ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο «ΑΣΘΕΝΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ»;
- 29.09.23 14:42
Πέρασαν περίπου 25 χρόνια από τότε που ο Εconomist είχε αποκαλέσει τη Γερμανία «ασθενή της Ευρώπης». Τότε, ο συνδυασμός της επανένωσης των Γερμανιών, η αρτηριοσκληρωτική αγορά εργασίας και η ασθενική ζήτηση στον τομέα των εξαγωγών είχαν συμβάλει στη δημιουργία μιας προβληματικής οικονομίας – με την ανεργία να περνάει σε διψήφιο έδαφος. Ύστερα, όμως, μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 2000 έφεραν τη Γερμανία σε μια νέα, χρυσή εποχή: τη χώρα κατέληξαν να ζηλεύουν οι εταίροι της. Όχι μόνο τα τρένα έφταναν ακριβώς στην ώρα τους, αλλά η μηχανολογική της υπεροχή, που δημιούργησε παγκόσμια αίσθηση, την κατέστησε πρωταθλήτρια στην εξαγωγική δραστηριότητα. Μπορεί τότε η Γερμανία να βρέθηκε σε φάση ακμής, όμως ο υπόλοιπος κόσμος δεν έπαψε να εξελίσσεται. Το αποτέλεσμα: η Γερμανία βρίσκεται να χάνει και πάλι έδαφος.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, από πρωτοπόρα της ανάπτυξης, σήμερα πλέον σέρνεται. Μεταξύ 2006 και 2017, προσπερνούσε τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές της, ενώ κρατούσε τη θέση της απέναντι στις ΗΠΑ. Σήμερα, όμως, βρίσκεται με τρία διαδοχικά 3μηνα στασιμότητας ή υποχώρησης στην οικονομία της – μπορεί λοιπόν να καταλήξει να είναι η μόνη μεγάλη οικονομία που θα έχει συρρικνωθεί το 2023. Τα προβλήματά της, επιπλέον, δεν αφορούν μόνο το σήμερα: σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Γερμανία θα καταγράψει βραδύτερη ανάπτυξη σε σύγκριση με ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και Ισπανία για το σύνολο της ερχόμενης 5ετίας.
Επανάπαυση στην επιτυχία
Ασφαλώς η κατάσταση δεν είναι αυτή τη φορά ανησυχητική όσο το 1999. Η ανεργία σήμερα κινείται γύρω στο 3%, η χώρα είναι πλουσιότερη, αλλά και πιο ανοιχτή. Πλην όμως οι Γερμανοί παραπονιούνται όλο και περισσότερο ότι η χώρα τους δεν λειτουργεί όσο καλά θα έπρεπε. Στις δημοσκοπήσεις τέσσερις στους πέντε ερωτώμενους απαντούν ότι η Γερμανία δεν είναι δίκαιος τόπος για όσους ζουν εκεί. Τα τρένα, πλέον, σημειώνουν τόσο συχνά καθυστερήσεις, ώστε η Ελβετία να μη δέχεται στο δίκτυό της τους συρμούς που αργούν πολύ. Η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, αφού βρέθηκε δυο φορές φέτος το καλοκαίρι παρατημένη στο εξωτερικό λόγω βλαβών του κυβερνητικού αεροσκάφους, ακύρωσε προγραμματισμένο ταξίδι της στην Αυστραλία.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΠΙΟ ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ ΑΠ’ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ. ΤΟ 2022 ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ-ΚΙΝΑΣ ΕΙΧΕ ΦΤΑΣΕΙ ΤΑ 314 ΔΙΣ. ΔΟΛΑΡΙΑ.
Επί πολλά χρόνια, η υπεραπόδοση της Γερμανίας σε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους έκρυβε την υστέρηση των επενδύσεων σε νεότερους. Η επανάπαυση στην επιτυχία, καθώς και η εμμονική προσήλωση στη δημοσιονομική σωφροσύνη, οδήγησε σε υστέρηση των δημοσίων επενδύσεων – κι αυτό δεν αφορά μόνο τους σιδηρόδρομους ή τις ένοπλες δυνάμεις. Συνολικά λαμβανόμενες, οι επενδύσεις σε τεχνολογίες πληροφορικής (ως % του ΑΕΠ) διαμορφώθηκαν σε λιγότερο από το μισό των αντίστοιχων των ΗΠΑ ή της Γαλλίας.
Αλλά και ο γραφειοκρατικός συντηρητισμός παίζει τον δικό του παρεμποδιστικό ρόλο: χρειάζονται 130 μέρες για να λάβει κανείς άδεια έναρξης λειτουργίας μιας επιχείρησης: χρόνος διπλάσιος από τον μέσο όρο για τις χώρες ΟΟΣΑ. Αν προσθέσει κανείς εδώ την επιδείνωση των γεωπολιτικών συνθηκών, τις δυσχέρειες της ενεργειακής μετάβασης προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ρύποι άνθρακα, καθώς και τα προβλήματα γήρανσης του πληθυσμού, ο ορίζοντας σκοτεινιάζει.
