O ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΤΑΒΟΣ
- 03.02.23 10:43
Φάκελος Νταβός: Τι προέκυψε από τη διαδικασία του Νταβός
Ο Θόδωρος Παπαλεξόπουλος, επί σειρά ετών πρόεδρος του ΣΕΒ και επικεφαλής του ομίλου «Τιτάν», περιγράφει “διαδικασία του Νταβός” που είχε σκεφτεί και προωθήσει μαζί με άλλους επιχειρηματίες της εποχής.
Η δική μου ένταξη στην προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσέγγισης ξεκίνησε το 1988, στο Νταβός. Τώρα θα μου πει κανείς: «Από πού κι ως πού;». Ε θέλετε διότι η μάνα μου ήταν απ’ τη Σμύρνη, θέλετε διότι ο Μιχαλακόπουλος ήταν ο αρχιτέκτων του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής Φιλίας, που υπογράφτηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1930 – ο δε Μιχαλακόπουλος ήταν ο παππούς της γυναίκας μου. Υπάρχει όμως και η ρήση, που μ’ αρέσει πάρα πολύ, και που ανήκει στον Αβραάμ Λίνκολν: «Σύνορα που δεν τα διαβαίνουν εμπορεύματα, μπορεί κάποτε στρατεύματα να τα διαβούν/ Borders that goods do not cross, armies may». […]
Όταν, λοιπόν, το ’88, έγινε η πρώτη προσέγγιση, στο «κλίμα του Νταβός» του Davos Economic Forum, όπως λεγόταν τότε, μεταξύ Αντρέα και Τουργκούτ Οζάλ, υπό τη σκέπη του Νταβός και με την πρωτοβουλία, εδώ που τα λέμε, του Κλάους Σβαμπ, του ιδρυτή του Davos Economic Forum (τώρα World Economic Forum), κάναμε επαφή με τους αντίστοιχους πρόεδρο, αντιπροέδρους και στελέχη της TUSIAD.
H TUSIAD είναι η μεγαλύτερη εργοδοτική οργάνωση της Τουρκίας, η αντίστοιχη του ΣΕΒ στην Ελλάδα. Κάναμε, τότε, μια επαφή και είπαμε: «Εφόσον μας δίνουν το σύνθημα οι πρωθυπουργοί, γιατί να μην κάνουμε εμείς follow-through, γιατί να μη δώσουμε συνέχεια σ’ αυτό το μήνυμα;». Νομίζω μάλιστα ότι το μήνυμα που δώσαμε εμείς, ως επιχειρηματίες, υπήρξε εκείνη την εποχή πιο αποτελεσματικό από το μήνυμα που δώσανε οι πρωθυπουργοί. Οι πρωθυπουργοί, τότε, έκαναν μια επαφή, εντάξει, αλλά δεν λειτούργησε περαιτέρω. Μάλιστα, μάλλον βγήκε κερδισμένη από την πρώτη επαφή αυτή, όπως λένε οι ειδικοί, η τουρκική πλευρά πολιτικά.
Εμείς, ως Έλληνες, είχαμε πάντα, και έχουμε ακόμα, την πεποίθηση ότι η χώρα που έχει τα πιο πολλά να κερδίσει από έναν εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, από έναν εκσυγχρονισμό της Τουρκίας, από μία ανάπτυξη της κοινωνίας πολιτών στην Τουρκία, είναι η Ελλάδα. Αντίστροφα, εάν αποτύχει σ’ αυτή την προσπάθεια η Τουρκία , η χώρα που έχει τα πιο πολλά να χάσει από μια αποτυχία της Τουρκίας σ’ αυτή την προσπάθεια είναι η Ελλάδα.
Λίγο πολύ πάντα χρησιμοποιείται η Ελλάδα στην Τουρκία ως αντικείμενο, ως θέμα που προβάλλεται όταν έχουν εσωτερικές πολιτικές δυσκολίες. Είναι ένα θέμα που εύκολα απομακρύνει την προσοχή του κοινού απ’ τα φλέγοντα τουρκικά θέματα και την πάει αλλού.
Λοιπόν, στο πνεύμα αυτό τότε, να βοηθήσουμε στην πύκνωση των ανταλλαγών, ξεκινήσαμε αυτή την προσπάθεια. Και οφείλω να πω ότι οι Τούρκοι υπήρξαν πάρα πολύ θετικοί. Βοήθησαν όσο δεν περιμέναμε. Βέβαια, αργότερα αντιληφθήκαμε πόσο στενά συνδεδεμένοι ήτανε πάντα οι Τούρκοι επιχειρηματίες με το δοβλέτι (που έλεγε κι ο μακαρίτης ο Μποδοσάκης). Ήταν πάντοτε ευθυγραμμισμένοι με τις κυβερνητικές θέσεις. Αυτό, άλλωστε, φαινόταν και από την περαιτέρω συζήτηση, αφού ο καθένας ελάμβανε τον λόγο και έλεγε το λογύδριό του, που είχε ετοιμαστεί από πριν: όταν μπαίναμε μετά στη συζήτηση και προχωρούσαμε στη λεπτομέρεια, εκεί συχνά, για να μην πω κατά κανόνα, φαινόταν η γύμνια τους. Δεν είχαν κάνει αρκετή δουλειά σε βάθος, είχαν μόνο εξαγγείλει τις επίσημες θέσεις, που ήταν οι κυβερνητικές.
