Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΛΛΑΝΤΙΚΩΝ: ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ

Ελληνική βιομηχανία αλλαντικών: Το στοίχημα της επόμενης δεκαετίας
Σημαντικές νέες προκλήσεις, όπως η συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς, η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών ή οι νέες τάσεις προς προϊόντα καθαρής ετικέτας, οδηγούν τις περισσότερες εταιρείες του κλάδου να διευρύνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα με στόχο τη δημιουργία ολοκληρωμένων ομίλων τροφίμων με διευρυμένο προϊοντικό χαρτοφυλάκιο, διεκδικώντας ουσιαστική παρουσία και σε διεθνείς αγορές.

Σε μια εποχή που η πρωτεΐνη αποθεώνεται, η ελληνική αλλαντοβιομηχανία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μετά από μια δεκαετία εξαγορών, αλλαγών ιδιοκτησίας και αναδιαρθρώσεων −με πιο πρόσφατη αυτή της Π.Γ. Νίκας−, που άλλαξαν ριζικά το τοπίο του κλάδου, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις που θα καθορίσουν το μέλλον τους.

Από τη μια πλευρά, ο πληθωρισμός και η μειωμένη αγοραστική δύναμη συρρικνώνουν μια αγορά που διατηρούσε σχετική σταθερότητα για αρκετά χρόνια. Από την άλλη, η στροφή προς την υγιεινή διατροφή, τα clean label προϊόντα και οι εξελισσόμενες καταναλωτικές συνήθειες ανοίγουν νέους ορίζοντες για όσους μπορούν να προσαρμοστούν γρήγορα.

Όπως τονίζουν στελέχη του κλάδου: «Η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων παραμένει παγιδευμένη, θυσιάζοντας την κερδοφορία για να καλύψει τα υψηλά λειτουργικά κόστη πρώτων υλών και ενέργειας. Στα αλλαντικά η μάχη είναι σώμα με σώμα, ενώ στον φαύλο κύκλο των ανατιμήσεων αναπτύσσονται αθέμιτες πρακτικές, όπως εικονικές μειώσεις τιμών και προσφορές».

Η αμείλικτη πίεση στην εγχώρια αγορά

Τα στοιχεία της NielsenIQ καταγράφουν με σαφήνεια τη δυσκολία: το 2024 οι πωλήσεις αλλαντικών στα σούπερ μάρκετ υποχώρησαν 4,6% σε αξία, πέφτοντας στα 399,1 εκατ. ευρώ από 418,5 εκατ. το 2023, ενώ σε όγκο μειώθηκαν 2,9%. Μετά την άνοδο του 2022 (+3,8%), η κατηγορία μπήκε σε τροχιά στασιμότητας που ανησυχεί σοβαρά τους παίκτες του κλάδου.

Η κάμψη αποτυπώνεται και στις πωλήσεις των επώνυμων συσκευασμένων αλλαντικών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Circana, το 2022 η αγορά διαμορφώθηκε στα 152,3 εκατ. ευρώ και 16,6 εκατ. κιλά. Το 2023 σημειώθηκε μικρή ανάκαμψη σε αξία (157,7 εκατ., +3,5%), αλλά με μείωση όγκου (-2,5%). Το 2024 η αξία υποχώρησε στα 155,9 εκατ. ευρώ και ο όγκος σταθεροποιήθηκε στα 16,3 εκατ. κιλά. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 καταγράφει ξανά απώλειες: -2,9% σε αξία και -3,4% σε όγκο έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου.

Η ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΞΑΦΝΙΚΑ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΤΑΤ, ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΑΛΛΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΡΕΑΤΟΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ. ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΟΤΙ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 2014-2023 ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ Η ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΘΕΙΣΑ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΚΡΕΑΤΟΣ ΕΠΕΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ 10 ΚΙΛΑ ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ. ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΘΟΔΙΚΑ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΑΛΛΑΝΤΙΚΩΝ, ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΥΣΤΕΡΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΧΩΡΕΣ.

Αντίθετα, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (private label) ενισχύουν τη θέση τους. Από 71,7 εκατ. ευρώ το 2022 ανέβηκαν στα 77,2 εκατ. το 2024, ενώ σε όγκο από 10,0 σε 10,6 εκατ. κιλά. Στο πρώτο εξάμηνο του 2025 οι πωλήσεις τους παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες (36,4 εκατ. ευρώ, 5,02 εκατ. κιλά), δείχνοντας αντοχή έναντι της συνολικής αγοράς.

