Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

SWIFTONOMICS: ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΗ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ

Swiftonomics: Το κορίτσι που φοβόταν τη μετριότητα επηρεάζει την αμερικανική οικονομία
Φωτ. Taylor Swift / Official Facebook Page
Η σχεδόν κινηματογραφική ζωή της άκρως επίμονης τραγουδίστριας που ξεκίνησε από τις κλίμακες της κάντρι και κατέκτησε το αστραφτερό σύμπαν της ποπ επηρεάζοντας ακόμα και την αμερικανική οικονομία.

Το όνομα της είναι πασίγνωστο ακόμα και σε χώρους που δεν θα ακουστεί ποτέ ούτε μισό τραγούδι της – από τα Ιμαλάια ως το νησί του Πάσχα, μπορεί να βρει κανείς ίχνη της τεράστιας επιδραστικότητας της στο σύμπαν της ποπ κουλτούρας.

Ξεκινώντας από την Πενσυλβάνια των ΗΠΑ απέκτησε παγκόσμια φήμη πριν καν ξεμπερδέψει με την εφηβεία της και κατάφερε να λάμψει τόσο δυνατά στο κατά τα άλλα κατάμεστο αστέρων μουσικό στερέωμα, που πλέον κάθε της απόφαση έχει πραγματικό αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία.

Το φαινόμενο απέκτησε δικό του όνομα: swiftonomics, καθώς εκατομμύρια φανατικοί φανς της (οι περίφημοι swifties) ξοδεύουν κατά μέσο όρο 1.300 δολάρια ο καθένας σε εισιτήρια, φαγητό, μετακινήσεις, ξενοδοχεία και καινούργια ρούχα, για να βρεθούν σε μία συναυλία της, σύμφωνα με το περιοδικό Fortune. Όπου κι αν βρεθεί, ενισχύει κατά εκατομμύρια δολάρια τις τοπικές αγορές.

Με την περιοδεία της Eras Tour που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023 και θα τελειώσει τον Δεκέμβριο του 2024, θα δώσει 152 συναυλίες σε 20 χώρες πέντε διαφορετικών ηπείρων και τα έσοδά της υπολογίζεται πως θα ξεπεράσουν το 1,1 δισεκατομμύριο δολάρια.

Μόνο στις ΗΠΑ, η κινητικότητα και οι δαπάνες γύρω τις συναυλίες της αναμένεται να τονώσουν την αμερικανική οικονομία κατά 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με ανάλυση της Wall Street Journal.

Το δευτερόλεπτο που έγιναν διαθέσιμα τα εισιτήρια της για την Eras Tour, η Σουίφτ έκανε παγκόσμιο ρεκόρ με δύο εκατομμύρια εισιτήρια – είναι τα περισσότερα που έχει (ξε)πουλήσει ποτέ καλλιτέχνης σε μία μόνο ημέρα. Η επισκεψιμότητα στους ιστοτόπους αγοράς των εισιτηρίων ήταν τόσο μεγάλη, που κάποιοι σέρβερ λύγισαν και σελίδες του Ticketmaster κυριολεκτικά κατέρρευσαν.

Και όπως συμβαίνει σε κάθε ιστορία επιτυχίας μέσα σε ανταγωνιστικό περιβάλλον, τίποτα δεν έγινε τυχαία. Για χρόνια, η Σουίφτ έγραψε το ένα χιτ πίσω από το άλλο και στις συναυλίες της τα θυμάται όλα, τραγουδώντας για τρεις ώρες και δεκαπέντε λεπτά πάνω στη σκηνή, «τιμώντας» κάθε μία από τις εποχές της (εξ ου και Eras Group). Ακόμα και σκληροπυρηνικοί κριτικοί την επαινούν αναγνωρίζοντας πως έχει καταφέρει να παρουσιάσει μία εξαιρετική σύνοψη της καλλιτεχνικής διαδρομής της.

