ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΑ «ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΑ» ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
- 26.08.24 05:11
Με μια σειρά αεροπορικών και πυραυλικών επιδρομών τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Αυγούστου το Ισραήλ και η Χεζμπολάχ, η υποστηριζόμενη από το Ιράν πολιτοφυλακή στο Λίβανο, κλιμάκωσαν τη μεταξύ τους σύγκρουση.
Προς το παρόν, τουλάχιστον, τα πλήγματα φαίνονται να έχουν «βαθμονομηθεί» ώστε να αποφευχθεί ο ολοκληρωτικός πόλεμος, αλλά πρόκειται για μια επικίνδυνη επιχείρηση. Λίγο πριν από τις 5 π.μ. δύο κύματα ισραηλινών πολεμικών αεροσκαφών βομβάρδισαν δεκάδες θέσεις εκτόξευσης πυραύλων της Χεζμπολάχ σε όλο τον νότιο Λίβανο. Λίγα λεπτά αργότερα η Χεζμπολάχ εκτόξευσε τουλάχιστον 200 ρουκέτες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη προς το βόρειο Ισραήλ. Το σύστημα πυραυλικής άμυνας Iron Dome του Ισραήλ αναχαίτισε τις περισσότερες από αυτές. Οι λίγες που πέρασαν προκάλεσαν μικρές ζημιές και δεν υπήρξαν θύματα στο Ισραήλ.
Καθώς ανέτειλε ο ήλιος, και οι δύο πλευρές είχαν ετοιμάσει τα αφηγήματά τους, σημειώνει στην ανάλυσή του ο Economist. Το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι εξαπέλυσε μια «προληπτική» επίθεση αφού εντόπισε προετοιμασίες της Χεζμπολάχ για την εκτόξευση χιλιάδων ρουκετών και εκρηκτικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Αυτά επρόκειτο να στοχεύσουν κυρίως στρατιωτικές βάσεις στο βόρειο Ισραήλ, αλλά μια ομοβροντία πυραύλων μεγαλύτερου βεληνεκούς προοριζόταν για το συγκρότημα Γκλίλοτ, ακριβώς βόρεια του Τελ Αβίβ, όπου έχουν την έδρα τους η Μοσάντ, η ισραηλινή υπηρεσία κατασκοπείας, και η Μονάδα 8200, η διεύθυνση κατακοπευτικών σημάτων. Οι αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ κατέστρεψαν «χιλιάδες» εκτοξευτήρες πυραύλων και απέτρεψαν τις περισσότερες από αυτές τις εκτοξεύσεις.
Η Χεζμπολάχ ισχυρίστηκε ότι έπληξε 11 ισραηλινές βάσεις σε αυτό που χαρακτήρισε ως την «πρώτη φάση» της απάντησής της σε αντίποινα για τη δολοφονία στη Βηρυτό του στρατιωτικού αρχηγού της, Φουάντ Σουκρ, από ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στις 30 Ιουλίου. Ισχυρίστηκε «απόλυτη επιτυχία», αγνόησε την ισραηλινή επίθεση και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων επιθέσεων – αντιποίνων.
Επί τέσσερις εβδομάδες ολόκληρη η περιοχή περίμενε την εκδίκηση που υποσχέθηκαν η Χεζομπολάχ και το Ιράν για τις δολοφονίες του Σουκρς και του Ισμαήλ Χανίγια, του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς, σε κυβερνητικό ξενώνα στην Τεχεράνη. Η καθυστέρηση αντανακλά εν μέρει τη δυσκολία της θέσης του Ιράν. Θα μπορούσε να προβεί σε άμεσα αντίποινα, αλλά μια μεγάλη επίθεση με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη από αυτό στο Ισραήλ τον Απρίλιο αναχαιτίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το Ισραήλ και τους συμμάχους του. Μια επανάληψη αυτού του είδους «θεάματος» θα μπορούσε να καταδείξει την αναποτελεσματικότητα του Ιράν, όχι την οργή του. Εναλλακτικά, εάν το Ιράν προσπαθούσε να εξαπολύσει ένα ακόμη μεγαλύτερο άμεσο πλήγμα θα μπορούσε να προκαλέσει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με καταστροφικές συνέπειες. Για να αποτρέψει το Ιράν, η Αμερική έχει πλέον μεταφέρει δύο ομάδες κρούσης αεροπλανοφόρων στη Μέση Ανατολή.
