ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΜΙΑ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ
- 10.04.23 09:00
Η ιδιωτική εκπαίδευση ζει ημέρες άνοιξης, ωστόσο έχει αποκτήσει μεγάλο ανταγωνιστή: πρόκειται για τα δημόσια Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία, ο αριθμός των οποίων έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Εφαρμογή του προγράμματος σπουδών, καλά καταρτισμένο εκπαιδευτικό προσωπικό, καλύτερο μορφωτικό επίπεδο γονιών, ασφάλεια, εκπαιδευτικοί οι οποίοι ελέγχονται και αξιολογούνται συστηματικά, είναι ορισμένα από τα πλεονεκτήματα που έχουν τα ιδιωτικά σχολεία έναντι των δημοσίων. Παράγοντες της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης φωτίζουν, μιλώντας στην Οικονομική Επιθεώρηση, τα πλεονεκτήματα και τις κρυφές πτυχές της ιδιωτικής εκπαίδευσης και των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων, που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των γονιών που αναζητούν σχολείο για το παιδί τους στον αντίποδα των συμβατικών σχολείων της γειτονιάς.
Υψηλές Πληρότητες
Η αύξηση των εγγραφών στα ιδιωτικά σχολεία ακολουθείται από το ενδιαφέρον −ελληνικών και ξένων επενδυτικών κεφαλαίων− για την ίδρυση νέων σχολείων. Ήδη, τα σχολεία έχουν υψηλές πληρότητες, µε την ανοδική πορεία να έχει ξεκινήσει από το 2017-2018, και αποδόθηκε στη διαφαινόµενη αναστροφή του οικονοµικού κλίµατος ύστερα από µία περίοδο οξείας ύφεσης. Το ενδιαφέρον αυξήθηκε και λόγω πανδηµίας. Με βάση την τελευταία έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2021 λειτουργούσαν 1.073 ιδιωτικά σχολεία σε πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια εκπαίδευση, µε 94.945 µαθητές και 9.921 εκπαιδευτικούς. Οι μαθητές τους αποτελούν περί το 6% του συνολικού µαθητικού πληθυσµού της Ελλάδας. Ο βασικός λόγος του μικρού µεγέθους της ιδιωτικής εκπαίδευσης στη χώρα μας είναι το κόστος.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία του προέδρου του Συνδέσµου Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων κ. Μπάµπη Κυραϊλίδη, ο µέσος όρος των διδάκτρων είναι µεταξύ €5.000 και €6.000 ετησίως, ωστόσο υπάρχουν µεγάλες διακυµάνσεις. Χαρακτηριστικά, η διακύµανση σε ιδιωτικά σχολεία της Αττικής και της Θεσσαλονίκης είναι από €3.500 έως €15.000 κι εξαρτάται από τη φήµη του σχολείου, την ιστορία του, ενώ επηρεάζει και το κοινωνικό-οικονοµικό στάτους των µαθητών του.
Ενδεικτικά, υπάρχουν σχολεία-µεγαθήρια: το Κολλέγιο Αθηνών-Ψυχικού έχει 4.662 µαθητές και 581 εκπαιδευτικούς, το Ανατόλια στη Θεσσαλονίκη 4.000 µαθητές και 454 εκπαιδευτικούς, το Pierce-Αµερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος 2.368 µαθητές και 268 εκπαιδευτικούς, η Ελληνογερµανική Αγωγή 1.900 µαθητές και 250 εκπαιδευτικούς, ο Κωστέας-Γείτονας 1.917 µαθητές και 240 εκπαιδευτικούς, η Σχολή Μωραΐτη 1.800 µαθητές και 350 εκπαιδευτικούς, το βρετανικό St. Catherine’s 1.350 µαθητές. Υπάρχουν, ωστόσο, και ιδιωτικά σχολεία της γειτονιάς που µπορεί να έχουν έως 1.000 παιδιά και δίδακτρα µέχρι περί τα €2.500 ετησίως (κυρίως στην περιφέρεια).
