ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
- 16.01.25 13:02

Όταν η Alexandra Slobodian το 1999, αποφάσισε να αφήσει πίσω την χώρα καταγωγής της, την Ουκρανία έπειτα από τις καταστροφικές συνέπειες της έκρηξης του πυρηνικού εργοστασίου στο Chernobyl, δεν φανταζόταν σε καμία περίπτωση τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε στην προσπάθεια εγκατάστασής της στην Ελλάδα. Σήμερα, 25 χρόνια μετά, έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια και διατηρεί τη δική της μικρή επιχείρηση στο κέντρο της Αθήνας, αποτελώντας ένα παράδειγμα επιτυχημένης ένταξης στην κοινωνία μας. Η ιστορία της καταδεικνύει τη σημασία των πολιτικών ένταξης καθώς και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν εν γένει οι μετανάστες στην πορεία τους προς την ενσωμάτωσή τους στη χώρα υποδοχής.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκοπική έρευνα που δημοσίευσε ο ανεξάρτητος, μη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός διαΝΕΟσις, το 2021, διέμεναν μόνιμα στην Ελλάδα 765.600 άτομα με ιθαγένεια άλλης χώρας, αντιπροσωπεύοντας το 7% του συνολικού πληθυσμού. Από τους μόνιμα διαμένοντες, την πλειονότητα αποτελούν οι Αλβανοί που αριθμούν 374.900 άτομα, ξεπερνώντας κατά πολύ τους Βούλγαρους και Πακιστανούς κατοίκους της χώρας, που αριθμούν περί τα 35.000 άτομα σε έκαστη εθνική κοινότητα. Πρόκειται συνεπώς για έναν πληθυσμό, που ο αριθμός του χρήζει προσοχής και σωστής διαχείρισης, τόσο για τη διασφάλιση της κοινωνικής ευταξίας όσο και για την ανάπτυξη της οικονομίας που φαίνεται να επηρεάζεται συνολικά από τη μετανάστευση.
Με τις αναταραχές στη Μέση Ανατολή, τις γεωπολιτικές εντάσεις, την κλιματική κρίση αλλά και τη γήρανση του πληθυσμού, το «μεταναστευτικό» επανήλθε πρόσφατα στο επίκεντρο των συζητήσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΤΟ 2021, ΔΙΕΜΕΝΑΝ ΜΟΝΙΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 765.600 ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΑΛΛΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ 7% ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ. ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΟΙ ΑΛΒΑΝΟΙ ΠΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥΝ 374.900, ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΔΕΚΑΠΛΑΣΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΚΙΣΤΑΝΟΥΣ.
Στην Ελλάδα, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά θέματα που χρήζει επισταμένης διαχείρισης και περιλαμβάνεται στην προτεραιότητα της κυβερνητικής ατζέντας με στόχευση την ασφάλεια της χώρας. Η μετανάστευση δεν αποτελεί πρόβλημα προς διευθέτηση, αλλά πρόκειται για ένα μακροχρόνιο φαινόμενο με κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις, που δε θα πάψει ποτέ να απασχολεί τις ανθρώπινες κοινωνίες όσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι συνθήκες που το δημιουργούν. Και όσο αυτές εντείνονται, κρίνεται απαραίτητη η χάραξη μιας συνεκτικής και αποτελεσματικής μεταναστευτικής πολιτικής που στο χαρτοφυλάκιο της θα διαθέτει ισχυρές πολιτικής ένταξης, οι οποίες σταδιακά θα επιτρέψουν την ανάπτυξη και θα συμβάλλουν θετικά στην οικονομική ευημερία της κάθε χώρας.
Οι απόψεις αυτές φαίνεται να αποτυπώνονται και να αναλύονται διεξοδικά, σε δύο νέες μελέτες της διαΝΕΟσις, που δημοσιεύθηκαν πέρυσι τον Σεπτέμβριο και αποτελούν έργο των δύο επιστημόνων του κ. Άγγελου Τραμουντάνη, ερευνητή στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και κ. Δημήτρη Χριστόπουλου, καθηγητή Πολιτειολογίας, στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στο κείμενο πολιτικής του κ. Άγγελου Τραμουντάνη «Μετά τις κρίσεις: Υφιστάμενη κατάσταση και προτάσεις πολιτικής για την Ένταξη Μεταναστών και Προσφύγων στην Ελλάδα», εξετάζονται οι ελληνικές πολιτικές ένταξης, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, σε τέσσερις σημαντικούς τομείς: στην αγορά εργασίας, την απόδοση ιθαγένειας, την εκπαίδευση και τη συμμετοχή στα κοινά, ενώ παρατίθενται παραδείγματα καλών πρακτικών, από άλλες χώρες καθώς και προτάσεις πολιτικής. Αντίστοιχα, η ανάλυση του Καθηγητή Δημήτρη Χριστόπουλου με τίτλο: «Το ελληνικό μεταναστευτικό καθεστώς: πραγματικότητες, ματαιώσεις, προοπτικές» αποτελεί μια περιγραφή της επικρατούσας κατάστασης από το ΄90 μέχρι σήμερα, ενώ με έντονα κριτικό βλέμμα παρουσιάζει το νομικό, πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο των πολιτικών ένταξης, αναδεικνύοντας τα κενά και τις προσπάθειες που δεν ευοδώθηκαν.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος επισημαίνει, «Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι πλέον έχουμε πολιτικές ελέγχου και αποτροπής. Αυτή είναι η συζήτηση και έχει μετατοπιστεί από αυτό που ονομάζουμε κοινωνική ένταξη. Όταν δεν επεξεργαζόμαστε πολιτικές κοινωνικής ένταξης, τότε δεν είναι ότι μόνο διακυβεύεται ή απειλείται η αξιοπρέπεια των ανθρώπων και η ζωή τους, αλλά απειλείται και η κοινωνική συνοχή».
Στο κείμενο του κ. Άγγελου Τραμουντάνη, αναφέρεται ότι η επίδοση της Ελλάδας στον διεθνή δείκτη για τις πολιτικές ένταξης μεταναστών MIPEX (εργαλείο μέτρησης των πολιτικών ένταξης των μεταναστών κατά την περίοδο 2007-2019 και καλύπτει 56 χώρες σε 6 ηπείρους), η βαθμολογία της Ελλάδας για το σύνολο των τομέων του είναι 46/100, χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (49) και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) (56). Η βαθμολογία αυτή είναι παρόμοια με της Μάλτας, πιο αδύναμη από αυτές της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, και ελαφρώς ανώτερη από της Κύπρου και της Τουρκίας.
Τι μπορεί όμως να σημαίνουν αυτά τα αποτελέσματα, για ποιο λόγο και με ποιο τρόπο οι πολιτικές ένταξης μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας;
«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΠΛΕΟΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ. Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΧΕΙ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΤΕΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ. ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΖΟΜΑΣΤΕ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ, ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΜΟΝΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΕΤΑΙ Η ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ Η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ»
Το διαχρονικό φαινόμενο της Μετανάστευσης
Το ελληνικό κράτος και αντίστοιχα η ελληνική κοινωνια διαθέτει μια πλούσια μακροχρόνια ιστορία μεταναστευτικής εμπειρίας. Κάθε ελληνική οικογένεια έχει μια ιστορία προσφυγιάς ή μετανάστευσης να διηγηθεί. Μια ιστορία που χαρακτηρίζεται από κύματα εισόδου και εξόδου πληθυσμών από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα. Μεταπολεμικά, η πρώτη σημαντική μεταναστευτική περίοδος εντοπίζεται προς το εξωτερικό, όπου χιλιάδες Έλληνες μεταναστευσαν κυρίως στις χωρες των ΗΠΑ, στον Καναδά, την Αυστραλία, αλλά και την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα πολέμων, οικονομικής κρίσης και πολιτικών αναταραχών.
