Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΜΕ ΕΝΑ ΧΑΛΑΡΟ ΚΟΥΣΤΟΥΜΙ

Όλα ξεκίνησαν με ένα χαλαρό κουστούμι
Φωτ. EPA / ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Τζιόρτζιο Αρμάνι απελευθέρωσε την κομψότητα από τα περιττά βάρη και μάς έντυσε όλους, ακόμα και όσους δεν αγοράσαμε ποτέ τα ρούχα του.

«Ο Τζιόρτζιο Αρμάνι μας έντυσε όλους. Ακόμα κι αν ποτέ δεν αποκτήσατε σακάκι με του brand του, σίγουρα φορέσατε ένα σακάκι που εκείνος επινόησε. Ήταν ο αρχιτέκτονας του σύγχρονου στυλ, ο άνθρωπος που όρισε πώς ντυνόμαστε σήμερα. Αν έχετε πάει σε γάμο με ένα άνετο κοστούμι και T-shirt, αν φοράτε ουδέτερους τόνους στο γραφείο, αν θεωρήσατε κομψό να βάψετε το σαλόνι σας γκρι — αυτό ήταν Armani».

Ο αποχαιρετιστήριος «αφορισμός» του Guardian ίσως αποτελεί τον πιο εύστοχο από τους αμέτρητους επικήδειους που γράφτηκαν χθες για τον maestro, o οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, δημιουργώντας αδιάκοπα ως τις τελευταίες του ημέρες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, εξερευνούσε την αισθητική οριζοντίως και καθέτως – στα ρούχα υψηλής ραπτικής, τα αξεσουάρ και το ντιζάιν εσωτερικών χώρων. Είχε ήδη στείλει προσκλήσεις για την επόμενη επίδειξή του στις 28 Σεπτεμβρίου στην αυλή του Palazzo Brera στο Μιλάνο.

Πριν αποθεωθεί ως ο “signor Armani”, πρωτοξεχώρισε μέσα από τη δουλειά του στον οίκο Cerruti 1881, όπου η διαφορετική οπτική του άρχισε να γίνεται αντιληπτή στη διεθνή σκηνή. Το 1975 ίδρυσε τη δική του εταιρεία που σύντομα μετατράπηκε σε ένα μικροσύμπαν πολυτέλειας και από τις πασαρέλες, επεκτάθηκε στη μουσική, τον αθλητισμό και τα πολυτελή ξενοδοχεία, χτίζοντας μια αυτοκρατορία πολύ μεγαλύτερη από τα όρια της μόδας. Η φιλοσοφία του αναδείχθηκε σε “τρόπος ζωής”: ένα signature blend κομψότητας, μινιμαλισμού και διαχρονικής δύναμης.

Ξεκίνησε να αποκτά μεγάλη φήμη όταν πειραματίστηκε με την παράδοση των ραφτών της Νάπολης: μαλάκωσε την εσωτερική δομή του αντρικού κοστουμιού, αφήνοντας το σώμα να αναπνεύσει μέσα από το ύφασμα. Αφαιρώντας απλώς τις βάτες και τον εσωτερικό, χοντρό καμβά, επινόησε αυτό που στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εξελίχθηκε σε μια νέα ανδρική στολή – με έναν αβίαστο αισθησιασμό που σύντομα κατέκτησε και το γυναικείο κοινό.

«Όλες οι γυναίκες της γενιάς μου, συμπεριλαμβανομένης της Hillary Clinton, φορούσαν τζιν τη δεκαετία του ’60», θυμάται στους New York Times η Ντέμπορα Λάντις, ενδυματολόγος, ιστορικός και ιδρύτρια του κέντρου σχεδιασμού κουστουμιών “David C. Copley” στο πανεπιστήμιο UCLA. «Αλλά πού πας μετά το Woodstock; Πώς μετατρέπεις αυτό το look σε κάτι επαγγελματικό για εκείνες τις γυναίκες που μπαίνουν στην αγορά εργασίας; Με ένα γυναικείο κοστούμι από τον Αρμάνι».

Το στιλ του ξεχώρισε αναδυόμενο πάνω από τη βαρύγδουπη ενδυμασία των ανδρών στελεχών της εποχής και τα αυστηρά ταγέρ που προτιμούσαν πολλές γυναίκες καριέρας. Ο Αρμάνι πρόσφερε μια νέα μορφή power dressing — ένα κοστούμι που δεν περιόριζε, αλλά απελευθέρωνε.

Για χρόνια, στα γωνιακά γραφεία της Wall Street, στις αίθουσες συμβουλίων της Madison Avenue, ακόμη και στις αίθουσες των μεγάλων πρακτορείων του Χόλιγουντ, ένα κοστούμι Armani υπήρξε η αυτονόητη στολή εξουσίας – μια πανοπλία από κρεπ ή κασμίρι, σε σκούρες αποχρώσεις από τις οποίες σπάνια ξέφευγε.

«Ο Αρμάνι είναι ένας από εκείνους που, όπως η Coco Chanel με το μικρό μαύρο φόρεμα, μένουν σημαντικοί όχι μόνο για όσα σχεδίασαν, αλλά για το κοινωνικό τους αποτύπωμα μέσα από το ντύσιμο», σημειώνει ο Χάρολντ Κόντα, πρώην επικεφαλής επιμελητής του Costume Institute στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και συν-επιμελητής της αναδρομικής έκθεσης για τον Armani στο Guggenheim το 2000.

Περισσότερο από όλα, ο Αρμάνι επαναπροσδιόρισε τι σημαίνει «μοντέρνο». Ανάμεσα στον κόσμο της δουλειάς και την οικιακή θαλπωρή διέκρινε εγκαίρως ότι τα όρια είχαν αρχίσει να αναμειγνύονται. Πατώντας πάνω στους «ώμους» του Ζαν Κοκτώ, συνήθιζε να λέει πως «η ουσία του στυλ είναι ένας απλός τρόπος για να εκφραστεί κάτι σύνθετο».

Υπήρξε λάβρος επικριτής της υπερπαραγωγής στη μόδα και το 2020 είχε χαρακτηρίσει «ανήθικο» να λανσάρονται συλλογές που ξεπερνιούνται σε τρεις εβδομάδες. «Η κομψότητα», επέμενε, «δεν είναι να σε προσέχουν. Είναι να σε θυμούνται».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