Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΤΕΛΙΚΑ ΤΙ ΣΤΡΑΒΩΣΕ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ;

Τελικά τι στράβωσε με τις τράπεζες;
Ημέρες του 2008 θύμισε στους περισσότερους η είδηση περι χρεοκοπίας μεγάλης αμερικανικής τράπεζας και επακόλουθων κλυδωνισμών στις αγορές. Οι περισσότεροι αναλυτές έσπευσαν να καθησυχάσουν ότι πρόκυται για διαφορετική περίπτωση και δεν τίθεται ζήτημα συστημικού κινδύνου. "Ναι μεν, αλλά" ήταν η αντίδραση των αρθρογράφων του Economist, που σε αυτό το κείμενο (γραμμένο προτού αρχίσει και η Deutsche Bank να εμφανίζει ενδείξες... διαφορετικής περίπτωσης) επιχειρούν να εξηγήσουν τι συνέβη και να αντλήσουν τα πρώτα διδάγματα.

Μέχρι τις αρχές Μαρτίου, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι μετά τον εφιάλτη της κρίσης του 2007-09 οι τράπεζες είχαν επιδιορθωθεί. Σήμερα, έχει πλέον καταστεί σαφές ότι έχουν ακόμη τη δυνατότητα να προκαλέσουν σοκαριστικό πανικό. Το κύμα αναλήψεων από καταθέσεις στη Silicon Valley Bank στις 9 Μαρτίου οδήγησε σε έξοδο 42 δισ. δολαρίων μέσα σε μία μόνο μέρα. Η SVB ήταν 1 μόνο από τις 3 αμερικανικές τράπεζες που κατέρρευσαν μέσα σε μια εβδομάδα. Οι ρυθμιστικές αρχές αναζήτησαν αγωνιωδώς τρόπο διάσωσης. Ακόμη κι έτσι, όμως, οι πελάτες διερωτώνται και πάλι αν τα χρήματά τους είναι ασφαλή.

Οι επενδυτές τρόμαξαν. Μέχρι τα μέσα Μαρτίου, ένα ποσό 229 δισ. δολαρίων έσβησε από τη χρηματιστηριακή αξία των αμερικανικών τραπεζών – πρόκειται για πτώση της τάξεως του 17%. Τα επιτόκια των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου υποχώρησαν, καθώς οι αγορές υπολογίζουν ότι η Fed θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια το καλοκαίρι.

Αλλά και στην Ευρώπη και την Ιαπωνία οι τιμές των τραπεζικών μετοχών έπεσαν. Η Credit Suisse, που βρισκόταν αντιμέτωπη με άλλου είδους προβλήματα, είδε τις μετοχές της να υποχωρούν κατά 24% μέσα σε μια μέρα –στις 15 Μαρτίου–, ενώ την επόμενη μέρα αναζήτησε στήριξη ρευστότητας από την Ελβετική Κεντρική Τράπεζα (SNB). Μετά από ένα Σαββατοκύριακο διαπραγματεύσεων στην κόψη του ξυραφιού, η επίσης ελβετική UBS εξαγόρασε την Credit Suisse έναντι 3 δισ. ελβετικών φράγκων, μετά από μεσολάβηση της κυβέρνησης. Ο Αλέν Μπερσέ, πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της Ελβετίας, ανέφερε ότι η συγχώνευση αυτή –η μεγαλύτερη στον τραπεζικό χώρο εδώ και καιρό– ήταν ζωτικής σημασίας προκειμένου να διατηρηθεί «η σταθερότητα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος». Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας θα ανοίξει πιστωτική γραμμή 100 δισ. δολαρίων στην UBS.

