ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ: ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ
- 21.07.25 10:25

Για να κατανοήσουμε τι διακυβεύεται για την ασφάλεια της Ευρώπης την επόμενη τουλάχιστον δεκαετία, θα πρέπει να ξεχάσουμε τους τίτλους των μέσων ενημέρωσης που κάλυψαν την επίσκεψη Τραμπ στη γηραιά ήπειρο και την επίθεση κολακείας στην οποία επιδόθηκε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ. Θα πρέπει επίσης να υπερβούμε τη λογιστική προσέγγιση του 5%, παρότι αυτό αποτελεί πλέον απόφαση που δεσμεύει τις 32 χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ. Αντιθέτως, θα πρέπει να προσεγγίσουμε αυτή την αλματώδη αύξηση αμυντικών δαπανών με μια περιγραφή της κατάστασης πραγμάτων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού όσον αφορά την ιεράρχηση των αναγκών ασφαλείας τους. Χωρίς υπερβολή βρίσκονται και οι δύο πλευρές σ’ ένα νέο «1945». Τότε η Ευρώπη έβγαινε καθημαγμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι ΗΠΑ είχαν ιεραρχήσει το ευρωπαϊκό θέατρο ως καθοριστικό για τη δική τους ασφάλεια. Οι θεσμοί που δημιουργήθηκαν τότε, τόσο το ΝΑΤΟ το 1949, όσο και η ΕΟΚ το 1957, εξυπηρετούσαν αυτή την προτεραιότητα.
Σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά, οι δύο πλευρές του Ατλαντικού ιεραρχούν διαφορετικά τις ανάγκες ασφαλείας τους αλλά, το σημαντικότερο, είναι διαφορετικά τα υπαρξιακά τους διλήμματα. Για την κατανόηση αυτής της διαφοράς, θα πρέπει να «ξεχάσουμε» την περίπτωση Τραμπ και να επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε τα αίτια πίσω από την επικράτησή του. Μια διάσταση που στην Ευρώπη δεν έχει γίνει απολύτως κατανοητή είναι η αγωνία των αμερικανικών ελίτ για την παρακμή των ΗΠΑ. Και με τον όρο «ελίτ» δεν εννοούμε τις παραδοσιακές των φιλελευθέρων διανοουμένων και των ακαδημαϊκών των καλών πανεπιστημίων. Η κατηγορία που αναδεικνύει ως πρώτη προτεραιότητα τη διατήρηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ είναι η ελίτ της τεχνολογίας. Η δική της ανάγνωση της παρακμής των ΗΠΑ τη συνδέει με το φιλελεύθερο κατεστημένο και η υποστήριξή τους στον Τραμπ οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τη γνώμη τους η στασιμότητα στην οποία η χώρα τους περιήλθε τις τελευταίες δεκαετίες οφείλεται στην ύπαρξη ενός μεγάλου και γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού. Ήθελαν ρήξη με κάθε κόστος έστω και με τον Τραμπ στην προεδρία πιστεύοντας ότι ο περιορισμός της κρατικιστικής αντίληψης περί αντιβάρων και θεσμικών ελέγχων είναι ο μόνος δρόμος να μπει τέλος στη στασιμότητα και να μην απωλέσουν οι ΗΠΑ την πρώτη θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
Για την κατηγορία αυτή υπάρχουν δύο λέξεις-κλειδιά, ΑΙ και Κίνα, που συνδέονται βεβαίως μεταξύ τους. Αν, σύμφωνα με την αντίληψή τους, η Κίνα υπερισχύσει στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν ποτέ να ανακάμψουν. Η τεχνητή νοημοσύνη συνδέεται ευθέως με την άμυνα, τον έλεγχο του Διαστήματος, την κατοχή σπάνιων γαιών και για τους ολιγάρχες της τεχνολογίας το μέλλον των ΗΠΑ κρίνεται τώρα.
