Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΟΙ ΔΥΟ ΦΩΝΕΣ ΤΗΣ ΡΑΠ

Οι δυο φωνές της ραπ
Φωτ. D9
Καλλιτεχνικά κάθε γενιά απαγκιστρώνεται από την προηγούμενη για να αυτοπροσδιοριστεί, αναδεικνύοντας τα δικά της ρεύματα και τους δικούς της «ποιητές», που από το περιθώριο κινούνται προς το κέντρο του mainstream, όσο μεγαλώνουν οι συνομήλικοι φανς και τα πορτοφόλια τους. Και σε καθένα από αυτά τα ρεύματα συναντά κανείς τα πάντα, ομορφιά και ασχήμια, ευφυΐα και ηλιθιότητα, φωτεινές και σκοτεινές ροές.

Πρώτη γυμνασίου, 1995 μ.Χ., παλαιολιθική Κρήτη. Ο Αλέξης, παιδικός, οικογενειακός φίλος βάζει μια διάφανη κασέτα στο walkman του και με κοιτά πονηρά με κάποια ικανοποίηση. «Άκου», μου λέει και πατάει το play, βάζω τα ακουστικά στέκα και στην αρχή ο ήχος με ξενίζει. «Woe to you, oh earth and sea for the Devil sends the beast with wrath». Στην προ-διαδικτυακή εποχή, σε ένα νησί που οι τοπικοί σταθμοί έπαιζαν μόνο Χατζηδάκη, Ξυλούρη, Πωλίνα, Πάριο και Χρήστο Δάντη, ακούω για πρώτη φορά στη ζωή μου heavy metal, Iron Maiden. «Six six six, the number of the beast. Hell and fire was spawned to be released!». Ένα στιγμιότυπο προεφηβικής επανάστασης στις πρώτες, διερευνητικές αποστολές αναζήτησης ταυτότητας καθώς απομακρύνομαι από την επικράτεια επιρροής των γονιών μου με την ταχύτητα του ήχου. Δεν αντιμετωπίζω αληθινά προβλήματα, το γνωστό σύμπαν μου συμπίπτει με τα σύνορα των Χανίων, δεν έχω κάποιον λόγο να διαμαρτυρηθώ, αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να το κάνω για να σπάσω την πλήξη της ακινησίας εκείνων των ετών. Όταν λίγους μήνες αργότερα η μητέρα μου θα πιάσει στα χέρια της το εξώφυλλο του αυθεντικού CD που είχα κρυφά αγοράσει μαζεύοντας το χαρτζιλίκι μου, θα πετάξει τον δίσκο στα σκουπίδια και θα συμφωνήσει με την εξίσου θορυβημένη για τα παιδιά της γειτόνισσα πως η ροκ μουσική ωθεί αναπόδραστα τους νέους στον σατανισμό και θα ήταν καλύτερα να απαγορευτεί διά νόμου.

Η «δίκη» 

Την πρώτη φορά που άκουσα γνωστό δημοσιογράφο να σχολιάζει μετά βδελυγμίας τη μεγάλη συναυλία του Λεξ του 2022 στη Νέα Σμύρνη, ξύπνησε το παιδικό «τραύμα» της γονεϊκής καταδίκης, μόνο που στην περίπτωση του ΛΕΞ τα κίνητρα του κατηγορητηρίου από ένα καθιερωμένο μέσο ήταν μάλλον (ή έστω, και) πολιτικά. Με ύφος που θύμιζε φανατισμένο κατηχητή, ο δημοσιογράφος ξιφουλκούσε στον αέρα διαβάζοντας τους πιο αιχμηρούς στίχους του ράπερ, αποσιωπώντας το κοινωνικό πρόσημο πολλών τραγουδιών του για τα αδιέξοδα της νέας γενιάς, το αίσθημα αδικίας και τη γενικευμένη απελπισία. Διασκέδασα λίγο στην ιδέα πως η οργή του παρουσιαστή σε prime time ζώνη προκαλούσε το περίφημο streisand effect κάνοντας γνωστό τον ΛΕΞ σε ένα ακροατήριο πολύ μεγαλύτερο και, αντί να πλήξει τη φήμη του, του χάριζε με βεβαιότητα αρκετούς νέους ακροατές.

