Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

BIDENOMICS

Bidenomics
Mπορεί η οικονομική ατζέντα του προέδρου Μπάιντεν να γίνει ο άσος στο μανίκι των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2024;

Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν, ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία για την επόμενη τετραετία προωθώντας μία οικονομική ατζέντα η οποία έχει την υπογραφή του: τα Bidenomics, ή αλλιώς, τα οικονομικά του Μπάιντεν. Η ονομασία παραπέμπει στα Reaganomics, όπως έχει μείνει γνωστή η οικονομική πολιτική του Ρόναλντ Ρέιγκαν, που εξακολουθεί να εμπνέει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα − συμπεριλαμβανομένου και του πρώην προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος, με βάση τις δημοσκοπήσεις, είναι ο πιθανότερος αντίπαλος του Μπάιντεν για την προεδρία.

Σε αντίθεση με την οικονομική πολιτική του Ρέιγκαν, βέβαια, που πίστευε ότι η απελευθέρωση του δυναμισμού της ιδιωτικής οικονομίας, με μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις και τα μεγάλα εισοδήματα, παράγει πλούτο που στη συνέχεια διαχέεται σε όλη την κοινωνία μέσω των λεγόμενων trickle down economics (διάχυση οφέλους προς τα κάτω), η οικονομική πολιτική του Μπάιντεν εστιάζει στην ενδυνάμωση της μεσαίας τάξης, ώστε να πυροδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη, η οποία θα ευνοήσει με τη σειρά της όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Mε το βλέμμα στη μεσαία τάξη

Με στόχο την ενίσχυση της μεσαίας τάξης, λοιπόν, η οικονομική ατζέντα του Μπάιντεν προωθεί τις δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομών, τη στήριξη της εργασίας με έμφαση στην εκπαίδευση, τον συνδικαλισμό και την επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Ο συνδυασμός των τριών συνιστά την πολιτική επιλογή με την οποία ο πρόεδρος Μπάιντεν επιχειρεί να απαντήσει σε ένα οικονομικό πρόβλημα, τις αδυναμίες της παραγωγικής βάσης της αμερικανικής οικονομίας, αλλά και σε ένα πολιτικό πρόβλημα, να ξανακερδίσει τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, τους βιομηχανικούς εργάτες, αλλά και τους επαγγελματίες που είτε στράφηκαν στον Ντόναλντ Τραμπ είτε απείχαν από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

BIDENOMICS
ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΟΥ ΜΠΑΙΝΤΕΝ ΠΡΟΩΘΕΙ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΕΡΓΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΤΟΝ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ.

Έτσι, αν και των προεδρικών εκλογών προηγείται η εσωκομματική μάχη για το προεδρικό χρίσμα, το μήνυμα του προέδρου Μπάιντεν δεν απευθύνεται μόνο στα μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος. Περιοδεύοντας σε στρατηγικά σημαντικές πολιτείες, με σταθμούς σε εργοστάσια και νέες μονάδες παραγωγής, η εκστρατεία του επιχειρεί να πείσει όλους τους Αμερικανούς ψηφοφόρους ότι τα Bidenomics είναι η καλύτερη οικονομική πολιτική για το μέλλον της αμερικανικής οικονομίας, και ότι ήδη αποδίδουν. Αυτή όμως είναι μία δύσκολη αποστολή: Τα δύο τρίτα των Αμερικανών δεν εγκρίνουν τις επιδόσεις του προέδρου Μπάιντεν στην οικονομία και τα τρία τέταρτα θεωρούν ότι αυτή βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Η δυσμενής αξιολόγηση έχει βέβαια να κάνει και με την οικονομική συγκυρία, ιδιαίτερα τις πληθωριστικές πιέσεις που μειώνουν τα διαθέσιμα εισοδήματα, και τη συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων, που περιορίζει τον ρυθμό ανάπτυξης, και άρα και την ανοδική προοπτική των χρηματιστηριακών αγορών.

Τα κομβικά νομοθετήματα

Παρ’ όλ’ αυτά, αξιοποιώντας επικοινωνιακά τα Bidenomics ως μία οικονομική συνταγή επιτυχίας, ο Λευκός Οίκος του προέδρου Μπάιντεν προωθεί δυναμικά τα κύρια στοιχεία της, ελπίζοντας να πείσει την κοινή γνώμη για τα οφέλη τους. Βασικοί πυλώνες αυτής της επικοινωνιακής πολιτικής είναι δύο σημαντικά νομοσχέδια, που κατάφερε να περάσει από το Κογκρέσο. Το πρώτο είναι το CHIPS Act, που εστιάζει στην παραγωγή ημιαγωγών με επιδοτήσεις 53 δισ. δολαρίων (οι οποίες έχουν ήδη κινητοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις 231 δισ., σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο), και το ακόμη μεγαλύτερο Inflation Reduction Act (IRA), το οποίο, παρά την ονομασία του, στόχο έχει να προωθήσει την πράσινη ανάπτυξη, προσφέροντας φορολογικά κίνητρα και επιδοτήσεις για επενδύσεις στη βιομηχανία και τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τόσα είναι αυτά, μάλιστα, που ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει ότι έχει ήδη προσελκύσει ιδιωτικές επενδύσεις μισού τρισεκατομμυρίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θορυβηθεί από τα σημάδια εκροής επενδύσεων από τα κράτη-μέλη της, ενώ οι οικονομολόγοι βλέπουν σημάδια προστατευτισμού.

