ΟΤΑΝ Ο ΚΟΥΙΝΣΙ ΤΖΟΟΥΝΣ ΔΙΕΡΡΗΞΕ ΕΝΑ ΞΕΝΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΣΩΘΗΚΕ
- 15.11.24 11:45
Ήταν μάγος στους συνδυασμούς, εκ των υστέρων κανείς δεν μπορεί να του το αρνηθεί αυτό. Στις μίξεις ήχων και ανθρώπων ο Κουίνσι Τζόουνς πειραματιζόταν χωρίς αναστολές, γλιστρούσε από την «κλασική» τζαζ στο μπίμποπ, ξέφευγε στη σόουλ και την R&B, έπαιρνε απότομες στροφές από τη ροκ στη φανκ, και τα συνδύαζε όλα πηγαία και σαρωτικά με μαεστρία.
Του έφερναν ένα σπουδαίο τραγούδι, και το έκανε μοναδικό, το δυναμίτιζε με κάτι αντιφατικό, όπως το όργανο Χάμοντ στο Summer in the City, ή η απειλητική εισαγωγή των ντραμς στο Billie Jean του Μάικλ Τζάκσον και οι αγωνιώδεις συγχορδίες στο It’s My Party της Λέσλι Γκορ. Αυτή ήταν και η πρώτη του ηχογράφηση που βρέθηκε στην κορυφή των αμερικανικών charts, με τη Mercury Records, το 1963. Μετά από αυτό θεωρήθηκε ο καλύτερος ενορχηστρωτής και παραγωγός για μερικούς από τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες.
Ήξερε όσους ήθελε, και μερικούς ακόμη. Οι Κλίντον και οι Ομπάμα ήταν φίλοι, ο Μπαζ Όλντριν πήρε κυριολεκτικά στο φεγγάρι την ηχογράφηση του Φρανκ Σινάτρα Fly me to the moon, συνάντησε τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ στο Βατικανό μαζί με τον Μπόνο, και στο Παρίσι συνομίλησε με τον Πάμπλο Πικάσο.
Ένα ιδιοφυές διαμάντι σε ταλαντούχα μέταλλα παγκόσμιας κλάσης, ο Λάινολ Χάμπτον τον προσέλαβε στα 19 του για την big band του, ο «Splank» (Κάουντ Μπέιζι) τού ζήτησε να συνθέσει και να ενορχηστρώσει για την μπάντα του θαυμάζοντας τον τρόπο που ο Τζόουνς ήξερε πώς να «κρύβει» στα φωνητικά του Μάικλ Τζάκσον κατανυκτικά πλήκτρα που απογείωναν τη φωνή του.
Πιο κοντά από όλους βρισκόταν μόνο ο Σινάτρα, ο «μπάσταρδος που είτε σε αγαπούσε με όλη του την καρδιά είτε σε πατούσε σαν φορτηγό Mack στην όπισθεν». Με τον Φρανκ και τον Ρέι Τσαρλς πάρταρε μέχρι τελικής πτώσεως πίνοντας επτά διπλά Jack Daniel’s την ώρα. Ο Τσαρλς τον «σύστησε» στην ηρωίνη όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, αλλά ευτυχώς πέντε μήνες αργότερα βρήκε τη δύναμη και την έκοψε. Στο μικρό δάχτυλο φορούσε ένα δαχτυλίδι του Σινάτρα, με το οικογενειακό του οικόσημο από τη Σικελία. Μαζί μοιράστηκαν πολλά περισσότερα από μερικά επιτυχημένα άλμπουμ − μπλέχτηκαν με εκβιασμούς και συμμορίες.
Στη νότια πλευρά του Σικάγο τη δεκαετία του 1930 ο νεαρός Κουίνσι κυκλοφορούσε καθημερινά σε αποθήκες γεμάτες με παράνομο αλκοόλ και τιμωρημένα πτώματα. Είχε ξεκινήσει στραβά, μικρό παιδί βρέθηκε στη λάθος γειτονιά και το χέρι του καρφώθηκε σε έναν φράχτη μέχρι που τον βρήκε και τον έσωσε ο πατέρας του. Όταν ήταν επτά ετών, η μητέρα του κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική, έμεινε μόνος και όλα έδειχναν πως θα γινόταν γκάνγκστερ, μέχρι που η μοίρα επενέβη. Στα έντεκά του, κατά τη διάρκεια μιας διάρρηξης, βρήκε ένα όρθιο πιάνο, άγγιξε τα πλήκτρα στο σκοτάδι και «κόλλησε». Αυτό ήταν. Κάθε όργανο που γνώριζε προσπαθούσε να το φέρει στα όριά του −στην τρομπέτα ήταν πραγματικά καλός και στα δεκατέσσερά του έπαιζε ήδη στην μπάντα της Μπίλι Χόλιντεϊ− μέχρι που ένα ανεύρυσμα το 1974 τον ανάγκασε να σταματήσει, αλλά και πάλι, κάθε φορά που άκουγε μια καλή μελωδία, έπιανε τον εαυτό του να παίζει με τα δάχτυλα στον αέρα, σκεπτόμενος νότες σε όρους χάλκινων πνευστών.
Τα τελευταία χρόνια τον ενοχλούσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι πολλοί παραγωγοί ήταν τεμπέληδες και άπληστοι, και πως πολλά αστέρια δεν είχαν ούτε την παραμικρή ιδέα από μουσική. Η ζωή του μπορεί να λειτουργήσει και ως αλληγορία για συμβιβασμένες καθημερινότητες. Χρειάζεται τύχη, αλλά χρειάζεται και ταλέντο, χρειάζεται και εδώ μια μίξη τελικά. Και πάντα υπάρχει χρόνος πριν από το τέλος. Εξ ορισμού. Έστω και λίγος. Να πατήσεις τα πλήκτρα ενός πιάνου στο σκοτάδι και να κολλήσεις, να γίνεις κάτι παραπάνω από ένας διαρρήκτης της ζωής σου, να ασχοληθείς, να προσπαθήσεις, να αγαπήσεις, να παραμείνεις αληθινός στους τζαζ, φανκ και ροκ σκοπούς.