ΧΕΝΡΙ ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Ο ΔΙΠΛΩΜΑΤΗΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΟΝ Γ’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
- 30.11.23 12:54
Ο Αμερικανός αμφιλεγόμενος διπλωμάτης και πολιτικός Χένρι Κίσινγκερ έφυγε τα ξημερώματα της Πέμπτης από τη ζωή σε ηλικία εκατό ετών, αφήνοντας πίσω του έργο που έχει ήδη μπει στα βιβλία της ιστορίας. Λίγες ημέρες πριν τα τελευταία του γενέθλια, είχε συζητήσει επί ένα ολόκληρο οχτάωρο με δημοσιογράφους του Economist, αφήνοντας έναν οδικό χάρτη αποφυγής μιας γενικευμένης σύρραξης. Οι ρεπόρτερ στη συνέχεια είχαν σημειώσει: μπορεί τελευταίως να βαδίζει σκυμμένος και με βήματα διστακτικά, όμως το μυαλό του παραμένει ξυράφι.
Η Οικονομική Επιθεώρηση είχε παρουσιάσει τότε αποσπάσματα της συνέντευξης που αναδημοσιεύει και σήμερα.
«Στο Πεκίνο είναι πεπεισμένοι ότι οι ΗΠΑ θα κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να μην τους ξεπεράσει η Κίνα. Στην Ουάσινγκτον είναι απόλυτα βέβαιοι ότι η Κίνα μηχανορραφεί προκειμένου να προσπεράσει τις ΗΠΑ και να τις αντικαταστήσει ως κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο. Αν κανείς θέλει μια προσγειωτική προσέγγιση αυτού του εντεινόμενου ανταγωνισμού –αλλά και αναζητά ένα σχέδιο αποφυγής του εκτροχιασμού, που θα μπορούσε να οδηγήσει τις υπερδυνάμεις σε πόλεμο– αξίζει να επισκεφθεί τον 33ο όροφο ενός κτιρίου στο κεντρικό Μανχάταν, όπου βρίσκεται το γραφείο του Χένρι Κίσινγκερ.
Στις 27 Μαΐου ο Κίσινγκερ έκλεισε τα 100 του χρόνια. Δεν υπάρχει σήμερα άνθρωπος εν ζωή που να διαθέτει μακρότερη πείρα από τις διεθνείς σχέσεις –αρχικά ως μελετητής της διπλωματίας του 19ου αιώνα, εν συνεχεία ως σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ και υπουργός Εξωτερικών, τέλος δε (τα τελευταία 46 χρόνια) ως σύμβουλος και ειδικός απεσταλμένος σε μονάρχες, προέδρους και πρωθυπουργούς.
Όταν η συζήτηση έρχεται στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας, ο Κίσινγκερ δηλώνει ανήσυχος: «Αμφότερες οι πλευρές έχουν πειστεί ότι ο απέναντι αποτελεί στρατηγικό κίνδυνο» εξηγεί. […] Τον ανησυχεί ιδιαίτερα ο εντεινόμενος ανταγωνισμός των δύο πλευρών για τεχνολογική και οικονομική επικράτηση. Τη στιγμή που η Ρωσία προσέρχεται στην τροχιά της Κίνας, και που η ανατολική πλευρά της Ευρώπης σκιάζεται από πόλεμο, διατυπώνει τον φόβο ότι η τεχνητή νοημοσύνη/ΑΙ κινδυνεύει να ρίξει λάδι στη φωτιά του σινο-αμερικανικού ανταγωνισμού.
ΗΠΑ ΚΑΙ ΚΙΝΑ ΟΦΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ ΝΑ ΖΟΥΝ ΜΑΖΙ. ΕΧΟΥΝ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥΣ.
Ανά την υφήλιο η ισορροπία δυνάμεων καθώς και η τεχνολογική βάση του πολέμου μεταβάλλονται τόσο γρήγορα και σε τέτοια έκταση, ώστε οι επιμέρους χώρες να μην έχουν πλέον στη διάθεσή τους εμπεδωμένες αρχές, με βάση τις οποίες να επιβάλλουν την τάξη. Αν όμως δεν κατορθώσουν να βρουν παρόμοιες αρχές, τότε μπορεί να καταλήξουν στην επιβολή διά της ισχύος. «Βρισκόμαστε σε κλασική κατάσταση προ-Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή σε κατάσταση στην οποία κανένα από τα δύο μέρη δεν διαθέτει μεγάλο περιθώριο για πολιτικές υποχωρήσεις. Οπότε οποιαδήποτε διατάραξη της ισορροπίας μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες».