ΕΙΝΑΙ ΠΙΘΑΝΟΝ ΣΕ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ Η ΕΥΡΩΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΟΡΑ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ; ΝΑΙ, ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΠΟΥ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΣΤΟ 5% ΩΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ. ΟΙ ΗΠΑ ΘΑ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΟΓΚΟ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ. ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΜΕΣΑ, ΔΕΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΤΙΣ ΣΥΜΜΑΧΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ. ΑΛΛΑ, ΕΚΤΟΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ, ΘΑ ΤΗΡΗΣΟΥΝ ΤΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΜΕ ΟΡΟΣΗΜΟ ΤΟ 2035 ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΟΥ ΝΑΤΟ.
Ποια άμυνα και για ποια Ευρώπη;
Μέσα σ’ αυτό το νέο τοπίο ποια θα είναι η θέση της Ευρώπης; Στην οπτική των συγκεκριμένων πολύ ισχυρών διαμορφωτών της αμερικανικής πολιτικής η Ευρώπη είναι το «άκρον άωτον» της στασιμότητας. Ισχυρό θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, προσέγγιση απολύτως κανονιστική, ανεπαρκής καινοτομία. Είναι πιθανόν σε μερικά χρόνια η Ευρώπη να μην αφορά καθόλου τους Αμερικανούς; Ναι, είναι πιθανόν, και γι’ αυτό πρέπει να δούμε τη διαπραγμάτευση που κατέληξε στο 5% ως τελευταία ευκαιρία. Οι ΗΠΑ θα μεταφέρουν τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους στην Ασία. Επειδή αυτό δεν μπορεί να γίνει άμεσα, δεν φεύγουν από το ΝΑΤΟ και διατηρούν τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις. Αλλά, εκτός δραματικών εξελίξεων, π.χ. πολεμικής αναμέτρησης σε ευρωπαϊκό/νατοϊκό έδαφος, θα τηρήσουν το χρονοδιάγραμμα αποχώρησής τους από την Ευρώπη με ορόσημο το 2035 που εμφανίζεται και στο κοινό ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Είναι σε θέση η Ευρωπαϊκή Ένωση να υπερασπιστεί την επικράτειά της; Η καθαρή απάντηση είναι όχι. Χωρίς τα μέσα που διατίθενται στο ΝΑΤΟ από τις ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές χώρες είναι ευάλωτες σε εξωτερική απειλή. Η προσπάθεια αντικατάστασης των αμερικανικών μέσων με ευρωπαϊκά θα είναι τιτάνια και πάρα πολύ υψηλού κόστους. Ας υποθέσουμε ωστόσο ότι οι χώρες-μέλη της ΕΕ είναι αποφασισμένες να το επιχειρήσουν. Στη μεταβατική περίοδο, θα χρειάζονται το ΝΑΤΟ, και επομένως τις χώρες-μέλη του που δεν είναι μέλη της ΕΕ, όπως η Βρετανία, η Νορβηγία και η Τουρκία, αυτές που διαθέτουν επαρκή αμυντική ικανότητα και πυρηνικά. Είναι για τον λόγο αυτό άνευ αντικειμένου η συζήτηση που γίνεται για την ευρωπαϊκή άμυνα χωρίς το ΝΑΤΟ. Κατά πλειοψηφία, οι χώρες-μέλη του είναι και μέλη της ΕΕ, διαθέτουν τα ίδια μέσα και στους δύο οργανισμούς, έχουν έναν προϋπολογισμό, έναν στρατό και δεν θα υπάρξει σχάση του 5% του