ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Η ΑΓΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ: ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
- 19.12.24 12:33
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί και βαδίζει σε αναπτυξιακό μονοπάτι διατηρώντας μία ταχύτητα μεγαλύτερη σε σχέση με την Ευρώπη. Ο προϋπολογισμός του 2025, που ψηφίστηκε πρόσφατα απ’ τη Βουλή, έχει ως βασική πρόβλεψη έναν ρυθμό ανάπτυξης για τη νέα χρονιά 2,3%, οριακά αυξημένο απ’ το 2,2% που είναι η πρόβλεψη για το 2024. Παρ’ όλ’ αυτά οι προκλήσεις εξακολουθούν και είναι μεγάλες, τόσο λόγω των επιπλοκών που δημιουργούν οι δύο πόλεμοι στην ευρύτερη γειτονιά μας, όσο και του ενδεχομένου ανοικτού εμπορικού πολέμου μεταξύ των μεγάλων οικονομιών του κόσμου στον απόηχο της νέας εποχής Τραμπ που ξεκινά στην προεδρία των ΗΠΑ που, σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι, αφήνει σοβαρά εκτεθειμένη την Ευρώπη.
Ήδη η ευρωπαϊκή οικονομία, και χωρίς τον Τραμπ, κατεβάζει ταχύτητα. Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ πλέον περιμένουν ανάπτυξη μόλις 1,1% το 2025 στην Ευρωζώνη, έπειτα από ένα σχεδόν «αναιμικό» 0,7% το 2024. Τουλάχιστον ο πληθωρισμός φαίνεται να περιορίζεται, γεγονός που ώθησε την ΕΚΤ να μειώσει το βασικό επιτόκιο πλέον στο 3%, με τη βασική πρόβλεψη για φέτος να είναι 2,4% και το 2025 στο 2,1%. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται πλέον αντιληπτό πως, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, το τρίπτυχο «καινοτομία, εξωστρέφεια και περισσότερες επενδύσεις» γίνεται περισσότερο από κάθε φορά αναγκαίο για την ελληνική οικονομία, ιδίως καθώς πολύτιμα εργαλεία που στήριξαν αυτές τις επενδύσεις, με κυριότερο το Ταμείο Ανάκαμψης, εισέρχονται στην τελική τους φάση.
Επενδύσεις, παραγωγή και ανάγκη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου
Για τον πρόεδρο του ΣΕΒ και ιδιοκτήτη του Ομίλου Bespoke SGA Holdings κ. Σπύρο Θεοδωρόπουλο υπάρχουν πολλοί άγνωστοι παράγοντες στην «εξίσωση» της νέας χρονιάς που τον καθιστούν ανήσυχο. Κάτι που, όπως λέει στην Οικονομική Επιθεώρηση, δημιουργεί ένα μεγάλο «νέφος», που δεν επιτρέπει την όποια ορατότητα σε βάθος μηνών, ιδίως καθώς έχουν πάρει πάλι την ανιούσα το κόστος ενέργειας και οι τιμές σε πρώτες ύλες, κυρίως στον χώρο των τροφίμων.
ΑΝΕΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΠΟΔΙΔΟΥΝ ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ, Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΙ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΜΙΣΘΟΙ. ΟΠΟΤΕ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΥΞΗΜΕΝΟ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ, ΤΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΤΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΠΕΡΑ», ΛΕΕΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒ ΣΠΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ. ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΥΤΟ Ο ΙΔΙΟΣ ΕΧΕΙ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ» ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΩΝ ΘΕΤΟΝΤΑΣ ΕΠΙ ΤΑΠΗΤΟΣ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ. «ΤΟ 2025 ΝΟΜΙΖΩ ΕΙΝΑΙ Η ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ», ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ.