Γιατί ιδιωτικό;
Γιατί όµως ένας γονιός να επιλέξει ιδιωτικό σχολείο για το παιδί του, ασκώντας το γονεϊκό δικαίωµα επιλογής, όπως ορίζει ο χάρτης των θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Καθηγητές ιδιωτικών σχολείων µιλώντας στην Οικονοµική Επιθεώρηση εστίασαν στη δυνατότητα αυτονοµίας −έστω περιορισµένης− που έχουν τα ιδιωτικά σχολεία, και στην καλύτερη υλοποίηση των µαθησιακών στόχων. Συγκεκριµένα, στην Ελλάδα τα σχολεία είναι υποχρεωµένα να λειτουργούν πανοµοιότυπα: ίδια οργάνωση, ίδιο πρόγραµµα, ίδια διδακτέα ύλη. Τα ιδιωτικά σχολεία έχουν την υποχρέωση να εφαρµόζουν κατ’ ελάχιστο το αναλυτικό πρόγραµµα των δηµοσίων. Ελευθερία επιλογής και αποφάσεων έχουν µόνο τα ξένα σχολεία, καθώς έχουν ιδρυθεί µε ειδική άδεια και εκδίδουν τίτλους που αναγνωρίζονται έµµεσα, όπως άλλωστε και οι τίτλοι σπουδών σχολείων από άλλες χώρες. «Από τον Ιούλιο ωστόσο του 2020 έχουν την ελευθερία εµπλουτισµού του αναλυτικού προγράµµατος, χωρίς έγκριση από το Υπουργείο Παιδείας, µε µόνο περιορισµό να µην υπερβαίνει ο διδακτικός χρόνος τις 40 διδακτικές ώρες την εβδοµάδα, από 33 ή 35. Δυνατότητες εµπλουτισµού του προγράµµατος υπήρχαν και τις προηγούµενες δεκαετίες, µε διάφορους όµως περιορισµούς οι οποίοι σταδιακά χαλάρωναν. Ο Ιούλιος του 2020 ήταν ορόσηµο, όχι µόνο εξαιτίας της θεσµοθέτησης της ελεύθερης διεύρυνσης του προγράµµατος, αλλά και λόγω της κατάργησης µιας σειράς εµποδίων» ανέφερε στην Οικονοµική Επιθεώρηση ο κ. Στέλιος Σάββας, γενικός διευθυντής της Ελληνογερµανικής Αγωγής.
Ακόµα και αν ο τρόπος διδασκαλίας σε κάποια σχολεία είναι πιο παραδοσιακός, σε άλλα εφαρµόζονται καινοτόµες προσεγγίσεις, όπως η οµαδοκεντρική εκπαίδευση, το ανακαλυπτικό µοντέλο, η διαφοροποιηµένη διδασκαλία. Ενδεικτικά, στα ιδιωτικά σχολεία µαθητές µαθαίνουν βιωµατικά, συνεργαζόµενοι σε οµάδες, και µπορούν να παρουσιάζουν, ακόµα και να δηµοσιεύουν, τις εργασίες τους σε αναγνωρισµένα επιστηµονικά περιοδικά.
Facts
- (Α) 1.073 ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν σε πρωτοβάθμια & δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με 94.945 μαθητές και 9.921 εκπαιδευτικούς. Συγκεκριμένα:
- 722 νηπιαγωγεία με 20.797 μαθητές & 1.323 εκπαιδευτικούς
- 160 δημοτικά με 41.564 μαθητές & 3.953 εκπαιδευτικούς
- 98 γυμνάσια με 17.471 μαθητές & 2.508 ΜΑΘΗΤΕΣ
- 93 λύκεια με 15.113 μαθητές & 2.137 εκπαιδευτικούς
- (Β)
- ο μέσος όρος των διδάκτρων είναι μεταξύ €5.000 & €6.000 ετησίως.