Τα πλήγματα με ρουκέτες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη από τη Χεζμπολάχ αποτελούν μια κάπως λιγότερο επικίνδυνη εναλλακτική λύση για το Ιράν, τον χορηγό της πολιτοφυλακής. Και δεν είναι καθόλου σαφές ότι η ίδια η Χεζμπολάχ επιδιώκει έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας με το Ισραήλ στον Λίβανο. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι γνώριζε ότι οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες θα εντόπιζαν τις προετοιμασίες της και θα προέβαιναν σε κάποια μορφή προληπτικής δράσης. Τόσο η Χεζμπολάχ, όσο και κατ’ επέκταση το Ιράν, θέλουν να διατηρούσαν τα προσχήματα, αν φανεί ότι τιμωρούν το Ισραήλ. Αλλά και αυτή η πλευρά, όσο και το Ισραήλ, προσπαθούν να αποφύγουν το είδος της στρατιωτικής δράσης που θα οδηγούσε σε μια πιο έντονη σύγκρουση.
Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, Μπένιαμιν Νετανιάχου, δήλωσε ότι το χτύπημα του Ισραήλ «δεν είναι το τέλος της ιστορίας», αλλά οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι επιθυμούν να τονίσουν ότι δεν ενδιαφέρονται για περαιτέρω κλιμάκωση. Αφού πειραματίστηκε ανεπιτυχώς με μια άμεση επίθεση τον Απρίλιο, ίσως το Ιράν έχει επιστρέψει στην προηγούμενη στρατηγική του να πολεμά το Ισραήλ μέσω πληρεξουσίων όπως η Χεζμπολάχ. Αν αυτό ισχύει, μπορεί να είναι μια αναπάντεχη νίκη για τη σχετικά μετριοπαθή γραμμή του νέου προέδρου του Ιράν, Μασούντ Πεζεσκιάν, έναντι των σκληροπυρηνικών στρατηγών του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης, οι οποίοι προέτρεψαν σε δραστικά αντίποινα.
Καμία από τις δύο πλευρές δεν θέλει να κατηγορηθεί για την καταστροφή των επίπονων συνομιλιών για την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, οι οποίες συνεχίζονται. Λίγο μετά το τέλος των επιδρομών στο Λίβανο, η ισραηλινή κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η διαπραγματευτική της ομάδα θα αναχωρούσε κανονικά για έναν ακόμη γύρο συνομιλιών στο Κάιρο. Ένας τερματισμός του πολέμου στη Γάζα, ο οποίος, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της Χαμάς, έχει σκοτώσει 40.000 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων ενόπλων της Χαμάς, στην παράκτια λωρίδα, θα μπορούσε να βοηθήσει να τερματιστεί «φαύλος κύκλος» μια κλιμάκωσης πριν η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου.
Όμως, το κατά πόσον μια κατάπαυση του πυρός στη Γάζα θα εκτονώσει τη ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ του Ιράν και των πληρεξούσιών του εναντίον του Ισραήλ, παραμένει αβέβαιο. Η αισιόδοξη υπόθεση είναι ότι η περιοχή θα μπορούσε να απομακρυνθεί από το χείλος του γκρεμού και ότι μια κατάπαυση του πυρός θα άνοιγε το δρόμο για την αναγνώριση του Ισραήλ από τη Σαουδική Αραβία και, στη συνέχεια, για τη βαθύτερη συνεργασία της Αμερικής, του Ισραήλ και των αραβικών κρατών του Κόλπου στον τομέα της άμυνας προκειμένου να περιορίσουν το Ιράν, τον κοινό τους αντίπαλο.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες: ποιος θα καταλάβει τον Λευκό Οίκο, ποιος θα κερδίσει τελικά τον αδιαφανή αγώνα μεταξύ μεταρρυθμιστών και σκληροπυρηνικών στο εσωτερικό του Ιράν και αν το Ισραήλ μπορεί να ανεχθεί τις καθημερινές επιθέσεις με ρουκέτες στις βόρειες κοινότητές του ή αν τελικά θα κινητοποιηθεί για να ξεκινήσει μια μεγαλύτερη εκστρατεία κατά της Χεζμπολάχ με στόχο την καταστροφή του τεράστιου πυραυλικού οπλοστασίου της που προμηθεύεται από το Ιράν. Ακόμη και αν ο τελευταίος γύρος εχθροπραξιών σταματήσει, είναι απίθανο να σταματήσει ο μακροχρόνιος πόλεμος.
©The Economist. Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα από ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com