Δεκατέσσερα χρόνια μετά τη χρηματοοικονομική κρίση, εγείρονται και πάλι ερωτήματα για το πόσο εύθραυστες είναι οι τράπεζες – και κατά πόσον οι ρυθμιστικές αρχές πιάστηκαν πάλι απροετοίμαστες. Πάντως, λίγες ώρες μετά τη συμφωνία για την Crédit Suisse, η Αμερικανική Fed, η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της Βρετανίας, της Ελβετίας, της Ιαπωνίας και του Καναδά ανήγγειλαν συντονισμένα μέτρα για τόνωση της ρευστότητες και για «χαλάρωση των εντάσεων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές». Σε κοινή τους ανακοίνωση, οι κεντρικές τράπεζες δήλωσαν ότι θα περάσουν από εβδομαδιαίες σε καθημερινές δημοπρασίες επί νομισμάτων: η πολιτική αυτή, που είχε εφαρμοσθεί καις στις αρχές της πανδημίας του κορωνοϊού, θεωρείται ότι θα βοηθήσει τις τράπεζες ώστε να έχουν πρόσβαση σε δολάρια.

ΠΩΣ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΕ Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗN SVB

Η εξέλιξη προέκυψε σε δύο φάσεις. Πρώτα σταδιακά, ύστερα απότομα. Έτσι πάντως χρεοκόπησε η Silicon Valley Bank/SVB, η 16η μεγαλύτερη τράπεζα στις ΗΠΑ με περίπου 200 δισ. δολάρια σε ενεργητικό. Η χρηματοοικονομική της κατάσταση χειροτέρευε εδώ και χρόνια. Όμως στάθηκαν αρκετές δύο μέρες ανάμεσα στην ανακοίνωση –στις 8 Μαρτίου– της SVB, με έδρα στο Σαν Φρανσίσκο, ότι θα επεδίωκε να συγκεντρώσει από τις κεφαλαιαγορές 2,5 δισ. δολάρια προκειμένου να καλύψει μια τρύπα στον ισολογισμό της, και τη δήλωση της FDIC –της ρυθμιστικής αρχής που καλύπτει τις καταθέσεις στις ΗΠΑ – ότι η τράπεζα αυτή είχε χρεοκοπήσει.

Η τιμή της μετοχής της SVB υποχώρησε απότομα κατά 60% μόλις ανακοινώθηκε η αύξηση κεφαλαίου. Ο διευθύνων σύμβουλός της Γκρεγκ Μπέκερ απηύθυνε έκκληση στους πελάτες της τράπεζας «να μας στηρίξετε, όπως κι εμείς σας είχαμε στηρίξει». Δεν έδειξαν να πείθονται όμως αρκετά στελέχη του κλάδου του venture capital, που συνέστησαν στους πελάτες του χαρτοφυλακίου τους να σπεύσουν να αποστασιοποιηθούν. Ο Μπιλ Άκμαν, διαχειριστής hedge fund, εισηγήθηκε να αναλάβει τη διάσωση της τράπεζας η κυβέρνηση. Μέχρι το πρωί της 10ης Μαρτίου, η τιμή της μετοχής είχε πέσει κατά ένα πρόσθετο 70% (σε συναλλαγές πριν το άνοιγμα της αγοράς), οπότε και ανακοινώθηκε διακοπή των συναλλαγών. Το τηλεοπτικό δίκτυο CNBC ανέφερε ότι οι προσπάθειες συγκέντρωσης κεφαλαίων της SVB είχαν αποτύχει, οπότε η τράπεζα προσπάθησε να βρει αγοραστή της από μεγαλύτερο πιστωτικό ίδρυμα. Ακολούθησε όμως η ανακοίνωση της ρυθμιστικής αρχής.

Η ΑΝΟΔΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Η διαδοχή αυτών των γεγονότων εγείρει δύο ζητήματα. Το πρώτο είναι πώς βρέθηκε σ’ αυτή την κατάσταση η SVB. Το δεύτερο είναι κατά πόσον η άτυχη κατάληξή της αποτελεί απλώς ειδική περίπτωση, ή αν, αντιθέτως, αποτελεί προαναγγελία καταστροφής για τον χρηματοπιστωτικό τομέα ευρύτερα.

