Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΚΕΜΑΛ, ΘΑ ΔΟΥΛΕΨΟΥΝ ΜΕ ΕΡΝΤΟΓΑΝ, ΞΟΡΚΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΤΑΘΕΙΑ

Οι Αμερικανοι προτιμούν Κεμάλ, θα δουλεψουν με Ερντογάν, ξορκίζουν την αστάθεια
Επιχειρώντας να αξιοποιήσει τη δυναμική της «διπλωματίας των σεισμών» η Ουάσινγκτον σχεδιάζει επαναπροσέγγιση της Άγκυρας μετά τις εκλογές, με θετική ατζέντα για τα ελληνοτουρκικά.

Με τον πρόεδρο Ερντογάν να ξεσπαθώνει εναντίον των Αμερικανών με κάθε ευκαιρία, κατηγορώντας τις ΗΠΑ ότι επιβουλεύονται τη χώρα του και αποδίδοντάς τους προθέσεις ανατροπής του κατά το πραξικόπημα του 2016, η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσέχει κάθε δήλωση ή κίνηση που θα φαινόταν ότι προσπαθεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών. Ακόμα και όταν ο πρόεδρος Ερντογάν κήρυξε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για ένα τρίμηνο δέκα επαρχίες της Τουρκίας μετά τον καταστροφικό σεισμό του Φεβρουαρίου, η αμερικανική κυβέρνηση δεν εξέφρασε την ανησυχία που μοιράζονται πολλοί αναλυτές για το πώς θα επηρεάσει αυτό την πρόσβαση στις κάλπες, άρα και τα αποτελέσματα, των εκλογών της 14ης Μαΐου.

Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Τουρκία, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν επικεντρώθηκε στην ίδια τη διεξαγωγή των εκλογών και έλαβε τη διαβεβαίωση του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι δεν προτίθεται να τις αναβάλει – κάτι που ο τελευταίος επιβεβαίωσε εν τω μεταξύ και δημοσίως. Σε αντίθεση με το ταξίδι του στην Ελλάδα, όμως, ο Μπλίνκεν δεν συνάντησε εκεί κάποιο ηγέτη της αντιπολίτευσης, όπως αποτελεί συχνή πρακτική των Αμερικανών. Μπορεί την απόφασή του να επηρέασε το γεγονός ότι η αντιπολίτευση δεν είχε καταλήξει ακόμη στον επικεφαλής της, αλλά πρέπει να βάρυνε και η σκέψη να μην προκαλέσει τον Πρόεδρο Ερντογάν.

Το τελευταίο έτος, οι γεωπολιτικές επιταγές του πολέμου της Ουκρανίας έχουν ανεβάσει ως προτεραιότητα στην αμερικανική κυβέρνηση την προσπάθεια να διαχειριστεί αποτελεσματικά τη δύσκολη σχέση με την Τουρκία, ακόμα και αν αυτό γίνεται σε στενά συναλλακτική λογική. Με βασικό γνώμονα την ενότητα του ΝΑΤΟ, θα συνεχίσει να κάνει το ίδιο όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ

Μετά την επίσκεψη Μπλίνκεν στην Τουρκία, όμως, υπάρχει μία ελπίδα στην αμερικανική κυβέρνηση ότι η «διπλωματία των σεισμών» θα μπορούσε να βοηθήσει όχι μόνο τις ελληνοτουρκικές, αλλά και τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Επίσης, ότι οι ανάγκες της ανοικοδόμησης των σεισμόπληκτων περιοχών, και γενικότερα η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, θα στρέψει τις προτεραιότητες του προέδρου Ερντογάν στο εσωτερικό μέτωπο, περιορίζοντας τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου με την Ελλάδα πριν ή και μετά τις εκλογές. Και αν ο Τούρκος πρόεδρος είχε σκέψεις για ένα χτύπημα «αντιπερισπασμού» της κοινής γνώμης στη Συρία, η επίσκεψη του στρατηγού Μαρκ Μίλι εκεί στις αρχές Μαρτίου δείχνει την προσοχή των ΗΠΑ σε αυτό το μέτωπο.

Από την πλευρά του, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών έβαλε σε πρώτο πλάνο στις δημόσιες δηλώσεις του τον καταστροφικό σεισμό, αναδεικνύοντας τον ρόλο των 200 επίλεκτων Αμερικανών διασωστών που ήταν από τις πρώτες διεθνείς ομάδες που έφτασαν στην Τουρκία, τον ρόλο της βάσης του Ιντσιρλίκ στην ανάπτυξη της ανθρωπιστικής βοήθειας, και ευρύτερα στην αμερικανική οικονομική βοήθεια που ανακοίνωσε όσο βρισκόταν στην χώρα.

