ΜΕ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ «ΣΙΣΥΦΟΥ» ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
- 29.10.25 09:29
Η νέα έρευνα της EY Ελλάδος, της Hellas EAP και του ΕΚΠΑ αναδεικνύει την ψυχική καταπόνηση των εργαζομένων και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στη διαχείριση της ευημερίας του ανθρώπινου δυναμικού.
«Όταν η εργασία είναι χαρά, η ζωή είναι ωραία. Όταν η εργασία είναι καθήκον, η ζωή είναι σκλαβιά», έγραφε ο ρώσος συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι, στα τέλη του 19ου αιώνα. Έναν αιώνα αργότερα, η φράση αυτή μοιάζει κάτι παραπάνω από επίκαιρη. Η εργασία, που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να λειτουργεί ως πεδίο δημιουργίας, να προσδίδει νόημα στην καθημερινότητα και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή στα κοινά, παραμένει για ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων στη χώρα μας, βασική πηγή άγχους, εξουθένωσης και ψυχικής φθοράς.
Η σύγχρονη εργασιακή καθημερινότητα φαίνεται πως αντί να υπηρετεί την ποιότητα ζωής, συχνά την ανταγωνίζεται. Η εργασιακή πίεση και οι αυξανόμενες απαιτήσεις σβήνουν σταδιακά την ικανοποίηση που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος. Αριθμοί, στόχοι, υπερωρίες και δείκτες απόδοσης εκτοπίζουν πολύτιμες ανθρώπινες ανάγκες που σχετίζονται με την ισορροπία, την αναγνώριση και την ψυχική ηρεμία.
Αυτήν ακριβώς τη δυσαρμονία αναδεικνύει η πρόσφατη μελέτη της EY Ελλάδος, της Hellas EAP και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έρευνα που έρχεται να υπενθυμίσει πως η ψυχική υγεία στον χώρο εργασίας αποτελεί συλλογική πρόκληση. Σύμφωνα με προσφατη δημοσιευση των αποτελεσμάτων της τρίτης φάσης της έρευνας, η ψυχική υγεία των εργαζομένων αναδεικνύεται σε ενα μείζον ζήτημα με σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργια και βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι ανησυχητικές ενδείξεις σχετικά με τον δείκτη ευεξίας των εργαζομένων στην Ελλάδα, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ατομικό ζήτημα, αλλά φαίνεται ότι πλέον επηρεάζουν βαθιά την παραγωγικότητα καθώς και την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων. Η έρευνα έρχεται να φωτίσει την σοβαρή ύπαρξη μιας κρίσης η οποία συνεχώς επιδεινώνεται πίσω από γραφεία, οθόνες και μέσα σε αίθουσες συσκέψεων.
Τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα παρουσιάζουν ολοένα αυξανόμενα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και θυμού. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ 22 Μαΐου και 20 Ιουνίου 2025, σε διευρυμένο δείγμα 4.457 εργαζόμενων όλων των ηλικιών, από μικρούς και μεγάλους οργανισμούς του ιδιωτικού και Δημόσιου τομέα. Πρόκειται για την τρίτη έκδοση, η οποία πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 2021 και κατά την περίοδο της πανδημίας, ενώ προηγήθηκε η δεύτερη έκδοσή της το 2023. Υπογραμμίζεται ότι τα ποσοστά για μια σειρά από συμπτώματα που σχετίζονται με την κατάθλιψη, είναι ιδιαίτερα υψηλά. Έτσι, 44% των συμμετεχόντων (από 35% το 2021) αισθάνονται μελαγχολία, και 47% (από 35% το 2021) απαισιοδοξία για το μέλλον, ενώ 4% (από 2% το 2023) έχουν σκεφτεί έντονα να δώσουν τέλος στη ζωή τους.
Αυξημένα παρουσιάζονται και τα συμπτώματα που σχετίζονται με το άγχος: 80% των ερωτώμενων (από 75% το 2023) αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 50% (από 44% δύο χρόνια πριν) βρίσκονται σε υπερένταση, ενώ 13% (από 10%) βιώνουν κρίσεις πανικού.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα συμπτώματα θυμού: 80% (από 75% το 2023) αισθάνονται εκνευρισμό, 32% (από 28%) έχουν ξεσπάσματα θυμού που δεν μπορούν να ελέγξουν, και 14% (από 10%) έχουν την επιθυμία ή να χτυπήσουν ή να τραυματίσουν ή να βλάψουν κάποιον.