Η μετανάστευση είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται παγκόσμια και καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης εξέλιξης από την αρχαιότητα έως σήμερα. Από τις πολεμικές συρράξεις, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη δημογραφία και τη φτώχεια, έως την κλιματική κρίση, οι λόγοι κάθε φορά που αφήνει κάποιος την χώρα προσέλευσης πίσω του, είναι διαφορετικοί. Διάφορες θεωρίες και ορισμοί έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, γεγονός που αποδεικνύει την πολυπλοκότητα του φαινομένου και τις διαφορετικές διαστάσεις του. Ανάμεσα τους είναι: η κλασική θεωρία της έλξης-ώθησης (push-pull), η οποία τονίζει πώς κοινωνικοπολιτικοί, οικονομικοί, δημογραφικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες ωθούν τους ανθρώπους να φύγουν από τη χώρα τους, ενώ έλκονται από καλύτερες συνθήκες στις χώρες προορισμού, η νεοκλασική θεωρία που βάση της είναι η θεωρία της προσφορας και της ζήτησης σε όρους αγοράς εργασίας, η θεωρία των δικτύων, που υπογραμμίζει τον ρόλο των οικογενειακών και κοινωνικών δικτύων που ενθαρρύνουν τη μετανάστευση, καθώς και η θεσμική θεωρία που επισημαίνει πώς οι δομές και πολιτικές των χωρών υποδοχής επηρεάζουν τη μεταναστευτική ροή και εγκατάσταση. Το κύριο χαρακτηριστικό της σύγχρονης μετανάστευσης είναι τα οικονομικά αίτια που την προκαλούν, καθώς και οι επιπτώσεις της που είναι κι αυτές οικονομικές.
Η Διάκριση ανάμεσα σε Ορισμούς και Πραγματικότητες
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό πριν προχωρήσουμε σε περαιτέρω ανάλυση, να αναφερθούμε στη διάκριση των όρων «μετανάστης» και «πρόσφυγας» καθώς πρόκειται μεν για μετακινούμενους πληθυσμούς μεταξύ χωρών, με διαφορετικά όμως δε χαρακτηριστικά και εννοιολογικό περιεχόμενο. Η κυρίως διάκριση έγκειται στο ότι ο πρόσφυγας φεύγει από τη χώρα του λόγω διώξεων και έχει δικαίωμα διεθνούς προστασίας, ενώ ο μετανάστης εγκαταλείπει τη χώρα του για καλύτερες συνθήκες ζωής. Παρά τις διαφορές, οι δύο κατηγορίες αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις: φτώχεια, νομικά εμπόδια και κοινωνικό αποκλεισμό. Όπως συμπληρώνει και ο κ. Χριστόπουλος: «Όλοι είναι βουτηγμένοι στη φτώχεια, ούτως ή άλλως». Πάρ’ αυτά, η ταξινόμηση αυτή υπαγορεύει διαφορετικές πολιτικές διαχείρισης και προστασίας.
«Πρόσφυγας», σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967, θεωρείται κάθε άτομο που βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του, έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή σ’ αυτήν. Επιπλέον, είναι το άτομο εκείνο που δεν απολαμβάνει το δικαίωμα της ιθαγένειας, βρίσκεται εκτός χώρας και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, κυρίως από φόβο. Οι πρόσφυγες δύναται να ζητήσουν άσυλο στη χώρα υποδοχής και να έχουν πρόσβαση στην παροχή βοήθειας από τα κράτη, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και άλλους οργανισμούς. Μάλιστα μία από τις θεμελιώδεις αρχές που καθορίζεται στο διεθνές δίκαιο είναι η αποτροπή της επιστροφής των προσφύγων στις χώρες τους όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία τους.
Ο όρος «αιτών Άσυλο», προσδιορίζει το άτομο που ζητά διεθνή προστασία σε άλλη χώρα, χωρίς όμως να έχει αναγνωριστεί ακόμα ως πρόσφυγας. Για τον όρο «Μετανάστης» δεν έχει θεσπιστεί νομικός όρος. Αφορά κάθε άτομο που μετακινείται από τη χώρα διαμονής του σε κάποια άλλη, είτε για οικονομικούς λόγους με σκοπό να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής του, είτε για εκπαιδευτικούς, για οικογενειακούς ή για άλλους προσωπικούς λόγους. Σύμφωνα μάλιστα με τον ορισμό που δίνει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, απαραίτητη προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί κάποιος «μετανάστης» είναι να διαβιεί μακριά από τη χώρα που γεννήθηκε ή τη χώρα της οποίας έχει την εθνικότητα, για περισσότερους από 12 μήνες.
Στην Ελλάδα και σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία, οι ροές που καταφθάνουν στη χώρα μας χαρακτηρίζονται ως «μικτές», περιλαμβάνουν δηλαδή και τις δύο κατηγορίες.
Οι κύριοι άξονες της μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα από το ‘90 μέχρι σήμερα
Η επιχείρηση cafe bistrot 67 της Alexandras στα Εξάρχεια, λειτουργεί από το 2012. Πριν δυο χρονια, την επισκέφθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου, θέλοντας να δείξει την αλληλεγγύη που δείχνουν οι Έλληνες προς τον Ουκρανικό λαό υπό τη σκιά του πολέμου, καθώς και την επιτυχημένη ένταξή της στη χώρα μας. Την εποχή που έφτασε η Alexandra με το λεωφορείο από την Ουκρανία στην Ελλάδα, δεν υπήρχε ακόμα κανένας νόμος που να μπορούσε να της δώσει άδεια διαμονής στην χώρα. Τη δεκαετία του ΄90 η Ελλάδα από χώρα αποστολής μετατρέπεται σε χώρα υποδοχής. Τότε άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ροές μεταναστών κυρίως μετά από τις πολιτικές εξελίξεις της κατάρρευσης της πρώην Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) και των χωρών του Ανατολικού μπλοκ και εξαιτίας του ανοίγματος των συνόρων στους Βορειοηπειρώτες της Αλβανίας. Εως τότε η Ελλάδα, δεν είχε νομοθετικό πλαίσιο για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, παρά μόνο τον Νόμο 4310 του 1929 που αφορούσε τα ζητήματα ρύθμισης υποδοχής των προσφύγων από τη Μικρασιατική καταστροφή. Μετανάστες όμως ήδη υπήρχαν, σπούδαζαν, εργάζοταν και ζουσαν στη χώρα, ήδη από τη δεκαετία του ‘70. Η Alexandra θυμάται, «Ήμασταν παράνομοι, δεν είχαμε άδεια παραμονής ή άδεια εργασίας. Ήταν πολύ τρομακτικό να έρχομαι από μία χώρα που υπήρχε σχετική τάξη και ασφάλεια και να βρίσκομαι σε μία χώρα άλλη, ως μετανάστης χωρίς χαρτιά. Μεγάλες οι δυσκολίες που αντιμετώπισα και πολύ το άγχος». Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 έχουμε την έκδοση δύο προεδρικών διαταγμάτων του 1997/1998, βάσει των οποίων άρχισε να νομιμοποιείται ένα μεγάλο μέρος του μεταναστευτικού πληθυσμού. Από τη στιγμή αυτή και έπειτα ξεκινάει μια δαιδαλώδης πορεία νομοθετικών ρυθμίσεων και πολιτικών σε μία προσπάθεια της χώρας να προσαρμόσει τη μεταναστευτική της πολιτική στις συνεχείς κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πιέσεις, με την αρωγή ενίοτε ευρωπαϊκών και άλλων διεθνών συνεργασιών.
