Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Η ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Η δύση της Δύσης
Η προφητική ανάλυση του σχήματος America Vs the West φαίνεται πως επιβεβαιώνεται. Βρισκόμαστε σε μια φάση ρήξης της διατλαντικής συμπόρευσης που καθόρισε την πολιτική, νομική και ηθική δομή της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της αρχιτεκτονικής ασφάλειας.

«Η διεθνής κανονιστική τάξη δοκιμάζεται… όχι από τους συνήθεις ύποπτους, αλλά από τον βασικό αρχιτέκτονα και εγγυητή της, τις Ηνωμένες Πολιτείες». Όσο περίεργο και αν φαίνεται, η συγκεκριμένη θέση δεν είναι πρόσφατη. Ανατρέχει στον Ιούνιο του 2018, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στην κεφαλή της αμερικανικής διοίκησης, μεσούσης της εμπορικής έντασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ανήκει δε σε έναν από τους… «συνήθεις υπόπτους» της Ευρώπης, τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και νυν πρωθυπουργό της Πολωνίας, τον Ντόναλντ Τουσκ. Έξι μήνες αργότερα, η Κόρι Σάκι, Αμερικανίδα σύμβουλος, ακαδημαϊκός, διευθύντρια διεθνών υποθέσεων του American Enterprise Institute και αρθρογράφος του The Atlantic, θα δημοσίευε ένα βιβλίο με τον προφητικό τίτλο America vs the West.

Αναλύοντας τα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων χρόνων της πρώτης θητείας του Τραμπ, η Σάκι διερωτάτο εάν τα έθνη της αποκαλούμενης Δύσης θα μπορούσαν να διασώσουν τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη απέναντι στις ανερχόμενες δυνάμεις του αυταρχισμού, χωρίς τη συμβολή των ΗΠΑ, ή ακόμη και με την Ουάσινγκτον να βρίσκεται απέναντί τους. Κόντρα σε εκείνους που έβλεπαν τη θητεία Τραμπ ως ένα ένα ευτράπελο διάλειμμα μιας κατά τα άλλα προδιαγεγραμμένης ιστορικής πορείας, η Σάκι επέμενε ότι η παγκοσμιοποίηση δεν συνιστά κανένα τέλος της ιστορίας και ότι θα πρέπει πλέον να σκεφτούμε σοβαρά πώς η Δύση μπορεί να επιβιώσει χωρίς την αμερικανική ηγεσία και καθοδήγηση. Η απάντησή της είχε ειδικό ενδιαφέρον. Αυτό, ανέφερε, εξαρτάται από δύο παράγοντες: πρώτον από την ισχύ που τελικά θα αποκτήσουν οι μεγάλοι ανταγωνιστές της Δύσης, η Ρωσία και η Κίνα, και δεύτερον και κυριότερον από τη βούληση και την προθυμία των λεγόμενων μεσαίων δυνάμεων να συνασπιστούν. 

Κοιτάζοντας σήμερα, 7 χρόνια μετά, τη διεθνή πραγματικότητα η προφητική ανάλυση του σχήματος America Vs the West φαίνεται πως επιβεβαιώνεται. Βρισκόμαστε σε μια φάση ρήξης της διατλαντικής συμπόρευσης που καθόρισε την πολιτική, νομική και ηθική δομή της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Η νέα αμερικανική διοίκηση μοιάζει να επιστρέφει σε μια περίεργη αναβίωση του δόγματος Μονρό, έναν συνδυασμό απόσυρσης και ιμπεριαλισμού, στο πλαίσιο μιας αξίωσης διαφύλαξης μιας υποτιθέμενης καθαρότητας των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι σε μια παρηκμασμένη, αν όχι «μολυσμένη» από δηλητηριασμένες ιδέες, υπόλοιπη Δύση. Εξού και οι αιτιάσεις Βανς περί δημοκρατικού προβλήματος στην Ευρώπη στη Διάσκεψη για την Ασφάλειατου Μονάχου. Την ίδια στιγμή, η Αμερική του Τραμπ φαίνεται να αναγνωρίζει ανοιχτά την είσοδο του κόσμου σε μια πολύ-πολική συνθήκη. Στο πλαίσιο της τελευταίας, οι μεγάλοι παίκτες, έχοντας απο-ιδεολογικοποιήσει πλήρως τις διεθνείς σχέσεις και λειτουργώντας στη βάση μιας αμιγώς συναλλακτικής λογικής και μιας πολιτικής της ισχύος (Τι μου δίνεις; «Τι χαρτιά έχεις στα χέρια σου;», όπως έλεγε επίμονα ο Τραμπ στον Ζελένσκι), θα υποτάσσουν τους μικρούς, δημιουργώντας ευρύτερες σφαίρες επιρροής, και θα επιδίδονται σε ένα είδος σκληρού, οικονομικο-πολιτικού −αν όχι ημι-πολεμικού− ανταγωνισμού, που θα κρατά υποτίθεται ζωντανά τα ζωογόνα ένστικτα του κάθε πολιτισμού. 