Ως προς το πρώτο: η SVB είναι μια τράπεζα ειδικευμένη στη χρηματοδότηση των start-ups. Τους άνοιγε τραπεζικούς λογαριασμούς, συχνά προτού καταδεχθούν να ασχοληθούν μαζί τους μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα. Επιπλέον όμως δάνειζε στις start-ups κεφάλαια, πράγμα που οι υπόλοιπες τράπεζες δίσταζαν να πράξουν, καθώς λίγες είναι οι start-ups που διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού για να δώσουν ως εγγύηση. Όσο –τα τελευταία χρόνια– η Silicon Valley άνθιζε, τόσο απογειωνόταν και η SVB. Οι πελάτες της έπλεαν στο χρήμα. Περισσότερο είχαν ανάγκη να διακρατούν με ασφάλεια τα κεφάλαιά τους, παρά να δανείζονται.

Έτσι, λοιπόν, οι καταθέσεις στην SVB υπερτετραπλασιάστηκαν – ενώ την ίδια στιγμή το χαρτοφυλάκιο δανείων της περνούσε μόνο από τα 23 δισ. στα 66 δισ. δολάρια.

Η ΠΤΩΣΗ

Καθώς όμως οι τράπεζες προσπορίζονται τα κέρδη τους από τη διαφορά επιτοκίου/spread μεταξύ του τόκου που καταβάλλουν επί των καταθέσεων τις οποίες συγκεντρώνουν (συχνά μηδενικού…) και των τόκων που εισπράττουν από τους οφειλέτες τους, το να έχει κανείς καταθετική βάση πολύ μεγαλύτερη από το δανειακό του χαρτοφυλάκιο αποτελεί πρόβλημα. Η SVB ήταν αναγκασμένη να αναζητήσει άλλα, περισσότερο τοκοφόρα, στοιχεία ενεργητικού. Μέχρι το τέλος του 2021, λοιπόν, είχε επενδύσει μ’ αυτή τη λογική 128 δισ. δολάρια – κυρίως σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και σε ομόλογα με ενυπόθηκο κάλυμμα.

Τότε, όμως, ο κόσμος άλλαξε. Τα επιτόκια απογειώθηκαν, καθώς ο πληθωρισμός άρχισε να ριζώνει. Αυτό με τη σειρά του σκότωσε τα μεγάλα κέρδη στον κόσμο του venture capital, ενώ ταυτόχρονα πέρασαν σε πτωτική φάση οι τιμές των ομολόγων. Η SVB βρέθηκεαπόλυτα εκτεθειμένη. Οι καταθέσεις της είχαν αυξηθεί πολύ όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά και οι πελάτες της έπλεαν στο χρήμα. Καθώς λοιπόν η τράπεζα έκανε τις επενδύσεις της σε εκείνη τη συγκυρία, αγόρασε ομόλογα σε υψηλές τιμές. Όταν πλέον στέρεψε η άντληση κεφαλαίων από τον κόσμο του venture capital, τότε οι πελάτες της SVB άρχισαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους: από την κορυφή των 189 δισ. στο τέλος του 2021, οι καταθέσεις βρίσκονταν πλέον στα 173 δισ. στο τέλος του 2022. Η SVB αναγκάστηκε να πουλήσει όλο της το χαρτοφυλάκιο εύκολα ρευστοποιήσιμων ομολόγων – όμως σε τιμές χαμηλότερες απ’ ό,τι είχε καταβάλει. Οι ζημίες που κατέγραψε λόγω αυτών των πωλήσεων –κάπου 1,8 δισ. δολάρια– δημιούργησαν μια τρύπα, την οποία προσπάθησε να κλείσει με την αύξηση κεφαλαίου που επιχείρησε. Όταν η κίνηση αυτή αστόχησε, η τράπεζα είχε πλέον 91 δισ. σε επενδύσεις – σε τιμές κτήσεως, τέλη 2022.

