Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΦΟΥΜΑΡΟΔΟΥΛΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Φουμαροδουλειές
Ενώ η πρόοδος της τεχνολογίας θα μπορούσε να οδηγήσει στη δραστική μείωση των ωρών εργασίας για όλους, παρέχοντας τη δυνατότητα στους ανθρώπους να επιδοθούν σε άλλες δραστηριότητες και απολαύσεις της αρεσκείας τους, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντιθέτως, οι κοινωνίες μας επινόησαν μια σειρά από νέες θέσεις απασχόλησης, ιδίως μεσαία διοικητικά στελέχη, που στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία κοινωνική συνεισφορά ή οικονομική αξία.

Ας σκεφτούμε το εξής φανταστικό σενάριο. Ένα πρωί, η ανθρωπότητα ξυπνά και ως διά μαγείας μια σειρά επαγγελματικών κλάδων έχει εξαφανιστεί. Πρόκειται για τους νοσηλευτές, τους οδοκαθαριστές, τους μηχανικούς, τους δασκάλους ή ακόμα και τους καλλιτέχνες. Το αυθόρμητο και αντανακλαστικό αίσθημα τρόμου που κυριεύει τα στήθη ακολουθείται από το προφανές, επίσης σχεδόν αυθόρμητο, συμπέρασμα ότι η ζωή μας θα γινόταν αναμφίβολα πολύ πιο δύσκολη. Ας σκεφτούμε τώρα ένα δεύτερο, εξίσου φανταστικό, σενάριο. Τι θα συνέβαινε εάν στη θέση των παραπάνω εξέλιπαν αιφνιδίως οι λομπίστες, οι ερευνητές δημοσίων σχέσεων, οι εταιρικοί δικηγόροι, οι αναλογιστές ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων; Θα οδηγούμαστε, άραγε, στο ίδιο συμπέρασμα; Ή μήπως όχι; Αλήθεια, πόσο θα υπέφεραν κοινωνίες μας ελλείψει αυτών των επαγγελμάτων; 

Η επινόηση της διανοητικής αυτής άσκησης ανήκει στον ανθρωπολόγο Ντέιβιντ Γκρέμπερ, που έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πανδημίας (Βλ. το βιβλίο με τίτλο Bullshit jobs, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες). Παρά δε τη σαφή υπερβολή της, που οφείλεται εν μέρει στο αναρχικό υπόβαθρο του συγγραφέα της, παραμένει, όπως θα έλεγαν οι αγγλοσάξονες, challenging, με τη διπλή έννοια του όρου: προκλητική (ή αιρετική) και, ταυτοχρόνως, διεγερτική της σκέψης. 

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΜΑΣ ΕΠΙΝΟΗΣΑΝ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΑΠΟ «ΦΟΥΜΑΡΟΔΟΥΛΕΙΕΣ», ΑΠΟ ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, ΙΔΙΩΣ ΜΕΣΑΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ, ΠΟΥ ΔΙΟΓΚΩΣΑΝ ΤΟΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΑ

Η βασική θέση του Γκρέμπερ είναι ότι, ενώ η πρόοδος της τεχνολογίας, ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, θα μπορούσε να οδηγήσει στη δραστική μείωση των ωρών εργασίας για όλους, παρέχοντας τη δυνατότητα στους ανθρώπους να επιδοθούν σε άλλες δραστηριότητες και απολαύσεις της αρεσκείας τους, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντιθέτως, οι κοινωνίες μας επινόησαν μια σειρά από «φουμαροδουλειές», από νέες θέσεις απασχόλησης, ιδίως μεσαία διοικητικά στελέχη, που διόγκωσαν τον διοικητικό τομέα (σύμβουλοι, μάνατζερ, στελέχη επιτροπών, συντονιστές, κ.ο.κ), οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία κοινωνική συνεισφορά ή οικονομική αξία, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να εξακολουθούν να δουλεύουν το ίδιο ή και περισσότερο. 