Διπλωματία αντί πολέμου
Πολλοί κατακρίνουν τον Χένρι Κίσινγκερ ως πολεμοκάπηλο, λόγω του ρόλου του στον Πόλεμο του Βιετνάμ, όμως ο ίδιος θεωρεί ότι η αποφυγή της σύγκρουσης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων είναι εκείνο που αποτέλεσε το κέντρο της αποστολής του σ’ όλη του τη ζωή. Υπήρξε μάρτυς των σφαγών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που προκάλεσε η ναζιστική Γερμανία, ενώ έχασε 13 κοντινούς συγγενείς του στο Ολοκαύτωμα. Γι’ αυτό και ανέκαθεν είχε την πεποίθηση ότι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια καταστροφική σύγκρουση είναι η άσκηση αποφασιστικής διπλωματίας – κατά προτίμηση ενισχυμένη από κοινές αξίες. «Αυτό είναι το πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί», εξηγεί. «Και θεωρώ ότι ξόδεψα τη ζωή μου, προκειμένου αυτό το πρόβλημα να λυθεί».
Γι’ αυτό, η μοίρα της ανθρωπότητας εξαρτάται από το κατά πόσον θα κατορθώσουν να συμπορευτούν Αμερική και Κίνα. Θεωρεί δε ότι η ταχύτατη ανάπτυξη της ΑΙ τούς αφήνει μόλις 5 έως 10 χρόνια για να βρουν τρόπο να το πράξουν.
Αρχικές υποδείξεις Κίσινγκερ για τους επίδοξους αυριανούς ηγέτες: «Δείτε σε ποιαν ακριβώς θέση βρίσκεστε». Υπ’ αυτή την έννοια, θεωρεί ότι σημείο εκκίνησης για την αποφυγή πολέμου είναι να αναλυθεί η εντεινόμενη νευρικότητα του Πεκίνου. Παρά τη φήμη που τον συνοδεύει, ότι είναι διαλλακτικός έναντι της κινεζικής κυβέρνησης, ο Κίσινγκερ παραδέχεται ότι πολλοί Κινέζοι διανοητές θεωρούν πως οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καθοδική τροχιά, οπότε θεωρεί πως «ως συνέχεια μιας ιστορικής εξέλιξης, οι Κινέζοι εντέλει θα μας παραγκωνίσουν».
Τι επιδιώκει η Κίνα
Πιστεύει ότι η κινεζική ηγεσία ενοχλείται από τις αναφορές των διαφόρων υπευθύνων στη χάραξη πολιτικής στη Δύση για μια «παγκόσμια τάξη βασιζόμενη σε κανόνες», γιατί αυτό που στην πραγματικότητα [εκτιμούν ότι] εννοούν είναι τους αμερικανικούς κανόνες και την αμερικανική τάξη. Οι Κινέζοι ηγέτες θεωρούν προσβολή τη συμφωνία που τους προτείνεται από τη Δύση, δηλαδή την παραχώρηση προνομίων στην Κίνα, εφόσον όμως αυτή συμπεριφέρεται καλά. (Αντιθέτως, η Κίνα θεωρεί ότι παρόμοια προνόμια τα δικαιούται, καθώς πρόκειται για ανερχόμενη δύναμη). Ορισμένοι μάλιστα στην Κίνα υποψιάζονται ότι ουδέποτε η Αμερική θα τους θεωρήσει ίσους – και ότι είναι απλοϊκό να πιστεύεται ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί.
Πάντως ο ίδιος προειδοποιεί για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια ενδεχόμενη παρανόηση των φιλοδοξιών της Κίνας. Στην Ουάσινγκτον «θεωρούν ότι η Κίνα επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία. Ενώ η απάντηση είναι ότι [οι Κινέζοι] θέλουν απλώς να είναι ισχυροί – δεν κινούνται προς την κατεύθυνση παγκόσμιας κυριαρχίας υπό χιτλερική έννοια», εξηγεί. «Ούτε σκέφτονται σήμερα, ούτε σκέφτονταν ποτέ με τέτοιο τρόπο για την παγκόσμια τάξη».