Η στροφή των καταναλωτών σε πιο οικονομικές επιλογές περιορίζει τα περιθώρια για τα επώνυμα brands, τα οποία καλούνται να απαντήσουν με καινοτομία και διαφοροποίηση. Αν η τάση συνεχιστεί, το 2025 ενδέχεται να κλείσει με τις χαμηλότερες πωλήσεις τετραετίας, την ώρα που το μερίδιο των private label θα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά.

Η συρρίκνωση της αγοράς δεν είναι φαινόμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση οδήγησαν τους καταναλωτές να μειώσουν την κατανάλωση αλλαντικών και κρέατος εν γένει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δεκαετία 2014-2023 για πρώτη φορά η συνολική καταναλωθείσα ποσότητα κρέατος έπεσε κάτω από τα 10 κιλά κατά κεφαλή. Επίσης καθοδικά κινείται και η κατά κεφαλή κατανάλωση αλλαντικών που φαίνεται να υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα, η κατά κεφαλή κατανάλωση αλλαντικών και αλίπαστων κρεάτων, σε άλμη, ξηρά ή καπνιστά στην Ελλάδα ήταν 10,5 κιλά/ανά άτομο περίπου το 2015, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών), ενώ το 2023 έπεσε περίπου στα 8,9 κιλά/ανά άτομο. Σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπολογίζεται περίπου σε 20 κιλά/ανά άτομο κατά μέσο όρο.

Η αγορά αλλαντικών με δυναμική τζίρου περί τα 430-450 εκατ. ευρώ ελέγχεται σήμερα κατά 70-75% από τρεις κύριους παίκτες: Υφαντής με μερίδιο 23,15%, Creta Farms με 21,25% και Π.Γ. Νίκας με 6,41%. Το υπόλοιπο 25-30% κατανέμεται μεταξύ μικρότερων εταιρειών και της ιδιωτικής ετικέτας, που έχει φτάσει στο σημαντικό ποσοστό του 27%, αντανακλώντας την πίεση στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Παρά τις σημαντικές ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες και την ενέργεια που έχουν πλήξει τη βιομηχανία, οι εταιρείες δεν κατάφεραν να μετακυλήσουν αναλογικά το αυξημένο κόστος στους καταναλωτές. Η μέση ανατίμηση στο ράφι τα τελευταία τέσσερα χρόνια έφτασε μόλις στο 20%, στραγγαλίζοντας τα περιθώρια κέρδους και αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να αναζητήσουν εναλλακτικές στρατηγικές επιβίωσης.

Η στρατηγική διέξοδος

Η διεύρυνση της παραγωγικής δραστηριότητας εκτός του στενού ορίου των αλλαντικών αναδεικνύεται σε ισχυρό ανάχωμα κατά των πολλαπλών κρίσεων που αντιμετωπίζει η εγχώρια βιομηχανία. Αυτή η στρατηγική, πρωτοπόρος της οποίας υπήρξε η Υφαντής, πλέον αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή στην Creta Farms και επιχειρήθηκε επίσης στην Π.Γ. Νίκας κατά τη διάρκεια που βρισκόταν υπό την ομπρέλα της Bespoke SGA Holdings.

Αυτή η μεταμόρφωση στοχεύει στη δημιουργία ολοκληρωμένων ομίλων τροφίμων, με διευρυμένο προϊοντικό χαρτοφυλάκιο, που μπορούν να προσφέρουν στους καταναλωτές ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, επιτυγχάνοντας παράλληλα σημαντικές συνέργειες στην παραγωγή, τη διανομή και το marketing.

«Η ανάπτυξη έρχεται από τις εξαγωγές. Όσες εταιρείες μπορούν να διεκδικήσουν παρουσία και σταθερές συνεργασίες στις διεθνείς αγορές, μπορούν να προσβλέπουν σε ανάπτυξη. Το εγχώριο περιβάλλον παραμένει στάσιμο», αναφέρουν εκπρόσωποι του κλάδου, επισημαίνοντας ότι η «πίτα» της εγχώριας αγοράς είναι συγκεκριμένη και οι εταιρείες εστιάζουν κυρίως στη διατήρηση της μεριδιακής τους υπεροχής.