Το εντυπωσιακό, σύμφωνα πάντα με τον Γκρέμπερ, είναι ότι ακόμα και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που κάνουν αυτές τις δουλειές −οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, αποτελούν το 37%-40% των συνολικών θέσεων απασχόλησης− αναγνωρίζουν ότι είναι ανούσιες (αν όχι βλαπτικές). Δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές αισθάνονται υποχρεωμένοι να προσποιηθούν ότι αυτό δεν ισχύει. 

Η ανωτέρω θέση έχει τουλάχιστον τρεις προεκτάσεις, που μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμες στο πλαίσιο της μεγάλης συζήτησης που έχει ανοίξει για το μέλλον της εργασίας, με αφορμή την ανάδυση της τεχνητής νοημοσύνης. Η πρώτη αφορά το γιατί ο ύστερος καπιταλισμός παράγει, σχεδόν δομικά, οικονομικά «ανορθολογικές» δουλειές; Οι λόγοι, υποστηρίζει ο Γκρέμπερ, είναι ηθικοπολιτικοί. Πρόκειται για έναν συνδυασμό της κατίσχυσης της προτεσταντικής ηθικής του μόχθου και της πειθαρχίας, όπως θα έλεγε ο Βέμπερ, και της αντίληψης ότι ο ελεύθερος χρόνος αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για το σύστημα (για κάθε σύστημα, θα λέγαμε). Η δεύτερη σχετίζεται με το χάσμα της οικονομικής ανταμοιβής ανάμεσα στις φουμαροδουλειές, oι οποίες συνήθως πληρώνονται αδρά, και τις πραγματικά παραγωγικές εργασίες, ή εκείνες που σαφώς ωφελούν περισσότερους συνανθρώπους μας, οι οποίες έχουν πολύ χαμηλές απολαβές και άθλιες συνθήκες εργασίας (καταλήγουν «σκατοδουλειές», όπως λέει ο Γκρέμπερ − αρκεί κανείς να σκεφτεί εδώ την κατάσταση του μέσου Έλληνα δασκάλου ή νοσηλευτή). Το τρίτο σημείο σχετίζεται με τη βαθιά αισιόδοξη θέση του Γκρέμπερ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στ’ αλήθεια θέλουν να νιώθουν ότι συνεισφέρουν στην ευρύτερη κοινωνική ευημερία με κάποιο τρόπο, γι’ αυτό και αισθάνονται εγκλωβισμένοι και δυστυχείς στο καθεστώς των «φουμαροδουλειών».

Οποιαδήποτε ουσιαστική διερώτηση για το μέλλον της εργασίας θα πρέπει, λοιπόν, να εκκινήσει από την αντιστροφή των δύο πρώτων σημείων και την επένδυση στο τρίτο. Από την παραδοχή ότι η εργασία δεν εξαντλεί το νόημα του ανθρώπινου βίου και ότι η ανατρετική δυναμική του ελεύθερου χρόνου συνιστά μια από τις πλέον ζωογόνες (και γι’ αυτό ανατρεπτικές) δυνάμεις της εξέλιξης των κοινωνιών μας. Από την (οικονομική, αλλά όχι μόνο) αναγνώριση της σημασίας των κοινωνικά ωφέλιμων εργασιών, οι οποίες άλλωστε πολύ δύσκολα μπορούν να αυτοματοποιηθούν ή να αντικατασταθούν από τη μηχανική νοημοσύνη (για παράδειγμα, τα επαγγέλματα φροντίδας). Και, τέλος, από την παροχή διεξόδων και εναλλακτικών μορφών επαγγελματικής σταδιοδρομίας στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θα ήθελαν να βρουν πραγματικό νόημα και ηθική πλήρωση στην εργασία τους, αλλά δεν μπορούν. Δυστυχώς, όμως, δύσκολα θα βρει κανείς τέτοιους προβληματισμούς στους τόνους ακαδημαϊκής, επιχειρηματικής και πολιτικής μελάνης που διανθίζουν τις σχετικές συζητήσεις…



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