Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΜΒΑΚΙΟΥ
- 10.02.23 11:14
Σβεν Μπέκερτ
Μετάφραση: Πελαγία Μαρκέτου
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 815
Μια αναζήτηση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του καπιταλισμού σύντομα οδηγεί στην «κλώστρια Τζένη» − την κλωστική μηχανή που εφηύρε το 1764 ο Άγγλος μαραγκός και υφαντουργός Τζέιμς Χάργκριβς. Μέχρι το τέλος του αιώνα δεκάδες χιλιάδες τέτοιες μηχανές ύφαιναν ένα παγκόσμιο πλέγμα κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Την ιστορία αυτού του υφαντού αφηγείται η μελέτη του Σβεν Μπέκερτ Η αυτοκρατορία του βαμβακιού – Μια παγκόσμια ιστορία.
Δεν είναι τυχαίο ότι στη γένεση του καπιταλισμού συνέβαλαν οι σπόροι του βαμβακιού. Ο τρόπος που οι άνθρωποι ντύνονται υπήρξε πάντα καθοριστικός στη διαμόρφωση των κοινωνιών (όπως κι ο τρόπος που τρέφονται, στεγάζονται ή μετακινούνται) – και το βαμβάκι διαμόρφωσε τον τρόπο που οι άνθρωποι ντύνονται τους τελευταίους δύο αιώνες. Στις μέρες μας, με την καλλιέργεια και μεταποίηση του βαμβακιού ασχολείται το 3%-4% του παγκόσμιου πληθυσμού (μερίδιο που, σύμφωνα με τον Μπέκερτ, δεν έχει επιτύχει άλλος οικονομικός τομέας στην Ιστορία), και πάνω από 35 εκατομμύρια εκτάρια γης (το αντίστοιχο της έκτασης της Γερμανίας) είναι αφιερωμένα στη βαμβακοκαλλιέργεια.
Αλλά και ούτε περιορίζεται ο ρόλος του βαμβακιού στη γένεση και το μεγάλο ειδικό βάρος στην παραγωγή. Έμποροι με… βαμβάκι στις αποσκευές άρχισαν να μετασχηματίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων με τη γη, την οικογένεια, την εργασία και τον υπόλοιπο κόσμο. Αξιοποιώντας τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στους βαμβακοπαραγωγούς, τους βιομηχάνους των υφασμάτων και τους καταναλωτές, επιδόθηκαν σε μια ακατάπαυστη αναζήτηση φτηνότερης εργασίας και πρώτων υλών, καλύτερων υποδομών και νέων αγορών – από την κοιλάδα του Μάντσεστερ (όπου όλα ξεκίνησαν) μέχρι τις φυτείες της Νότιας Καρολίνας, από την επικράτεια του Μπεράρ (νότια της Βομβάης) μέχρι τις όχθες του Νείλου, από τη χερσόνησο του Γιουκατάν μέχρι τη βραζιλιάνικη Μπαΐα, κι από τις ζούγκλες του Τόγκο μέχρι τις στέπες του Ουζμπεκιστάν.
Δεν υπήρξε εύκολη υπόθεση. Σε όλες αυτές τις περιοχές οι άνθρωποι επί χιλιετίες άφηναν λίγο χώρο στο χωράφι τους για το βαμβάκι, από το οποίο (συνήθως γυναίκες) έφτιαχναν τα ρούχα του νοικοκυριού. Έπρεπε να αναδιοργανωθεί η οικιακή οικονομία, να εγκαταλειφθεί η καλλιέργεια τροφίμων (που επέτρεπε την αυτοσυντήρηση) για χάρη του βαμβακιού, να χάσουν οι μικροκαλλιεργητές τη γη τους, και να μετατραπούν σε εργάτες αρκούντως εξαθλιωμένους ώστε να ανέχονται τις βάναυσες δοκιμασίες που επεφύλασσε η δουλειά είτε στα βαμβακοχώραφα είτε στους αργαλειούς. Όταν αυτό δεν ήταν αρκετό, η δουλειά μετατρεπόταν σε δουλεία.
Δουλεία, αποικιοκρατία και καταναγκαστική εργασία υπήρξαν βασικοί μηχανισμοί του μετασχηματισμού. Ο καταναγκασμός, η φυσική βία, αλλά και η βία της δημιουργίας των αγορών (ο εξαναγκασμός των ανθρώπων να εργάζονται σε ορισμένες τοποθεσίες και με συγκεκριμένους τρόπους), απαιτούσαν την κρατική… αρωγή. Αυτό που ο Μπέκερτ (καθηγητής Αμερικανικής Ιστορίας και διευθυντής του προγράμματος για τη Μελέτη του Καπιταλισμού στο Χάρβαρντ) περιγράφει ως πολεμικό καπιταλισμό. Το κράτος που κατακτά γαίες, επιβάλλει την πρόσβαση (ή το μονοπώλιο) σε αγορές, κινητοποιεί την εργασία, επενδύει σε αρδευτικά έργα, λιπάσματα και μηχανικό εξοπλισμό.
Ακολουθώντας την ακατάπαυστη αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας του βαμβακιού, η μελέτη του Μπέκερτ συναντά τον Αμερικανικό Εμφύλιο, την εκμετάλλευση του Ινδιών από τους Βρετανούς, τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που οδήγησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την αποαποικιοποίηση – ακόμα και τις περιπέτειες των Ελλήνων βαμβακέμπορων στην Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και την Οδησσό. Μέσα από πλήθος ατομικών και επιχειρηματικών ιστοριών, αναδύονται οι αλλαγές στο εσωτερικό των κοινωνιών και η πρόοδος της παγκοσμιοποίησης. Σε όλη τη διήγηση, όμως, ο Μπέκερτ μένει πιστός στη σκοπιά του ακαδημαϊκού, τόσο στη δομή της αφήγησης όσο και στην (εξαιρετικά διεξοδική) παρουσίαση των πληροφοριών – κάτι που οι λιγότερο εξοικειωμένοι ενδεχομένως θεωρήσουν κουραστικό.