Καθώς τα παραδοσιακά αλλαντικά δεν αποτελούν προϊόν που εξάγεται ευρέως, λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους και των διαφορετικών γαστρονομικών παραδόσεων, η επέκταση σε άλλες κατηγορίες προϊόντων αποτέλεσε μονόδρομο για τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν εξωστρεφή ανάπτυξη.

Η εταιρεία Υφαντής αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένης στρατηγικής διεθνοποίησης και διαφοροποίησης στον ελληνικό χώρο. Από το 1998 ξεκίνησε τη διεθνή επέκτασή της, εισβάλλοντας συστηματικά σε αγορές όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ.

ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΑΚΟΜΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ ΕΓΧΩΡΙΑ ΑΠΗΧΗΣΗ, ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΕΠΕΝΔΥΟΥΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ ΣΕ VEGAN ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΣΕ ΑΥΤΑ ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ «ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ» ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΑΓΟΡΕΣ. Η ΔΕ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΣΕ ΗΜΙ-ΕΤΟΙΜΑ ΓΕΥΜΑΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΞΥΠΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ, ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΣΤΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ, ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΕΙΣΟΔΟ ΣΕ ΝΕΕΣ, ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΛΛΑΝΤΙΚΩΝ.

Σήμερα η Υφαντής διαθέτει πάνω από 500 διαφορετικά προϊόντα, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα κατηγοριών: παραδοσιακά αλλαντικά, κατεψυγμένα προϊόντα, έτοιμα γεύματα, plant-based σειρές, φέτα και ελαιόλαδο. Το 2023 οι ενοποιημένες πωλήσεις ξεπέρασαν τα 205 εκατ. ευρώ, ενώ όταν ολοκληρωθεί η εξαγορά της Π.Γ. Νίκας ΑΒΕΕ από την Bespoke SGA Holdings του Σπύρου Θεοδωρόπουλου –η δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών υπογράφτηκε την Τρίτη 26 Αυγούστου− ο όμιλος με τζίρο που θα ξεπερνά τα 280 εκατ. ευρώ θα ελέγχει τέσσερα brands (Υφαντής, Θράκης Γεύσεις, Νίκας και Έδεσμα) με μεγάλη αναγνωρισιμότητα και βαθιές ρίζες στη συνείδηση των Ελλήνων καταναλωτών.

Η Creta Farms (ΚΡΕΤΑ ΦΑΡΜ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΒΕΕ) υπό την ιδιοκτησία του Δημήτρη Βιντζηλαίου, ακολουθεί παρόμοια στρατηγική πορεία επενδύοντας 2,5 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση της γραμμής παραγωγής κατεψυγμένων προϊόντων και σχεδιάζοντας παράλληλα επέκταση στη γραμμή παραγωγής γύρου με επιπλέον επένδυση που θα αγγίξει τα 2 εκατ. ευρώ.

Η εταιρεία αναζητά ενεργά επέκταση στις εξαγωγές μέσω της ισπανικής Argal. Μάλιστα, τα προϊόντα της σειράς «Εν Ελλάδι» έκαναν το ντεμπούτο τους στη γαλλική αγορά, ανταποκρινόμενα στη ζήτηση για πιο υγιεινά και μεσογειακά τρόφιμα.

Η καινοτομία «Εν Ελλάδι», όπου το ελληνικό ελαιόλαδο αντικαθιστά το ζωικό λίπος στα αλλαντικά, όχι μόνο χάρισε στην εταιρεία διεθνείς πατέντες και αναγνώριση, αλλά αποτελεί και σήμερα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Ωστόσο οι εξαγωγές της κρητικής αλλαντοβιομηχανίας, παρά την αύξηση 12,7% στα 3,929 εκατ. ευρώ το 2024, παραμένουν χαμηλές (2,7% του τζίρου).