«Νομίζω ότι το 2025 είναι μία χρονιά για την οποία έχουμε τη λιγότερη δυνατή ορατότητα απ’ ό,τι είχαμε για τις προηγούμενες χρονιές στο παρελθόν», λέει. «Μία χρονιά με πολλά ανοικτά γεωπολιτικά θέματα στη γειτονιά μας, με πιθανές τεράστιες επιπλοκές –υπενθυμίζω ότι η Ουκρανία παράγει το ένα τρίτο των πρώτων υλών για τρόφιμα στον κόσμο, επηρεάζοντας καθοριστικά τις τιμές σε πολλές κατηγορίες–, με πολιτική αστάθεια στην Ευρώπη, καθώς Γαλλία και Γερμανία είναι ουσιαστικά χωρίς κυβερνήσεις, και, φυσικά, με ένα ερωτηματικό για τη νέα πολιτική των ΗΠΑ επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ και το εάν θα ξεκινήσει ένας ανοικτός εμπορικός πόλεμος. Εάν σε όλα αυτά λοιπόν προσθέσουμε τα της κλιματικής αλλαγής, την ακρίβεια στα τρόφιμα, την αστάθεια στην ενέργεια, δημιουργείται πραγματικά ένας σοβαρός συνδυασμός», σημειώνει.
Για τον κ. Θεοδωρόπουλο η κατανάλωση στην Ελλάδα είναι αυτή που εν πολλοίς θα κρίνει εάν τελικά θα επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,3% του χρόνου, αν και παραδέχεται ότι είναι επιτακτική ανάγκη να αυξηθούν οι επενδύσεις στη χώρα. «Για να γίνουν βέβαια οι τελευταίες, πρέπει ο επιχειρηματίας να μπορεί να διακρίνει το μέλλον. Όταν δεν μπορεί να το κάνει, φιλτράρει και ξαναφιλτράρει το εάν πρέπει να προχωρήσει σε μία μεγάλη επένδυση. Οπότε φοβάμαι ότι αυτό από μόνο του θα αρχίσει να λειτουργεί ανασταλτικά. Βέβαια, λύσεις πάντα βρίσκονται. Ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες! Οπότε θα δήλωνα περισσότερο “προσεκτικός” και σε “επαγρύπνηση” παρά “απαισιόδοξος” για το τι μπορεί να φέρει η νέα χρονιά», λέει. Ευνοϊκό «εργαλείο» σε αυτή την περίοδο για τους επιχειρηματίες και τις εταιρείες που θέλουν να επενδύσουν εξακολουθεί να είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, κυρίως μέσω του δανειακού του προγράμματος με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια. «Ακόμα και εάν δεν παραταθεί η διάρκεια ισχύος του Ταμείου, το γεγονός ότι δίνει τη δυνατότητα να υπογράψεις εντός αυτού του χρονικού ορίου τις σχετικές συμβάσεις, αλλά να μεταθέσεις για αργότερα την επένδυση, είναι καίριο ώστε να μη δούμε ανάσχεση στη δυναμική που έχει επιδείξει το πρόγραμμα δανειοδότησης του Ταμείου Ανάκαμψης», λέει ο κ. Θεοδωρόπουλος. «Συζητάμε για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Αυτό θέλει όμως ένα πράγμα: επενδύσεις και παραγωγή. Όχι μόνο βιομηχανική, και αγροτική! Ακόμα και ο πρωτογενής τομέας στη χώρα πρέπει να ανέβει, διότι ακόμα και εκεί υπάρχει έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο», λέει. «Γενικά χρειαζόμαστε επενδύσεις με μεγάλο πολλαπλασιαστή, που να βελτιώνουν παράλληλα και την παραγωγικότητα, γιατί εκεί είναι σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, όπως εξάλλου αναδεικνύουν όλες οι έρευνες. Μάλιστα η πρόσφατη του ΚΕΠΕ έδειξε ότι η παραγωγικότητά μας πέρυσι, αντί να αυξηθεί, μειώθηκε, ή η τελευταία του ΟΟΣΑ, που αποφάνθηκε ότι η παραγωγικότητα της χώρας είναι 40% χαμηλότερη απ’ τον μέσο όρο. των χωρών μελών του! Ανεβάζοντας την παραγωγικότητα, αποδίδουν οι επενδύσεις, η οικονομία της χώρας και ανεβαίνουν και οι μισθοί. Οπότε, ακόμα και με έναν αυξημένο πληθωρισμό, τα νοικοκυριά θα μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα», λέει ο κ. Θεοδωρόπουλος. Στο πλαίσιο αυτό ο ίδιος έχει προτείνει τη σύναψη ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου» μεταξύ των κοινωνικών εταίρων θέτοντας επί τάπητος τις εργασιακές σχέσεις. «Το 2025 νομίζω είναι η χρονιά που θα κάνουμε αυτή τη συζήτηση», σημειώνει ο ίδιος.