Για τη ναζιστική Γερμανία, ο πόλεμος ήταν κάτι το αναπόφευκτο, επειδή, κατά την άποψη Κίσινγκερ, ο Αδόλφος Χίτλερ τον χρειαζόταν. Όμως η Κίνα αποτελεί διαφορετική περίπτωση. Έχει συναντηθεί με πολλούς Κινέζους ηγέτες – ξεκινώντας ήδη από τον Μάο Τσετούνγκ. Ουδέποτε αμφισβήτησε την ιδεολογική τους προσήλωση, πλην όμως πάντοτε την είδε να συνδέεται αναπόσπαστα με μια στενή προσήλωση στα συμφέροντα –και τις δυνατότητες– της χώρας τους.
Για τον Χένρι Κίσινγκερ, το κινεζικό σύστημα είναι περισσότερο κομφουκιανικό παρά μαρξιστικό. Αυτή η προσέγγιση διδάσκει στους Κινέζους ηγέτες να επιδιώκουν τη μέγιστη ισχύ που μπορεί να πετύχει η χώρα τους – και να διεκδικούν τον σεβασμό για τα επιτεύγματά της. Θέλουν να αναγνωριστούν ως οι τελικοί κριτές διεθνώς των ζητημάτων που τους αφορούν. «Αν πετύχαιναν να εξασφαλίσουν υπεροχή που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αληθινά, θα την εκμεταλλεύονταν άραγε μέχρι σημείου να επιβάλουν [διεθνώς] την κινεζική κουλτούρα;» διερωτάται. «Δεν μπορώ να το πω! Το ένστικτό μου λέει ΟΧΙ… [Πλην όμως] πιστεύω ότι έχουμε τη δυνατότητα να προλάβουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και τούτο με συνδυασμό διπλωματίας και άσκησης ισχύος».
Μια φυσική αντίδραση των Αμερικανών, στην πρόκληση που προκύπτει από τις φιλοδοξίες της Κίνας, είναι να δοκιμάζουν τα όριά της – ώστε να διαπιστώσουν πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί η μεταξύ τους ισορροπία. Μια άλλη αντίδραση θα μπορούσε να είναι η εγκαθίδρυση μόνιμου διαλόγου ΗΠΑ-Κίνας.
Το αγκάθι της Ταϊβάν…
Η Κίνα «επιδιώκει να διαδραματίσει παγκόσμιο ρόλο. Οφείλουμε, σε κάθε σημείο, να εκτιμούμε κατά πόσον είναι συμβατές οι προσεγγίσεις των δύο σχετικά με την έννοια του στρατηγικού ρόλου». Εφόσον δεν είναι θα προκύψει ζήτημα άσκησης ισχύος. «Είναι εφικτό να συνυπάρξουν Κίνα και ΗΠΑ χωρίς να υπάρχει η απειλή γενικευμένου πολέμου ανάμεσά τους; Θεωρούσα και συνεχίζω να θεωρώ ότι είναι πιθανό». Ο Χένρι Κίσινγκερ ωστόσο εκτιμά ότι η επιτυχία σ’ αυτό δεν είναι εγγυημένη. «Μπορεί να αποτύχουμε σ’ αυτά», συμπληρώνει, «οπότε θα πρέπει να είμαστε αρκετά ισχυροί στρατιωτικά, ώστε να αντέξουμε την αποτυχία».
Εκεί όπου θα δοκιμαστεί άμεσα η συμπεριφορά Κίνας και ΗΠΑ είναι στην υπόθεση της Ταϊβάν. Ο Χένρι Κίσινγκερ θυμάται πώς –όταν έγινε η πρώτη επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα, το 1972– μόνον ο Μάο ήταν εξουσιοδοτημένος να διαπραγματεύεται για τη νησιωτική αυτή επικράτεια. «Κάθε φορά που ο Νίξον προσέγγιζε ένα συγκεκριμένο ζήτημα, ο Μάο έλεγε: “Εγώ είμαι φιλόσοφος, δεν ασχολούμαι μ’ αυτά. Ας αφήσουμε τον Τσου [Ενλάι) και τον Κίσινγκερ να τα βρουν”. Όταν όμως η συζήτηση έφθανε στην Ταϊβάν, γινόταν σαφέστερος. Έλεγε: “Πρόκειται για αντεπαναστάτες. Δεν τους χρειαζόμαστε τώρα. Μπορούμε να περιμένουμε 100 χρόνια. Κάποια μέρα θα τους αναζητήσουμε. Όμως απέχουμε πολύ απ’ αυτό”».