Πέρσι η Creta Farms διατήρησε σχεδόν αμετάβλητο τον τζίρο της στα 146 εκατ. ευρώ, αλλά οι καθαρές ζημίες εκτοξεύθηκαν κατά 856% στο 1 εκατ. ευρώ από ζημίες 105 χιλ. ευρώ το 2023. Η αλλαντοβιομηχανία, που ελέγχεται από την Bella Bulgaria, αντιμετώπισε την πτώση στην αγορά αλλαντικών με έντονες προωθητικές ενέργειες, με αποτέλεσμα το EBITDA να μειωθεί κατά 15,8% στα 7,01 εκατ. ευρώ, ενώ οι λειτουργικές ροές συρρικνώθηκαν 43,2%.

Για το 2025 η διοίκηση της Creta Farms προβλέπει δύσκολο περιβάλλον με πίεση τιμών, ποντάροντας σε στοχευμένες κινήσεις στην premium αγορά και το low price segment.

Τα vegan προϊόντα ως διαβατήριο διεθνοποίησης

Παρά την ακόμη περιορισμένη εγχώρια απήχηση, οι εταιρείες του κλάδου επενδύουν συστηματικά σε vegan προϊόντα, βλέποντας σε αυτά ένα πραγματικό «διαβατήριο» εισόδου στις διεθνείς αγορές, όπου η ζήτηση για plant-based εναλλακτικές αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αλλαντοβιομηχανία Sary, που επενδύει 4,7 εκατ. ευρώ σε νέα μονάδα παραγωγής vegan αλλαντικών, αποδεικνύοντας ότι η παράδοση και η καινοτομία μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες ανάπτυξης.

Ημι-έτοιμα γεύματα: Η νέα αιχμή ανάπτυξης

Η επέκταση σε ημι-έτοιμα γεύματα αποτελεί μια ιδιαίτερα έξυπνη στρατηγική κίνηση, που επιτρέπει στις εταιρείες να αξιοποιήσουν την υπάρχουσα παραγωγική υποδομή, την τεχνογνωσία και τα δίκτυα διανομής τους για είσοδο σε νέες, αναπτυσσόμενες κατηγορίες που δεν αντιμετωπίζουν τους ίδιους περιορισμούς και τη στασιμότητα της παραδοσιακής αγοράς αλλαντικών.

Η κατηγορία των ημι-έτοιμων γευμάτων ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες των καταναλωτών για ευκολία, ταχύτητα προετοιμασίας και ποικιλία, ενώ παράλληλα προσφέρει υψηλότερα περιθώρια κέρδους σε σύγκριση με τα παραδοσιακά αλλαντικά.

Οι πρωταγωνιστές της αγοράς και οι στρατηγικές τους

  • Υφαντής: Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού

Η πορεία της Υφαντής από μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση στον απόλυτο ηγέτη της ελληνικής αγοράς αλλαντικών αποτελεί μια από τις πιο εντυπωσιακές επιχειρηματικές ιστορίες επιτυχίας της σύγχρονης Ελλάδας. Ιδρυθείσα το 1980 στο Μοσχάτο από τα αδέλφια Αλέξιο και Χαράλαμπο Υφαντή, μεταφέρθηκε το 1992 στις σημερινές εγκαταστάσεις στην Κηφισιά, που καλύπτουν 15.000 τ.μ. και απασχολούσαν αρχικά 300 εργαζόμενους. Σήμερα ο όμιλος απασχολεί 1.000 άτομα και διατηρεί εμπορική παρουσία σε πέντε χώρες.

Εν μέσω οικονομικής κρίσης ο Aλέξιος Yφαντής, που «τρέχει» την εταιρεία από το 1979, έγινε ο βασιλιάς της πάριζας, χτυπώντας πρωτιά στην αγάπη των μικρών καταναλωτών. Μέχρι σήμερα θυμούνται οι millennials τον θρυλικό αρκούδο Gummy Bear που έτρωγε παριζάκι Yφαντής. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν τα μερίδια της εταιρείας από το 12% το 2011 και το 20% το 2016 στο 23,15% σήμερα.

Στην αρχή ο θρύλος θέλει τον νέο επιχειρηματία να ακολουθεί τα βήματα της άλλης… ιερής αγελάδας της αλλαντοποιίας, του Παναγιώτη Νίκα. Μάλιστα για τον πειράξει, ο πονηρός Σπαρτιάτης τού πέταγε κατά καιρούς: «Αλέκο, μου χρωστάς πολλά»… Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τότε ότι ο Υφαντής θα έφτανε να αγοράσει το δημιούργημα του πατριάρχη της ελληνικής αλλαντοποιίας.