Τουρισμός και αναπτυξιακό μοντέλο
Όσο η κατανάλωση θα εξακολουθεί να παίζει τον κυριότερο ρόλο στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, τόσο η σπουδαιότητα του τουρισμού, και των εσόδων που αποφέρει, θα είναι καίρια για το πρόσημο που θα συνοδεύει τη μεταβολή στο ΑΕΠ της χώρας. Με το 2024 να φαίνεται ότι κλείνει με ρεκόρ τουριστικών εισπράξεων, στα 21,5 δισ. ευρώ, παρά τα ανοιχτά γεωπολιτικά θέματα στην ευρύτερη γειτονιά μας, ο πρώην πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), νυν πρόεδρος του ΙΟΒΕ και διευθύνων σύμβουλός του Εlectra Hotels & Resorts, κ. Γιάννης Ρέτσος, δηλώνει αισιόδοξος και για το 2025. «Το όφελος σίγουρα δεν ήταν το ίδιο φέτος για όλες τις περιοχές της χώρας, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει δείχνει ότι η τουριστική σεζόν του 2024 ήταν πετυχημένη, ξεπερνώντας τα όποια προβλήματα στην περιοχή, όπως εξάλλου γίνεται τα τελευταία τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Ο τουρισμός επιδεικνύει αντοχές και πραγματικά, εάν εξαιρέσουμε τη διετία του covid 19, η πορεία ήταν καλύτερη απ’ ό,τι πάντα περιμέναμε. Βέβαια δεν παύει να υπάρχει μια ανησυχία, η οποία βέβαια ακουμπά περισσότερο το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας όταν έχεις μία γεωπολιτική αστάθεια, και όχι μόνο τον τουρισμό. Όπως επίσης υπάρχει και μία ανησυχία για το αρνητικό οικονομικό κλίμα που διαμορφώνεται στην Ευρώπη, καθώς είναι σημαντική για εμάς η καταναλωτική συμπεριφορά των Ευρωπαίων πολιτών, αφού είναι και οι περισσότεροι «πελάτες» μας. Στο πλαίσιο αυτό έρχεται να προστεθεί και η συζήτηση για τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ και τις εμπορικές της σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο διότι, εάν εφαρμοστεί το πρόγραμμα Τραμπ, τότε αυτομάτως μιλάμε για δασμούς, εμπορικό πόλεμο που θα επηρεάσει σαφώς την προοπτική της Ευρώπης. Τώρα εάν αυτή η εξέλιξη επηρεάσει δραματικά το «ταμείο» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος μένει να φανεί. Ο τουρισμός προφανώς έχει συμβάλει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια στην ελληνική οικονομία, ιδίως απ’ το 2010 και μετά. Είναι ο τομέας που αμβλύνει σημαντικά το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, που είναι ήδη υψηλό και χειροτερεύει χρόνο με τον χρόνο. Οπότε οποιαδήποτε αρνητική τροπή ή αρνητική πορεία του τουρισμού σίγουρα θα έχει αρνητική επίπτωση στα οικονομικά. Αλλά δεν φαίνεται τη στιγμή που μιλάμε αυτό να συμβαίνει. Γενικά μ’ αρέσει να είμαι αισιόδοξος. Τουλάχιστον, δραστηριοποιούμενος στον κλάδο του τουρισμού εδώ και πολλά χρόνια, είδαμε πως και στις πολύ δύσκολες χρονιές τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Δεν βλέπω όμως κάτι συνταρακτικό, καινούριο που να με κάνει να είμαι απαισιόδοξος. Εκείνο που δημιουργεί έναν φόβο και μία ανασφάλεια είναι το γεγονός πως τα τόσο πολλά αρνητικά πράγματα που συμβαίνουν και στις οικονομίες και γεωπολιτικά ίσως να μην μπορούν να ελεγχθούν μια μέρα. Ίσως γίνει το «μοιραίο λάθος» που θα οδηγήσει σε μια πάρα πολύ δυσμενή εξέλιξη. Τηρουμένων των αναλογιών όμως, και χωρίς κάτι άλλο έκτακτο, περιμένω και το 2025 θετικές εξελίξεις στον τουρισμό», επισημαίνει.