«Η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. Η ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗΣ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΩΘΟΥΝ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΙΑΣ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΣΕΒΕΤΑΙ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΙΣΟΤΙΜΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ»
Από το 2000 έως το 2008, η Ελλάδα προχώρησε στα πρώτα της βήματα, εκπονώντας το πρώτο σχέδιο δράσης για την κοινωνική ένταξη μεταναστών και θεσπίζοντας τον πρώτο νόμο για το μεταναστευτικό (Ν.2910). Η χώρα μάλιστα προέβη σε κύματα νομιμοποιήσεων, ενώ η νομοθεσία επικεντρώθηκε στην απόδοση ιθαγένειας κυρίως στους ομογενείς. Ωστόσο όπως θυμάται η Alexandra: «Ήταν πάρα πολύ δύσκολα γιατί κάθε λίγους μήνες χρειαζόταν να ανανεώνουμε τις άδειες διαμονής και κάθε τόσο έπρεπε να αποδείξω που μένω και να προσκομίζω ένσημα. Νομίζω, έπρεπε να συγκεντρώνω 250 τον χρόνο, κάτι που ήταν πολύ δύσκολο για ένα μετανάστη, την περίοδο που οι περισσότεροι δούλευαν παράτυπα». Το 2005 θα ψηφιστεί και ο μεταναστευτικός νόμος (Ν.3836), κομβικό σημείο αναφορικά με την ένταξη. Την ίδια χρονιά επικαιροποιείται και η διαδικασία της μετάκλησης, χωρίς όμως ουσιαστικά να αφήνονται πολλές επιλογές για νόμιμη είσοδο στη χώρα. Ταυτόχρονα, λόγω περιορισμένης χρηματοδότησης, πολλά προγράμματα, με στόχο την ομαλή προσαρμογή των υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα, όπως το ΕΣΤΙΑ, δεν εφαρμόστηκαν τελικά και έτσι δεν υπήρχε ουσιαστική αποτελεσματικότητα.
Λίγο αργότερα, την περίοδο 2008 με 2015, σύμφωνα με το κείμενο του κ. Άγγελου Τραμουντάνη, φαίνεται ότι η μεταναστευτική πολιτική «ωριμάζει», παρότι η οικονομική κρίση του 2009, επηρέασε σοβαρά τον μεταναστευτικό πληθυσμό στη χώρα. Ωστόσο, το διάστημα αυτό καταγράφονται δύο σημαντικές νομοθετικές παρεμβάσεις, η μία εκ των οποίων αφορούσε στην απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας και στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε μετανάστες. Ο κ. Νίκος-Ντέτζι Οντουμπιτάν, Ιδρυτής και Γενικός Διευθυντής του μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού Generation 2.0 αναφέρει, «Οι πρώτες νομιμοποιήσεις μεταναστών στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 αφορούσαν τους ίδιους τους μετανάστες που ζούσαν στη χώρα και τα ανήλικα τέκνα τους. Δεν υπήρχε όμως έως τότε καμία πρόβλεψη για το καθεστώς των παιδιών όταν ενηλικιωθούν, οπότε κάθε ένας από εμάς που αργότερα ενηλικιώθηκε, έπεφτε στο κενό του νόμου». Όπως αναφέρει ο ίδιος στις αρχές του 2000 υπολογίζεται ότι στη χώρα γύρω στα 150.000 παιδιά βρίσκονταν «στον αέρα». Και συνεχίζει λέγοντας, «εμάς η καμπάνια μας, ξεκίνησε το 2006 έως το 2010, που ψηφίστηκε ο Ν.3838, ο λεγόμενος νόμος Ραγκούση, που έδινε το δικαίωμα της Ελληνικής Ιθαγένειας γι’ αυτά τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν στη χώρα.Το 2010 δεν ψηφίστηκε μόνο ο νόμος για την Ιθαγένεια στη δεύτερη γενιά, αλλά έγινε και η ολική αναδιάρθρωση στον Κώδικα για την πολιτογράφηση. Έτσι μπήκανε νέες διαδικασίες στο θέμα της πολιτογράφησης, όπως ότι μπήκε ο όρος να απαντά η πολιτεία στο αίτημα ενός πολίτη να πολιτογραφηθεί Έλληνας. Το 2012 όμως, ήρθε η απόφασή του Συμβουλίου της Επικρατείας, που στην ουσία ακύρωσε τις συγκεκριμένες διατάξεις, με την αιτιολογία ότι αυτά τα παιδιά δεν είχαν αρκετά επιχειρήματα για να αποδείξουν ότι είναι Έλληνες πολίτες.» Την ίδια περίοδο μία ακόμη νομοθετική παρέμβαση αφορούσε τη θέσπιση του θεσμού των Συμβουλίων Ένταξης των Μεταναστών (ΣΕΜ). Ωστόσο και αυτό το εγχείρημα είχε περιορισμένη εφαρμογή και αντίστοιχα αποτελέσματα. Νομοθεσίες όπως η άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος άρχισαν να εφαρμόζονται. Σχετικά με τις πολιτικές εκείνης της περιόδου ο κ. Νίκος Οντουμπιτάν συνεχίζει: «Μια μεγάλη κατάκτηση ήταν και η κωδικοποίηση της υφιστάμενης μεταναστευτικής νομοθεσίας, στον Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης (Ν.4251/2014), δηλαδή ο πρώτος κώδικας που αυτό άλλαξε τον χάρτη με τις άδειες διαμονής και έτσι μπόρεσαν πολλοί άνθρωποι να νομιμοποιηθούν». Γύρω στο 2010, πολλοί θα είναι εκείνοι που θα εκπέσουν της νομιμότητας. «Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και επειδή η άδεια διαμονής τότε ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την εργασία και την ασφαλιστική ενημερότητα. Με τον Ν. 4251 το 2014 στην ουσία άρχισαν να επανέρχονται πολλοί στη νομιμότητα. Εν τω μεταξύ όμως, ένας τεράστιος πληθυσμός είχε ήδη αποχωρήσει από τη χώρα», συμπληρώνει ο κ. Οντουμπιτάν.
Το 2011 είναι η χρονιά που η Alexandra, μετά από πολλά χρόνια σκληρής εργασίας και για λόγους προσωπικής εξασφάλισης, τολμά να ονειρευτεί επιχειρηματικα, σε μία δύσκολη ελληνική οικονομική πραγματικότητα. Η ευκαιρία ήρθε με την άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος, που της έδωσε την ανάσα να μπορεί ως πολίτης τρίτης χώρας να ανοίξει τη δική της επιχείρηση. Ωστόσο, ο δρόμος ήταν μακρύς και αρκετά δύσκολος. Όπως μας εξιστορεί, «χρειαζόταν να δώσω εξετάσεις για να λάβω την άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος. Ήταν πολύ δύσκολα καθώς περίμενα οκτώ μήνες για να βγει η άδεια και για να μπορέσω να περάσω από τη μία κατηγορία άδειας στην άλλη, ενώ μετά περίμενα άλλους οκτώ για να βγει η άδεια λειτουργίας του καταστήματος. Δηλαδή ήταν πολύ μεγάλη η περίοδος αναμονής και χρονοβόρες οι διαδικασίες». Και συνεχίζει, «Μέσα σε 4 μήνες από όταν άνοιξα, δυστυχώς έπαθα εγκεφαλικό από το άγχος. Όλη η πίεση, αναμένοντας, ένα χρόνο να βγουν οι άδειες, ενώ ήμουν άνεργη, ξεκινώντας τα πάντα από το μηδέν, ολο αυτό μου δημιούργησε άγχος».
Σύμφωνα με τον κ. Άγγελο Τραμουντάνη, «Όταν η Ελλάδα ξεκίνησε να είναι χώρα υποδοχής μεταναστών αρχές της δεκαετίας του ΄90 μέχρι την ένδειξη της οικονομικής κρίσης, η ανεργία των Ελλήνων ήταν υψηλότερη σε σχέση με την ανεργία των μεταναστών, όμως με την έναρξη της οικονομικής κρίσης αυτό αλλάζει και πλέον από το 2008 -2009 η ανεργία των μεταναστών είναι σταθερά υψηλότερη σε σχέση με την ανεργία των Ελλήνων. Αν το 25% περίπου των Ελλήνων ήταν άνεργοι, για τους μετανάστες ήταν το 40%».