Βεβαίως, όπως η διπλωματία των σεισμών δεν μπορεί να λύσει από μόνη της τις ελληνοτουρκικές διαφορές, ομοίως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε τα μεγάλα αγκάθια στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, ο πολλαπλασιασμός των οποίων τα τελευταία χρόνια δείχνει μία τάση στρατηγικής αποδέσμευσης της Τουρκίας από τους δυτικούς της συμμάχους.

Όμως η βελτίωση του κλίματος μετά τον σεισμό είναι ορατή, και ο θετικός αντίκτυπος της διεθνούς βοήθειας στην τουρκική κοινή γνώμη έρχεται σε αντίθεση με το αφήγημα του Ερντογάν για τις ΗΠΑ (όπως και για την Ελλάδα). Ειδικά για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η θετική εικόνα που δημιούργησε η άμεση αμερικανική βοήθεια, αλλά και οι μεγάλες οικονομικές ανάγκες της χώρας, θα μπορούσαν να λειάνουν τη συνεργασία, ακόμη και με μία νέα κυβέρνηση Ερντογάν, για την αντιμετώπιση κάποιων από τα πολλά αγκάθια των διμερών σχέσεων.

ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Αλλά είναι γεγονός ότι, ενόψει των εκλογών, πολλά από τα ζητήματα που είναι ψηλά στην ατζέντα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και των αμερικανοτουρκικών σχέσεων έχουν παγώσει. Μεταξύ τους και η προμήθεια των μαχητικών αεροσκαφών F16 που έχει αιτηθεί η Τουρκία, την οποία η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν υποστηρίζει δημοσίως, αλλά δεν έχει ακόμη προωθήσει το σχετικό αίτημα στο Κογκρέσο. Το οποίο θέτει όρους και προϋποθέσεις, με πρώτη, αλλά όχι μόνη, την άρση του τουρκικού βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.

Η αμερικανική κυβέρνηση θα επιχειρήσει μία επαναπροσέγγιση μετά τις τουρκικές εκλογές, είτε κερδίσει ο Ερντογάν είτε η αντιπολίτευση υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Σε κάθε περίπτωση, θα προσπαθήσει να εστιάσει σε μία θετική ατζέντα για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, με όχημα τον νεότευκτο Στρατηγικό Μηχανισμό και έμφαση στην ανάπτυξη των επιχειρηματικών σχέσεων.

Βεβαίως, αν γίνει κυβέρνηση, η αντιπολίτευση δηλώνει πρόθυμη να λύσει και άλλα αγκάθια των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Στην κοινή τους προγραμματική διακήρυξη, τα έξι κόμματα της αντιπολίτευσης υπόσχονται την ανοικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης με την αμερικανική κυβέρνηση και την ενίσχυση των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Μάλιστα, κάνουν λόγο για την ανάληψη πρωτοβουλίας για την επιστροφή στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35, κάτι που βεβαίως απαιτεί να αποσύρουν τους ρωσικούς πυραύλους S400. Τέλος, οι Αμερικανοί ακούν ευχάριστα την υπόσχεση της αντιπολίτευσης να τερματίσει πρακτικές στην τουρκική εξωτερική πολιτική «που βασίζονται σε εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογικές προσεγγίσεις». Βεβαίως, μένει να αποδειχθεί τι σημαίνει, και πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό σε μία κυβέρνηση έξι κομμάτων, με διαφορετικές ευαισθησίες και προτεραιότητες.

ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Και αν μία νίκη του Κιλιτσντάρογλου είναι η ανομολόγητη ελπίδα της αμερικανικής κυβέρνησης, το χειρότερο σενάριο για τις ΗΠΑ, και όχι μόνον, είναι η πολιτική αστάθεια που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα οριακό αποτέλεσμα, με ενδεχόμενη άρνηση του Προέδρου Ερντογάν να αποδεχτεί την ήττα του ή/και πιθανές καταγγελίες της αντιπολίτευσης για νοθεία, οδηγώντας σε ταραχές ή ακόμη και επέμβαση του στρατού. Διότι μπορεί οι ΗΠΑ να είναι έτοιμες να συνεργαστούν με οποιαδήποτε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά για ένα σενάριο αστάθειας είναι απροετοίμαστες. Προκειμένου να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη, αναλυτές τονίζουν ότι από τώρα μέχρι και τις εκλογές οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι της Τουρκίας θα έπρεπε να προτρέπουν σε κάθε συνάντηση τους Τούρκους ομολόγους τους να διασφαλίσουν την ακεραιότητα των εκλογών, και να ζητούν την αποστολή διεθνών παρατηρητών του ΟΑΣΕ. Κάτι που, στον βαθμό που συμβαίνει, γίνεται με διπλωματικό τρόπο, μακριά από τις κάμερες… ̈

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