ΑΕΠ τους που καλούνται να καλύψουν για αμυντικές δαπάνες ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Ένα ακόμη κρίσιμο ερώτημα είναι εναντίον ποίου θα αναπτυχθεί η ευρωπαϊκή άμυνα. Αν αυτό δεν συγκεκριμενοποιηθεί, δεν μπορούν να σχεδιαστούν και να παραχθούν τα μέσα αντιμετώπισης της απειλής. Είναι διατεθειμένες οι χώρες της ΕΕ να έχουν εσαεί εχθρικές σχέσεις με τη Ρωσία; Αν όχι, ποια θα είναι η θέση της τελευταίας στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας; Και κάτι ακόμη: αν για τις ΗΠΑ η τεχνητή νοημοσύνη και οι αμυντικές της εφαρμογές είναι η απόλυτη προτεραιότητα, η ΕΕ είναι σε θέση να ανταποκριθεί με επάρκεια σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό;
Το μοντέλο της ΟΝΕ
Επειδή απαντήσεις επί του παρόντος δεν υπάρχουν, το ευρωπαϊκό προηγούμενο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοντέλο για την ευρωπαϊκή άμυνα είναι αυτό της ΟΝΕ. Το κοινό νόμισμα είναι ένα επίτευγμα που όταν σχεδιάστηκε η συναίνεση των χωρών-μελών δεν ήταν δεδομένη. Αλλά ακόμη και αν για κάποιες χώρες, όπως για τη Γερμανία, το νόμισμα ήταν η ψυχή τους, με την άμυνα αγγίζουμε την καρδιά της εθνικής κυριαρχίας. Δεν είναι σύμπτωση ότι μέχρι σήμερα ούτε κοινή εξωτερική πολιτική ούτε κοινή άμυνα υπάρχει για τις χώρες της ΕΕ. Θα κάνουν αυτή την υπέρβαση;
Θα πειστούν να δημιουργήσουν μια ενιαία αγορά για την άμυνα με ορθολογική διάρθρωση δυνάμεων και μέσων, όπου ένα τμήμα σημαντικό εθνικών δυνάμεων θα λειτουργεί με διοίκηση ευρωπαϊκή και θα υπακούει όχι στην εθνική, αλλά στην κοινοτική ηγεσία; Αυτό είναι ένα δίλημμα υπαρξιακό για την ΕΕ που αν δεν το απαντήσει κινδυνεύει να συνθλιβεί στο περιβάλλον οξύτατου ανταγωνισμού που αναπτύσσεται μεταξύ των υπερδυνάμεων και στην επανάκαμψη των σφαιρών επιρροής.
Ελλάδα-Κύπρος
Υπαρξιακά διλήμματα τίθενται τόσο για την ελληνική όσο και την κυπριακή στρατηγική. Μετά την τραγωδία του 1974, οι δύο χώρες στήριξαν τη στρατηγική τους τόσο στις δικές τους δυνάμεις, αλλά και σε εξωγενείς πολλαπλασιαστές ισχύος. Για την Ελλάδα ηταν κυρίως η επιδίωξη ένταξης στην ΕΕ καθώς στο ΝΑΤΟ ήταν μέλος και η Τουρκία. Με την ένταξη και της Κύπρου αισθάνθηκαν ότι αποκτούσαν ένα σοβαρό πλεονέκτημα έναντι της γείτονος και άργησαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο χρόνος που περνούσε, χωρίς να γίνεται τίποτε ούτε στο Κυπριακό ούτε στα Ελληνοτουρκικά, δεν λειτουργούσε υπέρ τους.
Δεν συντάσσομαι με τη μεγιστοποίηση της εικόνας της Τουρκίας ως υπερδύναμης πού προβάλλεται πολύ επιτυχώς από την ίδια καθώς τα εσωτερικά της προβλήματα τόσο τα πολιτικά όσο και τα οικονομικά είναι πολύ μεγάλα. Σε πρόσφατη ανάλυσή τους οι Financial Times έγραψαν ότι η τουρκική οικονομία δεν έχει αρκετούς κλάδους παραγωγής υπεραξίας, το εκπαιδευτικό της σύστημα είναι κακό και η κατάσταση του κράτους δικαίου δεν εγγυάται την καλή λειτουργία της αγοράς.