ΤΟ ΠΙΣΤΟ «ΠΑΡΩΝ» ΔΕΚΑΔΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΤΟΥ ΛΕΞ, ΤΟ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ ΦΘΗΝΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΤΩΝ 15 ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΤΑ ΑΚΑΡΙΑΙΑ SOLD OUT ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΩΘΗΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΔΙΝΟΥΝ ΜΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ «ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ» ΤΗΣ ΥΠΟΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΠΟΥ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΑ MAINSTREAM MEDIA, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΟΥΤΩΣ Η ΑΛΛΩΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΗΜΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΙΚΡΟΤΕΡΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ. ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΓΕΝΙΑ ΣΥΝΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΝΕΤΑΙ «ΑΛΛΟΥ», ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΤΙΝΑ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΤΩΝ «ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΕΝΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ» ΜΕ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΕΙ.

Το πιστό «παρών» δεκάδων χιλιάδων στις συναυλίες του, το συνειδητά φθηνό εισιτήριο των 15 ευρώ και τα ακαριαία sold out χωρίς καμία προωθητική ενέργεια δίνουν μία αίσθηση «παλίρροιας» της υποκουλτούρας που ακυρώνει τα mainstream media, τα οποία ούτως ή άλλως δεν έχουν σημεία επαφής με τις μικρότερες ηλικίες. Μια ολόκληρη γενιά συνεννοείται και οργανώνεται «αλλού», έξω από την ακτίνα δράσης και αντίληψης των «προβληματισμένων παππούδων» με τους οποίους δεν έχει πολλά να μοιραστεί.

Η «δικογραφία» σε βάρος της ελληνικής ραπ βασίζεται συνήθως στα κραυγαλέα και πιο εμπορικά της παραδείγματα − περσόνες που φορούν χρυσές αλυσίδες και γούνες πλέκοντας πιασάρικα εγκώμια στην παρανομία. Το αποτέλεσμα; 45άρηδες γονείς να φοβούνται μήπως το 12χρονο τους επιχειρήσει να πουλήσει κοκαΐνη στο δημοτικό επειδή τραγουδάει Light, ξεχνώντας πως οι ίδιοι ούρλιαζαν στην εφηβεία τους «Bring your daughter to the slaughter», χωρίς ποτέ να επιδοθούν σε ανθρωποθυσίες.

Δεν υποβαθμίζουμε το ζήτημα: καλλιτέχνες σαν τον Snik κομπορρημονούν στις ρίμες τους για τις σχέσεις τους με τον υπόκοσμο, ρομαντικοποιώντας τη μαφία και τη χρήση καταστροφικών ουσιών, γίνονται το soundtrack μιας εξιδανικευμένης «ανδρόσφαιρας», στην οποία οι γυναίκες έχουν θέση αποκλειστικά ως gold diggers ιερόδουλες που νοιάζονται μόνο για τις ανέσεις τους και τα μεγάλα ανδρικά μόρια – μια μελοποιημένη ανοησία που μπορεί όντως στις παρυφές του ψυχισμού να αποδειχθεί έως και επικίνδυνη…

Όμως η συνθήκη αυτή είναι διαχρονική −το περιθώριο και η παρανομία είχαν ανέκαθεν τους βάρδους της− σε πόσα ρεμπέτικα δεν εξυμνήθηκαν γυναικοκτονίες, τι διαφήμιζε στο απόγειό του το γκλαμ ροκ, σε εποχές πιο «ασφαλείς» για την καφρίλα, χωρίς τις κοινωνικές πλατφόρμες όπου η παραμικρή εξέλιξη γίνεται είδηση και τίθεται στη βάσανο ενός «ηθικού ΚΤΕΟ».

Ασχήμια και ομορφιά

Καλλιτεχνικά κάθε γενιά απαγκιστρώνεται από την προηγούμενη για να αυτοπροσδιοριστεί, αναδεικνύοντας τα δικά της ρεύματα και τους δικούς της «ποιητές», που από το περιθώριο κινούνται προς το κέντρο του mainstream, όσο μεγαλώνουν οι συνομήλικοι φανς και τα πορτοφόλια τους. Και σε καθένα από αυτά τα ρεύματα συναντά κανείς τα πάντα, ομορφιά και ασχήμια, ευφυΐα και ηλιθιότητα, φωτεινές και σκοτεινέ

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΣΑΝ ΤΟΝ SNIK ΚΟΜΠΟΡΡΗΜΟΝΟΥΝ ΣΤΙΣ ΡΙΜΕΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΚΟΣΜΟ, ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ, ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΤΟ SOUNDTRACK ΜΙΑΣ ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΜΕΝΗΣ «ΑΝΔΡΟΣΦΑΙΡΑΣ», ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΧΟΥΝ ΘΕΣΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΩΣ GOLD DIGGERS ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ ΠΟΥ ΝΟΙΑΖΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΔΡΙΚΑ ΜΟΡΙΑ - ΜΙΑ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΝΟΗΣΙΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΟΝΤΩΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΨΥΧΙΣΜΟΥ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΕΙ ΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ…

