Ο ΛΙΒΥΚΟΣ ΓΡΙΦΟΣ
- 22.07.25 14:48

Η δυναμική επανεμφάνιση του «λιβυκού προβλήματος» στην ατζέντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υπό τη διττή μορφή της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών και των μεταναστευτικών ροών, δεν πρέπει να ξενίζει. Ήδη από το 2011, όταν το καθεστώς Καντάφι κατέρρευσε, η Αθήνα δεν διαμόρφωσε ποτέ συνεκτική πολιτική έναντι της Λιβύης. Συνέπεσε δυστυχώς η κατάρρευση Καντάφι με μία περίοδο σοβαρής εσωστρέφειας στην ελληνική εξωτερική πολιτική – απότοκο της βαθιάς οικονομικής κρίσης που παρ’ ολίγον να σπρώξει την Ελλάδα ακόμη και εκτός της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Οι προτεραιότητες των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 2010-2019 υπήρξαν άλλες και οι πόροι για άσκηση σοβαρής πολιτικής περιορισμένοι. Αυτά όμως συνέβησαν στο παρελθόν και δεν αλλάζουν.
Το τουρκολιβυκό μνημόνιο
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η κομβική στιγμή της δραματικής επιδείνωσης των ελληνολιβυκών σχέσεων ήταν η υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών τον Νοέμβριο του 2019. Η κίνηση της Άγκυρας −η οποία εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη επιβίωσης της τότε επίσημης (και αναγνωρισμένης από τον ΟΗΕ) κυβέρνησης Σάρατζ για να ανταλλάξει τη στρατιωτική βοήθεια με την οποία αποκρούστηκε η απόπειρα του Χαλίφα Χαφτάρ να καταλάβει την Τρίπολη−, με το μνημόνιο είχε ξεκάθαρο στόχο: τη δημιουργία τετελεσμένων που η τουρκική πλευρά επεδίωκε να χρησιμοποιήσει για να αποτρέψει πιθανές εις βάρος της εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Αναμφίβολα, το τουρκολιβυκό μνημόνιο αγνοεί σχεδόν κάθε πτυχή του Δικαίου της Θάλασσας. Πολιτικά, όμως, αποτελεί όπλο στην τουρκική φαρέτρα.
Ακόμη και η χρονική στιγμή της υπογραφής του δεν ήταν τυχαία. Στην Αθήνα είχε μόλις αναλάβει μία νέα κυβέρνηση και οι τελευταίες «πινελιές» του κειμένου μπήκαν εν μέσω θέρους. Πληροφορίες ότι κάτι επίκειται (καθώς και ότι την καθοδήγηση ασκούσε το τουρκικό Υπουργείο Άμυνας και όχι το Υπουργείο Εξωτερικών) υπήρχαν – αν και ασαφείς. Οι ελληνικές κινήσεις ανάσχεσης όμως δεν ήταν επαρκείς, παρά τα όσα κατά καιρούς ορισμένοι αναφέρουν. Ακόμη και την ύστατη ώρα, Λίβυοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσποιούνταν και έδιναν διαβεβαιώσεις ότι όλα βαίνουν καλώς. Η πραγματικότητα διέψευσε πανηγυρικά τις όποιες ελπίδες αποτροπής του κακού σεναρίου.
Τα επόμενα βήματα
Το ερώτημα είναι τι πρέπει να αναμένεται από εδώ και στο εξής και πώς μπορεί η Αθήνα να αλλάξει την κατάσταση και να λύσει τον «λιβυκό γρίφο». Η χαοτική κατάσταση εντός της βορειοαφρικανικής χώρας και το διευρυμένο αποτύπωμα της Τουρκίας –αλλά και της Ρωσίας, που πλέον «βλέπει» στη Λιβύη μία νέα Συρία σε ό,τι αφορά την προβολή της ισχύος της στα θερμά νερά της Μεσογείου, αλλά και στην αφρικανική ήπειρο– σε αυτήν διαμορφώνουν μία πολύ δύσκολη εξίσωση. Όσοι γνωρίζουν το παρασκήνιο, σημειώνουν ότι ορθώς η Αθήνα επιδιώκει να έχει διαύλους τόσο με την Τρίπολη όσο και με τη Βεγγάζη. Απαιτείται όμως ολιστικό σχέδιο και όχι κινήσεις-πυροτεχνήματα, όπως παλαιότερα με την επαναλειτουργία της πρεσβείας μας στην Τρίπολη ή με την, κακοσχεδιασμένη όπως αποδείχθηκε, αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στην πληγείσα από πλημμύρες Λιβύη, η οποία οδήγησε στον τραγικό θάνατο πέντε Ελλήνων το 2023.