  • Creta Farms: Καινοτομία και περιπέτειες

Η ιστορία της Creta Farms ξεκινά το 1970 στο Ρέθυμνο, όταν η οικογένεια Δομαζάκη αποφάσισε να ιδρύσει την πρώτη οργανωμένη μονάδα παραγωγής χοιρινού κρέατος στην Κρήτη. Το 1979 ολοκληρώθηκε η σύσταση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ζωή Εμμ. Δομαζάκη ΑΒΕΕ», ενοποιώντας τις ατομικές επιχειρήσεις της οικογένειας.

Παρά τις οικογενειακές διαμάχες των Δομαζάκηδων και τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε, η εταιρεία διατηρεί στο ενεργητικό της 20 διεθνείς πατέντες, γεγονός που αποδεικνύει την καινοτόμο της προσέγγιση και τη συνεχή επένδυση στην έρευνα και ανάπτυξη.

Η είσοδος του Δημήτρη Βιντζηλαίου το 2020 άνοιξε νέους ορίζοντες και προσέφερε νέες προοπτικές επέκτασης στη νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς και πρόσβαση σε επιπλέον κεφάλαια για στρατηγικές επενδύσεις.

  • Νίκας: Το τέλος μιας εποχής

Η ιστορία της Νίκας αποτυπώνει τις προκλήσεις που σημάδεψαν την ελληνική αλλαντοβιομηχανία την τελευταία δεκαετία. Ιδρυμένη το 1966 από τον Παναγιώτη Νίκα, έγινε γνωστή για το παριζάκι και τα τετράγωνα αλλαντικά τοστ. Το 1991 εισήχθη στο Χρηματιστήριο, αντλώντας κεφάλαια για το εργοστάσιο στον Άγιο Στέφανο, το οποίο πρόσφατα πέρασε στην Bespoke Real Estate Α.Ε.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η εταιρεία άρχισε να πιέζεται από τον ανταγωνισμό και τον υψηλό δανεισμό, φτάνοντας να χρωστά πάνω από 70 εκατ. ευρώ στις αρχές του 2010. Το 2003 ο Άγγελος Πλακόπητας απέκτησε σχεδόν το 50% καταβάλλοντας 55 εκατ. ευρώ και αργότερα αύξησε τη συμμετοχή του, όμως δεν απέτρεψε την κρίση.

Το 2016 ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο, ύστερα από «κούρεμα» υποχρεώσεων που περιόρισε τον δανεισμό στα 26,4 εκατ. ευρώ. Το 2022 απέκτησε το 95,05% και η Νίκας αποχώρησε από το Χρηματιστήριο. Παρά τις προσπάθειες εννέα ετών, η εταιρεία δεν επανήλθε σε κερδοφορία.

Το 2024 ο τζίρος μειώθηκε στα 74 εκατ. ευρώ λόγω μεταφοράς πωλήσεων της ΑΜΒΡΟΣΙΑ, ενώ το μικτό περιθώριο κέρδους βελτιώθηκε στο 16,5%. Ωστόσο κατέγραψε καθαρές ζημιές 7,8 εκατ. ευρώ, έναντι 14,7 εκατ. το 2023. Ο δανεισμός περιορίστηκε στα 33,87 εκατ. ευρώ.

ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ – ΕΙΝΑΙ ΕΞΙΣΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ. Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΘΑ ΚΡΙΘΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΘΕ ΠΑΙΚΤΗ –ΜΕΓΑΛΟΥ Η ΜΙΚΡΟΥ– ΝΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΣΕΙ ΜΕ ΕΠΙΔΕΞΙΟΤΗΤΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΓΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΝ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΥΠΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.

Οι μικρότεροι παίκτες: Παράδοση, εξειδίκευση και επιβίωση

Παράλληλα με τις ραγδαίες εξελίξεις στις τάξεις των μεγαλύτερων παικτών, οι μικρότερες εταιρείες της αγοράς καταφέρνουν να βρουν τον δικό τους χώρο μέσω της εξειδίκευσης, της αξιοποίησης της παράδοσης και της δημιουργίας εξειδικευμένων niche αγορών.

