ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
- 09.12.25 09:30
Το 2018, δικαστήριο του Λονδίνου εξέδωσε μία εντολή που δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι είναι αληθινή, αν δεν είχε τρόπο να τη διασταυρώσει από κάποια έγκυρη πηγή στο Διαδίκτυο: δικαστές απαιτούσαν από τα μέλη του συγκροτήματος “1011” να μη γράφουν και να μην κυκλοφορούν κομμάτια χωρίς να έχουν πρώτα λάβει ειδική άδεια από την αστυνομία.
Σε μια νομικά πρωτοφανή απόφαση, το συγκεκριμένο δικαστήριο απαγόρευσε στους συγκεκριμένους καλλιτέχνες να κάνουν οποιαδήποτε αναφορά ακόμα και σε ταχυδρομικούς κωδικούς που σχετίζονταν με περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν συγκεκριμένες συμμορίες. Επιπλέον, ήταν υποχρεωμένοι να ενημερώνουν την αστυνομία 24 ώρες νωρίτερα για κάθε νέο βίντεο που θα γύριζαν και να ειδοποιούν 48 ώρες πριν από οποιαδήποτε εμφάνιση ή ηχογράφηση, συναινώντας στην παρουσία αστυνομικών σε αυτές.
Η δικαστική εντολή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την οργάνωση Index on Censorship, η οποία έκανε λόγο για επικίνδυνο δεδικασμένο.
Η drill rap που εκπροσωπεί το συγκρότημα “1011” γεννήθηκε στο Σικάγο στις αρχές της δεκαετίας του 2010, είναι υποείδος της οικείας και σε εμάς trap, ενώ στιχουργικά συνδέεται με το gangsta – δηλαδή οι στίχοι αντλούν συχνά έμπνευση από μία συγκρουσιακή θεματολογία, με αναφορές σε βεντέτες συμμοριών και βίαια περιστατικά. Όμως το περιεχόμενο των στίχων δεν είναι αυτό που οδηγεί στην αστυνόμευση και ενίοτε στην ποινικοποίησή της εκάστοτε μουσικής, σχολιάζει, μιλώντας στην Οικονομική Επιθεώρηση ο Δρ. Λάμπρος Φάτσης, Επίκουρος Καθηγητής Εγκληματολογίας στο City St George’s, University of London που ετοιμάζεται να εκδώσει βιβλίο για τις μουσικές που έχουν, μέσα στον ρου της ιστορίας, απαγορευτεί από κράτη και κυβερνήσεις (σ.σ. “Policing the beats: Black Music, Racism and Criminal Injustice από το Manchester University Press)”).
Πράγματι, όταν το 1990 ο Μπρους Ντίκινσον τραγουδούσε για τους Iron Maiden Bring your Daughter to the Slaughter, «φέρε την κόρη σου στη σφαγή», δεν «άνοιγε ρουθούνι» στο Λονδίνο. Τι είναι αυτό που κάνει το drill να φαίνεται πιο απειλητικό στις βρετανικές αρχές;
«Η λειτουργία είναι εντελώς επιλεκτική», εκτιμά ο δρ. Φάτσης, «Πάντα το κράτος επιλέγει συγκεκριμένα είδη έκφρασης – όχι μόνο μουσικής έκφρασης, αλλά και γενικότερα πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής έκφρασης – τα οποία στοχοποιεί και επιχειρεί να φιμώσει. Αυτό σίγουρα το βλέπουμε πολύ περισσότερο στη Μεγάλη Βρετανία και στην Αμερική. Και είναι πολύ εύκολο να ποινικοποιηθεί ο ελεύθερος λόγος. Από τα πανεπιστήμια, μέχρι τις πορείες διαμαρτυρίας. Εχει στοιχειοθετηθεί ένα ολόκληρο νομικό πλαίσιο αντιτρομοκρατικών πρωτοβουλιών (π.χ. Prevent) που επιτρέπουν στο κράτος να επεμβαίνει για να φιμώσει ή να επιβληθεί σε οποιαδήποτε μορφή κριτικής δεν του αρέσει. Ιδίως από την πανδημία μετά. Σχεδόν ποινικοποιήθηκαν εξ’ολοκλήρου οι πορείες διαμαρτυρίες κατά της γενοκτονίας στη Γάζα ως τρομοκρατική δραστηριότητα. Βλέπουμε πολλούς περιορισμούς λοιπόν και με ιδιαίτερη ευκολία μπορεί να συλληφθεί κάποιος λόγω της συμμετοχής του σε αυτές τις συγκεντρώσεις ή να καταγραφεί/χαρακτηριστεί ως εξτρεμιστής από τις αρχές
Περιπολίες στο Διαδίκτυο
Το 2019 η μητροπολιτική αστυνομία του Ηνωμένου Βασιλείου ξεκίνησε το λεγόμενο Project Alpha, μια μαζική επιχείρηση συλλογής πληροφοριών που περιελάμβανε παρακολούθηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με την drill μουσική να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας. Οι Αρχές δεν αποκαλύπτουν όλα τα κανάλια που παρακολουθούν, καθώς θέλουν να διατηρήσουν το στοιχείο του εφοδιασμού αλλά παραδέχεται πως με δική της παρέμβαση έχουν κατέβει εκατοντάδες βίντεο κλιπ και μουσικά βίντεο καλλιτεχνών της drill ραπ.