Το 2015, θα ειναι μία χρονιά η οποία από πολλούς θα ονομαστεί χρονιά-ορόσημο όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Οι όροι «προσφυγική-μεταναστευτική κρίση» είναι πλέον δόκιμοι και η Ελλάδα θα αποτελέσει χώρα διέλευσης για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων, προσφύγων και μεταναστών λόγω πολύνεκρων συρράξεων στη Μέση Ανατολή, Ασία και Αφρική. Το καλοκαίρι του 2015 υπολογίζεται ότι έφτασαν δια μέσου θαλάσσης περίπου στις 900 χιλιάδες άνθρωποι, με το μεγαλύτερο ποσοστό από τη Συρία. Οι συνθήκες υποδοχής ήταν ανεπαρκείς και η διαμονή τους κυρίως αγκαλιάστηκε από την Κοινωνία των Πολιτών. Τότε θα ξεκινήσει η συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς για την υποστήριξη των εισροών, ενώ το κλείσιμο της Βαλκανικής Οδού το 2016 και η κατάρρευση του κανονισμού του Δουβλίνου, λόγω των αυξημένων ροών θα δημιουργήσουν νέες προκλήσεις. Μέχρι το 2015, η διαδικασία έκδοσης ασύλου παρουσίαζε σημαντικές δυσκολίες. Την ίδια χρονιά επίσης ολοκληρώθηκε μια κρίσιμη μεταρρύθμιση στο δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας, με έναν νέο νόμο που εναρμόνιζε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την πολιτική βούληση, επιτρέποντας την απόκτηση της ιθαγένειας από την παιδική ηλικία ή και από τη γέννηση. Με δεύτερη καμπάνια της Generation 2.0, Ισότιμοι πολίτες, θα ασκηθούν πιέσεις με στόχο τη δημιουργία του νέου αυτού νομοθετικού πλαισίου Ν. 4332/15 (τροποποίηση του ν. 4251/2014) σχετικά με την αναγνώριση των μεταναστών ως Ελλήνων πολιτών. Παράλληλα, καθιερώνεται η δυνατότητα απόκτησης της ιθαγένειας μέσω «δήλωσης» για αλλοδαπούς που έχουν ολοκληρώσει τη φοίτησή τους σε ελληνικά σχολεία ή είναι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων.
Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΑΛΛΑΞΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΜΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΣΕΩΝ. Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΥ ΠΛΗΤΤΕΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ, ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΣΤΕΙ ΜΕΙΩΣΗ ΚΑΤΑ ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΟ.
Σύμφωνα με τις δύο δημοσιεύσεις των κ.Τραμουντάνη και κ. Χριστόπουλου, η μεταναστευτική πολιτική επικεντρώνεται κυρίως σε πολιτικές αποτροπής και ενίσχυσης των συνόρων, αφήνοντας συχνά τον μεταναστευτικό πληθυσμό στο περιθώριο των προγραμμάτων ένταξης. Ο κ. Χριστόπουλος σημειώνει, «αυτή τη στιγμή ο όρος μετανάστης έχει αποκτήσει μια βαριά ηθική απαξίωση. Καλύτερα να μη σε πει ποτέ κάποιος μετανάστη. Ο όρος πρόσφυγας κρατάει κάτι από το αξιακό κύρος που κουβαλούσε και πριν. Και όντως η λογική είναι ότι αυτοί όλοι είναι πρόσφυγες ή ότι αυτοί όλοι είναι μετανάστες. Αλλά ακόμα και με τους πρόσφυγες έχουμε φτιάξει αυτό που λέμε οι ασφαλείς Τρίτες Χώρες, δηλαδή τους αφήνουμε δίπλα, τους σταθμεύουμε. Υποτίθεται τους πρόσφυγες τους προστατεύουμε, αλλά η λογική είναι να τους χρεώνουμε αλλού, όπως στην Τουρκία». Ακόμη η τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας Ν.4735, το 2020 άλλαξε και τον τρόπο πολιτογράφησης με συνέπεια να καταγράφεται μία σημαντική μείωση των αποδόσεων. Η κατηγορία που πλήττεται περισσότερο είναι της δεύτερης γενιάς μεταναστών, με τις αποδόσεις να έχουν υποστεί μείωση κατά ένα τέταρτο, από 25.528 το 2017 σε μόλις 6.867 το 2022. Όπως μας εξήγησε ο κ. Νίκος Οντουμπιτάν, η τροποποίηση εισήγαγε την Τράπεζα Θεμάτων και αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια, τα οποία εφαρμόζονται αναδρομικά, ακόμα και για αιτήσεις από την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Έτσι, το 2020, ζητείται από όσους υποβάλουν αίτηση, να πληρούν κριτήρια εισοδήματος και σταθερής εργασίας έως και δέκα χρόνια πίσω.
Η περίοδος της κρίσης όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είχε σημαντικές επιπτώσεις στον μεταναστευτικό πληθυσμό. Ο κ. Άγγελος Τραμουντάνης υπογραμμίζει: «Η κρίση είχε τόσο μεγάλη επίδραση που μάλλον μιλάμε για απένταξη παρά για ένταξη». Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι έγινε αντιληπτό καθώς η χώρα αντιμετωπίζει πλέον έλλειμμα σε εργατικά χέρια σε αρκετούς από τους τομείς της οικονομίας της. Έτσι ο παλιός Μεταναστευτικός Κώδικας, καταργήθηκε και έδωσε τη θέση του στον Ν. 5038/2023 σε μία προσπάθεια απλοποίησης των διαδικασιών για τις άδειες διαμονής και ρυθμίζοντας το καθεστώς διαμονής και νομιμοποίησης των μεταναστών στην χώρα προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες της κοινωνίας.
Τέλος, το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν ο Ερευνητής του ΕΚΚΕ, κ. Άγγελος Τραμουντάνης και Καθηγητής Πολιτειολογίας κ. Δημήτρης Χριστόπουλος, συνοψίζεται στο ότι κατά την χάραξη και υλοποίηση της εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής, «η ένταξη δεν αποτέλεσε σχεδόν ποτέ ζήτημα προτεραιότητας» ενώ προτείνεται «μια συνολική επανεκκίνηση στον τρόπο με τον οποίο διοικείται το μεταναστευτικό-προσφυγικό».
Σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας σήμερα, ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, κ. Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, αναφέρει: «Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υλοποίησε στοχευμένες δράσεις που εστιάζουν στην ουσιαστική ένταξη. Πιο συγκεκριμένα, εφαρμόσαμε προγράμματα εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης και πρόσβασης στην αγορά εργασίας, ενισχύσαμε τις δομές κοινωνικής στήριξης και διευρύναμε την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Παράλληλα, προωθήσαμε την απόδοση ιθαγένειας και ενισχύσαμε τα μέτρα κατά των διακρίσεων, εξασφαλίζοντας ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες συμμετοχής στην κοινωνία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα νέα μας προγράμματα, όπως το “HELIOS” για την υποστήριξη της αυτόνομης διαβίωσης των προσφύγων, έχουν ήδη αποδώσει καρπούς, δημιουργώντας νέες προοπτικές για χιλιάδες ανθρώπους. Αναγνωρίζουμε, βέβαια, ότι η ένταξη είναι μια πολυδιάστατη και συνεχιζόμενη πρόκληση. Η διαφοροποίηση στις ανάγκες των ωφελούμενων και η αντιμετώπιση στερεοτύπων αποτελούν ζητήματα που απαιτούν συνεχή εγρήγορση. Η ελληνική πολιτεία, όμως, παραμένει προσηλωμένη στη δημιουργία ενός κοινωνικού περιβάλλοντος όπου κάθε πολίτης, ανεξαρτήτως καταγωγής, έχει τη δυνατότητα να προοδεύσει και να συμβάλει στην κοινή ευημερία».
Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα και η κατάσταση στην Ελλάδα
Οι εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το ζήτημα της μετανάστευσης και του προσφυγικού συνολικά δε φαίνεται να διευκολύνει τις πολιτικές ενσωμάτωσης. Τον Απρίλιο του 2024 υπερψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2024, το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Η νέα αυτή στρατηγική επικεντρώνεται σε τέσσερις πυλώνες που εστιάζουν στην προστασία και τον εξωτερικό έλεγχο των συνόρων, στις επιστροφές των μεταναστών, σε αυστηρότερους ελέγχους και σε πρωτόκολλα διαχείρισης κρίσεων και αποτροπής της εργαλιοποίησης των μεταναστών για πολιτικούς σκοπούς. Συνολικά οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θέτουν επί τάπητος αμυντικές πολιτικές, ζητώντας μέτρα όπως τη διευκόλυνση των απελάσεων για όσους δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας, αλλά και τη διαφύλαξη των συνόρων τους με ελέγχους και περιορισμούς ακόμη και στους αιτούντες άσυλο. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι μετά από τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, ο επικεφαλής της Υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, Filippo Grandi διαπίστωσε τη δαιμονοποίηση προσφύγων και μεταναστών και κάλεσε τις χώρες να συνεργαστούν στην επίλυση των βαθύτερων αιτιών που καλούν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Η υγειονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του Covid-19, είχε σοβαρές συνέπειες στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα την έλλειψη εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την ΕΕ αλλά και στην Ελλάδα. Μάλιστα, σε πρόσφατο κείμενο πολιτικής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Επιτροπής (ΕΛΙΑΜΕΠ), με τίτλο: Η Ελλάδα σε αναζήτηση μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού, αναφέρεται ότι η ισχυρή θωράκιση των συνόρων και οι αδύναμες στρατηγικές ενσωμάτωσης οδήγησαν τους μετανάστες να εκπέσουν στην άτυπη αγορά εργασίας, ενώ οι εφαρμοσμένες γραφειοκρατικές διαδικασίες σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, δυσχέρηναν τη νόμιμη εγκατάστασή τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια ασυνέπεια στην αντιστοίχιση των αναγκών της αγοράς εργασίας και των πολιτικών μετανάστευσης.
Ο Υπουργός κ. Νικόλαος Παναγιωτόπουλος αναφορικά με την κατάσταση στη χώρα μας, σημειώνει: «Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αντιμετωπίζει το μεταναστευτικό ζήτημα με μία στρατηγική που προσπαθεί να ισορροπήσει δύο βασικούς άξονες. Από τη μία πλευρά, η αυστηρή αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης με σκοπό την αποτροπή της παράνομης εισόδου στη χώρα και την αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων. Η ασφάλεια της χώρας είναι αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση επιδιώκει τον εξορθολογισμό και την ενίσχυση της νόμιμης μετανάστευσης, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της αγοράς εργασίας και να διευκολυνθεί η κοινωνική και οικονομική ένταξη των μεταναστών που πληρούν τις προϋποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, προωθούμε μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν τις διαδικασίες και ενισχύουν τη νομιμότητα της μετανάστευσης. Όσον αφορά την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, είναι ξεκάθαρο πως η μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται σε φάση αλλαγής, αντανακλώντας τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη-μέλη. Η Ελλάδα, μέσα από τις συνεχείς πρωτοβουλίες και τη σθεναρή στάση της, έχει επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη για ισχυρότερα σύνορα, αποτελεσματικότερη φύλαξη και ταχύτερες διαδικασίες επιστροφών».
Μια ακόμη χώρα του Νότου, η Ισπανία, υιοθετεί μία διαφορετική θέση από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο Πρωθυπουργός της χώρας, ο Πέδρο Σάντσεθ, χαρακτήρισε τη μετανάστευση ισχυρό εργαλείο για την προστασία της ευημερίας και παρουσίασε μια προσέγγιση που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη στάση που τηρεί σήμερα η υπόλοιπη Ευρώπη. Τον περασμένο Μάιο, ο ΟΟΣΑ ανεφερε την Ισπανία έως την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην ΕΕ, ως παράδειγμα του πώς τα υψηλά ποσοστά μετανάστευσης συμβάλλουν στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης καλύπτοντας τα κενά στην αγορά εργασίας.
Όπως σημειώνει ο κ. Άγγελος Τραμουντάνης, «Η συζήτηση τα τελευταια 10 χρόνια σε σχέση με το μεταναστευτικό επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από θέματα ασφάλειας, την τρομοκρατία και στις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις μετανάστευσης. Δεν ειπώθηκε δημόσια ποτέ ποια ειναι τα θετικα της μετανάστευσης στην οικονομία, δε συζητήθηκε ποτέ ποια είναι η πραγματική αποτύπωση αυτών των στοιχείων και πώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες, χρειάζονται τον μεταναστευτικό πληθυσμό για να καλύψουν πολύ συγκεκριμένες ανάγκες, είτε με άτομα χαμηλής ειδίκευσης, όπως αυτά που συνήθως ζητάμε εμείς στην Ελλάδα, είτε με άτομα πιο υψηλής, όπως αυτά που συνήθως προσελκύονται από το Ηνωμένο Βασίλειο ή την Γερμανία».
Η οικονομική προσέγγιση της μετανάστευσης
Ιστορικά, οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τη μελέτη του φαινομένου της μετανάστευσης ήταν κατά κύριο λόγο οικονομολόγοι. Η μετανάστευση που έλαβε χώρα τον 19ο αιώνα ήταν αποτέλεσμα περισσότερο δημογραφικών πιέσεων ενώ οι νεότερες, του 20ου, φαίνεται ότι οφείλονταν στην εκβιομηχάνιση. Σύμφωνα με τη θεωρία της έλξης-απώθησης, οι πρόσφατες έρευνες επικεντρώνονται περισσότερο στους παράγοντες έλξης και στην ανάγκη για μεταναστευτικό πληθυσμό από πλευράς των χωρών υποδοχής. Για τον πληθυσμό που καταφθάνει στη χώρα μας, οι παράγοντες απώθησης από τις χώρες καταγωγής τους φαίνεται να υπερτερούν. Οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές ωστόσο, αντιμετωπίζουν το φαινόμενο στο πλαίσιο μια ευρύτερης σειράς μεταβλητών όπως είναι οι διαφορές στην ανεργία, οι διαφορές στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το χαμηλό εισόδημα, η υποαπασχόληση, το μεταναστευτικό ιστορικό του πληθυσμού, καθώς και πολλές άλλες. Σχετικά με τις χώρες υποδοχής και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει το φαινόμενο στην οικονομία, έχουν καταγραφεί στην εγχώρια και διεθνή βιβλιογραφία πολλές και διαφορετικές απόψεις.
Ο Καθηγητής κ. Γιώργος Παγουλάτος Πρέσβης–ΜόνιμοςΑντιπροσώπος της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η μετανάστευση επηρεάζει τα δημοσιονομικά μεγέθη μιας χώρας μέσω της συνεισφοράς των μεταναστών στα δημόσια έσοδα και τις δαπάνες που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών προς αυτούς. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι μετανάστες στην Ελλάδα συμβάλλουν θετικά στην οικονομία, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η γεωργία και οι κατασκευές. Η ένταξή τους στην επίσημη αγορά εργασίας αυξάνει τα κρατικά έσοδα μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλες μελέτες (πχ. Πανεπιστήμιο Πειραιώς), η παράνομη μετανάστευση μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένες δαπάνες για κοινωνικές υπηρεσίες και να επηρεάσει αρνητικά τα δημοσιονομικά μεγέθη. Και τούτο είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολύ την ελληνική κοινωνία από την δεκαετία του 1990 κι έπειτα, όταν η Ελλάδα κατέστη πλέον χώρα υποδοχής μεταναστών».
ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΟΥ ΟΟΣΑ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΟΥΝ ΤΗ ΘΕΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΕΝΩ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΟΠΩΣ Η ΠΑΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΝΤΑΣΕΙΣ.
Έρευνες του ΟΟΣΑ και άλλων φορέων υπογραμμίζουν τη θετική συμβολή των μεταναστών στην οικονομία, ενώ ταυτόχρονα παρατηρούνται προκλήσεις όπως η παραοικονομία και οι κοινωνικές εντάσεις. Ο Καθηγητής Γιώργος Παγουλάτος σχετικά με τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στην εθνική οικονομία, εξηγεί: «Η μετανάστευση είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Στις θετικές συνέπειες θα ήθελα να αναφέρω ιδίως ότι καλύπτονται θέσεις εργασίας που δεν προτιμώνται από τους ντόπιους, όπως στη γεωργία, στις υπηρεσίες (πχ. τουρισμός, φροντίδα ηλικιωμένων). Επίσης όταν οι μετανάστες δεν είναι παράτυποι αλλά συμμετέχουν στην επίσημη οικονομία, με τους φόρους και τις εισφορές τους στηρίζουν το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα. Στις αρνητικές επιπτώσεις θα συγκατάλεγα την παράνομη μετανάστευση καθώς και την αυξημένη ζήτηση για δημόσιες υπηρεσίες, που πιέζουν τους ήδη περιορισμένους πόρους (πχ. υπηρεσίες δημόσιας υγείας) αλλά και την παραοικονομία και διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Η σημαντικότερη πρόκληση βρίσκεται στην ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό της χώρας μας χωρίς εντάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις, πρόκληση που εξαρτάται από το μέγεθος της μετανάστευσης αλλά και από το κατά πόσον οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί είναι ενσωματώσιμοι ή όχι σε μία κοινωνία με συγκεκριμένα πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά».
Σε επιπλέον έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, όπως των Schneider & Williams (2013) αναφέρεται ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα μεταξύ των 21 χωρών όπου διεξήχθη η έρευνα, με διαχρονικά το μεγαλύτερο ποσοστό, 24% του ΑΕΠ, να σχηματίζεται από άτυπες οικονομικές δραστηριότητες. Σε μετέπειτα έρευνα, φαίνεται ότι μετανάστες και πρόσφυγες αποτελούν φθηνό, εργατικό δυναμικό, με τη διαίρεση ως προς φύλο, φυλή, εθνικότητα και ηλικία να τους περιορίζει σε χαμηλόμισθες, επισφαλείς θέσεις εργασίας. Όπως αναφέρει ο ερευνητής στο ΕΚΚΕ, κ. Άγγελος Τραμουντάνης: «Πριν την οικονομική κρίση εκτιμούσαμε ότι η παράτυπη εργασία καταλάμβανε περίπου το 1/4 του ΑΕΠ. Δηλαδή ότι όσο ΑΕΠ έχουμε και δηλώνουμε ως χώρα, επιπλέον 1/4 είναι η παράτυπη μας εργασία. Άρα οι μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα από το ‘90 και μετά σε ένα σημαντικό βαθμό απασχολήθηκαν εκεί. Για αυτό είναι πολύ σημαντικό να θέσουμε το πλαίσιο. Δεν δημιούργησαν οι μετανάστες, την παράτυπη αγορά εργασίας, η παράτυπη αγορά εργασίας υπήρχε στην Ελλάδα και τα άτομα αυτά απασχολήθηκαν στον τομέα αυτόν».
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΤΟ ΝΕΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΥΛΟ, ΕΙΣΑΓΕΙ ΤΙΣ ΕΤΑΙΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗΣ ΤΑΛΕΝΤΩΝ, ΟΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ.
Φέτος, στο πλαίσιο του 1ου Συνεδρίου για τη Δυναμική των Πληθυσμών και για την Οικονομική Ευημερία, που υλοποιήθηκε στις αρχές Νοεμβρίου στα Χανιά και διοργανώθηκε από το Κέντρο Κρήτης του ΟΟΣΑ για τους Πληθυσμούς, το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών και τον Δήμο Χανίων, συζητήθηκε η δυνητική συμβολή των μεταναστών στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών υποδοχής. Στην ομιλία του Jean-Christophe Dumont, Επικεφαλής του Τμήματος Διεθνούς Μετανάστευσης του ΟΟΣΑ, παρουσιάστηκε η δυναμική της μετανάστευσης για το 2023, με τις χώρες του ΟΟΣΑ να εμφανίζουν αύξηση στο ποσοστό των μεταναστών από το 9% στο 11%. Μεταξύ άλλων, δόθηκε έμφαση στον θετικό αντίκτυπο των μεταναστών στις οικονομίες των χωρών υποδοχής, καθώς αυτοί συνεισφέρουν με καινοτόμες πρωτοβουλίες και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, ιδίως μέσω της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον κ. Dumont, οι μετανάστες υψηλής ειδίκευσης κατέχουν καθοριστική σημασία στην προώθηση της καινοτομίας. Παράλληλα, ο ίδιος επισήμανε ότι η συμβολή τους ξεπερνά την κάλυψη θέσεων στην αγορά εργασίας και επεκτείνεται στη διαμόρφωση νέων ευκαιριών μέσα από την ανάπτυξη καινοτόμων ιδεών και τεχνολογιών. Υπό αυτό το πρίσμα, οι υπόλοιποι επίτιμοι καλεσμένοι που συμμετείχαν στο πάνελ, μεταξύ των οποίων ακαδημαϊκοί, εμπειρογνώμονες και κυβερνητικοί εκπρόσωποι, εξέφρασαν προβληματισμούς για την ενσωμάτωση των μεταναστών στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Ακόμη, υπογραμμίστηκε η ανάγκη εις βάθος ανάλυσης των χαρακτηριστικών του μεταναστευτικού πληθυσμού, οι απαιτήσεις της αγοράς εργασίας κάθε χώρας και η ευθυγράμμιση με τις ανάγκες της εκάστοτε οικονομίας. Για την περίπτωση της χώρας μας επισημάνθηκαν οι προκλήσεις που συνδέονται με τη μετανάστευση, καθώς και η κρίσιμη σημασία της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην ελληνική οικονομία.
Σε σχέση με το θέμα αυτό ο Υπουργός επεσήμανε: «Η ουσιαστική ένταξη μεταναστών και προσφύγων είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την οικονομική ανάπτυξη. Η Εθνική Στρατηγική Ένταξης βασίζεται σε πολυδιάστατες δράσεις που προωθούν τη δημιουργία μιας ανοιχτής κοινωνίας, η οποία σέβεται τη διαφορετικότητα και ταυτόχρονα εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Βασικός στόχος είναι η καλλιέργεια αλληλεπίδρασης και συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων με όρους δημοκρατίας, ισότητας και σεβασμού. Η συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι καθοριστική για την προώθηση της ένταξης σε τοπικό επίπεδο. Παράλληλα, η κυβέρνηση ενισχύει την πρόσβαση των μεταναστών σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, όπως η υγεία και η εκπαίδευση, ενώ προγράμματα μη τυπικής εκπαίδευσης υποστηρίζουν την απόκτηση νέων δεξιοτήτων. Η ένταξη στην αγορά εργασίας αποτελεί προτεραιότητα, με τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε θέσεις απασχόλησης, την αναγνώριση προσόντων και την προώθηση της επιχειρηματικότητας. Ειδικές πρωτοβουλίες στοχεύουν στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Τέλος, δίνεται έμφαση στην ένταξη ευάλωτων ομάδων και πολιτών δεύτερης γενιάς, με στόχο μια κοινωνία πιο ανθεκτική και δίκαιη για όλους».