Αποτελούν όμως τα προβλήματα της SVB εξαιρετική περίπτωση; Η τράπεζα φαινόταν μοναδικά ανοιχτή σε ένα τέτοιο σοκ. Το ομοσπονδιακό σύστημα εγγύησης κατα θέσεων –το οποίο δημιουργήθηκε μετά από τους πανικούς που έφεραν την αμερικανική οικονομία στον γκρεμό, τη δεκαετία του 1930– καλύπτει τις καταθέσεις μέχρι 250.000 δολάρια. Η κάλυψη αυτή προστατεύει το χρήμα που συνήθως τηρούν σε τραπεζικό λογαριασμό οι περισσότεροι ιδιώτες. Είναι όμως απίθανο να καλύπτονται και τα κεφάλαια που ενδεχομένως διαθέτει μια εταιρεία. Επιπλέον, η SVB δεν είναι απλώς τράπεζα για επιχειρήσεις· είναι τράπεζα απευθυνόμενη σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της επιχειρηματικότητας, το οποίο όμως βρέθηκε περισσότερο πιεσμένο από τα άλλα. Οι πελάτες της, σε αντίθεση με τους πελάτες των περισσότερων τραπεζών, είχαν πραγματικό κίνητρο να τρέξουν να φύγουν – και σε αυτό ακριβώς το κίνητρο ανταποκρίθηκαν.

ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΕΥΘΡΑΥΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ – ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΙΑΣΤΗΚΑΝ ΠΑΛΙ ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΕΣ.

Κατά τα άλλα, βέβαια, όλες σχεδόν οι τράπεζες βρίσκονται με μη-καταγεγραμμένες ζημίες στα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους. Μπορεί λοιπόν η SVB να αποτελεί εκείνο το πιστωτικό ίδρυμα που βρέθηκε περισσότερο εκτεθειμένο μετά από αγορά ομολόγων σε υψηλές τιμές, όμως μάλλον δεν είναι και το μόνο που χρειάζεται να παλέψει με την απότομη πτώση των τιμών τους. Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλεν δήλωσε ότι παρακολουθεί στενά πολλές τράπεζες, μετά τις εξελίξεις στη Silicon Valley. Ευτυχώς στις περισσότερες άλλες τράπεζες τα χαρτοφυλάκια δανείων αποτελούν πολύ μεγαλύτερο μέρος του συνόλου του ενεργητικού τους. Όσο λοιπόν τα επιτόκια αυξάνονται, τόσο περισσότερα κερδίζουν.

DEUTSCHE BANK

Επιθετικές πωλήσεις μετοχών ευρωπαϊκών τραπεζών ξεκίνησαν από την Deutsche Bank, που εδώ και χρόνια κατατρεχόταν από προβλήματα. Τα CDS της – δηλαδή εμπορεύσιμα εργαλεία ασφάλισης κινδύνου για τα ομόλογα της τράπεζας – έκαναν ανοδικό άλμα, φθάνοντας σε επίπεδα χωρίς προηγούμενο. Οι επενδυτές, αντιστοίχως, εγκατέλειπαν τις μετοχές της τράπεζας, που υποχώρησαν ενδοσυνεδριακά κατά 14%. Ο φόβος εξαπλώθηκε. Μέχρι τα μέσα της ίδιας ημέρας, ο τραπεζικός δείκτης EuroStoxx 600, που καλύπτει τις μεγαλύτερες τραπεζικές μετοχές της Ευρώπης, είχε χάσει 5%.

Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα για την Deutsche Bank; Μια άμεση σύγκριση με την Credit Suisse δείχνει ότι η ελβετική τράπεζα δεν ήταν κερδοφόρα ενώ βρισκόταν αντιμέτωπη με σοβαρά νομικά προβλήματα. Κυρίως όμως ήταν εκτεθειμένη σε μαζικές αναλήψεις κεφαλαίων επειδή οι καταθέσεις της δεν ήταν εγγυημένες – σχεδόν στο σύνολό τους. Αντιθέτως, μετά από μια μακρά και επώδυνη αναδιάρθρωση, η Deutsche Bank έχει ανακτήσει την κερδοφορία της. Κάπου το 70% των καταθέσεων λιανικής είναι εγγυημένες και οι εταιρείες που τη χρησιμοποιούν για τις καταθέσεις τους δεν μετακινούνται εύκολα. Εάν, δε, τα πράγματα φτάσουν στα άκρα, η Deutsche Bank διαθέτει πολλά ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού υψηλής ποιότητας, που μπορεί να ανταλλάξει με ρευστό στην ΕΚΤ.