Οι συνέπειες των μετασχηματισμών αυτών δεν μπορούν φυσικά να αξιολογηθούν ακόμη παρά μόνο σε ένα πρώτο επίπεδο. Αλλάζουν τόσο ριζικά τον κόσμο στον οποίο είχαμε συνηθίσει να ζούμε και να καταλαβαίνουμε, που κάθε μακροπρόθεσμη πρόβλεψη είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Αν ισχύουν πάντως τα παραπάνω, το μεγάλο ερώτημα έχει να κάνει πρωτίστως με την Ευρώπη. Εάν οι σειρήνες είχαν ηχήσει ήδη από το 2018, εάν η επανεκλογή Τραμπ εμφανιζόταν ως ένα πιθανό σενάριο, εάν οι αποδιαρθρωτικές της διεθνούς τάξης τάσεις του Αμερικανού προέδρου ήταν γνωστές, πώς γίνεται η Γηραιά Ήπειρος να εμφανίστηκε τόσο απροετοίμαστη, σχεδόν σοκαρισμένη, από τις εξελίξεις; Γιατί έπρεπε να φτάσουμε «πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα» για να ανοίξει η συζήτηση περί της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας, της στρατηγικής και στρατιωτικής αυτονομίας; «Αλλά για ποια Ευρώπη μιλάμε;» θα αντέτασσε κάποιος. Για την Ευρώπη του Μακρόν και του Μερτς ή για την Ευρώπη της Μελόνι και του Ορμπάν; 

Και η Ελλάδα μέσα σε όλα αυτά; Η Ελλάδα, που είχε αναγάγει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης –σε κάθε στροφή των 50χρονων το είδαμε αυτό!– το «Ανήκομεν εις την Δύσιν» σε πυξίδα που ακόμα και οι αρνητές της ιδέας εντέλει ακολούθησαν, που γιόρτασε ήδη τα 25 χρόνια συμμετοχής της στην Ευρωζώνη ως «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης, είναι υποχρεωμένη να προσέξει τα βήματά της. Όχι τόσο όσον αφορά την ένταξή της, το ίδιο της το ανήκειν, αλλά τον λόγο που εκφέρει. Η συνειδητοποίηση του τι σημαίνει συναλλακτική προσέγγιση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής (σίγουρα στα μεγάλα/γεωπολιτικά, μάλλον όμως και στα μικρότερα/της γειτονιάς μας) δεν αφήνει περιθώρια για εύκολες επιλογές. Ακόμα λιγότερο για μεγαλόστομες διατυπώσεις. Πάντα ήταν λάθος να θεωρούμε τον ίσκιο μας, όταν δύει ο ήλιος, ίσο με το ανάστημά μας.

Στη δύσκολη δε πλοήγηση στο νέο, γεμάτο ανατροπές και παγίδες σκηνικό που δημιουργεί μια Ευρώπη χωρίς, ενδεχομένως αλλά αρκετά πιθανά, τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, μια Ευρώπη σε αναζήτηση νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας, ένα συστατικό απόλυτα καίριο και απαραίτητο είναι ακριβώς εκείνο που συνεχίζει να μας λείπει: η δημιουργία και διατήρηση ενιαίου εσωτερικού μετώπου. Και αυτό −το είδαμε άλλωστε με την ανάδυση κοινωνικής πλειοψηφίας που ξεπερνάει κατά πολύ τους κομματικούς σχηματισμούς με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών− θα μπορούσε να οδηγήσει τα πράγματα προς τα εμπρός. Αρκεί οι ηγεσίες να ηγούνταν, αντί να αναμετριούνται με δημοσκοπικά ευρήματα. Και με την εικόνα.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