Ο κ. Ρέτσος ανησυχεί πάντως για την αντιμετώπιση που μπορεί να έχει ο κλάδος από την πολιτεία, κυρίως σε συνάρτηση με την πάγια ανάγκη νέων επενδύσεων, με βάση την εξαγγελθείσα κυβερνητική πολιτική για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Κάτι που ήδη φάνηκε με τον τερματισμό των δράσεων ενισχύσεων τουριστικών επενδυτικών σχεδίων στο πλαίσιο του αναπτυξιακού νόμου. «Όταν αλλάζεις, ή θέλεις να αλλάξεις παραγωγικό μοντέλο, δεν πας να πλήξεις έναν τομέα που πάει ήδη καλά και υπεραποδίδει! Πρέπει να δουλέψεις παράλληλα και να προσπαθήσεις να δεις πώς αυτοί οι τομείς που υπεραποδίδουν μπορούν να συμπαρασύρουν κι άλλους ανοδικά. Αυτή πρέπει να είναι η φιλοσοφία της όποιας στρατηγικής προς αυτή την κατεύθυνση. Σε ό,τι αφορά πάλι το “βατερλό” της αξιολόγησης των τουριστικών επενδύσεων στον τελευταίο αναπτυξιακό νόμο, όπου οχτώ στις δέκα απορρίφθηκαν, η προσωπική μου άποψη είναι ότι κακώς οι επενδύσεις αντιμετωπίζονται με οριζόντιο τρόπο. Προφανώς υπάρχουν περιοχές που έχουν τα χαρακτηριστικά των κορεσμένων, οπότε εκεί ενισχύσεις ίσως να μη χρειάζονται. Υπάρχουν όμως κι άλλες που έχουν ανάγκη. Επίσης δεν κατανοώ γιατί να κόψεις μία επένδυση με φορολογικά κίνητρα όταν ουσιαστικά οι φοροαπαλλαγές προϋποθέτουν πως η επένδυση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, θα έχει δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, θα έχει ήδη λειτουργήσει και αποφέρει κερδοφορία πάνω στην οποία η επιχείρηση θα ωφεληθεί με φοροαπαλλαγή. Άρα ουσιαστικά στερώντας αυτό το δικαίωμα αφαιρείς ένα εργαλείο από μία νέα επένδυση που ήδη έχει παραγάγει θετικά αποτελέσματα στην οικονομία και στην αγορά εργασίας. Εκεί θα έπρεπε να γίνει προσεκτικός διαχωρισμός»
Εκεί πάντως που συμφωνεί, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα, είναι στην προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε η οικονομία να θωρακιστεί και να μετεξελιχθεί. «Η χώρα χρειάζεται περισσότερες διαρθρωτικές αλλαγές, και το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε μία κόπωση στο κομμάτι αυτό. Το μίγμα ανάπτυξης όπου κυριαρχεί η ιδιωτική κατανάλωση πρέπει να αλλάξει. Επίσης το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που δημιουργεί ανησυχίες, διότι οι εισαγωγές συνεχίζουν να αυξάνονται την ίδια στιγμή που οι εξαγωγές διατηρούνται σταθερές και μειώνονται οριακά. Αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να δούμε, γιατί σε αυτή την εύθραυστη διεθνή συγκυρία, παρά το ότι η πορεία μας είναι θετική και παρότι υπάρχει διαρκής προσήλωση στους δημοσιονομικούς στόχους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εξακολουθούμε να έχουμε το μακράν μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη!», σημείωσε ο κ. Ρέτσος.