Οι κίνδυνοι που συνεχίζουν να υπάρχουν συμπεριλαμβάνουν τα συνεχώς αυξανόμενα επιτόκια, εκείνα που οδήγησαν στην κατάρρευση της SVB. Οι αυξήσεις επιτοκίων ευνοούν βραχυπρόθεσμα τις τράπεζες, καθώς αυξάνεται τα έσοδά τους εκ τόκων [όμως] όσο το κόστος χρηματοδότησης αυξάνει, τόσο τα στοιχεία ενεργητικού τους –όπως τα μακροπρόθεσμα ομόλογα– χάνουν σε αξία.

[..] Πάντως η βασική αιτία για την πίεση στις μετοχές της Deutsche Bank δεν είναι κάποιος κρυμμένος σκελετός, είναι το είδος εκείνο «αβεβαιότητας που προκαλεί υπεραντίδραση ακόμη και σε ασθενικά σημάδια». Η αγορά για τα CDS της Deutsche Bank δεν εμφανίζει υψηλή ρευστότητα, οπότε μικρός αριθμός πράξεων μπόρεσε να φέρει μεγάλες μεταβολές τιμών.

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΤΥΠΩΝΕΤΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ Η ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΔΙΑΚΡΑΤΟΥΝ. ΟΤΑΝ ΟΜΩΣ

ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ ΝΑ ΠΟΥΛΗΣΕΙ ΟΜΟΛΟΓΑ, ΤΟΤΕ ΟΙ ΚΡΥΦΕΣ ΖΗΜΙΕΣ ΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Η ταχύτητα κατάρρευσης της SVB φώτισε έναν συστημικό κίνδυνο που είχε υποτιμηθεί. Οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας στις ΗΠΑ δεν απαιτούν –για τις περισσότερες τράπεζες– να αποτυπώνουν αυτές λογιστικά την πτώση των τιμών των ομολόγων που διακρατούν όταν σκοπεύουν να κρατήσουν τα ομόλογα αυτά μέχρι την τελική τους εξόφληση. Μόνον οι πολύ μεγάλες τράπεζες έχουν υποχρέωση mark-to-market, δηλαδή να αποτιμούν όλα τους τα ομόλογα σε αγοραίες τιμές. Όπως διεπίστωσε όμως η SVB, όταν μια τράπεζα σκοντάψει και χρειαστεί να πουλήσει ομόλογα, τότε οι κρυφές ζημιές της καθίστανται πραγματικές.

Σ’ όλη την έκταση του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος, αυτές οι μη-καταγεγραμμένες ζημίες είναι πελώριες: 620 δισ. δολάρια στο τέλος του 2022 – δηλαδή το ισόποσο του 1/3 του συνόλου των εγγυητικών κεφαλαίων όλων των αμερικανικών τραπεζών. Ευτυχώς, άλλες τράπεζες βρίσκονται πολύ πιο μακριά από το χείλος του γκρεμού σε σύγκριση με την SVB. Πλην όμως τα ανερχόμενα επιτόκια άφησαν το σύστημα συνολικά εκτεθειμένο […].

Οι ανησυχητικές προοπτικές που διαφάνηκαν εξηγούν γιατί η Fed έδρασε με δραματικό τρόπο: από τις 12 Μαρτίου δήλωσε έτοιμη να παρέχει δάνεια με εγγύηση τα τραπεζικά ομόλογα. Ενώ όμως συνήθως επιβάλλει μείωση/haircut στην αξία των ομολόγων τα οποία δέχεται ως εγγύηση, τώρα θα χορηγεί δάνεια μέχρι και την ονομαστική αξία των ομολόγων. Για ορισμένα μακροπρόθεσμα ομόλογα, αυτό θα σημάνει μέχρι και 50% περισσότερο από τη σημερινή τιμή της αγοράς. Με τόσο γενναιόδωρη μεταχείριση, καθίσταται σχεδόν αδύνατο να προκληθεί κατάρρευση μιας τράπεζας λόγω μη-καταγεγραμμένων ζημιών. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει ότι οι καταθέτες των τραπεζών δεν έχουν λόγο να προβαίνουν σε επιθετικές αναλήψεις.

