Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ BEALE STREET…

Επιστροφή στην Beale Street…
Λίγα κείμενα περιγράφουν με τόση ακρίβεια τον αντίκτυπο του θεσμικού ρατσισμού στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων όσο το Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει, του Τζέιμς Μπόλντουιν. Και η επικαιρότητα των μηνυμάτων είναι εντυπωσιακή, ιδίως αν κοιτάξει κανείς τη στρεβλότητα και την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν ορισμένοι το woke κίνημα.

Λίγα κείμενα περιγράφουν με τόση ακρίβεια, αλλά και τόση απλότητα, τη σκληρότητα και τον αντίκτυπο του θεσμικού ρατσισμού στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων όσο το Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει, του Τζέιμς Μπόλντουιν. Η πλοκή τοποθετείται στo Χάρλεμ της Νέα Υόρκης, στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η δεκαεννιάχρονη Τις ερωτεύεται τον εικοσιδυάχρονο Φόνι, έναν νέο μαύρο γλύπτη και παιδικό της φίλο. Στο υγρό υπόγειο της Bank Street που νοικιάζει ο Φόνι, το μικρό καταφύγιο του ζευγαριού, ξεδιπλώνονται τα επεισόδια μιας δυνατής και αγνής μετεφηβικής αγάπης. Όνειρα, συναισθήματα, προσδοκίες, δημιουργία… Ώσπου οι κοινωνικές συνθήκες εισβάλλουν βιαίως. Ο εισβολέας, σίγουρα όχι απροσδόκητος. Αυτή τη φορά ακούει στο όνομα αστυνόμος Μπελ. 

Αξίζει να σταθούμε για μια στιγμή στη σημαντικότερη ίσως σκηνή για την κατανόηση όχι μόνο της αφήγησης, αλλά και του κεντρικού μηνύματός της − αν μπορεί να αξιώσει κανείς να εξαγάγει κάτι τόσο μονοσήμαντο από ένα τόσο όμορφο λογοτεχνικό κείμενο. Το ζευγάρι επισκέπτεται ένα μανάβικο για να ψωνίσει. Όταν ο Φόνι απομακρύνεται για λίγο, ένας λευκός άνδρας παρενοχλεί την Τις. Μόλις επιστρέφει και συνειδητοποιεί τι έχει συμβεί, ο Φόνι τον αρπάζει από τα μαλλιά και τον χτυπά, ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Ο αστυνόμος Μπελ, που βρισκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο, σπεύδει να παρέμβει με άγριες διαθέσεις για να συλλάβει το Φόνι, ωστόσο η Ιταλίδα ιδιοκτήτρια του μαγαζιού μπαίνει στη μέση, περιγράφοντας, ως αντικειμενικός τρίτος, τι είχε συμβεί. Κι όμως, ο αστυνόμος αγνοεί τη μαρτυρία και αποφασίζει να στοχοποιήσει τον Φόνι λόγω του χρώματός του. Λίγες μέρες αργότερα, δηλώνει ψευδώς ότι τον είδε να απομακρύνεται από τον τόπο ενός εγκλήματος, τον τόπο του βιασμού μιας Πορτορικανής γυναίκας, γεγονός που οδηγεί τον νεαρό γλύπτη στη φυλακή. 

Πολλά έχουν γραφτεί για το αν η ιστορία που διηγείται ο Μπόλντουιν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Άνθρωποι που βρίσκονταν κοντά στον συγγραφέα έλεγαν ότι εμπνεύστηκε, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, από την περιπέτεια ενός φίλου του, του Γουίλιαμ «Τόνι» Μέιναρντ Τζ., ο οποίος κατηγορήθηκε άδικα ότι σκότωσε έναν παρασημοφορεμένο λευκό πεζοναύτη και πέρασε πάνω από έξι χρόνια στο κελί μιας φυλακής. Αν, όμως, το καλοσκεφτεί κανείς, η σημασία του συγκεκριμένου προβληματισμού είναι μάλλον μικρή. Στο περιβάλλον και το πλαίσιο της εποχής, η ιστορία θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν αληθινή. Και ήταν αναμφίβολα σε πλήθος άλλων περιπτώσεων. Υπήρξαν, για να το πούμε απλά, πολλές άλλες τέτοιες, παρόμοιες ιστορίες. 