Η ΧΑΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΥΝ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΗ ΕΞΙΣΩΣΗ. ΟΣΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, ΣΗΜΕΙΩΝΟΥΝ ΟΤΙ ΟΡΘΩΣ Η ΑΘΗΝΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΔΙΑΥΛΟΥΣ ΤΟΣΟ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ ΟΣΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΒΕΓΓΑΖΗ. ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΟΜΩΣ ΟΛΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ-ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ, ΟΠΩΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΡΕΣΒΕΙΑΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ Η ΜΕ ΤΗΝ, ΚΑΚΟΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ ΟΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΛΗΓΕΙΣΑ ΑΠΟ ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ ΛΙΒΥΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΟΝ ΤΡΑΓΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΕΝΤΕ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟ 2023.
Στο ζήτημα του μεταναστευτικού, η Ελλάδα είναι προφανές ότι δεν μπορεί να κάνει πολλά μόνη της. Η πρόσφατη σκλήρυνση της ελληνικής πολιτικής με σκοπό να διαμορφώσει συνθήκες αποτροπής στις ροές προς τη Γαύδο και την Κρήτη ήταν αναμενόμενη. Ωστόσο, ίσως να έχει έρθει η στιγμή η Αθήνα να διεκδικήσει ευρύτερο ρόλο στην κοινοτική πολιτική έναντι της Λιβύης και της Βόρειας Αφρικής ευρύτερα, πεδίο το οποίο η Ιταλία έχει, σχεδόν αποκλειστικά, «γεμίσει» με την παρουσία της. Τόσο μέσα από τη σχέση της με την Αίγυπτο, όσο επίσης μέσα από τον έλεγχο των κοινοτικών κονδυλίων προς τη Λιβύη, αλλά και το υπό διαμόρφωση «Σύμφωνο για τη Μεσόγειο» που προωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Αθήνα πρέπει «να σφίξει τα λουριά». Φιάσκο όπως το πρόσφατο με την απέλαση του επιτρόπου για τη Μετανάστευση –συνοδευόμενου μάλιστα από τρεις υπουργούς της ΕΕ– δεν μπορεί να ξαναγίνει αποδεκτό.
Αναμφίβολα όμως, το πιο ευαίσθητο ζήτημα είναι αυτό των θαλασσίων ζωνών. Μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου, η Αθήνα προσέγγισε την πλευρά Χαφτάρ, στην οποία φέρεται να έδωσε και κάποιες διαβεβαιώσεις για συνδρομή σε διάφορους τομείς. Η Βεγγάζη φέρεται να πιστεύει ότι αυτές οι διαβεβαιώσεις δεν υλοποιήθηκαν. Ωστόσο, το πρόβλημα έγκειται αλλού. Από τα τέλη του 2022 και μετά, η Τουρκία προσάρμοσε την πολιτική της στη Λιβύη με σκοπό να αποκτήσει διαύλους και με την Ανατολική Λιβύη, αρχικά με τη Βουλή των Αντιπροσώπων που εδρεύει στο Τομπρούκ, και στη συνέχεια με την οικογένεια Χαφτάρ. Αυτό συνέβη όταν η προσπάθειά της να πείσει τον πρωθυπουργό Ντμπέιμπα να αποδεχθεί τη βοήθειά της να ενοποιήσει τις ένοπλες πολιτοφυλακές σε έναν ενιαίο επαγγελματικό στρατό (όπως επιδιώκει να πράξει σήμερα στη Συρία) απέτυχαν. Η προσέγγιση Άγκυρας – Βεγγάζης έχει, σε σχέση με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, πρακτική σημασία, καθώς η προβολή της οριοθέτησης «βλέπει» στις ακτές της Ανατολικής Λιβύης. Το δε κόστος αυτής της προσέγγισης για τα ελληνικά συμφέροντα μπορεί να αποδειχθεί δυσβάσταχτο, ιδιαίτερα αν η Βουλή των Αντιπροσώπων επικυρώσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Η προοπτική συνομιλιών για οριοθέτηση
Οι ελληνολιβυκές συνομιλίες για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών υπήρξαν εξαρχής περίπλοκες, ιδιαίτερα κατά την πιο πυκνή φάση τους από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και μετά. Άλλωστε, η Λιβύη έχει μεν υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) του 1982, αλλά με διάφορα προσχήματα δεν την έχει επικυρώσει. Έχει δε ήδη από το 1973 «κλείσει» −κατά παράβαση των διεθνών κανόνων– τον κόλπο της Σύρτης με ευθεία γραμμή 306 ναυτικών μιλίων, ενώ το 2005 θέσπισε αλιευτική ζώνη 62 ναυτικών μιλίων. Μετά από το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η Λιβύη υπεραμύνεται αφενός της υπογραφής της, αφετέρου αφήνει ανοιχτό και ένα παράθυρο συνεννόησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά δεν θα ήταν αρνητική στη διερεύνηση της πιθανότητας επανεκκίνησης των σχετικών συνομιλιών περί οριοθέτησης. Το ερώτημα βέβαια είναι αν η Άγκυρα θα παρέμβει σε μία τέτοια διαδικασία εφόσον υπάρξει συνυποσχετικό Ελλάδος – Λιβύης για παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ίσως δε γι’ αυτό τον λόγο η Τρίπολη και η Άγκυρα αποφάσισαν να… ενεργοποιήσουν το τουρκολιβυκό μνημόνιο με την πρόσφατη προκήρυξη οικοπέδων προς έρευνα και εκμετάλλευση, και τη συνεργασία της λιβυκής εταιρείας πετρελαίου (NOC) με την αντίστοιχη τουρκική (TPAO).