- η διακύμανση σε ιδιωτικά σχολεία της Αττικής & της Θεσσαλονίκης είναι από €3.500 έως €15.000
- (Γ) Διαγωνισμός PISA του ΟΟΣΑ, Ελλάδα
- στην κατανόηση κειμένου
- μαθητές δημοσίων σχολείων: 454 μονάδες (Μ.Ο. ΟΟΣΑ: 482)
- μαθητές ιδιωτικών σχολείων: 528 μονάδες (Μ.Ο. ΟΟΣΑ: 510)
- στα μαθηματικά
- μαθητές δημοσίων σχολείων: 448 μονάδες (Μ.Ο. ΟΟΣΑ: 485)
- στις φυσικές επιστήμες
- μαθητές δημοσίων σχολείων: 448 μονάδες (Μ.Ο. ΟΟΣΑ: 485)
- μαθητές ιδιωτικών σχολείων: 512 μονάδες (Μ.Ο. ΟΟΣΑ: 511)
- στην κατανόηση κειμένου
Πηγές: Υπουργείο Παιδείας, Ελληνική Στατιστική Αρχή, Σύνδεσμος Ιδιωτικών Σχολείων, ΟΟΣΑ (διαγωνισμός PISA 2018)
Διαγωνισμός PISA
Επιχείρηµα που προτάσσουν οι σχολάρχες για να υποστηρίξουν το καλό επίπεδο των υπηρεσιών τους είναι οι επιδόσεις των µαθητών τους στις πανελλαδικές εξετάσεις, αλλά και το διαγωνισµό PISA του ΟΟΣΑ. Ενδεικτικά αναφέρονται τα αποτελέσµατα της τελευταίας έρευνας, του 2018, τα οποία είναι παρόµοια µε προηγούµενων ερευνών. Στα τρία βασικά πεδία (γλωσσικές, µαθηµατικές και επιστηµονικές δεξιότητες), ενώ ο µέσος όρος των µαθητών δηµοσίων σχολείων είναι χαµηλότερος από τους αντίστοιχους µέσους όρους του ΟΟΣΑ, οι µαθητές των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων είχαν σε όλα βαθµολογίες υψηλότερες όχι µόνο από τον µέσο όρο των δηµοσίων σχολείων των χωρών-µελών του ΟΟΣΑ, αλλά και από τον µέσο όρο των ιδιωτικών σχολείων των χωρών του ΟΟΣΑ. Μάλιστα, οι διαφορές στις επιδόσεις των µαθητών ιδιωτικών και δηµοσίων σχολείων στην Ελλάδα είναι από τις µεγαλύτερες στις χώρες-µέλη του οργανισµού. Βεβαίως, σηµειώνεται ότι το κοινωνικό, οικονοµικό και µορφωτικό επίπεδο των οικογενειών των µαθητών των ιδιωτικών σχολείων, το οποίο σαφώς επηρεάζει τη βοήθεια των παιδιών, είναι υψηλότερο των δηµοσίων.
Προβάδισμα σε υποδομές
Παράλληλα, δεν είναι µικρής σηµασίας η συµβολή άλλων παραγόντων στην οµαλή και αποδοτική λειτουργία των σχολικών µονάδων. «Η επιλογή της ιδιωτικής εκπαίδευσης συνδέε ται κατά κανόνα µε ορισµένους ανταγωνιστικούς παράγοντες, σε σχέση µε το δηµόσιο σχολείο, όπως οι σχολικές υποδοµές, ο τεχνολογικός εξοπλισµός, οι πρόσθετες εκπαιδευτικές παροχές, το περιθώριο ανάπτυξης και εφαρµογής καινοτόµων εκπαιδευτικών προγραµµάτων, αλλά και η συχνή αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η αποτελεσµατική διοικητική λειτουργία και η τακτική επικοινωνία µε τους γονείς για την πρόοδο των παιδιών. Τα κτίρια και η υλικοτεχνική υποδοµή είναι ένα σηµαντικό συγκριτικό πλεονέκτηµα, αν και µπορεί να διαφέρει ανάµεσα σε σχολεία. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ιδιωτικών σχολείων είναι ότι συντηρούνται συστηµατικά και βρίσκονται σε πολύ καλή κατάσταση. Καθαριότητα και σωστή θέρµανση είναι και αυτά αυτονόητα. Οι µαθητές έχουν στη διάθεσή τους βιβλιοθήκες, εξειδικευµένα εργαστήρια σε µαθήµατα όπως η φυσική, η χηµεία, η πληροφορική, χώρους άθλησης ανοιχτούς, όπως γήπεδα ποδοσφαίρου, µπάσκετ, βόλεϊ, στίβο, αλλά και κλειστά γυµναστήρια και κολυµβητήρια εξοπλισµένα κατάλληλα µε βασικά κριτήρια την ασφάλεια και την υγιεινή» παρατηρεί ο κ. Σάββας.
Ανάλογη επιµέλεια δίνεται στην ασφάλεια και φροντίδα των µαθητών όσο βρίσκονται στο ιδιωτικό σχολείο. Σηµαντικός παράγοντας είναι και η µετακίνηση από και προς το σχολείο. Για να διασφαλιστεί, χρειάζεται οργάνωση και προσωπικό επιφορτισµένο µε συγκεκριµένους ρόλους. Μάλιστα, τα περισσότερα σχολεία έχουν εγκαταστήσει συστήµατα GPS δίνοντας τη δυνατότητα στο σχολείο, αλλά και στους ίδιους τους γονείς, να παρακολουθούν ανά πάσα στιγµή τη θέση και την ταχύτητα των σχολικών.