Το κρίσιμο, εν προκειμένω, βρίσκεται αλλού. Στην περιγραφή του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ή δεν λειτουργεί ένας θεσμός. Και στη σημασία που έχουν τα πρόσωπα και το κοινωνικό περιβάλλον για αυτό. Παρά τα όσα υποστήριζαν οι κλασικοί του πολιτικού φιλελευθερισμού, οι θεσμοί δεν είναι ποτέ απρόσωποι, η απλή ύπαρξή τους δεν προστατεύει ποτέ πλήρως την κοινωνία από την εισαγωγή σκληρών διακρίσεων και αυθαίρετων ασυμμετριών. Πίσω από τον κάθε θεσμό, στο μικρο-επίπεδο της καθημερινής εφαρμογής και λειτουργίας του, είναι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι −τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ο Μπελ και ο κάθε Μπελ− εκείνοι που διαθέτουν, στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση, μια σημαντική διακριτική ευχέρεια στις αποφάσεις τους − και έτσι τον καθορίζουν. Και οι άνθρωποι αυτοί έχουν προκαταλήψεις, έχθρες, εξαρτήσεις, ενίοτε και πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτό σημαίνει, και εδώ έχουμε ένα βαθιά πολιτικό μάθημα του Μπόλντουιν με πολύ ευρύτερες προεκτάσεις, ότι μπορούμε μια χαρά να έχουμε ένα κέλυφος χρηστής θεσμικής λειτουργίας και, την ίδια στιγμή, στο υπέδαφός του, συγκεκριμένες ομάδες μη προνομιούχων να ζουν μια πραγματική κόλαση. 

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ο Μπόλντουιν περιγράφει ένα ακραίο ανθρώπινο δράμα, καθώς η Τις, που στο μεταξύ έχει μάθει ότι είναι έγκυος στο παιδί του Φόνι, και η οικογένειά της, προσπαθούν να βγάλουν τον Φόνι από τη φυλακή, διαθέτοντας πενιχρά οικονομικά μέσα. Εδώ, νομίζω, ο στόχος του συγγραφέα είναι ελαφρώς διαφορετικός. Έγκειται στην κατάδειξη του αόρατου ίχνους που αφήνουν στις ζωές των καθημερινών ανθρώπων οι αιώνες σωρευμένης καταπίεσης και ανισότητας. Η Τις, ο Φόνι, οι οικογένειές τους, κουβαλούν μέσα τους, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιούν όλες τις στιγμές, το υπέρμετρο βάρος της καταπίεσης των προγόνων τους, όπως άλλωστε θα κάνει και το παιδί τους, όταν γεννηθεί. Αυτό αντικατοπτρίζεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους, στον τρόπο που μιλούν, στον τρόπο που ονειρεύονται, στον τρόπο που κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Η δε αντιστροφή της αδικίας που βιώνουν οι ίδιοι μοιάζει με την προσπάθεια ξεριζώματος ενός υπεραιωνόβιου δέντρου. Κι όμως δεν το βάζουν κάτω… 

Και εδώ η επικαιρότητα των μηνυμάτων είναι εντυπωσιακή, ιδίως αν κοιτάξει κανείς τη στρεβλότητα και την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν ορισμένοι το woke κίνημα. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια μιας εμβληματικής μορφής της critical race theory, της Κίμπερλε Κρενσό, «η κουλτούρα του woke εμφανίζεται [σήμερα] ως εκείνη που καταπιέζει, όχι οι αιώνες υποδούλωσης, γενοκτονίας και ιμπεριαλισμού, που έχουν διαμορφώσει τις ζωές των ανθρώπων με άλλο χρώμα, με τρόπους που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα». 



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