Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

135.000 Π.Χ: ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΤΑΞΙΔΕΨΟΥΜΕ, ΜΑΘΑΜΕ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ

135.000 π.Χ: Πολύ πριν ταξιδέψουμε, μάθαμε να μιλάμε
Φωτ. Mohammad Alshahrani / Unsplash
Η προϊστορία της γλώσσας ίσως κρύβεται στους εσωτερικούς μας μονολόγους και μια καταβύθιση σε αρχαίο DNA από τη σύγχρονη επιστήμη καταδεικνύει πως οι πρώτες λέξεις του είδους ξεστομίστηκαν πολύ πριν διασκορπιστούμε στα πέρατα της Γης.

Σε ολόκληρο τον κόσμο σήμερα υπολογίζεται ότι μιλιούνται περίπου 7.000 γλώσσες και διάλεκτοι, αλλά από όλη αυτή την πληθώρα λιγότερες από πέντε γλώσσες κυριαρχούν διεθνώς και, κάθε χρόνο, ο κόσμος θυμίζει ολοένα και λιγότερο την βιβλική Βαβέλ – ιδίως μετά την ενσωμάτωση μεταφραστικών εργαλείων ΑΙ που ρίχνουν τα επικοινωνιακά εμπόδια σε πραγματικό χρόνο, ακόμα και μεταξύ ανθρώπων που δεν έχουν καμία κοινή γλωσσική αναφορά.

Μία νέα μελέτη τώρα υποδεικνύει ότι η ικανότητά μας να επικοινωνούμε τις ιδέες μας προφορικά είναι πολύ παλαιότερη από όσο νομίζαμε και δεν αποκλείεται, ως είδος, να μιλάμε εδώ και 135.000 χρόνια.

Μια ομάδα ερευνητών από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT), το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το Τμήμα Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο και άλλους διεθνείς συνεργάτες μελέτησε γενετικά υπολείμματα αρχαίων λειψάνων και αποκάλυψε ότι η ικανότητα για γλώσσα πιθανότατα ήταν ενσωματωμένη στο DNA μας πολύ πριν οι πρόγονοί μας αρχίσουν να μεταναστεύουν ανά την υφήλιο. Παρόλο που κάθε γλώσσα έχει τη δική της μοναδική ηχητική μορφή και δομή, νέα έρευνα υποδεικνύει ότι όλες οι 7.000+ γλώσσες που μιλιούνται σήμερα ίσως να ανάγονται σε ένα κοινό γλωσσικό οικογενειακό δέντρο.

Ο Shigeru Miyagawa, ομότιμος καθηγητής γλωσσολογίας και κάτοχος της έδρας ιαπωνικής γλώσσας και κουλτούρας Kochi-Manjiro στο MIT ανέλυσε με την ομάδα του 15 διαφορετικές επιστημονικές μελέτες και παρατήρησαν ότι όλες κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: οι άνθρωποι άρχισαν να χωρίζονται σε διαφορετικές ομάδες περίπου πριν από 135.000 χρόνια. Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε μελετώντας στοιχεία όπως το πλήρες DNA μας, τα χρωμοσώματα Υ (που κληρονομούνται από τον πατέρα) και το μιτοχονδριακό DNA (που κληρονομείται από τη μητέρα). Οι ερευνητές επιχειρηματολογούν ότι αν η γλώσσα είχε αναπτυχθεί μετά από αυτόν τον διαχωρισμό, τότε κάποιες ανθρώπινες ομάδες σήμερα μπορεί να μην είχαν γλώσσα ή να επικοινωνούσαν με τελείως διαφορετικό τρόπο. Αυτό οδηγεί τους ερευνητές στην υπόθεση ότι η γλώσσα είχε ανακαλυφθεί (ή εφευρεθεί, αν προτιμάτε), πριν το ανθρώπινο είδος αρχίσει να διασκορπίζεται σε όλη τη γη.

«Κάθε πληθυσμός που διακλαδώθηκε στον κόσμο διαθέτει ανθρώπινη γλώσσα και όλες οι γλώσσες σχετίζονται μεταξύ τους», εξηγείο Miyagawa. «Πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι ο πρώτος διαχωρισμός έγινε περίπου πριν από 135.000 χρόνια, άρα η ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα πρέπει να υπήρχε ήδη τότε».

Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι άνθρωποι είναι πιθανό να είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν γλώσσα εδώ και μερικά εκατομμύρια χρόνια, βασισμένοι στο πώς επικοινωνούν άλλα πρωτεύοντα (όπως οι πίθηκοι). Αλλά, σύμφωνα με τον Miyagawa, δεν αρκεί να παράγεις ήχους — αυτό που μετράει είναι η διανοητική ικανότητα να συνδυάζεις λέξεις και κανόνες σε ένα σύστημα που επιτρέπει την έκφραση σύνθετων ιδεών. Ο ίδιος αναφέρει ότι η ανθρώπινη γλώσσα είναι ξεχωριστή επειδή διαθέτει δύο βασικά στοιχεία: τις λέξεις, δηλαδή τις ονομασίες που δίνουμε σε πράγματα και δράσεις όπως «δέντρο» ή «τρέχω», και τη σύνταξη, δηλαδή τους κανόνες που μας βοηθούν να συνθέτουμε λέξεις με νόημα.

Ο Miyagawa προτείνει ότι οι άνθρωποι είχαν τη νοητική ικανότητα να μιλούν πολύ πριν αρχίσουν να τη χρησιμοποιούν για επικοινωνία. Αρχικά μπορεί να ήταν ένα εσωτερικό εργαλείο σκέψης, αλλά γύρω στο 135.000 π.Χ. εξελίχθηκε σε κοινωνική επικοινωνία. Αρχαιολογικά ίχνη αυτής της μετάβασης εμφανίζονται περίπου πριν από 100.000 χρόνια, με συμπεριφορές όπως η χάραξη συμβόλων σε σπηλιές και τάφους.

«Η γλώσσα ήταν το έναυσμα για τη σύγχρονη ανθρώπινη συμπεριφορά», λέει ο Miyagawa. «Κάπως ενεργοποίησε την ανθρώπινη σκέψη και βοήθησε στη δημιουργία τέτοιων συμπεριφορών. Αν έχουμε δίκιο, οι άνθρωποι μάθαιναν ο ένας από τον άλλον [λόγω της γλώσσας] και ενθάρρυναν καινοτομίες σαν αυτές που βλέπουμε πριν από 100.000 χρόνια».

Ο ίδιος παραδέχεται ότι υπάρχουν ακόμα πολλά κενά που πρέπει να απαντηθούν, αλλά θεωρεί μελέτες όπως αυτή σημαντικά βήματα προς την κατανόηση της προέλευσης της γλώσσας. «Η προσέγγισή μας βασίζεται σε χειροπιαστά δεδομένα και εδράζεται στις τελευταίες γενετικές γνώσεις για τον πρώιμο Homo sapiens. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μια καλή ερευνητική πορεία και ελπίζω αυτό να ενθαρρύνει περισσότερους να μελετήσουν τη γλώσσα και την εξέλιξη του ανθρώπου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