  • Η θεσσαλονικιώτικη Πασσιάς αναζητά νέες ισορροπίες

Με περισσότερο από έναν αιώνα παρουσίας στον ελληνικό κλάδο των αλλαντικών, η οικογένεια Πασσιά συνεχίζει να γράφει ιστορία στη Θεσσαλονίκη. Από τις αρχές του 1900, η εταιρεία εξελίχθηκε στην πρώτη βιομηχανία του κλάδου στη Μακεδονία.

Πέντε γενιές μετά, η ιστορική αλλαντοβιομηχανία αντιμετωπίζει προκλήσεις. Η «Ευάγγελος Γ. Πασσιάς» παρουσίασε αντιφατικά αποτελέσματα το 2023. Ο τζίρος ανήλθε σε 30,7 εκατ. ευρώ έναντι 28,1 εκατ. ευρώ το 2022 (+9,21%), ενώ τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 6,18% σε 6,4 εκατ. ευρώ.

Ωστόσο, το περιθώριο μικτού κέρδους συρρικνώθηκε στο 20,78% από 21,37%, ενώ μεγαλύτερη ήταν η πτώση των καθαρών κερδών κατά 54,85% σε 250.889 ευρώ, λόγω αυξημένων λειτουργικών εξόδων.

  • Sary: Η κληρονομιά της Καππαδοκίας

Με ρίζες στην Καππαδοκία και ιστορία από το 1890, η οικογένεια Σαρήμπογια έφερε τις συνταγές του παστουρμά στην Ελλάδα. Από την Κοκκινιά το 1938, η οικογένεια βρέθηκε στη Δράμα, όπου ανάπτυξε την αλλαντοβιομηχανία Sary. Σήμερα, με την τέταρτη γενιά στο τιμόνι, εξάγει σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή. Οι πωλήσεις της αυξήθηκαν από 5,7 εκατ. ευρώ το 2015 σε 9,7 εκατ. το 2023.

  • Μιράν: Υπεραιωνόβιος παστουρμάς

Το 1922, ο Μιράν Κουρουνλιάν έφτασε πρόσφυγας στην Αθήνα και άνοιξε μαγαζάκι τριών τετραγωνικών στην Ευριπίδου. Έκτοτε άρχισε ο θρύλος του παστουρμά στο κέντρο της Αθήνας.

Σήμερα, ο εγγονός του συνεχίζει την παράδοση στο ίδιο σημείο. Το 2023, με τζίρο 3,26 εκατ. ευρώ (-5,7%), η εταιρεία εμφάνισε EBITDA 402 χιλ. (+244%) και καθαρά κέρδη 232 χιλ. ευρώ.

  • Ντελημάρη: Λευκαδίτικη παράδοση

Από τη Λευκάδα, η οικογένεια Κατωπόδη-Ντελημάρη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επιβίωσης. Το 1964, ο Ανδρέας Κατωπόδης-Ντελημάρης μετέτρεψε το οικογενειακό κρεοπωλείο σε βιοτεχνία, δημιουργώντας το «Σαλάμι Λευκάδος Ντελημάρη».

Σήμερα, υπό τη μορφή της «Αφοί Κατωπόδη Α.Ε.», η εταιρεία παραμένει υγιής με τζίρο 1,8 εκατ. ευρώ (+6,8%), καθαρά κέρδη 111.176 ευρώ και μηδενικό δανεισμό.

  • Στρεμμένος: Το όραμα του καθηγητή

Ο καθηγητής Χρήστος Στρεμμένος (1931–2019) ίδρυσε το 1992 στην Ευρυτανία αλλαντοποιείο που συνδύαζε ιταλική τεχνογνωσία με ελληνικό μεράκι. Σήμερα, υπό τη διοίκηση του Τάσου Ευαγγέλου και του Γιάννη Καρακάνα, η εταιρεία παράγει premium αλλαντικά χωρίς συντηρητικά.

Το 2023, παρά τη μείωση του τζίρου σε 641.802 ευρώ, τα κέρδη εκτοξεύθηκαν στα 148.943 ευρώ από 33.392 ευρώ το 2022.