Σύμφωνα με δηλώσεις ανώτερου στελέχους της ΕΥ Ελλάδος, το 2021 οι ανησυχητικές αυτές ενδείξεις αποδόθηκαν στις συνθήκες της πανδημίας, κάτι όμως που σήμερα καταρρίπτεται έπειτα από την επαναληπτική έρευνα του 2023, αλλά και την έρευνα του 2025 που παρουσιάστηκε στις αρχές του φετινού Οκτώβρη. Τα ζητήματα αυτά, όπως διαφαίνεται έχουν βαθύτερα αίτια και μονιμότερο χαρακτήρα. Μόλις το 48% δηλώνει ότι μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα επίπεδα του άγχους που βιώνει, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 52% του 2023. Την ίδια στιγμή όμως, το 66% (από 64%) αναφέρει πως το εργασιακό στρες επηρεάζει αρνητικά την προσωπική του ζωή, ενώ το 55% δηλώνει ότι βιώνει burnout συμπτώματα επαγγελματικής εξουθένωσης .
Ωστόσο, η πίεση δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο εργασιακό περιβάλλον. Ένας στους δύο εργαζόμενους (55%) εκφράζει έντονη ανησυχία για το μέλλον, λόγω των γεωπολιτικών ανακατατάξεων, των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων και της κλιματικής κρίσης. Παράλληλα, το 37% δηλώνει ότι προβληματίζεται για τον ρόλο των ψηφιακών τεχνολογιών και τις επιπτώσεις στην εργασία τους, με την τεχνητή νοημοσύνη, την αυτοματοποίηση και άλλες τεχνολογικές εξελίξεις να δημιουργούν νέα πεδία αβεβαιότητας. Τέλος, ένας στους τρεις εργαζόμενους (32%) αναφέρει ότι έχει βιώσει κάποιας μορφής παρενόχληση στον χώρο εργασίας (λεκτική/σεξουαλική) τα τελευταία δύο χρόνια, μια εμπειρία που επηρεάζει δραματικά την ψυχική του ισορροπία και ασφάλεια.
Η ψυχολογική καταπόνηση των εργαζομένων αντανακλάται και στην αποδοτικότητα. Το 61% δηλώνει ότι αισθάνεται εξάντληση ήδη από την αρχή της ημέρας. Επιπλέον, τέσσερις στους δέκα αναφέρουν συχνές δυσκολίες συγκέντρωσης στην εργασία τους, γεγονός που επηρεάζει άμεσα την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Την ίδια στιγμή, μόνο το 30%-37% δηλώνει ότι αισθάνεται κινητοποιημένο και ευχαριστημένο στον χώρο εργασίας, ενισχύοντας την εικόνα ενός κλίματος κόπωσης και απομάκρυνσης κατά πολύ από την έννοια της εργασιακής ικανοποίησης.
Ανάγκη υποστήριξης της ψυχικής υγείας των εργαζομένων
Ένα από τα καίρια συμπεράσματα της έρευνας είναι η ανάγκη ενεργού συμμετοχής της ηγεσίας της εκάστοτε επιχείρησης, στην υποστήριξη της ψυχικής υγείας των εργαζομένων της. Μόλις 21% πιστεύουν ότι ο οργανισμός στον οποίο εργάζονται φροντίζει για την ψυχική υγεία και ευεξία τους, ενώ μόλις το 29% αισθάνεται άνετα να μιλήσει στους προϊσταμένους τους για κάποιο θέμα που αντιμετωπίζουν και σχετίζεται με το στρες και το άγχος. Για να βελτιωθεί η κατάσταση δεν αρκεί μόνο η ευαισθητοποίηση. Απαιτείται ξεκάθαρη στρατηγική και δράση. Αυτή τη στιγμή μόνο το 35% δηλώνουν ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται προσφέρουν προγράμματα ευεξίας και στήριξης. Είναι πλέον γεγονός, ότι οι εργαζόμενοι εκφράζουν την ανάγκη οι διοικήσεις να επενδύουν στον ανθρώπινο παράγοντα και όχι αποκλειστικά στην μεγιστοποίηση των επιχειρηματικών κερδών.
Αυτό περιλαμβάνει τη δημιουργία κουλτούρας ειλικρινούς ενδιαφέροντος, την εφαρμογή ευέλικτων πολιτικών που στηρίζουν την ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, την πρόσβαση σε εξειδικευμένα προγράμματα υποστήριξης και την εκπαίδευση των προϊσταμένων ώστε να μπορούν να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν τα πρώιμα σημάδια ψυχικής κόπωσης.