Πώς ξεκίνησαν όλα

Η Τέιλορ λάτρευε την κάντρι μουσική από παιδί. Κάθε φορά που άκουγε ένα τραγούδι της Σάνια Τουέιν, ένιωθε μια έντονη επιθυμία να «τρέξει τέσσερις φορές γύρω από το τετράγωνο» στη γειτονιά της, στο Ουέστ Ρέντινγκ της Πενσυλβάνια, «και να ονειρευτεί τα πάντα», όπως έχει πει. 

Σε ηλικία εννέα ετών, άρχισε να ασχολείται με το μουσικό θέατρο και έπαιξε σε τέσσερις παραγωγές της Berks Youth Theatre Academy. Η μαμά της, παλιό στέλεχος σε εταιρείες μάρκετινγκ που τα άφησε όλα και ασχολήθηκε με τα οικιακά, και ο πατέρας της, οικονομικός σύμβουλος του επενδυτικού ομίλου Merill Lynch αντιλήφθηκαν νωρίς το ταλέντο της και φρόντισαν το παιδί τους να ταξιδεύει όσο πιο συχνά γινόταν στη Νέα Υόρκη για μαθήματα φωνητικής και υποκριτικής. 

Τα Σαββατοκύριακα τραγουδούσε σε τοπικά φεστιβάλ και άλλες εκδηλώσεις. Όταν είδε το ντοκιμαντέρ για την τραγουδίστρια της Κάντρι Φέιθ Χιλ, αποφάσισε πως έπρεπε να μετακομίσει στο Νάσβιλ του Τενεσί, για να ακολουθήσει μια καριέρα στη μουσική. Σε ηλικία 11 ετών, επισκέφθηκε τη «Μέκκα» της κάντρι μουσικής, μαζί με τη μητέρα της, χτύπησε όλες τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών της περιοχής και τους άφησε δείγμα της δουλειά της – cd με διασκευές καραόκε μεγάλων επιτυχιών της Ντόλι Πάρτον και των Ντίξι Τσικς. 

Και όλες αυτές οι δισκογραφικές την άκουσαν και… την απέρριψαν, καθώς μάλλον δεν είχε ωριμάσει ακόμα καλλιτεχνικά. «Όλοι σε εκείνη την πόλη ήθελαν να κάνουν αυτό που ήθελα να κάνω εγώ. Έτσι, συνέχισα να σκέφτομαι τον εαυτό μου, να βρω έναν τρόπο να είμαι διαφορετική», θυμόταν αργότερα. 

Όταν η Σουίφτ πλησίαζε τα 12, ένας τεχνικός υπολογιστών που έπαιζε μουσική στην περιοχή, ο Ρόνι Κρέμερ, της έμαθε να παίζει κιθάρα. Το πρώτο τραγούδι που έγραψε – κάποιοι λένε με τη βοήθεια του Κρέμερ – ήταν το “Lucky You”.

Το 2003, σε ηλικία 14 ετών, η Σουίφτ και οι γονείς της υπέγραψαν συνεργασία με τον κυνηγό ταλέντων Νταν Ντάμτροου με έδρα τη Νέα Υόρκη. Με τη βοήθειά του, ένα τραγούδι της συμπεριλήφθηκε σε CD συλλογής της Maybelline. Για να βοηθήσει την κόρη του να μπει στη μουσική σκηνή της κάντρι, ο πατέρας της ζήτησε από την εταιρεία του Merrill Lynch να τον μεταφέρουν στο παράρτημα του Νάσβιλ και η οικογένεια μετακόμισε στο Χέντερσονσβιλ όπου η Σούιφτ τελείωσε το γυμνάσιο, πριν φοιτήσει στην Ακαδημία Άαρον που της επέτρεψε να κάνει μαθήματα μέσω τηλεδιάσκεψης, όταν βρισκόταν σε μουσικές περιοδείες. 

Στο Νάσβιλ, η Σουίφτ δούλεψε με έμπειρους τραγουδοποιούς όπως οι αδερφοί Γουόρεν, ο Μπρετ Τζέμς και ο Τρόι Βέρτζες. Κάθε απόγευμα τρίτης, συναντιόταν με την τραγουδίστρια της κάντρι, Λιζ Ρόουζ και έκαναν ασκήσεις σύνθεσης. 