Η ιδέα της «δίωξης» της μουσικής δεν είναι βέβαια καινούργιο – και στην Ελλάδα το ρεμπέτικο αστυνομεύτηκε τον περασμένο αιώνα για τις ιδέες που διακινούνταν στους στίχους. Σήμερα, πολλοί αντιδρούν με την τραπ που επίσης «άδει» για συμμορίες και ναρκωτικά.
«Σίγουρα είναι ταξικό το θέμα. Απλά σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι μόνο ταξικό», λεέι ο Δρ. Φάτσης. «Ο έλεγχος του ρεμπέτικου στην Ελλάδα ήταν ταξικός, αλλά η αστυνόμευση της μαύρης μουσικής, έχει ρατσιστικό υπόβαθρο. Σε χώρες με αποικιοκρατικό παρελθόν, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η σκλαβιά βασιζόταν σε μία «ρατσιστική ιδεολογία που όχι απλώς δικαιολογεί αλλά επιτρέπει την υποδούλωση των σκλαβωμένων». Αν δούμε την αστυνόμευση της Calypso τη δεκαετία του ‘30 στο Τρινιντάντ που ήταν βρετανική αποικία μέχρι τη δεκαετία του ‘60, και το πώς αστυνομεύεται το drill σήμερα στη Βρετανία, θα εντοπίσουμε τις ίδιες πρακτικές – το μόνο που αλλάζει είναι το μουσικό είδος.».
Σατιρίζοντας τους αφέντες
Το μουσικό είδος Calypso είχε απαγορευτεί από τις αποικιακές αρχές στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, καθώς και σε άλλες χώρες όπως η Γουιάνα, εξαιτίας των πολιτικά φορτισμένων και σατιρικών στίχων της, που συχνά ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση για κοινωνικά ζητήματα. Παρότι οι επίσημες απαγορεύσεις δεν ισχύουν πλέον, καλλιτέχνες του είδους έρχονται μέχρι σήμερα αντιμέτωποι με μία «εσωτερικευμένη», ανεπίσημη λογοκρισία. Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, η κυβέρνηση της Γουιάνας προσπάθησε να λογοκρίνει έργα και να ματαιώσει συναυλίες, λόγω των επικριτικών στίχων που τραγουδούσαν οι καλλιτέχνες επί σκηνής για τη κρατική διαφθορά. Ακόμα και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί δέχτηκαν πιέσεις για να σταματήσουν να παίζουν τραγούδια που η κυβέρνηση θεωρούσε «συκοφαντικά».