Γεωπολιτικές προκλήσεις, ενεργειακή μετάβαση, δημογραφικό
Η γεωπολιτική διάσταση σημαίνει ότι η μεταποίηση μπορεί να πάψει να είναι η αγελάδα την οποία έως τώρα όλοι άρμεγαν. Η γερμανική οικονομία είναι σήμερα η πιο εκτεθειμένη στην Κίνα απ’ όλες τις δυτικές οικονομίες. Το 2022 το συνολικό ύψος των εμπορικών συναλλαγών Γερμανίας-Κίνας είχε φτάσει τα 314 δισ. δολάρια. Τη σχέση αυτή κάποτε την οδηγούσε η προσδοκία μεγιστοποίησης του κέρδους: σήμερα, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Στην Κίνα η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία χάνει στη μάχη μεριδίων αγοράς απέναντι στους εγχώριους ανταγωνιστές. Σε πιο ευαίσθητους τομείς, πάλι, όσο η Δύση επιλέγει τον περιορισμό των κινδύνων από την ισχυρή σύνδεση με την Κίνα –το «de-risking»− υπάρχουν δεσμοί που θα μπορούσαν ακόμα και να διακοπούν τελείως. Την ίδια δε στιγμή ο εντεινόμενος ανταγωνισμός για προωθημένη μεταποιητική δραστηριότητα και για πιο στιβαρές προμηθευτικές αλυσίδες έχει οδηγήσει σε χειμάρρους επιδοτήσεων για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής: αυτό είτε θα αποτελέσει απειλή για τις γερμανικές επιχειρήσεις, είτε πάλι θα απαιτήσει επιδοτήσεις εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μια άλλη δυσκολία είναι εκείνη που προκύπτει από την ενεργειακή μετάβαση. Ο βιομηχανικός τομέας χρησιμοποιεί στη Γερμανία περίπου τη διπλάσια ενέργεια σε σύγκριση με τον επόμενο μεγαλύτερο στην Ευρώπη, ενώ οι Γερμανοί καταναλωτές εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερο ανθρακικό αποτύπωμα από τους Γάλλους η τους Ιταλούς. Το φθηνό ρωσικό αέριο έχει πάψει να αποτελεί εναλλακτική λύση. εν τω μεταξύ, η Γερμανία έχει βάλει ένα θεαματικό αυτογκόλ απομακρυνόμενη από την πυρηνική ενέργεια. Έλλειψη επενδύσεων στα δίκτυα και ένα σερνάμενο σύστημα αδειοδότησης ανακόπτουν τη μετάβαση προς φθηνές εναλλακτικές μορφές ενέργειας, με αποτέλεσμα οι βιομηχανίες να απειλούνται με απώλεια ανταγωνιστικότητας.
ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ 130 ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΔΕΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ: ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΠΛΑΣΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΟΟΣΑ.
Ταυτόχρονα, η Γερμανία στερείται όλο και περισσότερο τα ταλέντα που έχει ανάγκη. Η έκρηξη των γεννήσεων που είχε παρατηρηθεί μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο σημαίνει ότι κάπου 2 εκατ. εργαζόμενοι θα βρεθούν στη σύνταξη –ως καθαρό ισοζύγιο– μέσα στην ερχόμενη 5ετία. Μπορεί η χώρα να έχει προσελκύσει σχεδόν 1,1 εκατ. Ουκρανούς πρόσφυγες, όμως περισσότερο πρόκειται για μη εργαζόμενες γυναίκες, ή πάλι για παιδιά, που αναμένεται συντόμως να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Ήδη τα 2/5 των εργοδοτών δηλώνουν ότι δύσκολα βρίσκουν εργαζόμενους με τις αναγκαίες δεξιότητες. Δεν πρόκειται, δε, για τη συνήθη γκρίνια: το κρατίδιο του Βερολίνου δεν μπορεί να καλύψει ούτε καν τις μισές θέσεις δασκάλων που είναι κενές.
