ΑΟΡΑΤΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
- 17.09.24 18:40
Ο πόλεμος προϋποθέτει πάντοτε έναν εχθρό. Αποτελεί, κατ’ ουσίαν, την υπαρξιακή άρνηση αυτού του εχθρού, όπως έλεγε ο διαβόητος Γερμανός νομικός Καρλ Σμιτ, καθώς συνεπάγεται «την πραγματική πιθανότητα της φυσικής εξόντωσής του». Από εδώ προκύπτει άλλωστε και η σημασία των όπλων: είναι τα μέσα για τη φυσική εξόντωση ανθρώπινων όντων. Η επιστροφή της σκληρής πραγματικότητας του πολέμου στη γειτονιά μας τα τελευταία χρόνια κάνει ίσως τις διαπιστώσεις αυτές να μοιάζουν κάπως τετριμμένες.
Όταν διατύπωνε για πρώτη φορά τους ορισμούς αυτούς, ο Σμιτ είχε βεβαίως, κατά βάση, στο μυαλό του τις συγκρούσεις του βεστφαλιανού συστήματος κρατών, στο πλαίσιο των οποίων ένας οργανωμένος κρατικός στρατός μαχόταν ανοιχτά έναντι ενός άλλου αντίστοιχου στρατού. Σήμερα, παράλληλα με αυτού του είδους τις συγκρούσεις, εξελίσσονται στο παρασκήνιο μια σειρά από άλλες μάχες, όπου τα όπλα δεν παίζουν πια τον πρώτο ρόλο και τα κράτη δεν είναι οι μόνοι πρωταγωνιστές. Η έκβασή τους, ωστόσο, θα καθορίσει αναντίρρητα τον νέο μεγάλο συσχετισμό δυνάμεων −ανάμεσα στα κράτη και τους μεγάλους ιδιωτικούς κολοσσούς, το κεφάλαιο και την εργασία, τη Δύση και την Ανατολή, τα αιτήματα της ελευθερίας και της ισότητας− οδηγώντας πιθανότητα στο τέλος, εκ των πραγμάτων θα έλεγε κανείς, και στην υπαρξιακή άρνηση ορισμένων αντιπάλων. Την ίδια όμως στιγμή, την ύπαρξη των πολέμων αυτών δεν τη συνειδητοποιούμε όσο θα ’πρεπε.
Το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας περιλαμβάνει αναλύσεις και εκτιμήσεις για τέσσερις από αυτούς τους διαφορετικούς πολέμους. Ο πρώτος αφορά τον πόλεμο για το ταλέντο – «the war for talent», όπως λένε οι Αγγλοσάξονες. Ανάμεσα σε όσα κράτη έχουν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα του ζητήματος −και αυτά δεν είναι πολλά, εξαιτίας ορισμένων υπερσυντηρητικών αντανακλαστικών− διεξάγεται αυτή τη στιγμή μια ανηλεής μάχη για την προσέλκυση των εξυπνότερων και πιο ταλαντούχων μεταναστών. Και όχι άδικα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι μετανάστες παράγουν άμεσα πάνω από το 23% των καινοτομιών. Ο δεύτερος σχετίζεται με τον ανταγωνισμό για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, δηλαδή τα φυσικά εκείνα στοιχεία που, μεταξύ άλλων, είναι απαραίτητα για τη δημιουργία τεχνολογιών αιχμής (από τα μικροτσίπ και τις μπαταρίες, μέχρι τα έξυπνα κινητά), αλλά και για την επιτυχή πορεία της πράσινης μετάβασης. Αρκεί εδώ να σκεφτούμε τις δυστοπικές συνέπειες ενός κόσμου στον οποίο η διάθεση λιθίου θα αποτελούσε μονοπώλιο μιας και μόνο χώρας ή ενός και μόνο γεωπολιτικού μπλοκ – και τούτο τη στιγμή που η πραγματικότητα του χωρισμού σε μπλοκ επιτείνεται. Ο τρίτος έχει να κάνει με τον πόλεμο για το μέλλον των κοινωνικών δικτύων και το κατά πόσο οι ισχυροί της τεχνολογίας θα καθίστανται ή όχι υπόλογοι για το περιεχόμενο που διακινείται στις πλατφόρμες τους. Η πρόσφατη υπόθεση Ντουρόφ αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου. Ο τέταρτος αφορά αυτό που ο Economist προσφάτως αποκάλεσε «war on tourism», τον πόλεμο ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούν τον τουρισμό ευλογία για την οικονομική ανάπτυξη και εκείνους που τον βλέπουν ως κατάρα για τη βιωσιμότητα των προορισμών.
Όπως θα διαπιστώσει εύκολα ο αναγνώστης, τα παραπάνω διαθέτουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και μια σημαντική ελληνική πτυχή. Με εξαίρεση όμως ίσως την περίπτωση του τουρισμού, η δημόσια συζήτηση και οι προτάσεις πολιτικής για τα αυτά παραμένουν εξαιρετικά φειδωλές.
Κι αν η Ελλάδα δεν είναι –ούτως ή άλλως– απομονωμένο νησί, το ίδιο ισχύει αναλογικά και για την Ευρώπη. Όπου ήδη η πολυσυζητημένη Έκθεση Ντράγκι για την Ανταγωνιστικότητα σόκαρε με την ένταση των προκλήσεων που διέγνωσε και τη ριζοσπαστικότητα των λύσεων που προτείνει. Ενώ ήδη η «δίδυμη» Έκθεση Λέτα για την Εσωτερική Αγορά είχε ταράξει τα κύματα (τον Ενρίκο Λέτα είχαμε φιλοξενήσει στο τεύχος της Οικονομικής Επιθεώρησης του Ιουνίου, με τη συμβουλή του «να μην ανοίξουμε το Κουτί της Πανδώρας μιας ιδεολογικής συζήτησης στην Ευρώπη»). Η επίγνωση των λιγότερο εμφανών μετώπων αντιπαράθεσης που προκύπτουν για το αύριο έχει κρίσιμη σημασία – και όχι μόνο για τους πολέμους στην παραδοσιακή τους μορφή.