Το ενδιαφέρον είναι ότι το calypso δεν θεωρείται «βίαιο» είδος μουσικής. Είναι ιδιαίτερα χαρωπό, συνοδεύει το καρναβάλι στο Τρινιντάντ, «κανένας δεν σκέφτεται ότι πρόκειται για ένα είδος που διαφθείρει τη νεολαία ή την ωθεί στην παραβατικότητα» μάς λέει ο Δρ. Φάτσης. «Αν το θέμα είναι η βία στο περιεχόμενο της (τ)ραπ η του drill τότε γιατί έχουμε δύο είδη μουσικής, το calypso και την ραπ που διαφέρουν ως προς τη θεματολογία τους, αλλά αστυνομεύονται με τον ίδιο τρόπο; Εκεί καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει μια λογική η οποία, ανά τις δεκαετίες και ανά τους αιώνες ακολουθεί την ίδια πορεία. Και μαζί με αυτό ελέγχεται και το τι θεωρείται καλλιτεχνική έκφραση. Εν τω μεταξύ οι “μαύρες μουσικές” συχνά δεν θεωρούνται «καλλιτεχνική έκφραση» ακριβώς, με εξαίρεση τη τζαζ που και αυτή όμως θεωρούταν απειλητικό είδος μέχρι να εδραιωθεί ως δείγμα εκλεπτισμένης μουσικής έκφρασης
Αυτό που φοβόντουσαν οι αποικιοκράτες είναι ότι η μουσική έκφραση θα λειτουργούσε ως κάλεσμα στους σκλαβωμένους να αντισταθούν. Επομένως αστυνόμευσαν αυτή τη μορφή έκφρασης για να μην αρχίσουν οι σκλάβοι να εκφράζονται, να μην σκέφτονται ούτε να εξυφαίνουν σχέδια για να αποτινάξουν τον ζυγό της αποικιοκρατικής βίας.
Το να παίζουν κρουστά στις φυτείες ήταν από μόνη της μία απελευθερωτική κίνηση με την έννοια ότι οι σκλαβωμένοι ξαφνικά μπορούσαν να εκφράσουν τις σκέψεις τους, να δημιουργήσουν πιο στενές σχέσεις. Και ακριβώς αυτό φοβόντουσαν οι αποικιοκράτες. Μια μεγάλη φυσιογνωμία της διανόησης της Καραϊβικής, ο C. L. R. James, έγραφε το 1938 στο βιβλίο The Black Jacobins ότι δεν θα είχε γίνει η επανάσταση στην Αϊτή τον 19ο αιώνα, χωρίς τη μουσική υπόκρουση του βουντού».
Στο βιβλίο του, ο Δρ. Φάτσης υποστηρίζει πως η αστυνόμευση της drill «επιτρέπει σε ένα ποινικολάγνο κράτος να επικαλείται την προστασία της δημόσιας ασφάλειας όταν αστυνομεύει τη στιχουργική βία, ενώ ουσιαστικά προσπαθεί να αποκλείσει κοινωνικές ομάδες τις οποίες το κράτος θεωρεί ανεπιθύμητες ή ανάξιες προστασίας».
Μουσική νέων και μειονοτήτων
«Το drill είναι απλώς το πιο πρόσφατο παράδειγμα στοχοποίησης της μαύρης μουσικής στη Βρετανία», λέει στην ΟΕ. «Οι νέοι σήμερα κατά κόρον με αυτήν την μουσική διασκεδάζουν, αυτήν τη μουσική ακούν, οπότε το να απολαμβάνει κανείς μουσικά ήδη που κατακρίνουν του αστυνομικού ρατσισμού, και της βίας του κράτους, προφανώς δεν αρέσει σε ένα κράτος, το οποίο αστυνομεύει όλο και πιο ασφυκτικά τους μειονοτικούς πληθυσμούς που δεν αναγνωρίζει ως πολίτες ούτως η άλλως. Αυτή η η αστυνόμευση έχει συγκεκριμένη ιδεολογική ιστορία και χαρακτηριστικά με ρίζες στην εποχή της αποικιοκρατίας – φυσικά οι μαύροι Βρετανοί δεν είναι σκλαβωμένοι, αλλά υπόκεινται σε ρατσισμό και ανισότητες όσο καμία άλλη κοινωνική ομάδα στην Αγγλία».
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Δρ. Φάτσης μοιράζεται μία playlist, προτείνοντας στους αναγνώστες να ακούσουν τις μουσικές που τον απασχόλησαν από την εφηβική του ηλικία. «Όπως ακριβώς έμαθα ό,τι έμαθα ακούγοντας μουσική, με τον ίδιο τρόπο μπορεί κάποιος να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, καλύτερα από ό,τι αν διάβαζε το βιβλίο».