Μολαταύτα, προχωρήσαμε. Η ελληνική πλευρά έκανε πολύ περισσότερη προεργασία θέσεων και προτάσεων σε όλους τους τομείς, θα έλεγα, της οικονομίας, απ’ ό,τι οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι πάρα πολύ σπάνια μας δώσαν απάντηση συγκεκριμένη, εστιασμένη. Εμείς τους κάναμε προτάσεις στα θέματα, ας πούμε, ασφαλιστικής νομοθεσίας. Εάν φεύγατε από Ελλάδα μ’ ένα αυτοκίνητο, ασφαλισμένο εδώ, και πηγαίνατε στην Τουρκία, θα ανακαλύπτατε ότι το Ι.Χ. σας δεν είναι ασφαλισμένο στην Τουρκία. Και αντίστροφα. Κι είπαμε: «Γιατί;». Απλά πράγματα, που βοηθούν! Ή πάλι στη ναυτιλία, ένα σωρό πράγματα. Βέβαια, οφείλω να πω ότι, από ελληνικής πλευράς, εκείνο που δεν βοήθησε ποτέ ήταν ότι για κάθε ταξίδι Τούρκου στην Ελλάδα, έστω και μιας ημέρας, απαιτείτο βίζα. Οι Τούρκοι αυτό το έφερναν βαρέως, και με το δίκιο τους. Η Ελλάδα είχε τους λόγους της που δεν δεχόταν να καταργήσει αυτόν τον περιορισμό ή τουλάχιστον να τον απαλύνει. […]. Κι αυτό χαλούσε το κλίμα.
Βέβαια, αντίστοιχες δυσκολίες είχανε και οι Τούρκοι. Φυσικά, ως Έλληνας, δίνω πιο μεγάλη σημασία στις δυσκολίες που προκαλούσαν οι Τούρκοι. Οφείλω να πω, όμως, ότι δεν ήταν μόνο απ’ την πλευρά τους. Θα πω και ένα χαρακτηριστικό: Εκείνη την εποχή, πριν από οποιαδήποτε νέα συνάντηση με τους Τούρκους, πηγαίναμε και βλέπαμε τον πρωθυπουργό, αφενός, και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφετέρου – για να ’μαστε σίγουροι ότι είμαστε ευθυγραμμισμένοι. Δεν θέλαμε, μπαίνοντας στα βαθιά νερά της εξωτερικής πολιτικής, όπου ήμασταν αναρμόδιοι, να κάνουμε κάποια γκάφα. Έτσι είχαμε την υποστήριξη, τη σιωπηλή, του ελληνικού πολιτικού κόσμου.
Όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι η ελληνική πλευρά ήξερε παραδοσιακά, σαφέστατα, τι δεν ήθελε. Δεν ήξερε όμως, ποτέ, να μας πει τι ήθελε! Κλασικό παράδειγμα: Μία από τις προτάσεις που επρόκειτο να κάνουμε, σε μια συνάντηση με τους Τούρκους, ήταν να διασυνδεθούν τα δίκτυα ηλεκτρισμού των δύο χωρών. Εμείς βλέπαμε, ήδη, να πλησιάζει η μέρα που θα είχαμε στην Ελλάδα προβλήματα, που θα ’χαμε ανάγκες: άρχισαν λίγο μετά οι εισαγωγές.
Ο πρωθυπουργός μάς παρέπεμψε στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, άμα τ’ άκουσε, είπε: «Αυτό, με τίποτε!». Είπαμε: «Εντάξει». Ρωτήσαμε: «Ωραία, τι θα θέλατε να προτείνουμε, πέραν των άλλων που σας είπαμε;». Και μας είπε: «Ελάτε από Δευτέρα να σας πούμε». Αυτή η Δευτέρα ουδέποτε ανέτειλε! Ουδέποτε! Σημειωτέον ότι, λίγα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα συμφώνησε όντως με την Τουρκία να συνδεθούν τα δύο δίκτυα ηλεκτρισμού. Εκ των υστέρων, όμως, αργά.
Κάναμε λοιπόν εναλλάξ συναντήσεις πολυάριθμες, όχι δε μόνο τα προεδρεία, αλλά και τα μέλη. Μιλάμε για αριθμό πολλών δεκάδων επιχειρηματιών, εκατέρωθεν, και δημοσιογράφων, εναλλάξ στην Τουρκία και στην Ελλάδα, στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Άρχισε λοιπόν αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που είχαν σχέση μ’ αυτό τον χώρο να πιστεύουν ότι «ναι, ήταν δυνατόν να υπάρξει διάλογος». Υπήρχαν πολλά θέματα κοινού ενδιαφέροντος και είχαμε πολλά να κερδίσουμε απ’ αυτόν τον διάλογο. Και νομίζω ότι συντελέσαμε σε μια έναρξη αλλαγής νοοτροπίας, από τη σκέτη εκατέρωθεν άρνηση να περάσουμε στο «μα μήπως κάτι μπορεί να γίνει»;