Οι προκλήσεις για το λιανεμπόριο
Για τον ίδιο τον κλάδο λιανικής, η πρόκληση ίσως αποδειχθεί μεγαλύτερη, αφού η πραγματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού και της ακρίβειας συνεχίζεται. Προς το παρόν οι δαπάνες των τουριστών καλύπτουν το κενό και δημιουργούν το πρόσθετο όφελος, τάση που φαίνεται ξεκάθαρα και απ’ το γεγονός ότι οι νέες επενδύσεις των μεγάλων αλυσίδων στρέφονται κυρίως σε δρόμους, πόλεις και προορισμούς με τουριστική κίνηση.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) και διευθύνων σύμβουλος της Πλαίσιο Computers κ. Κώστας Γεράρδος λέει ότι το 2025 ενέχει τη δυσκολία της πρόβλεψης. «Με τόσους παράγοντες και εξελίξεις το τελευταίο διάστημα, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα πραγματική ορατότητα για το πώς μπορεί να εξελιχθεί η αγορά, αλλά και η ίδια η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Γίνονται κάποιες κινήσεις, κάποιες “γρήγορες νίκες” που αφορούν κάποιους μεγάλους παίκτες, αλλά δεν βλέπω να περνά στον κόσμο το αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης. Ιδίως με την εκτίναξη του πληθωρισμού και την ακρίβεια. Δυστυχώς κάποια μέτρα, όπως η αύξηση του βασικού μισθού και οι κάποιες μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών, που είναι σαφώς θετικά και θα έλεγα υγιή, δεν φαίνονται τελικά στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Ενώ λοιπόν θεωρητικά ο υψηλότερος μισθός βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο και τη ζήτηση στην αγορά, οπότε αυξάνονται οι πωλήσεις και εντέλει η οικονομική δραστηριότητα, σήμερα δεν βλέπουμε αυτή την “αλληλουχία”. Οι Έλληνες προσπαθούν να περικόψουν τις δαπάνες, δεν τις αυξάνουν. Αυτό βλέπουμε. Την ίδια ώρα οι εταιρείες λιανικής έχουμε μπει στο μικροσκόπιο της κυβέρνησης, επιβάλλοντας πλαφόν και πρόστιμα, άδικα και καθαρά επικοινωνιακά», σημειώνει.
«ΕΝΩ ΛΟΙΠΟΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ Ο ΥΨΗΛΟΤΕΡΟΣ ΜΙΣΘΟΣ ΒΕΛΤΙΩΝΕΙ ΤΟ ΒΙΟΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΙ ΤΗ ΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ, ΟΠΟΤΕ ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΕΛΕΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ, ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ “ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ”. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΠΕΡΙΚΟΨΟΥΝ ΤΙΣ ΔΑΠΑΝΕΣ, ΔΕΝ ΤΙΣ ΑΥΞΑΝΟΥΝ. ΑΥΤΟ ΒΛΕΠΟΥΜΕ. ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΡΑ ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΕΧΟΥΜΕ ΜΠΕΙ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΠΛΑΦΟΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΙΜΑ, ΑΔΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ», ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΠΩΛΗΣΕΩΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΣΕΛΠΕ) ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΡΑΡΔΟΣ.
Ενδείξεις «κόπωσης» των επιχειρήσεων
Για τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ICAP, της μοναδικής εταιρείας πιστοληπτικής αξιολόγησης στην Ελλάδα με μία τεράστια βάση δεδομένων για το επιχειρείν, κ. Νικήτα Κωνσταντέλλο, οι ενδείξεις «κόπωσης» των επιχειρήσεων λιανικής κρύβουν ίσως κάτι βαθύτερο. Τα στοιχεία που διαθέτει η ICAP δείχνουν μεν βελτίωση των επιδόσεων των επιχειρήσεων, εντούτοις ο ρυθμός βαίνει σαφώς μειούμενος, κάτι που θεωρεί ότι θα αντικατοπτριστεί τόσο στα οικονομικά αποτελέσματα του 2024, όσο και του 2025. «Σε γενικές γραμμές οι οικονομικοί δείκτες της χώρας είναι καλοί, στην πραγματική οικονομία όμως υπάρχει η αίσθηση ότι οι επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να «κολλάνε» κάπως. Έχουν ανάπτυξη, αλλά αυτή κινείται με βραδύτερο ρυθμό και έπειτα ο κόσμος χωρίζεται σε δύο ταχύτητες. Η πλειοψηφία είναι στην κάτω ταχύτητα, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα της ακρίβειας, της στέγασης κ.ο.κ. Υπάρχουν και αυτοί με κάποια assets που βλέπουν τις αξίες τους να ανεβαίνουν. Γιατί η πραγματικότητα είναι πως η χώρα “καβαλάει” το άρμα της ανάπτυξης κυρίως του Real Estate, όσο βιώσιμο και εάν είναι αυτό. Παρ’ όλα αυτά και χωρίς υπερβολές θεωρώ ότι το 2025 μπορεί να είναι θετικό. Προσωπικά περιμένω την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας της χώρας απ’ όλους τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, αλλά και του ΧΑ σε ανεπτυγμένη αγορά που μπορεί να απελευθερώσει αναπτυξιακές δυνάμεις βελτιώνοντας περαιτέρω και το προφίλ των ελληνικών επιχειρήσεων».