις ενός σημείου ….) τόκων που μόνον το 2024 είναι περίπου ίσοι με την πλεονασματική εικόνα της συνολικής εκτέλεσης του Προϋπολογισμού, καταλήγει με δημόσιο χρέος αυξανόμενο κατά 26,8 δις το 2020, κατά 14,5 δις το 2021, κατά 10,5 δις το 2022 και κατά 3,7 δις το 2023. Σύνολο, άνω των 50 δις πρόσθετου χρέους. 

Το τελευταίο καμπανάκι μας το χτύπησε βετεράνος των δημόσιων οικονομικών. Είχαμε πάψει στην Ελληνική δημόσια συζήτηση να κοιτάμε προς την κατεύθυνση του χρέους. Όμως… έτσι όπως στην διεθνή σκηνή η εικόνα του δημόσιου χρέους επιδεινώνεται παντού – για την φετινή χρονιά και μόνο, η Αμερικανική οικονομία (που έχασε την βαθμίδα triple A: τέλος εποχής) έχει να αναχρηματοδοτήσει 9,2 τρισεκατομμύρια δολαρίων, και μάλιστα κατά 60% μέχρι τον Ιούλιο, και τούτο με σταθερά ελλειμματικό Προϋπολογισμό – ο εφησυχασμός πίσω από μια ρόδινη εικόνα ανέφελου πλου θα ήταν σφάλμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