 

Αν λοιπόν κάποιος είναι πρόθυμος να μπει σε μία συζήτηση περί προτύπων και παραδείγματος ή έστω, να τολμήσει μια επιδερμική ανάλυση των στίχων, θα ήταν ανειλικρινές να κάνει cherry picking αγνοώντας −όπως ο γνωστός δημοσιογράφος who shall remain unnamed− το εύρος και το βάθος μιας ολόκληρης μουσικής σκηνής. Διαφωτιστικό προς αυτή την κατεύθυνση είναι το φιλμ «Εμείς», ένα ντοκιμαντέρ για τον Έλληνα ράπερ Bloody Hawk από την Ξάνθη, που ξεκίνησε να τραγουδά σε ηλικία 16 ετών. Και αυτός, όπως και ο ΛΕΞ, έκανε sold out στη θερινή συναυλία του στο ΟΑΚΑ χωρίς καθόλου να ακουστεί στις πληρωμένες, ως επί το πλείστον, playlist των ραδιοφώνων.

Και αυτός, όπως και ο ΛΕΞ, ραψωδεί για τις δυσκολίες της δικής του γενιάς, τη διάψευση και την ταπεινή καταγωγή, τις λιγοστές ευκαιρίες και τη φτώχεια − είναι μια φωνή που δεν αγνοείται από τους συνομηλίκους του, γιατί ακριβώς τους εκφράζει αντί να τους επικρίνει με κωμικούς, ανεδαφικούς αφορισμούς. Και το μέτρο της επιτυχίας της ραπ μπορεί να βρεθεί στην ανέλπιστη εξάπλωσή της και σε όμορες ηλικιακές κατηγορίες, τους 40-49, που ξέρουν τους στίχους Λεξ χωρίς να νοιάζονται για τα «ρουθουνίσματα» των δίποδων κλισέ.

Αλλά ας μη μιλάμε άλλο εμείς για την «άλλη» ραπ, ας μιλήσει εκείνη για τον εαυτό της, διά στόματος Bloody Hawk που στο track «Μπαλόνια» μιλά κάποια στιγμή ταυτόχρονα στον πατέρα του, στον εαυτό του και, πιθανότατα, σε εμάς.

 

Στα 30 αισίως νοικοκυρεύτηκες

Βρήκες μια καλή κοπέλα κι ερωτεύτηκες

Πηγαίνατε καλά και δεν το σκέφτηκες

Την άφησες έγκυο και την παντρεύτηκες

Σαν πατέρας είχες ασχολία κύρια

Να ζεις για να πληρώνεις φροντιστήρια

Να σώσεις το παιδί σου από της κοινωνίας τους μάγκες

Να διαλέγεις προσφορές, να στέκεσαι σε ουρές σε super market

Το παιδί σου σύντομα θα φύγει τη ζωή του να τραβήξει

Η γυναίκα σου κουράστηκε απ’ την πλήξη

Όλα τα υπόλοιπα είναι κρύα

Θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου σε μίζερα καφενεία

Ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ξέρεις

Ανάμεσα σε κόσμους που δεν άντεχες να βλέπεις

Ανάμεσα σε θέλω κι υποσχέσεις

Ανάμεσα σε ερείπια μιας ζωής χαμένης

Φοβήθηκες να κάνεις μακροβούτια

Νομίζω πως έβαλες το μυαλό σου σε καλούπια

Νομίζω το παιδί που κρύβεις μέσα σου ουρλιάζει

Γι’ αυτό όταν ξαπλώνεις τα βράδια δεν είσαι εντάξει

Γι’ αυτό τις αναμνήσεις το μυαλό σου έχει ξεχάσει

Γι’ αυτό οι παιδικές ζωγραφιές δεν φτάνουν στον νου σου

Γιατί τα βράδια πριν να κοιμηθείς

Προσπαθούσες να βάλεις τα όνειρά σου μέσα στην τσάντα του γιου σου

Δε σε κατηγορώ, κάπου θα πιάστηκες

Συγγνώμη αν απ’ όσα είπα χαλάστηκες

Απλά απάντα μου σε κάτι τελευταίο

Πιστεύεις έζησες ή συμβιβάστηκες;



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