Ο ΙΣΚΙΟΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΜΠΟΙ
- 07.02.25 14:37

Λένε «μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του», αλλά πολλά τραγούδια μας επιβάλλονται από τις πρώτες νότες, κάποιοι άνθρωποι μας κερδίζουν με το «καλημέρα», μερικά πιάτα μάς πείθουν από το άρωμα πριν καν τα δοκιμάσουμε… Οι πρώτες εντυπώσεις δεν είναι πάντα βιαστικές ή αδικαιολόγητες, λειτουργούν ως διαίσθηση της ομορφιάς ή προοικονομία των εξελίξεων, όπως ο μικρός Διονύσης πολύ πριν τον Σαββόπουλο, οχτώ χρονών παιδί, υποχρεωτικά ξαπλωμένος στο ίδιο υπνοδωμάτιο με τους γονείς του, δεν του επέτρεπαν να σηκωθεί από το κρεβάτι προτού σηκωθούν εκείνοι. Ασφυκτική τιμωρία. Για να σπάσει την πλήξη άρχισε να γράφει στίχους και μελωδίες μέσα στο κεφάλι του, υπήρχε κάτι εκεί είκοσι χρόνια πριν τον Άγγελο Εξάγγελο, που χτυπούσε τα φτερά του νευρικά στο ταβάνι του δωματίου, περιμένοντας ένα σχέδιο πτήσης για να βγει, τριάντα χρόνια πριν Αρχίσουν οι Χοροί.
Στη βιογραφία του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (Εκδόσεις Πατάκη), ο Σαββόπουλος μελοποιεί τη ζωή του, θυμάται εκείνα που έχει κρατήσει και θέλει να μοιραστεί σαν επανέκδοση βινυλίου, «συνδέει εκ των υστέρων τις τελείες», όπως είχε πει κι ο Στιβ Τζομπς για τη δική του ζωή, ανακαλύπτοντας, ή και εφευρίσκοντας, αιτιώδεις σχέσεις σε τυχαία γεγονότα − καλώς ή κακώς αυτή είναι η πρωινή δουλειά της μνήμης, να ξεσκαρτάρει και να καθαρογράφει την ιστορία, ώστε να βγάζει νόημα ακόμα κι δεν ήταν έτσι εξαρχής.
Ο Σαββόπουλος άστεγος, ο Σαββόπουλος σερβιτόρος, ο Σαββόπουλος αποθηκάριος και γυμνό μοντέλο στην Καλών Τεχνών, ο Σαββόπουλος πεινασμένος και κλέφτης του κατοστάρικου… αφηγήσεις σαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες των γονιών μας πριν γίνουν γονείς, πριν σοβαρευτούν και αναλάβουν τις ευθύνες τους, έφηβοι που νοιάζονταν μόνο για τους εαυτούς τους − σχεδόν μας προσβάλλει το γεγονός ότι δεν υπήρχαμε κι εμείς εκείνη την εποχή για να νοιαστούν για εμάς! Γύρω από τον περιπλανώμενο Σαββόπουλο κι άλλοι μελλοντικοί γίγαντες πολύ πριν αποκτήσουν το μπόι τους: ο Μάνος Λοΐζος που δάνειζε κιθάρες, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου τη νύχτα που προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε πως τους ληστεύουν ναρκομανείς στο Ιλ ντ λα Σιτέ, ο Μαρκόπουλος μυθομανής… Στήριζαν ο ένας τον άλλον στη φτώχεια και την αποτυχία, τη Χούντα και την εξορία, στις fake εγγραφές στο πανεπιστήμιο για τα δωρεάν γεύματα στη φοιτητική εστία.
Κάποτε στο κλαμπ «Στοά» στην Αθήνα άρχισε να έρχεται η αστυνομία, όχι για να ακούσει μουσική φυσικά. «Πού είναι η έξοδος κινδύνου;» ρώτησαν τον ιδιοκτήτη. Δεν είχε έξοδο κινδύνου η τρύπα, αλλά αυτοί του έδωσαν μια εβδομάδα διορία, αλλιώς κομμένη η άδεια λειτουργίας. Πιάνει ένα από τα αδέλφια που είχαν το μαγαζί και γράφει στην είσοδο: «ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ». Επιστρέφουν μετά από μια εβδομάδα τα γαλόνια.
«Πού είναι η έξοδος κινδύνου;»
«Να τη! Το γράφει».
«Και τότε πού είναι η είσοδος;»
«Δεν έχει!»
Σπουδαίοι ακόμα και ως άσημοι δεν στάθηκαν μόνο τυχεροί, μπόμπιρες γίγαντες έπιναν το γάλα τους και ψήλωναν αργά, αλλά οι ίσκιοι τους ήταν ήδη εκεί, μπορούσες να τους καταλάβεις από τις πρώτες νότες μέσα στην παραφωνία.