Εκείνο που πιστεύει σήμερα ο Κίσινγκερ είναι ότι η συνεννόηση που είχε οικοδομηθεί μεταξύ Νίξον και Μάο ανετράπη μετά μόλις 50 χρόνια (από τα 100 που ανέφερε ο Μάο), και τούτο από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επεδίωξε να φουσκώσει την εικόνα του ως σκληρού, αποσπώντας από την Κίνα υποχωρήσεις στα θέματα εμπορικών συναλλαγών. Στα θέματα άσκησης πολιτικής η κυβέρνηση Μπάιντεν ακολούθησε τη γραμμή που είχε χαραχθεί επί Τραμπ – αν και με φιλελεύθερη ρητορική.
Ο ίδιος δεν θα είχε ακολουθήσει ένα τέτοιο μονοπάτι στην περίπτωση της Ταϊβάν, και τούτο επειδή ένας πόλεμος τύπου Ουκρανίας στην περιοχή αυτή θα απερήμωνε το νησί και θα συνεπαγόταν καταστροφή για την παγκόσμια οικονομία. Ο πόλεμος επίσης θα πήγαινε πίσω την Κίνα στο εσωτερικό της, και τούτο τη στιγμή που ο μεγαλύτερος φόβος των ηγετών της είναι ακριβώς μια εσωτερική αναστάτωση.
Ο φόβος του πολέμου, ωστόσο, δημιουργεί και περιθώρια ελπίδας. Το πρόβλημα είναι ότι ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά διαθέτει έδαφος για υποχωρήσεις. Κάθε Κινέζος ηγέτης που έχει προηγηθεί επιβεβαίωνε τον δεσμό της χώρας του με την Ταϊβάν. Ταυτοχρόνως, όμως, «όπως έχουν εξελιχθεί μέχρι σήμερα τα πράγματα, δεν είναι εύκολο οι ΗΠΑ να εγκαταλείψουν την Ταϊβάν χωρίς να δουν τη θέση τους να υπονομεύεται αλλού».
Η συνταγή Κίσινγκερ
Ο Χένρι Κίσινγκερ θα ξεκινούσε με τη μείωση των εντάσεων και θα συνέχιζε με σταδιακή δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και οικοδόμηση λειτουργικής σχέσης μεταξύ των δύο δυνάμεων. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, αντί να αραδιάζει όλα του τα παράπονα, θα έπρεπε να πει στον Κινέζο ομόλογό του: «Κύριε Πρόεδρε, η μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη είμαστε εμείς οι δύο. Και τούτο επειδή εμείς έχουμε τη δυνατότητα να καταστρέψουμε την ανθρωπότητα».
Χωρίς να ανακοινώνουν επισήμως οτιδήποτε, Κίνα και Αμερική θα προσανατολίζονταν προς άσκηση αυτοσυγκράτησης. Καθώς ουδέποτε υπήρξε θαυμαστής της διαμόρφωσης πολιτικής από τις γραφειοκρατίες, ο Κίσινγκερ θα προτιμούσε να δουλέψουν από κοινού –σιωπηρά– μικρές ομάδες συμβούλων, με εύκολη πρόσβαση μεταξύ τους. Ούτε η μια πλευρά ούτε η άλλη θα μετέβαλε τη θέση της σχετικά με την Ταϊβάν, πλην όμως οι ΗΠΑ θα πρόσεχαν πώς αναπτύσσουν τις δυνάμεις τους και θα επεδίωκαν να μην τροφοδοτούν την υπόνοιες ότι υποστηρίζουν την ανεξαρτητοποίηση του νησιού.
Η δεύτερη συμβουλή Κίσινγκερ προς επίδοξους ηγέτες είναι: «Να βάζετε στόχους που μπορούν να συστρατεύσουν τους ανθρώπους. Αναζητήστε δε τα μέσα –μέσα που να επιδέχονται σαφή περιγραφή– για την επίτευξη των εν λόγω στόχων». Η περίπτωση της Ταϊβάν θα ήταν μόλις το πρώτο σημείο όπου οι δυο υπερδυνάμεις θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος και, μ’ αυτόν τον τρόπο, να προωθήσουν τη σταθερότητα σε παγκόσμια κλίμακα.
