Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Η ΜΠΛΟΦΑ ΕΝΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥ ΤΖΟΓΑΔΟΡΟΥ

Η μπλόφα ενός χαμένου τζογαδόρου
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, με την υπερβολή που συχνά τον χαρακτηρίζει, βαθμολόγησε τη συνάντησή του με τον Κινέζο ομόλογό του με… «δώδεκα» στην κλίμακα του δέκα. Η προσπάθειά του όμως να σώσει τα προσχήματα δεν έπεισε κανέναν. Στη συνάντηση με τον Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα έπαιξε πόκερ μπροστά σε όλο τον πλανήτη, και έχασε.

Ο Τραμπ έφτασε στη Σεούλ με «την πλάτη στον τοίχο». Είχε ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο εναντίον της Κίνας που δεν μπορούσε να κερδίσει. Στην αρχή της θητείας του, επέβαλε απερίσκεπτα δασμούς έως και 145%, στους οποίους το Πεκίνο απάντησε με αντίμετρα της τάξεως του 125%. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν το πάγωμα των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, που από κοινού ελέγχουν περί το 44% του παγκόσμιου πλούτου. Η επίπτωση στην κινεζική οικονομία αποδείχθηκε περιορισμένη, καθώς η μείωση του εξαγωγικού εμπορίου προς τις ΗΠΑ υπερκαλύφθηκε από αύξηση των εξαγωγών σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Επιπλέον, η Κίνα προχώρησε σε εμπάργκο μαγνητών, κρίσιμων για την αμερικανική βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας. Τότε ο Τραμπ αναγκάστηκε να ζητήσει τρίμηνη ανακωχή, που οδήγησε σε αμοιβαία μείωση δασμών και σταδιακή επανεκκίνηση των εμπορικών συναλλαγών. Αυτή ήταν η πρώτη φάση του εμπορικού πολέμου, και έκλεισε ουσιαστικά χωρίς νικητή.

Το δεύτερο ημίχρονο 

Μετά την προσωρινή αυτή εκεχειρία, η αντιπαράθεση μεταφέρθηκε στο επόμενο επίπεδο. Η δεύτερη φάση παίχτηκε στη Σεούλ. Ο Τραμπ απείλησε με νέους δασμούς, της τάξεως του 100%, ενώ το Πεκίνο κλιμάκωσε ασύμμετρα: επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών και σπανίων γαιών − υλικών αναντικατάστατων για πλήθος βιομηχανικών εφαρμογών, από την αεροναυπηγική και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, έως τους ημιαγωγούς, τους δορυφόρους και τα οπλικά συστήματα. Ένα τέτοιο εμπάργκο απειλούσε να εκτροχιάσει την αμερικανική βιομηχανική παραγωγή και να επιφέρει σημαντική μείωση στο αμερικανικό ΑΕΠ. Η Ουάσινγκτον αιφνιδιάστηκε, αν και δεν θα έπρεπε: η Κίνα είχε χρησιμοποιήσει το ίδιο όπλο κατά της Ιαπωνίας το 2010, αναγκάζοντας το Τόκιο σε υποχωρήσεις. Έτσι, ο Τραμπ έφτασε στη Σεούλ αναζητώντας αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, αλλά και συμβιβασμό που θα του επέτρεπε να μην υλοποιήσει τις απειλές του χωρίς να φαίνεται ότι υποχωρεί. Το Πεκίνο εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο την αδύναμη διαπραγματευτική του θέση.

Πρακτικά, και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν την οικονομική αλληλεξάρτηση ως εργαλείο εξαναγκασμού. Οι ΗΠΑ αξιοποίησαν τους δασμούς για να ελέγξουν την πρόσβαση της Κίνας στην αμερικανική αγορά, ενώ η Κίνα, με τη σειρά της, αξιοποίησε τη σχεδόν μονοπωλιακή θέση που έχει οικοδομήσει την τελευταία εικοσαετία στην εφοδιαστική αλυσίδα των σπανίων γαιών (ελέγχοντας περίπου το 70% της παγκόσμιας παραγωγής και πάνω από το 90% της επεξεργασίας). Και οι δύο οπλοποίησαν την αλληλεξάρτηση (weaponisation of interdependence), όμως η ασυμμετρία ευνοούσε την Κίνα, καθώς οι ΗΠΑ αποδείχθηκαν περισσότερο εκτεθειμένες.

ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ. ΟΙ ΗΠΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΔΑΣΜΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΕΓΞΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΓΟΡΑ, ΕΝΩ Η ΚΙΝΑ, ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ, ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗ ΣΧΕΔΟΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΗ ΘΕΣΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΕΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΦΟΔΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΥΣΙΔΑ ΤΩΝ ΣΠΑΝΙΩΝ ΓΑΙΩΝ (ΕΛΕΓΧΟΝΤΑΣ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 70% ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ 90% ΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ). ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΟΠΛΟΠΟΙΗΣΑΝ ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ, ΟΜΩΣ Η ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΕΥΝΟΟΥΣΕ ΤΗΝ ΚΙΝΑ, ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΗΠΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΑΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΕΣ.

Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν όχι μόνο να μην υλοποιήσουν την απειλή για νέους δασμούς, αλλά και να μειώσουν τους υφιστάμενους, ενώ ανέβαλαν για ένα έτος την εφαρμογή «τελών ελλιμενισμού» σε πλοία κινεζικής ναυπήγησης, μια απόφαση που χαροποίησε ιδιαίτερα την ελληνική ναυτιλία. (Τα τέλη αυτά αποσκοπούσαν στη μείωση της ελκυστικότητας των κινεζικών ναυπηγείων, που σήμερα ελέγχουν πάνω από το 60% της παγκόσμιας αγοράς, και στην τόνωση της παρακμάζουσας αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας.) Έτσι, η Κίνα, που αποδείχθηκε καλά προετοιμασμένη για τον εμπορικό πόλεμο, σήκωσε επιτυχώς αμυντικό ανάχωμα στην αμερικανική εμπορική επίθεση, και ταυτόχρονα πέρασε στην αντεπίθεση. Ο δεύτερος γύρος της αντιπαράθεσης επέτρεψε στο Πεκίνο να διεκδικήσει κάτι πολύ σημαντικότερο: τη χαλάρωση των αμερικανικών περιορισμών σε υψηλής ποιότητας ημιαγωγούς. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν να διαπραγματεύονται περιορισμούς που ακουμπούν τον πυρήνα της τεχνολογικής τους υπεροχής.

Η Κίνα, για να «χρυσώσει το χάπι» στον Τραμπ, υποσχέθηκε ότι για έναν χρόνο θα χαλαρώσει το εμπάργκο στις σπάνιες γαίες, θα επιτηρήσει αυστηρότερα τις εξαγωγές χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή ναρκωτικών (φαιντανύλη) και θα αυξήσει τις αγορές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων. Το ζήτημα των εξαγωγών σόγιας είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις αγροτικές πολιτείες των ΗΠΑ που παραδοσιακά ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους και στηρίζουν τον Τραμπ. Στο παρελθόν, πάντως, ανάλογες υποσχέσεις δεν υλοποιήθηκαν, καθώς το Πεκίνο προτιμά να μειώνει την εξάρτησή του από την αμερικανική αγροτική παραγωγή, στρεφόμενο σε Βραζιλία και Αργεντινή, χώρες με τις οποίες διατηρεί στενότερες σχέσεις.

Η εικόνα της άνισης διαπραγμάτευσης αποτυπώθηκε εύγλωττα και στον αμερικανικό Τύπο. Όπως έγραψε η Washington Post, «η ανταλλαγή των πιο προηγμένων ημιαγωγών [chips] με αόριστες υποσχέσεις αγοράς φασολιών δεν εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα». Η δεύτερη φάση του εμπορικού πολέμου οδήγησε μεν σε ανακωχή, αλλά είχε ξεκάθαρο νικητή: η Κίνα ανάγκασε τις ΗΠΑ σε ουσιώδεις υποχωρήσεις.

Ρωσία, Ουκρανία, Ταϊβάν 

Στη Σεούλ συζητήθηκαν και ζητήματα γεωπολιτικής επικαιρότητας, με επίκεντρο τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Τραμπ ζήτησε εκ νέου από τον Σι να χρησιμοποιήσει την επιρροή του στον Βλαντιμίρ Πούτιν για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Οι αμερικανικές εγκλήσεις δεν εισακούστηκαν. Η Κίνα δεν έχει κανένα λόγο να βοηθήσει τις ΗΠΑ να απεμπλακούν από την Ουκρανία ώστε να επικεντρωθούν στην ανάσχεση της κινεζικής ισχύος. Είναι η κύρια ωφελημένη από τον πόλεμο: εμβάθυνε τη στρατηγική της σχέση με τη Ρωσία, διαμορφώνοντας τον ευρασιατικό άξονα «δράκου και αρκούδας», υπονόμευσε την αποτελεσματικότητα των δυτικών κυρώσεων, και εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη της Μόσχας να αναπληρώσει τις απώλειες από το δυτικό ενεργειακό εμπάργκο. Προμηθεύεται ρωσική ενέργεια σε προνομιακές τιμές, ενισχύοντας την ενεργειακή της ασφάλεια και την ανταγωνιστικότητά της. Κατά συνέπεια, οι απειλές του Τραμπ για δευτερογενείς κυρώσεις προς την Κίνα επειδή προμηθεύεται ρωσική ενέργεια δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Μάλιστα, το Πεκίνο ωφελήθηκε εμμέσως από τις δευτερογενείς κυρώσεις που επέβαλε ο Τραμπ στην Ινδία, καθώς προκάλεσαν ρωγμές στις σχέσεις ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Νέο Δελχί. Έχει μάλιστα δημιουργηθεί το εξής παράδοξο: οι ΗΠΑ να επιβάλλουν υψηλότερους δασμούς στη φιλική προς αυτές Ινδία απ’ ό,τι στην Κίνα!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Από το κλείσιμο του ματιού στον Πούτιν και την πίεση στην Ουκρανία για εδαφικές παραχωρήσεις,…