Η Fed ορθώς αποφάσισε να δανείζει –έναντι φερέγγυων στοιχείων ενεργητικού– προκειμένου να ανακόψει τις επιθετικές αναλήψεις καταθέσεων. Όμως, τόσο χαλαροί όροι έχουν και ένα κόστος. Έτσι που δημιουργείται η προσδοκία ότι η Fed θα αναλάμβανε πλέον τον κίνδυνο επιτοκίου σε περιόδους κρίσης, ενθαρρύνονται οι τράπεζες να κινούνται ριψοκίνδυνα. Το τωρινό πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης υποτίθεται ότι θα έχει διάρκεια μόνον ενός έτους, πλην όμως και όταν ακόμη θα έχει λήξει, οι τράπεζες –έτσι που θα ανταγωνίζονται για να εξασφαλίσουν καταθέσεις– θα αναζητούν υψηλές αποδόσεις, αναλαμβάνοντας και υψηλούς κινδύνους. Ορισμένοι καταθέτες, πάλι, γνωρίζοντας το ότι η Fed αποφάσισε μια φορά να παρέμβει, δεν θα αισθανθούν την ανάγκη να διακρίνουν μεταξύ χαμηλών και υψηλών κινδύνων.

Οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να αξιοποιήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα προκειμένου να καταστήσουν το σύστημα ασφαλέστερο. Ένα βήμα είναι η κατάργηση πολλών από τις εξαιρέσεις που ισχύουν για τις τράπεζες μεσαίου μεγέθους, που κυρίως θεσπίστηκαν μετά την κρίση λόγω πιέσεων το 2018-19 […].

Παντού, οι ρυθμιστικές αρχές οφείλουν να διαμορφώσουν ένα σύστημα που να αναγνωρίζει τους κινδύνους που προκύπτουν από τα αυξανόμενα επιτόκια. Μια τράπεζα με μη-καταγεγραμμένες ζημίες θα βρίσκεται με μεγαλύτερη έκθεση σε κίνδυνο χρεοκοπίας σε περιόδους κρίσεως, σε σχέση με άλλες τράπεζες που δεν έχουν παρόμοια θέματα. Αυτή όμως η διαφορά δεν αντικατοπτρίζεται στους κανόνες εποπτικών κεφαλαίων. Μια ιδέα είναι να γίνονται stress test για το τι θα συνέβαινε στα αποθεματικά των τραπεζών αν αποτιμώνταν σε τιμές αγοράς τα χαρτοφυλάκια ομολόγων τους/mark-to-market, αν τα επιτόκια ανέβουν κι άλλο. Με αυτή τη βάση, οι υπεύθυνοι για την εποπτική πολιτική θα μπορούσαν να ξανασκεφθούν κατά πόσον, με τέτοια βάση, το σύστημα διαθέτει αρκετά κεφάλαια.

Οι τραπεζίτες θα μισήσουν την ιδέα ανάγκης ακόμα περισσότερων κεφαλαίων και ακόμα περισσότερων κανόνων. Όμως τα οφέλη από την εξασφάλιση σταθερότητας θα είναι πελώρια. Οι καταθέτες και οι φορολογούμενοι –από τη Silicon Valley μέχρι την Ελβετία– βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλη ανησυχία.

Δεν θα ’πρεπε να ζουν με τον φόβο και την αίσθηση ενός εύθραυστου συστήματος, που θεώρησαν ότι αποτελούσε πλέον παρελθόν.

©The Economist.
Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα απο ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