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΛΙΒΥΚΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ, Η ΑΘΗΝΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΧΑΦΤΑΡ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΦΕΡΕΤΑΙ ΝΑ ΕΔΩΣΕ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ. Η ΒΕΓΓΑΖΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΟΤΙ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ΔΕΝ ΥΛΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΑΓΚΥΡΑΣ – ΒΕΓΓΑΖΗΣ ΕΧΕΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ, ΚΑΘΩΣ Η ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗΣ «ΒΛΕΠΕΙ» ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΛΙΒΥΗΣ. ΤΟ ΔΕ ΚΟΣΤΟΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΕΙ ΔΥΣΒΑΣΤΑΧΤΟ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΑΝ Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΙ ΤΟ ΤΟΥΡΚΟΛΙΒΥΚΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα τέλη Αυγούστου 2010 η λιβυκή πλευρά υπέβαλε δύο χάρτες προς την Αθήνα, στους οποίους πρότεινε οριοθετική γραμμή με βάση τις δικές της απόψεις. Ο πρώτος χάρτης ελάμβανε ως γραμμή βάσης για την οριοθέτηση τη φυσική ακτογραμμή και για τις δύο χώρες, ενώ ο δεύτερος ελάμβανε υπόψη τη φυσική ακτογραμμή για την Ελλάδα και τις ευθείες γραμμές βάσης για τη Λιβύη. Επρόκειτο φυσικά για προσωρινή χάραξη της μέσης γραμμής βάσει της αρχής της ίσης απόστασης. Κατά τη χάραξη της γραμμής αυτής, οι Λίβυοι δεν ελάμβαναν υπόψη τους τα νησιά που βρίσκονταν νοτίως της Κρήτης και της Πελοποννήσου, δηλαδή τις Στροφάδες, τη Σαπιέντζα, τη Σχίζα, τη Γαύδο, τη Χρυσή και το Κουφονήσι.
Η μη συμπερίληψη αυτών των νήσων και νησίδων μείωνε την ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά όχι τόσο σημαντικά από αριθμητικής απόψεως. Ωστόσο, από νομικής άποψης, η μη αναγνώριση επήρειας θα είχε επιπτώσεις τόσο για το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου όσο και για άλλα ελληνικά νησιά στο ενδεχόμενο μελλοντικών οριοθετήσεων με άλλα κράτη. Στη δύσκολη περίοδο μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου όμως δεν έλειψε η κριτική –εν πολλοίς άδικη σύμφωνα με έμπειρους παρατηρητές– για τη μη αποδοχή των λιβυκών προτάσεων, αν και ουδέποτε υπήρξε εισήγηση για συλλήβδην απόρριψή τους. Ωστόσο, από τη στιγμή που δεν υπήρξε εκείνη την περίοδο (2010-2011) σαφής πολιτική εντολή για τα επόμενα βήματα, αυτή η κριτική είναι μάλλον έωλη. Άλλωστε, και η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία για οριοθέτηση ΑΟΖ που ακολούθησε (Αύγουστος 2020) και προέκυψε από πιεστικούς (γεω-)πολιτικούς λόγους είχε ως συνέπεια να μειωθεί η επήρεια ακόμη και μεγάλων ελληνικών νησιών.
Το συμπέρασμα είναι ότι στον λιβυκό γρίφο δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η πρόσφατη κατάθεση ρηματικής διακοίνωσης από τη Λιβύη στα Ηνωμένα Έθνη (στις 20 Ιουνίου) με την οποία αμφισβητεί τα όρια των οικοπέδων που έχει προκηρύξει η Ελλάδα για έρευνα και εκμετάλλευση τόσο νότια όσο και νοτιοδυτικά της Κρήτης είναι ενδεικτική. Θα απαιτηθεί υπομονή, ευελιξία, αλλά και στυγνός ρεαλισμός, χωρίς απαραίτητα υπερβολική επίκληση του Διεθνούς Δικαίου προς δρώντες που αναγνωρίζουν μόνο τη γλώσσα της ισχύος και της συναλλαγής.
*Ο Άγγελος Αλ. Αθανασόπουλος είναι διευθυντής Τύπου στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ). Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το κείμενο είναι προσωπικές.