Στην ατζέντα της Σεούλ συζητήθηκε και το ζήτημα των πυρηνικών εξοπλισμών. Ωστόσο, όπως αναμενόταν, καμία ουσιαστική πρόοδος δεν σημειώθηκε. Η Κίνα δεν έχει κίνητρο να συναινέσει σε περιορισμούς προτού το πυρηνικό της οπλοστάσιο φτάσει σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα των ΗΠΑ και της Ρωσίας, κάτι που, ρεαλιστικά, θα απαιτήσει περισσότερο από μία δεκαετία. Δεν είναι τυχαίο ότι, λίγα λεπτά πριν από τη συνάντηση, ο Τραμπ ανακοίνωσε την επανέναρξη αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών ως «αντίδραση» στα εξοπλιστικά προγράμματα Μόσχας και Πεκίνου.

Τέλος, από όσα έγιναν γνωστά, δεν συζητήθηκε το θέμα της Ταϊβάν − γεγονός ασυνήθιστο, καθώς η κινεζική ηγεσία παραδοσιακά το θέτει σε κάθε συνάντηση κορυφής. Η εξέλιξη προκάλεσε ανακούφιση στο «στρατηγικό κατεστημένο» της Ουάσινγκτον, όπου υπήρχαν φόβοι ότι, στην αναζήτηση συμφωνίας για το εμπάργκο στις σπάνιες γαίες, ο Τραμπ θα αποδυνάμωνε τις δεσμεύσεις υπεράσπισης της Ταϊβάν. Από την πλευρά του, το Πεκίνο επιδιώκει μια ρητή πολιτική δέσμευση του Αμερικανού προέδρου κατά της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, ενισχύοντας την πολιτική «μίας Κίνας».

Ο χρόνος δουλεύει υπέρ της Κίνας

Εν κατακλείδι, η Κίνα απέδειξε ότι μπορεί να αποκρούει αμερικανικούς εκβιασμούς, ότι διαθέτει «κυριαρχία κλιμάκωσης» (escalation dominance) και ότι είναι σε θέση να επιβάλει δυσανάλογο κόστος στην αμερικανική οικονομία ελέγχοντας κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες. Το συμπέρασμα που θα αντλήσει η κινεζική πολιτική ελίτ από τη σύνοδο της Σεούλ είναι σαφές: ο χρόνος δουλεύει υπέρ της Κίνας και η ισχύς των ΗΠΑ βρίσκεται σε αποδρομή. Αυτό είναι εν πολλοίς το νόημα της φράσης που ο Κινέζος πρόεδρος συνεχώς επαναλαμβάνει από τότε που ανέλαβε την εξουσία: «ο κόσμος βιώνει ραγδαίες αλλαγές, που δεν έχουμε δει εδώ και ένα αιώνα». Παράλληλα, το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων θα ενισχύσει το γόητρο και την επιρροή του Πεκίνου στον Παγκόσμιο Νότο. Η Ουάσινγκτον, από την πλευρά της, θα πρέπει τώρα να εργαστεί σκληρά για να καθησυχάσει τους συμμάχους της, μετά την αίσθηση αδυναμίας και τρωτότητας που εξέπεμψε στη Σεούλ.

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΗΠΑ- ΚΙΝΑΣ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΕΟΝ ΤΟΥΣ ΔΑΣΜΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ· ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΣΠΑΝΙΩΝ ΓΑΙΩΝ , ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ − ΤΩΝ ΠΥΛΩΝΩΝ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ. ΚΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΔΙΟ, Η ΚΙΝΑ ΑΥΞΑΝΕΙ ΧΡΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΤΗΝ ΙΣΧΥ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΗΣ. Ο ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΗΠΑ-ΚΙΝΑΣ ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΕΔΩ· ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΝΕΑ ΦΑΣΗ − ΠΙΟ ΠΕΡΙΠΛΟΚΗ, ΠΙΟ ΕΝΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ, ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ, ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΗ.

Η αντιπαράθεση ΗΠΑ- Κίνας δεν αφορά πλέον τους δασμούς, τους περιορισμούς εξαγωγών και τις κυρώσεις· αφορά τον έλεγχο των σπάνιων γαιών, της ενέργειας και της υψηλής τεχνολογίας − των πυλώνων γεωπολιτικής ισχύος στον 21ο αιώνα. Και σε αυτό το πεδίο, η Κίνα αυξάνει χρόνο με τον χρόνο την ισχύ της και την επιρροή της. Ο μαραθώνιος γεωπολιτικός ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας φυσικά δεν τελειώνει εδώ· αντιθέτως, εισέρχεται σε νέα φάση, πιο περίπλοκη, πιο εντατική και, όπως πάντοτε στην ιστορία των Μεγάλων Δυνάμεων, επικίνδυνα απρόβλεπτη.

*Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