Ο πειρασμός της στασιμότητας
Αν είναι να ακμάσει η Γερμανία σε έναν κόσμο πιο πολυδιασπασμένο, πιο πράσινο και με ενεργούς πολίτες μεγαλύτερων ηλικιών, τότε θα χρειαστεί να προσαρμόσει το οικονομικό της μοντέλο. Ενώ όμως η υψηλή ανεργία της δεκαετίας του 1990 είχε υποχρεώσει την κυβέρνηση συνασπισμού του Γκέρχαρντ Στρέντερ να αναλάβει δράση, τα σημερινά σήματα κινδύνου είναι πιο εύκολο να αγνοηθούν. Στη σημερινή κυβέρνηση συνασπισμού –στην οποία συνεργάζονται Σοσιαλδημοκράτες, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι– λίγοι αναγνωρίζουν την κλίμακα της πρόκλησης. Ακόμα όμως κι αν συμφωνούσαν στη διάγνωση, ο συνασπισμός τους είναι τόσο αντιπαραθετικός, ώστε δύσκολα τα κόμματα που συμμετέχουν σ’ αυτόν θα συμφωνούσαν επί του πρακτέου. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία, ακροδεξιό και λαϊκιστικό κόμμα, ήδη έχει φτάσει το 20% στις δημοσκοπήσεις σε εθνική κλίμακα, ενώ μπορεί να κερδίσει εκλογές σε επίπεδο κρατιδίων μέσα στο 2024. Λίγοι στη σημερινή κυβέρνηση θα προτείνουν λοιπόν ριζοσπαστικές λύσεις, προκειμένου να μην ενισχύσουν αυτή την πολιτική άνοδο.
Ισχυρός λοιπόν ο πειρασμός να παραμείνουν τα πράγματα εκεί που βρίσκονταν όλο το προηγούμενο διάστημα. Αυτό, όμως, δεν θα βοηθήσει στην επαναφορά μιας καλής εποχής για τη Γερμανία. Ούτε άλλωστε θα ανακόψει τις δυνάμεις που, ορμητικά, απειλούν το status quo. Η Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και να λειτουργεί ανταγωνιστικά. Η απανθρακοποίηση, η δημογραφική πίεση και το βάρος μιας προσέγγισης de-risking δεν θα φύγουν από τη μέση απλώς με μιαν ευχή.
Με προοπτική μια νέα Agenda 2030
Αντί λοιπόν να αναπτύσσουν φοβικό σύνδρομο, οι πολιτικοί στη Γερμανία θα χρειαστεί να κοιτάξουν μπροστά, να ενισχύσουν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, τις υποδομές, την ανάπτυξη δεξιοτήτων. Για τις νέες επιχειρήσεις και για ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους θα λειτουργούσε σωτήρια η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών. Το ίδιο θα ίσχυε και με την ψηφιοποίηση της γραφειοκρατίας, προκειμένου να βοηθηθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των βουνών εγγράφων που τους ζητούνται. Περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς αδειοδοτήσεων θα εξασφάλιζαν ότι οι αναγκαίες υποδομές θα χτίζονται ταχύτερα και εντός προϋπολογισμού.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ. Ο ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΗ ΔΙΠΛΑΣΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΠΟΜΕΝΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ.
Αλλά και η εξασφάλιση κεφαλαίων έχει τη σημασία της: πολύ συχνά οι υποδομές υποφέρουν, επειδή η κυβέρνηση έχει μια φετιχιστική προσήλωση στους κανόνες περί ισορροπημένου προϋπολογισμού. Μπορεί η Γερμανία να μην έχει σήμερα τη δυνατότητα να δαπανά όσο ελεύθερα το έπραττε τη δεκαετία του 2010, τότε δηλαδή που τα επιτόκια κινούνταν σε χαμηλά επίπεδα, όμως και πάλι το να κρατά κανείς πίσω τις επενδύσεις προκειμένου να περιορίζονται οι υπερβάσεις δαπανών οδηγεί σε εσφαλμένες εξοικονομήσεις.
Το ίδιο μεγάλη σημασία θα έχει και η προσέλκυση νέου ανθρώπινου ταλέντου. Η Γερμανία έχει βέβαια φιλελευθεροποιήσει τους κανόνες της για τη μετανάστευση, όμως και πάλι οι διαδικασίες για τη χορήγηση βίζας προχωρούν με τον ρυθμό κίνησης των παγετώνων. Επιπλέον, το ισχύον σύστημα δείχνει προτίμηση στους πρόσφυγες έναντι των επαγγελματιών με σημαντικές δεξιότητες, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιθυμούν να εγκατασταθούν στη χώρα. Η προσέγγιση τέτοιου δυναμικού θα μπορούσε, μάλιστα, να οδηγήσει και στην ανάπτυξη εγχώριου δυναμικού, αν π.χ. βοηθήσει να αντιμετωπιστεί η ενδημική έλλειψη δασκάλων.
Σε μια χώρα κυβερνήσεων συνασπισμού και επιφυλακτικών γραφειοκρατών τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πριν από δύο δεκαετίες, πάντως, η Γερμανία τα κατάφερε (με την Agenda 2010) να υλοποιήσει μιαν εντυπωσιακή μετάβαση με εξαιρετικά αποτελέσματα. Θα πρέπει να το επιχειρήσει και πάλι
©The Economist. Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα από ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com