Νομοθετικές εξελίξεις και η αυταπάτη της παραγωγικότητας μέσω υπερωριών
Τα ευρήματα της έρευνας ωστόσο, προηγήθηκαν της πρόσφατης ψήφισης του νέου πλαισίου εργασίας, κάτι το οποίο δημιουργεί μεγαλύτερη ανησυχία για το πώς τελικά θα διαμορφωθει η νέα εργασιακή πραγματικότητα κι αν οι εξελίξεις όπως δρομολογούνται θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη επιδείνωση της επαγγελματικής εξουθένωσης. Η παραγωγικότητα δεν σχετίζεται γραμμικά με τις ώρες εργασίας. Αντιθέτως, σχετίζεται με την ποιότητα, τον ρυθμό και τη δυνατότητα ανάκαμψης. Ένας εργαζόμενος που λειτουργεί διαρκώς υπό πίεση αποδίδει λιγότερο, είναι λιγότερο δημιουργικός και διατρέχει αυξημένο κίνδυνο λαθών. Οι επιχειρήσεις καλούνται να αναθεωρήσουν τι σημαίνει ουσιαστικά «παραγωγικότητα» όχι δηλαδή περισσότερες ώρες στο γραφείο, αλλά καλύτερες συνθήκες εργασίας που ενισχύουν τη συγκέντρωση, τη δημιουργικότητα και την ανθεκτικότητα.
Η ψυχική κόπωση δεν είναι ατομική υπόθεση
Όταν το 55% των εργαζομένων δηλώνει ότι βιώνει επαγγελματική εξουθένωση και το 41% δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εργασίας του, πρόκειται για σαφές μήνυμα προς κάθε επίπεδο διοίκησης.Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στις μεγάλες εταιρείες. Αφορά και τις μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις. Επιπλέον, όπως και στις προηγούμενες δύο έρευνες οι γυναίκες και οι νεότεροι ηλικιακά εργαζόμενοι εξακολουθούν να εμφανίζονται ως οι πιο επιβαρυμένες ομάδες. Ωστόσο, η επένδυση στην ψυχική υγεία δεν είναι πολυτέλεια για λίγους. Είναι προϋπόθεση επιβίωσης και ανάπτυξης για όλους.
Αν υπάρχει ένα μήνυμα που ξεχωρίζει από τα ευρήματα της μελέτης, είναι ότι υπάρχει μεγαλύτερη επίγνωση του προβλήματος. Οι εργαζόμενοι εμφανίζονται πλέον πιο πρόθυμοι να μιλήσουν ανοιχτά για την ψυχική τους κατάσταση: το 79% δηλώνει ότι σήμερα δείχνει μεγαλύτερη φροντίδα όχι μόνο για τη δική του ψυχική υγεία, αλλά και για εκείνη των συναδέλφων του. Παράλληλα, το 69% αναφέρει ότι είναι διατεθειμένο να ζητήσει βοήθεια από ειδικό ψυχικής υγείας όταν αισθάνεται αυξημένα επίπεδα άγχους , ένδειξη μεγαλύτερης αποδοχής και αναγνώρισης της ανάγκης για υποστήριξη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι το 45%έναντι 38% το 2023, εκτιμά πως τα τελευταία δύο χρόνια έχουν γίνει ουσιαστικά βήματα για τη μείωση του στίγματος γύρω από την ψυχική υγεία.
Η επίγνωση είναι μόνο η αρχή. Η πραγματική πρόοδος θα κριθεί από το κατά πόσο οι επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες θα μετατρέψουν αυτή την επίγνωση σε δράση. Από το αν θα επιλέξουν να υιοθετήσουν πιο ανθρωποκεντρική εταιρική φιλοσοφία, έως την παραδοχή ότι η πραγματικότητα και οι ανάγκες έχουν αλλάξει πλέον. Όταν σε πολλές προηγμένες χώρες της Δύσης λαμβάνονται μέτρα για μειωμένο ωράριο εργασίας και ενισχύονται πρωτοβουλίες για περισσότερη προσωπική ανάπτυξη και ποιότητα ζωής, αντιλαμβανόμενοι τον θετικό αντίκτυπο στις ίδιες τις επιχειρήσεις, στην Ελλάδα φαίνεται πως συμβαίνει το αντίθετο. Ωστόσο, η ανθεκτικότητα μιας επιχείρησης δεν κρίνεται από την επίτευξη στόχων, αλλά από τους ανθρώπους της. Και εργαζόμενοι χωρίς ψυχική ανθεκτικότητα δεν μπορούν να στηρίξουν τη βιωσιμότητα, ούτε να οδηγήσουν έναν οργανισμό σε πραγματική πρόοδο.