Clean Label: Η επανάσταση της διαφάνειας

Μια από τις πιο σημαντικές τάσεις που μεταμορφώνει το τοπίο της αλλαντοβιομηχανίας είναι η στροφή προς τα προϊόντα καθαρής ετικέτας (clean label). Δηλαδή αλλαντικά χωρίς συντηρητικά, τεχνητά συστατικά και περίπλοκες χημικές ουσίες. Η φιλοσοφία είναι απλή αλλά επαναστατική: ό,τι δεν μπορεί να καταλάβει εύκολα ο μέσος καταναλωτής, δεν έχει θέση στη σύνθεση του προϊόντος.

Αυτή η τάση ενισχύθηκε δραματικά μετά την πανδημία COVID-19, όταν το 80% των καταναλωτών παγκοσμίως στράφηκε συνειδητά προς την υγιεινή διατροφή και την αναζήτηση προϊόντων με «καθαρή» σύνθεση.

Εταιρείες αναπτύσσουν ολοκληρωμένες σειρές clean label προϊόντων, ενώ πρωτοποριακή είναι η χρήση πολυφαινολών ελιάς ως φυσικά συντηρητικά − καινοτομία που συνδυάζει τη μεσογειακή παράδοση με σύγχρονες τεχνολογίες επεξεργασίας τροφίμων.

Παγκόσμιες τάσεις και προοπτικές ανάπτυξης

Οι αλλαγές στην ελληνική αγορά ακολουθούν τον ταχύτατο μετασχηματισμό της παγκόσμιας αγορά αλλαντικών και κρεατοσκευασμάτων. Μόνο στην Ευρώπη, τα vegan αλλαντικά αναμένεται να αυξάνονται πάνω από 10% τον χρόνο ως το 2030, ενώ η συνολική αγορά plant-based προϊόντων θα ενισχυθεί κατά +20% έως το 2025. Στην Ελλάδα, όπου η μετάβαση είναι πιο αργή, η προβλεπόμενη άνοδος αγγίζει το +15%. Ήδη, το 40% των Ευρωπαίων δηλώνει ότι μειώνει συνειδητά το κόκκινο κρέας, ενώ το 25% των νέων 18-34 ετών δοκιμάζει υποκατάστατα φυτικής προέλευσης τουλάχιστον μια φορά τον μήνα.

Σε παγκόσμια κλίμακα, η αγορά αλλαντικών αποτιμάται σε 698,1 δισ. δολάρια για το 2024 και εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 1,26 τρισ. το 2034, με ετήσια ανάπτυξη +6,09%. Στην Ευρώπη, οι πωλήσεις κρεάτων και παρασκευασμάτων τους προβλέπεται να φτάσουν τα 311 δισ. ευρώ το 2028.

Οι προοπτικές συνοδεύονται από προκλήσεις: η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την κτηνοτροφία, οι τιμές ενέργειας αυξάνουν το κόστος, ενώ Millennials και Gen Z απαιτούν βιωσιμότητα, διαφάνεια και υπευθυνότητα. Το e-commerce εισβάλλει και στα τρόφιμα, προσθέτοντας νέες ευκαιρίες αλλά και απαιτήσεις. Η βιωσιμότητα πλέον δεν είναι επιλογή, αλλά όρος επιβίωσης.

Το μέλλον: Όταν η παράδοση συναντά την καινοτομία

Η πρώτη δεκαετία του μεγάλου μετασχηματισμού (2016–2025) άλλαξε ριζικά τον κλάδο, ανοίγοντας τον δρόμο για τη νέα εποχή της βιωσιμότητας, των plant-based επιλογών και της ποιοτικής, προσιτής διατροφής.

Το στοίχημα της επόμενης δεκαετίας δεν είναι αποκλειστικά επιχειρηματικό ή οικονομικό – είναι εξίσου πολιτιστικό και κοινωνικό.

Η επιτυχία θα κριθεί τελικά από την ικανότητα κάθε παίκτη −μεγάλου ή μικρού– να ισορροπήσει με επιδεξιότητα ανάμεσα στη διατήρηση της παραδοσιακής γεύσης και της αυθεντικότητας που αγαπούν και εκτιμούν οι Έλληνες καταναλωτές και την έξυπνη, στρατηγική προσαρμογή στα νέα δεδομένα της εποχής. Όσοι καταφέρουν με επιτυχία αυτόν τον λεπτό, αλλά κρίσιμο συνδυασμό, θα είναι οι αδιαμφισβήτητοι νικητές της νέας δεκαετίας που ήδη ξεκίνησε με ταχείς και απρόβλεπτους ρυθμούς.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