Στα πλεονεκτήµατα είναι και η καλή και συνεχής επικοινωνία και ενηµέρωση των γονέων από το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς − επικοινωνία διά ζώσης σε οµαδικές αλλά και ατοµικές συναντήσεις, άλλα και επικοινωνία µε σύγχρονα µέσα: ηλεκτρονικές πλατφόρµες µέσω των οποίων µπορούν γονείς και µαθητές να έχουν γενικές ή και εξατοµικευµένες πληροφορίες για την πρόοδο και την επίδοσή τους, αλλά και υλικό υποστηρικτικό στην καθηµερινή προσπάθεια και µελέτη τους. Προκειµένου άλλωστε κάθε σχολείο και κάθε εκπαιδευτικός να µπορεί να ανταποκριθεί µε τον καλύτερο τρόπο στον ρόλο του, χρειάζεται προετοιµασία, συναντήσεις συντονισµού και επιµορφώσεις.
Τέλος, τα ιδιωτικά σχολεία διακρίνονται και για τη συστηµατική καλλιέργεια στους µαθητές τους µιας διεθνούς κουλτούρας, µέσα από µία σειρά δραστηριοτήτων µε διεθνή προσανατολισµό.
«Όποια καινοτοµία έχει εισαχθεί στο δηµόσιο σύστηµα εκπαίδευσης έχει πρώτα δοκιµαστεί στα ιδιωτικά σχολεία. Σκεφτείτε τις ξένες γλώσσες, την πληροφορική, τις νέες τεχνολογίες, τα απογευµατινά προγράµµατα, τους ψυχολόγους στα σχολεία» παρατηρεί σχολάρχης.
«Κολέγια φτωχών»
Δυνατότητα να παρεκκλίνουν περιορισµένα από το αναλυτικό πρόγραµµα έχουν και τα Πρότυπα και Πειραµατικά Σχολεία. Το 2011, όταν επαναθεσµοθετήθηκαν τα Πρότυπα, χαρακτηρίστηκαν τα «κολέγια των φτωχών». Μαζί µε τα Πειραµατικά άρχισαν να τραβούν το ενδιαφέρον των γονιών.
Η αύξηση του αριθµού των Προτύπων και Πειραµατικών Σχολείων σε συνολικά 120 ενίσχυσε το ενδιαφέρον των γονιών. Η ποσοτική αύξηση θα συνδυαστεί µε ενίσχυση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου;
«Τα Πρότυπα Σχολεία έχουν στόχο να προσφέρουν υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, όπως ξεκίνησαν να κάνουν» ανέφερε στην Οικονοµική Επιθεώρηση υψηλόβαθµο στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας. Τα Πρότυπα και Πειραµατικά έχουν προσωπικό µε υψηλά ακαδηµαϊκά προσόντα, και εφαρµόζουν πειραµατικές µεθόδους διδασκαλίας. Επίσης, οι παιδαγωγοί προσθέτουν στα θετικά των Προτύπων το γεγονός ότι δέχονται µαθητές µε εξετάσεις.
Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος. «Υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία που δίνουν απλώς ένα απολυτήριο. Υπάρχουν άλλα που διαθέτουν εγκαταστάσεις καλές, αλλά όχι πάντα καλούς εκπαιδευτικούς. Να τονίσω, βέβαια, ότι και στα δηµόσια σχολεία αναλαµβάνονται πρωτοβουλίες, γίνεται έργο, αλλά αυτό οφείλεται στο µεράκι των εκπαιδευτικών. Στα ιδιωτικά αυτό γίνεται πιο δοµηµένα και µε επιτήρηση. Σε ιδιωτικά σχολεία µε µεγάλη παράδοση υπάρχει µία δοµηµένη εκπαιδευτική πολιτική, για παράδειγµα πώς γίνεται το µάθηµα, τι ζητάµε από τους µαθητές, πώς προχωρά η ύλη» παρατήρησε στην Οικονοµική Επιθεώρηση ο κ. Κώστας Κοντογιάννης, ο οποίος έχει διατελέσει διευθυντής στο Κολλέγιο Ψυχικού, αλλά και σε Πρότυπο γυµνάσιο της Αθήνας. Όπως σηµειώνει: «Σήµερα πολλά δεν έχουν υλοποιηθεί από το όραµα της επαναθεσµοθέτησης των Προτύπων Σχολείων το 2011. Όµως, τα Πρότυπα είναι µία καλή λύση, διότι οι µαθητές τους διαφοροποιούνται από εκείνους στο σχολείο της γειτονιάς. Παραµένουν θελκτικά για έναν γονιό, αλλά δεν παίζουν το ρόλο της πρωτοπορίας που θα αλλάξει το εκπαιδευτικό παράδειγµα της Ελλάδας».