Σε πρόσφατη ομιλία της, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλεν εισηγήθηκε ότι στα εν λόγω θέματα θα έπρεπε να ενταχθούν η κλιματική αλλαγή και η οικονομία. Ο Κίσινγκερ είναι σκεπτικός και για τα δύο. Αν και είναι 100% υπέρ της δράσης για το κλίμα, αμφιβάλλει κατά πόσο αυτή μπορεί να δημιουργήσει εμπιστοσύνη ή να βοηθήσει στην εδραίωση μιας ισορροπίας μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Στη δε οικονομία, ο κίνδυνος είναι ότι η ατζέντα για το εμπόριο θα «καταπλακωθεί» από γεράκια που δεν είναι πρόθυμα να δώσουν στην Κίνα οποιοδήποτε περιθώριο ανάπτυξης.
Αυτή η στάση «όλα ή τίποτα» αποτελεί απειλή για την ευρύτερη αναζήτηση μιας νέας detente. Αν οι ΗΠΑ θέλουν να βρουν τρόπο για να ζήσουν μαζί με την Κίνα, τότε δεν θα πρέπει να στοχεύουν σε αλλαγή καθεστώτος. Η προσέγγιση Κίσινγκερ στηρίζεται σε μια λογική που τον διακατείχε εξαρχής: «Σε κάθε διπλωματία σταθερότητας, δεν μπορεί παρά να υπάρχει κάποιο στοιχείο του κόσμου του 19ου αιώνα. Και ο κόσμος εκείνος βασιζόταν στη μη αμφισβήτηση της ύπαρξης των κρατών που διαγκωνίζονται».
Η υπόθεση της Ουκρανίας
Υπάρχουν Αμερικανοί που πιστεύουν ότι, ηττώμενη, η Κίνα θα κατέληγε δημοκρατική και φιλειρηνική. Όσο όμως κι αν θα επιθυμούσε ο Χένρι Κίσινγκερ να δει την Κίνα να γίνεται δημοκρατία, δεν βρίσκει προηγούμενο που να παραπέμπει σε τέτοια εξέλιξη. Η πιθανότερη έκβαση μιας κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος θα ήταν εμφύλιος πόλεμος – ο οποίος, με τη σειρά του, θα σκλήραινε την ιδεολογική αντιπαράθεση και εντέλει θα αύξανε την παγκόσμια ανασφάλεια. «Δεν είναι προς το συμφέρον μας να οδηγήσουμε την Κίνα σε διάλυση», τονίζει.
Αντί λοιπόν να σκληραίνει τις θέσεις της, η Αμερική θα όφειλε να παραδεχθεί ότι η Κίνα έχει συμφέροντα. Ένα καλό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση της Ουκρανίας. Ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ μόλις προσφάτως ήρθε σε επαφή με τον Ουκρανό ομόλογό του Βολοντίμιρ Ζελένσκι – για πρώτη φορά μετά τη ρωσική εισβολή. Πολλοί παρατηρητές υποβάθμισαν την κίνηση Σι ως κενή περιεχομένου, με μόνη επιδίωξη να ηρεμήσει τους Ευρωπαίους που παραπονιούνται ότι η Κίνα είναι πολύ κοντινή προς τη Ρωσία. Αντιθέτως προς αυτό, ο Χένρι Κίσινγκερ την εκλαμβάνει ως εκδήλωση σοβαρής πρόθεσης – η οποία ναι μεν θα περιπλέξει τις διπλωματικές κινήσεις που αφορούν τον πόλεμο καθ’ εαυτόν, μπορεί όμως και να δημιουργήσει εκείνο ακριβώς το πεδίο ευκαιρίας που θα επιτρέψει στις υπερδυνάμεις να οικοδομήσουν τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη.
[…] Μετά την επαφή Σι-Ζελένσκι, η άποψη Κίσινγκερ είναι ότι η Κίνα μπορεί να θέλει να δημιουργήσει συνθήκες μεσολάβησης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Ως ένας εκ των αρχιτεκτόνων της πολιτικής που έστρεψε από κοινού ΗΠΑ και Κίνα έναντι της Ρωσίας, αμφιβάλλει ότι Ρωσία και Κίνα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συντονισμένα. Είναι αλήθεια ότι μοιράζονται την ίδια καχυποψία απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά θεωρεί ότι έχουν ενστικτώδη δυσπιστία ανάμεσά τους. «Δεν αποτελούν φυσικούς συμμάχους».