Μία τρίτη νομοθεσία, το Infrastructure Investment and Jobs Act, προβλέπει ένα ευρύτατο πρόγραμμα δημοσίων δαπανών για υποδομές, όπως τα 42 δισ. δολάρια για ένα δίκτυο Ίντερνετ υψηλών ταχυτήτων στις απομακρυσμένες περιοχές, το οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν συγκρίνει με το πρόγραμμα ηλεκτροδότησης των αγροτικών περιοχών του προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ. Συνολικά, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο περιλαμβάνει 35 χιλιάδες νέα έργα υποδομών, δρόμους, γέφυρες, λιμάνια κ.ο.κ.

BIDENOMICS
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥΣ. ΤΟ ΤΙ ΘΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΝ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΣΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΘΑ ΔΩΣΕΙ ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΩΝ ΗΠΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΩΣ.

Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο της οικονομικής του προσέγγισης είναι η υποστήριξη της εργασίας και του συνδικαλισμού, με επενδύσεις για την κατάρτιση των εργαζομένων που δεν έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση, και την επανεκπαίδευση όσων έχουν χάσει την εργασία τους. Σε αυτό το πεδίο, η οικονομική συγκυρία είναι με το μέρος του, καθώς από τότε που ανέλαβε, η αμερικανική οικονομία έχει προσθέσει 13 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας χάρη και στην έξοδο από την πανδημία, ενώ τα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των Αφροαμερικανών και των Ισπανόφωνων βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά.

Τέλος, προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση του κόστους διαβίωσης, η πολιτική του εστιάζει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού με στήριξη της επιχειρηματικότητας, αλλά και σε μέτρα όπως η μείωση της τιμής της ινσουλίνης στα 35 δολάρια τον μήνα, ή η καταπολέμηση των υποχρεωτικών και μη χρεώσεων και υπερχρεώσεων για διάφορες υπηρεσίες, όπως το έξτρα κόστος για να καθίσει μία οικογένεια μαζί σε ένα αεροπορικό ταξίδι.

Επιστροφή στον Κέυνς;

Στην ουσία πρόκειται για την επιστροφή σε μία βιομηχανική πολιτική που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν να δουν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και της οποίας τα οφέλη είναι ήδη εμφανή σε επιχειρηματικό επίπεδο, με πολιτείες όπως η Καλιφόρνια να βλέπουν την εισροή επενδύσεων που σπεύδουν να αξιοποιήσουν τα νέα κίνητρα. Σε μία εποχή όμως που ένα στα δέκα νοικοκυριά στις ΗΠΑ δυσκολεύεται να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες, η οικονομική ατζέντα του προέδρου Μπάιντεν δεν έχει άμεσα ορατά αποτελέσματα για τους πλέον ευάλωτους, τους νέους και τους χαμηλόμισθους, καθώς την ίδια στιγμή η στέγη παραμένει ακριβή, οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας χαμηλών προοπτικών και αποδοχών, και το κόστος των σπουδών υψηλό.

Το ερώτημα είναι λοιπόν αν αυτά τα μέτρα θα είναι αρκετά για τους ψηφοφόρους. Πόσω μάλλον καθώς, σε αντίθεση με τον πρόεδρο Τραμπ που προσέλκυσε την εκλογική του βάση μειώνοντας τους φόρους της υψηλής αλλά και της μεσαίας τάξης, ο κεϊνσιανός Μπάιντεν θέλει να στηρίξει τη δεύτερη αυξάνοντας τους φόρους στην πρώτη, καθώς και στις επιχειρήσεις. Βεβαίως, η αναβάθμιση της αμερικανικής οικονομίας σε μία νέα βάση πράσινης ανάπτυξης και υψηλής τεχνολογίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία καλύτερων θέσεων εργασίας, αλλά στην παρούσα οικονομική συγκυρία μία επιστροφή φόρου μπορεί να φανεί πιο ελκυστική. Το τι θα επιλέξουν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι θα δώσει το στίγμα όχι μόνο για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας, αλλά και για τις κυρίαρχες επιλογές της οικονομικής πολιτικής διεθνώς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ROBERT KAPLAN: Ο ΠΟΥΤΙΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑΛΙΝ

Την άποψη πως ο Πούτιν δεν έχει πολλά περιθώρια ελιγμών στον πόλεμο της Ουκρανίας εκφράζει…

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