Στα 16 της, υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο, με την Big Machine Records, επιθυμώντας να σταδιοδρομήσει στην κάντρι. 

Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο σινγκλ τον Ιούνιο του 2006 , “Tim McGraw”, η Σουίφτ και η μητέρα της πακετάριζαν οι ίδιες και έστελναν τις κόπιες του CD σε ραδιοφωνικούς σταθμούς της χώρας. Το πρώτο της  άλμπουμ ήταν το “Taylor Swift” (2006) και ακολούθησε το “Fearless”, δύο χρόνια αργότερα, εμπνευσμένο από το ανάμεικτο ηχόχρωμα της κάντρι και της ποπ.

Ο κριτικός του Country Weekly , Κρις Νιλ, θεώρησε τη Σουίφτ καλύτερη από προηγούμενες επίδοξες έφηβες τραγουδίστριες της κάντρι λόγω της «ειλικρίνειας, της ευφυΐας και του ιδεαλισμού της».

Τα σινγκλ της ” Love Story ” και ” You Belong with Me ” ήταν τα πρώτα που την εκτόξευσαν στο στερέωμα της πανεθνικής φήμης.

Στα 54α Ετήσια Βραβεία Γκράμι το 2012, η ​​Σουίφτ κέρδισε τα βραβεία για το καλύτερο κάντρι τραγούδι και την καλύτερη κάντρι σόλο ερμηνεία για το “Mean”, το οποίο ερμήνευσε κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής. 

«Εκτόξευση»

 Το 2014 άφησε πίσω της τον οικείο πλανήτη της κάντρι και να απογειωθεί με το άλμπουμ “1989”, ένα synth-pop που την έφερε στην κορυφή παγκοσμίως με επιτυχίες όπως το “Shake It Off” και το “Blank Space”.

Το 2018 υπογράφει με τη Republic Records και έναν χρόνο αργότερα κυκλοφορεί το πιο εκλεκτικό άλμπουμ “Lover” ενώ το 2020 σειρά έχει το αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ Miss Americana.

Δεν δίστασε να πειραματιστεί με την indie folk και την εναλλακτική ροκ και εξερεύνησε διάφορα στυλ της ποπ στο άλμπουμ Midnights. Ακολούθησαν μία σειρά από Νο1 επιτυχίες μεταξύ των οποίων τα “Cruel Summer”, “Cardigan”, “Anti-Hero” και “All Too Well”. 

Η Σουίφτ έχει λάβει συνολικά 1.235 υποψηφιότητες για βραβεία και έχει κερδίσει 639. Ανάμεσα σε αυτά, ήταν υποψήφια για 29 Γκράμι, έχοντας κατακτήσει 12. Στις 31 Μαρτίου 2012 η Σουίφτ κέρδισε το βραβείο Big Help Award στα Kids’ Choice Awards 2012 για την βοήθειά της στους επιζώντες από φυσικές καταστροφές. Στα 63α Μουσικά Βραβεία Γκράμι η Τέιλορ κέρδισε το βραβείο για το Άλμπουμ της Χρονιάς (Folklore), πέντε χρόνια μετά την τελευταία της νίκη με το Άλμπουμ “1989”. Είναι η καλλιτέχνης με τα περισσότερα βραβεία για Άλμπουμ της Χρονιάς, στην ιστορία, έχοντας κατακτήσει τρία σε αυτή την κατηγορία. 

Η τρέχουσα περιοδεία της Eras 2023 – 2024 καταγράφει τα μεγαλύτερα κέρδη που έχουν σημειωθεί ποτέ σε συναυλίες ενός και μόνο καλλιτέχνη. 

«Με τρομάζει ο κίνδυνος του να είμαι μέτρια» έχει πει, αλλά μάλλον δεν θα πρέπει να φοβάται και τόσο. 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