Οι Κινέζοι, εξηγεί, προσεγγίζουν το διπλωματικό «παιχνίδι» για την Ουκρανία από τη σκοπιά του εθνικού τους συμφέροντος. Αρνούνται μεν να δεχθούν την καταστροφή της Ρωσίας, αλλ’ αναγνωρίζουν ότι η Ουκρανία θα πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητο κράτος − ενώ έχουν προειδοποιήσει και εναντίον της χρήσης πυρηνικών όπλων. Μπορεί ενδεχομένως να συμφωνήσουν με την επιθυμία της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. «Η Κίνα το δέχεται, αυτό, εν μέρει επειδή δεν θέλει να αντιταχθεί στις ΗΠΑ. Οι Κινέζοι δημιουργούν τη δική τους παγκόσμια τάξη – όσο μπορούν».
ΣΕ ΚΑΘΕ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΚΕΙΝΟΣ ΒΑΣΙΖΟΤΑΝ ΣΤΗ ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΓΚΩΝΙΖΟΝΤΑΙ
Ανάγκη για στρατηγική προσέγγιση
[…] Οι ΗΠΑ έχουν απεγνωσμένα ανάγκη από στρατηγική σκέψη, εκτιμά ο Χένρι Κίσινγκερ. «Αυτή είναι για μας η μείζων πρόκληση που πρέπει να απαντηθεί. Αν δεν το κατορθώσουμε, τότε θα δούμε να επαληθεύονται οι προβλέψεις περί αποτυχίας».
Αν όμως ο διαθέσιμος χρόνος είναι λιγοστός, και αν υπάρχει ταυτόχρονα στενότητα χρόνου για χειρισμούς, πού μας αφήνει αυτό από πλευράς ικανότητας Κίνας και ΗΠΑ να βρουν τρόπο ειρηνικής συνύπαρξης; «Οφείλουμε να παραδεχθούμε όλοι ότι ζούμε σ’ έναν νέο κόσμο», εξηγεί, «καθώς ό,τι κάνουμε μπορεί και να στραβώσει. Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση για το ποιος είναι ο σωστός δρόμος». Και πάλι όμως, δηλώνει αισιόδοξος. «Κοιτάξτε να σας πω: η ζωή μου υπήρξε δύσκολη, όμως έδαφος για αισιοδοξία πάντα υπάρχει». Όσο για τις δυσκολίες που προκύπτουν – κι αυτές λειτουργούν ως προκλήσεις. Δεν θα πρέπει να καταγράφονται πάντοτε ως εμπόδια.
Τονίζει λοιπόν ότι η ανθρωπότητα έχει κάνει πελώρια βήματα προόδου. Η ιστορία αφήνει να φανεί ότι, όταν δύο αντίπαλες δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Αμερική, βρίσκονται αντιμέτωπες, τότε η κανονική συνέπεια είναι σύγκρουση. «Όμως σήμερα δεν ζούμε υπό κανονικές συνθήκες», εξηγεί ο Κίσινγκερ, «λόγω της αμοιβαίως εξασφαλισμένης καταστροφής και της τεχνητής νοημοσύνης».
«Πιστεύω», προσθέτει, «ότι μπορεί να διαμορφωθεί μια παγκόσμια τάξη βασιζόμενη σε κανόνες που θα μπορούσαν να αποδεχθούν Ευρώπη, Κίνα και Ινδία – και αυτό είναι ήδη σημαντικό τμήμα της ανθρωπότητας. Αν λοιπόν δει κανείς τα πράγματα υπό πρακτικό πρίσμα, μπορεί να έχουν και καλή κατάληξη – ή τουλάχιστον να αποφευχθεί η καταστροφή και να υπάρξει πρόοδος».
[…] Κατά τον Κίσινγκερ οι ηγεσίες διεθνώς καλούνται να διαθέτουν τον απαραίτητο ρεαλισμό ώστε να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που διαγράφονται στο μέλλον, τη διορατικότητα να αναγνωρίσουν ότι χρειάζεται ισορροπία μεταξύ της ισχύος των χωρών και την αυτοσυγκράτηση να μην αξιοποιούν τις επιθετικές τους δυνατότητες στο έπακρο. «Πρόκειται για πρόκληση άνευ προηγουμένου, αλλά και για μεγάλη ευκαιρία», καταλήγει ο Χένρι Κίσινγκερ. Την τέταρτη ώρα της συνομιλίας με τον Κίσσινγκερ και ενώ τα 100ά γενέθλιά του απείχαν λίγες μόνο μέρες, προσέθεσε – με χαρακτηριστική ζαβολιάρικη έκφραση. «Ούτως ή άλλως, δεν θα είμαι εδώ να το ζήσω».
©The Economist. Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα από ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com