Το δημογραφικό ζήτημα και ο ρόλος της μετανάστευσης
Σαφέστα μία επιπλέον πρόκληση που αντιμετωπίζει όχι μόνο η χώρα μας αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη, είναι η ταχεία μείωση του πληθυσμού, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τις συνεχείς και σημαντικές ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί ένα από τα καίρια ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες. Οι γεννήσεις έχουν μειωθεί κατά πολύ, ενώ αντίθετα έχει αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής. Αυτό έχει ως συνέπεια να δημιουργούνται προβλήματα σε πολλούς τομείς, όπως στον τομέα των συντάξεων, της περίθαλψης, της μακροχρόνιας κοινωνικής μέριμνας και των εργασιακών μοντέλων. Ανάμεσα στις λύσεις και τις πολιτικές διαχείρισης του φαινομένου, αξιολογείται και η δυνητική συμβολή του μεταναστευτικού πληθυσμού.
Στη πρόσφατη μελέτη (Ιούνιος 2024), του ΕΛΙΑΜΕΠ με τίτλο: Η ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση: Πρόσφατες εξελίξεις και μελλοντικές προοπτικές, παρουσιάζεται ο ρόλος των μεταναστών χαμηλής και υψηλής ειδίκευσης στην οικονομία και οι σύγχρονες προκλήσεις. Ανάμεσα στα υπόλοιπα, σημειώνεται η συμβολή των μεταναστών στην οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ και στην αντιμετώπιση του δημογραφικού καθώς το 43% της αύξησης του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ μεταξύ του 2000 και του 2017 αποδίδεται στους μετανάστες, οι οποίοι τείνουν να βρίσκονται σε ηλικία εργασίας. Χωρίς τη μετανάστευση, τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν ότι ο πληθυσμός των ΗΠΑ θα άρχιζε να συρρικνώνεται μέσα σε 14 – 16 έτη. Παρόμοια κατάσταση παρουσιάζεται και στη Γερμανία με τη μετανάστευση να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο τόσο στην οικονομία όσο και στην αντιμετώπιση του δημογραφικού.
Η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους γηραιότερους πληθυσμούς στην Ευρώπη. Σε σύνολο, ο πληθυσμός έχει μειωθεί σε σχέση με το 2011 κατά 4% και το εργατικό δυναμικό έχει μειωθεί κατά 10%. H κ. Αλεξάνδρα Τραγάκη είναι καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου Αθηνών. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, αναφέρει: «Απέναντι σε αυτή την μεγάλη πρόκληση, οι λογικές απαντήσεις κινούνται γύρω από την ερώτηση: Ενισχύω τις γεννήσεις ή φέρνω μετανάστες; Αν με ρωτήσετε καμία από τις δύο δεν είναι βιώσιμη. Δηλαδή, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να φτάσουν οι γεννήσεις σε αυτό το επίπεδο που χρειάζεται για να σταματήσει να μειώνεται ο πληθυσμός. Ο πληθυσμός θα συνεχίσει να μειώνεται ό, τι και να γίνει. Από την άλλη, ο αριθμός των μεταναστών που απαιτείται για να μειωθεί η ένταση του φαινομένου πάλι είναι πάρα πολύ μεγάλος. Για να καταλάβετε το 2000, με τα τότε δημογραφικά δεδομένα που ήταν καλύτερα από αυτά που είναι σήμερα για την Ευρώπη, υπολογιζόταν ότι χρειάζονται, είτε 80 εκατομμύρια μετανάστες μέχρι το 2050 για να διατηρηθεί το μέγεθος του εργατικού δυναμικού, είτε 700 εκατομμύρια για να διατηρηθεί η αναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων. Δηλαδή θέλουμε, άλλη μία Ευρώπη σε μετανάστες για να μπορέσουμε να καλύψουμε το κενό.»
Καινοτομία και μετανάστευση
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, φαίνεται ότι σχεδόν το 63% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της ΕΕ αντιμετωπίζει ελλείψεις σε εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης. Μελέτες επίσης καταδεικνύουν ότι, η χώρα μας όπως και άλλες χώρες του Μεσογειακού Νότου, χαρακτηρίζονται από έλλειψη δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ενώ εμφανίζεται μεγάλο ποσοστό υπερπροσοντούχων, όσο αφορά τις βασικές σπουδές, απουσιάζουν οι επαγγελματικές δεξιότητες που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας.
Για το αν η σωστή διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο οικονομικής ανάπτυξης, ο Καθηγητής Γιώργος Παγουλάτος σημειώνει: «Ναι αλλά υπό προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις συμπυκνώνονται στην ολοκληρωμένη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών-νόμιμη μετανάστευση. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται να καταπολεμηθεί η παράνομη μετανάστευση που δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα τόσο στους ίδιους τους μετανάστες όσο και στις χώρες προέλευσης και προορισμού και να προωθηθεί η νόμιμη, πχ. μέσω διακρατικών συμφωνιών. Για παράδειγμα, επιθυμητό θα ήταν η Ελλάδα να δέχεται τόσους μετανάστες όσους χρειάζεται και για το χρονικό διάστημα που τους χρειάζεται εκεί όπου υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις στην αγορά εργασίας. Ταυτόχρονα, οι μετανάστες, εφόσον διαθέτουν υψηλά επαγγελματικά προσόντα και μόρφωση, αποτελούν μία ακόμη κατηγορία πληθυσμού που προωθεί την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, συμβάλλοντας στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη».
H ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΤΟΜΕΙΣ ΟΠΩΣ Η ΓΕΩΡΓΙΑ, ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΕΦΑΡΜΟΣΕΙ ΣΕΙΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ, ΠΡΟΩΘΩΝΤΑΣ ΔΙΜΕΡΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΜΕ ΧΩΡΕΣ ΟΠΩΣ Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ, Η ΙΝΔΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ.
Αναγνωρίζοντας την επικρατούσα κατάσταση, το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, εισάγει τις Εταιρικές Σχέσεις Προσέλκυσης Ταλέντων, όπου περιλαμβάνονται προγράμματα κινητικότητας μεταξύ των κρατών μελών και επιλεγμένων Τρίτων χωρών. Σύμφωνα μάλιστα με ανακοίνωσή της πριν ένα χρόνο περίπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε τη δημιουργία μιας δεξαμενής ταλέντων της ΕΕ, που απευθύνεται στα κράτη μέλη για πρόσληψη εργαζομένων χαμηλής, μεσαίας και υψηλής ειδίκευσης. Ωστόσο, τόσο το Σύμφωνο όσο και οι ευρύτερες πρόσφατες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν δεχτεί κριτική κυρίως για τον τρόπο που προτίθεται να εφαρμοστούν. Δηλαδή ενώ εμφανίζονται αποτρεπτικές και αμυντικές στο σύνολό τους, από την άλλη εστιάζουν στην προσέλκυση μεταναστευτικού πληθυσμού προκειμένου να καλύψουν τα κενά τους, γεγονός που τις καθιστά, από πολλούς, αμφιλεγόμενες. Επομένως το ζήτημα αν οι μετανάστες μπορούν να ενθαρρύνουν την καινοτομια και την επιχειρηματικότητα μιας χώρας αντιμετωπίζεται συνολικά με σκεπτικισμό.
Υπό αυτό πρίσμα και στο περιθώριο των συζητήσεων που έλαβαν χώρα στο 1ο Συνέδριο για τη Δυναμική των Πληθυσμών και για την Οικονομική Ευημερία, ο κ. Ibrahim Awad, Καθηγητής Πρακτικής και Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Μετανάστευσης και Προσφύγων στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο στο Κάιρο, ανέφερε ότι «δεν μπορούν όλοι οι μετανάστες να συμμετάσχουν στον επιχειρηματικό τομέα», και επομένως είναι απαραίτητο να «εντοπιστούν εκείνοι που διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες και προϋποθέσεις». Και συμπλήρωσε ότι «εξετάζοντας τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των μεταναστών στο εργασιακό περιβάλλον της χώρας υποδοχής, μπορούμε να διαπιστώσουμε αν είναι εφικτή η συμβολή τους στην ανάπτυξη». Σχετικά με την κατάσταση στη χώρα μας ο ερευνητής του ΕΚΚΕ, κ. Άγγελος Τραμουντάνης, υπογραμμίζει: «Όταν μιλάμε για άτομα υψηλής ειδίκευσης, θα πρέπει να έχουμε εικόνα ότι εμείς σαν Ελλάδα πάμε να ανταγωνιστούμε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, που έχουν πολύ καλύτερες υποδομές και πολύ καλύτερες προοπτικές για τα άτομα αυτά. Εμείς σαν Ελλάδα κατά κύριο λόγο ζητάμε άτομα χαμηλής ειδίκευσης, τα οποία θα απασχοληθούν, σε τομείς όπως ο οικοδομικός τομέας ή ο τομέας των υπηρεσιών».