Η ΕΞΥΠΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΚΡΑΤΩΝ-ΜΕΛΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΟΠΩΣ ΑΥΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΕΝΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΜΕΛΟΥΣ. ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΔΙΑΦΑΝΕΙ ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΝΑ ΠΕΙΘΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ. ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΕΛΣΙΝΚΙ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΠΟΥ ΝΑ ΥΙΟΘΕΤΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ;
Είναι ωστόσο γεγονός ότι έχει πετύχει μια πολύ σημαντική αύξηση ισχύος κυρίως αναπτύσσοντας την αμυντική βιομηχανία της. Η Ελλάδα και η Κύπρος απέναντι στην εξέλιξη αυτή, που ήταν ορατή εδώ και αρκετά χρόνια, δεν θεώρησαν σκόπιμο να μεταβάλουν την πολιτική τους και παρέμειναν εγκλωβισμένες στη λογική της ακινησίας πιστεύοντας ότι η διεθνής πραγματικότητα δεν θα αλλάξει. Σήμερα ξυπνούν απότομα και δεν είναι η αλλαγή φρουράς στο Λευκό Οίκο η μόνη αιτία. Ελλάδα και Κύπρος ανέπτυξαν στρατηγική τις τελευταίες δεκαετίες με άξονα τη μη λύση των προβλημάτων με την Τουρκία και μεταφέροντας τη δική τους ευθύνη για διευθέτηση σε υπερεθνικά σύνολα, Ηνωμένα Έθνη, ΕΕ, ΗΠΑ. Η διεθνής συγκυρία επέτρεπε την επανάπαυση. Ιθύνοντες και στις δύο πρωτεύουσες καλλιέργησαν και στον δημόσιο διάλογο τη θέση ότι τα προβλήματα μπορούν να περιμένουν. Σήμερα εκπλήσσονται που η ΕΕ φαίνεται πρόθυμη να προσφέρει στην Τουρκία μια θέση στον σχεδιασμό της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Το να αντιμετωπίσουν Αθήνα και Λευκωσία τη νέα πραγματικότητα με τα παλιά δεδομένα θα είναι ολέθρια τακτική για τα εθνικά συμφέροντα. Θα συμβεί αυτό που συνέβη με το Μακεδονικό, απομόνωση στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και απώλεια ερεισμάτων στα Βαλκάνια. Η ΕΕ αλλά και το ΝΑΤΟ έχουν εισέλθει σε φάση μεγάλων αλλαγών. Αν η Ελλάδα και η Κύπρος δεν ήταν μέλη της ΕΕ ώστε να αξιοποιούν τα εργαλεία που τους προσφέρει, οι δύο οργανισμοί θα είχαν πολύ στενή συνεργασία εδώ και χρόνια για τους λόγους που αναφέραμε. Σήμερα υπό το βάρος των αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στο διεθνές σύστημα, η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει χώρες όπως η Μ. Βρετανία, ο Καναδάς, η Τουρκία, η Νορβηγία, που έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν στη δημιουργία μιας εναλλακτικής της αμερικανικής αμυντικής ομπρέλας.
Η έξυπνη προσέγγιση από πλευράς Αθήνας και Λευκωσίας θα ήταν να αξιοποιήσουν την ιδιότητα του μέλους της ΕΕ για να διασφαλίσουν την υποστήριξη και άλλων κρατών-μελών για τη συμμετοχή της Τουρκίας χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με θεμελιώδεις αρχές όπως αυτή της αναγνώρισης ενός κράτους-μέλους. Πέρα από κάποιες διακηρύξεις ωστόσο δεν έχει διαφανεί μια συγκροτημένη πολιτική που να πείθει και άλλες χώρες. Έχει γίνει λόγος για ένα νέο Ελσίνκι, καθώς εκείνη η στρατηγική ήταν η μόνη διαχρονικά που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίλυση των προβλημάτων μας στη λογική του αμοιβαίου οφέλους. Υπάρχει σήμερα σε Ελλάδα και Κύπρο πλειοψηφία που να υιοθετεί αυτή τη λογική; Δεν διαφαίνεται. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εξετάζουμε την επιλογή της σύγκρουσης; Αν ούτε αυτό συμβαίνει, τότε πραγματικά θα βρεθούμε αργά ή γρήγορα σε πολύ δυσχερή θέση. Η ΕΕ χωρίς την αμερικανική ομπρέλα είναι πολύ πιθανό να υιοθετήσει την ιδέα των ομόκεντρων κύκλων που ούτως ή άλλως προβλέπεται στις συνθήκες. Θα τη διευκολύνει να προσφέρει μια σχέση βάθους, αλλά όχι ένταξη σε χώρες όπως η Ουκρανία και η Τουρκία, που ούτως ή άλλως βρίσκονται σε καθεστώς ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Θα ήταν μεγάλη ήττα για την Ελλάδα και την Κύπρο να γίνει ερήμην τους όταν αυτή η προοπτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε λύση των προβλημάτων μας.
(*) Η Ινώ Αφεντούλη είναι εκτελεστική διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.