Οι διμερείς συμφωνίες με Τρίτες Χώρες
Αυτή τη στιγμή εντοπίζονται πολύ σημαντικές ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό σε διάφορους τομείς της ελληνικής αγοράς εργασίας. Με βάσει πρόσφατες έρευνες οι ελλείψεις που εντοπίζονται στον τουρισμό και την εστίαση υπολογίζονται περίπου στις 80.000, ενώ 12.000 εργατικά χέρια λείπουν από τις κατασκευές. Στη βιομηχανία οι ελλείψεις φθάνουν στις 18.000 εργαζόμενους σύμφωνα με τις καταγραφές εργοδοτών, ενώ μόνο στον πρωτογενή τομέα εκτιμάται ότι λείπουν 70.000 εργαζόμενοι, ιδιαίτερα από την γεωργία.
Η χώρα μας δίνει έμφαση κυρίως στην εποχική εργασία. Για τον λόγο αυτό πρόσφατα η κυβέρνηση προχώρησε σε κάποιες συντονισμένες προσπάθειες σύναψης διμερών συμφωνιών με τις Τρίτες χώρες προκειμένου να καλύψει τα κενά που έχουν δημιουργηθεί. Οι διμερείς συμφωνίες όπως αναγράφεται στη μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ, αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο της μεταναστευτικής διπλωματίας των κρατών, τόσο για τη χώρα αποστολής όσο και για τη χώρα υποδοχής.
Ο Υπουργός κ. Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, σημειώνει σχετικά: «η έλλειψη εργατικού δυναμικού αποτελεί σημαντική πρόκληση για την ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η γεωργία, τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα και ο τουρισμός. Η κυβέρνηση έχει ήδη εφαρμόσει σειρά πολιτικών για την κάλυψη αυτών των αναγκών, προωθώντας διμερείς συμφωνίες με χώρες όπως η Αίγυπτος, η Ινδία και οι Φιλιππίνες. Αυτές οι συμφωνίες διασφαλίζουν τη νόμιμη και ασφαλή μετάβαση εργαζομένων στην Ελλάδα, υπό όρους που εξυπηρετούν τις ανάγκες της αγοράς και προστατεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Παράλληλα, η κυβέρνηση συνεργάζεται στενά με τα Υπουργεία Εξωτερικών και Εσωτερικών για τη βελτίωση του πλαισίου χορήγησης αδειών διαμονής και εργασίας, με στόχο την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντιστοίχιση των αναγκών της αγοράς με τις δεξιότητες των εργαζομένων. Υπάρχει επίσης πρόθεση διεύρυνσης των διμερών συμφωνιών και ενίσχυσης των διαδικασιών πιστοποίησης προσόντων, ώστε να αξιοποιείται πλήρως το ανθρώπινο δυναμικό που φτάνει στη χώρα. Η ενίσχυση της νόμιμης μετανάστευσης είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς εκτός από την κάλυψη αναγκών, λειτουργεί και ως αντίβαρο στην παράνομη μετανάστευση, προσφέροντας ασφαλή εναλλακτική».
Στη μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ (Ιούλιος 2024) γίνεται αναφορά στον δημόσιο διάλογο, ο οποίος επικεντρώνεται στο αν θα πρέπει η Ελλάδα να επικεντρωθεί στη μετανάστευση εργατικού δυναμικού μέσω των συμφωνιών ή στη νομιμοποίηση του πληθυσμού που βρίσκεται ήδη στη χώρα. Η έρευνα της διαΝΕΟσις του 2024 με θέμα «Τι πιστεύουν οι Έλληνες-2024», επισημαίνει ότι ενώ υπάρχουν ανάμικτα συναισθήματα γύρω από τη μετανάστευση, ωστόσο αναγνωρίζεται η συμβολή των μεταναστών στην οικονομία και αντίστοιχα οι επιπτώσεις που έχει η έλλειψή τους. Επίσης βάσει μιας επιπλέον διαδικτυακής έρευνας η οποία περιλαμβάνεται σε αυτή την έκθεση, υπογραμμίζεται το γεγονός ότι οι Έλληνες προτιμούν τις πολιτικές νομιμοποίησης ελαφρώς περισσότερο από τις διμερείς συμφωνίες εργασίας.
Όπως αναγράφεται και στη μελέτη του ΕΛΙΑΜΕΠ (Ιούνιος 2024), για να μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικές πολιτικές αντιμετώπισης της έλλειψης εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων, οι κυβερνήσεις θα χρειαστεί να εξισορροπήσουν τις δύο αντίθετες απαιτήσεις: των αντιμεταναστευτικών συναισθημάτων μεγάλου τμήματος της κοινής γνώμης και την αντιμετώπισης της έλλειψης δεξιοτήτων.
Συνοψίζοντας, το φαινόμενο της μετανάστευσης και της προσφυγιάς, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας. Η δημιουργία μιας συνεκτικής μεταναστευτικής πολιτικής, που θα περιλαμβάνει ολοκληρωμένες προτάσεις ένταξης, είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει ο πληθυσμός αυτός. Η Ελλάδα, αντλώντας από την ιστορική της εμπειρία, μπορεί να μετατρέψει αυτή την πρόκληση σε μοχλό ανάπτυξης και προόδου.
Έρευνες στις οποίες βασίστηκε το άρθρο:
Αγγελική Δημητριάδη, (Ιούλιος 2024), Η Ελλάδα σε αναζήτηση μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικης (ΕΛΙΑΜΕΠ), Policy Paper # 164/2024, https://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2024/07/Policy-Paper-164-Dimitriadi-EL-final.pdf
Ευγενία Βέλλα, (Ιούνιος 2024), Η ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση: Πρόσφατες εξελίξεις και μελλοντικές προοπτικές, Παρατηρητηριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικης (ΕΛΙΑΜΕΠ), Policy Briefs Ευρωπαϊκής Οικονομίας #3/2024, https://www.eliamep.gr/wp-content/uploads/2024/06/Policy-briefs-special-edition-Leventis-El-final.pdf
διαΝΕΟσις, (2024), Εμπόδια και ευκαιρίες Συνύπαρξης, Ενημερωτικό Έντυπο, https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2024/09/Togetherness_entypo_2709.pdf
διαΝΕΟσις, (Φεβρουάριος 2024), Τι πιστεύουν οι Έλληνες https://www.dianeosis.org/research/ti-pistevoun-oi-ellines-2024/
Ευαγγελία Κασιμάτη και Ρόη Παναγιωτοπούλου(2018), Μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές στην Ελλάδα την περίοδο 2015-1017 : Μια περιγραφική καταγραφή, Οικονομικές Εξελίξεις, (1-25) https://www.kepe.gr/wp-content/uploads/2018/03/B.3.pdf
Άγγελος Τραμουντάνης, (2024), Μετά τις κρίσεις: Υφιστάμενη κατάσταση και προτάσεις πολιτικής για την Ένταξη Μεταναστών και Προσφύγων στην Ελλάδα, https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2024/09/Immigration_policies_upd230924.pdf
Δημήτρης Χριστόπουλος, (2024), Το ελληνικό μεταναστευτικό καθεστώς: παραγματικότητες, ματαιώσεις, προοπτικές, https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2024/09/Immigration_policies_upd230924.pdf
Schneider F., Williams C. (2013), The Shadow Economy, The Institute of Economic Affairs