ΜΙΑ ΠΛΟΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ REAL ESTATE
- 23.10.23 13:18
Έτοιμος να διεκδικήσει το δικό του, υψηλό μερίδιο στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας είναι ο κλάδος του real estate. Με «όχημα» την υψηλή ζήτηση από εγχώριους και ξένους αγοραστές κι επενδυτές, η επόμενη πρόκληση αφορά στην αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι παρωχημένο, καθώς δεν συμβαδίζει ούτε με τις σημερινές προδιαγραφές ασφάλειας και εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά ούτε και με τις ανάγκες των χρηστών. Παράλληλα, η επανεκκίνηση της στεγαστικής πολιτικής στη χώρα δύναται να αποτελέσει πεδίο δόξης λαμπρό και για τον ιδιωτικό τομέα, αρκεί να γίνει με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες επιταγές της ορθής διαχείρισης πόρων, αλλά και με σεβασμό στο περιβάλλον και τη βιωσιμότητα.
Real estate και ελληνική οικονομία
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, ο κύκλος εργασιών του κατασκευαστικού κλάδου (υποδομές και οικοδομή) αυξήθηκε κατά 22,6% το 2022. Η απασχόληση στις κατασκευές αυξήθηκε κατά 4,8%, ενώ αύξηση κατά 5,8% σημείωσαν οι μισθοί και τα ημερομίσθια. Η δυναμική του τομέα των κατασκευών αντανακλάται επιπρόσθετα στους δείκτες παραγωγής, οι οποίοι αυξήθηκαν την τελευταία διετία, και στις βελτιούμενες επιχειρηματικές προσδοκίες, πρωτίστως στις ιδιωτικές κατασκευές. Ειδικότερα, ο Δείκτης Παραγωγής στις Κατασκευές αυξήθηκε κατά 23% το 2022 και κατά 6% το 2021, αντιστρέφοντας τις απώλειες της περιόδου 2017-2020. Μάλιστα, οι αυξήσεις της τελευταίας διετίας κάλυψαν το 77% των απωλειών που προηγήθηκαν από το 2017 μέχρι και το 2020.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο ρυθμός αύξησης του δείκτη παραγωγής ήταν ο υψηλότερος μεταξύ των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ, ενώ η Ελλάδα είναι μία από τις έξι χώρες της ΕΕ όπου έχει καταγραφεί η μεγαλύτερη σωρευτική αύξηση του δείκτη κατά την περίοδο 2019-2022. Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών, ο δείκτης παραγωγής οικοδομικών έργων (κτιρίων) κατέγραψε άνοδο κατά 17%, ενώ ο δείκτης έργων πολιτικού μηχανικού (δημόσια έργα), αυξήθηκε κατά 28% το 2022. Οι αντίστοιχες αυξήσεις κατά το 2021 ήταν 13% και 2%. Όσον αφορά την ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, κατά το διάστημα του φετινού πρώτου πενταμήνου (Ιαν.-Μάιος) αυξήθηκε κατά 11,5% με βάση τον αριθμό των αδειών, κατά 16,3% με βάση την επιφάνεια, και κατά 13,7% με βάση τον όγκο.
Η ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ, ΚΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ ΜΕ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΟ ΡΟΛΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ.
Συνεχίζεται το ράλι των τιμών
Η σταθερά ανοδική πορεία της ζήτησης και η αντίστοιχη απορρόφηση του αποθέματος των απούλητων κατοικιών είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των τιμών τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η συνολική αύξηση στο σύνολο της χώρας κατά το διάστημα 2017-2023 (β´ τρίμηνο) αγγίζει το 53,8%. Ωστόσο, στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, το ποσοστό αυτό είναι ακόμα υψηλότερο, μιας και ανέρχεται σε 71% και 56,3% αντίστοιχα. Η ανάκαμψη των τιμών των κατοικιών είναι τέτοια, ώστε πλέον υπολείπονται μόλις κατά 11,3% του προηγούμενου ιστορικού υψηλού τους, το 2008. Στην Αττική δε έχουν σχεδόν «κλείσει την ψαλίδα» από το 2008, καθώς οι αξίες υπολείπονται κατά μόλις 5,3%.
Οι λόγοι για τη σημαντική αυτή άνοδο είναι κυρίως δύο. Ο πρώτος έγκειται στο ότι η ζήτηση σήμερα λειτουργεί ως «σπιράλ», που έχει απελευθερωθεί, καθώς κατά την προηγούμενη δεκαετία ήταν δεκάδες χιλιάδες τα νοικοκυριά που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν ακίνητο και σήμερα το επιχειρούν. Η μη ικανοποίηση της ζήτησης αυτής λειτούργησε ως ένα ελατήριο που συσπειρώθηκε και πλέον είναι ελεύθερο.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στη μεγάλη αύξηση της ζήτησης από το εξωτερικό. Η απήχηση του προγράμματος «Χρυσή Βίζα», η άνοδος των βραχυχρόνιων μισθώσεων, και ασφαλώς οι πολύ χαμηλές τιμές πώλησης, σε σχέση με το εξωτερικό, αποτελούν τις βασικές αιτίες για την εκτόξευση του αγοραστικού ενδιαφέροντος από τους ξένους.
Τα παραπάνω δεδομένα έχουν απορροφήσει σημαντικό μέρος του αποθέματος των απούλητων κατοικιών του παρελθόντος. Σε σχετική ανάλυσή της, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υπολόγισε ότι, από τις περίπου 350.000 απούλητες κατοικίες το 2017 (300.000 κύριες και 50.000 εξοχικές), σήμερα έχουν απομείνει προς πώληση περί τις 100.000 κατοικίες.
Ξένοι επενδυτές στην ελληνική αγορά
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, κατά την περίοδο 2018-2023 εισέρρευσαν στη χώρα κεφάλαια 3,5 δισ. ευρώ από το εξωτερικό. Πρόκειται για μία ιστορικά υψηλή επίδοση, η οποία μάλιστα αναμένεται να συνεχιστεί και φέτος, καθώς υπολογίζεται ότι θα ξεπεραστεί η επίδοση του 2022, όταν οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό για την απόκτηση ακινήτων ξεπέρασαν το 1 δισ. ευρώ (κι άλλο 1 δισ. ευρώ με τη μορφή έμμεσων επενδύσεων στο real estate).
Όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς ακινήτων, οι λόγοι για την εκτόξευση αυτή είναι πολλοί. Η έξοδος από την οικονομική κρίση, η πολιτική σταθερότητα και η οικονομική ανάκαμψη, έχουν μειώσει σημαντικά το «ρίσκο χώρας» που συνόδευε την Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια. Την ίδια στιγμή όμως τα ακίνητα στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι σημαντικά φθηνότερα από το εξωτερικό, και μάλιστα συχνά αυτό συμβαίνει ενώ η ποιότητα κατασκευής, η τοποθεσία και οι προδιαγραφές τους υπερτερούν των αντίστοιχων ακινήτων εκτός Ελλάδας.
ΚΑΤΑ ΤΟ ΦΕΤΙΝΟ ΟΚΤΑΜΗΝΟ, ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΕΙΣΕΡΡΕΥΣΑΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 1,1 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΧΡΥΣΗ ΒΙΖΑ», ΞΕΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΚΑΘΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ.
Σε πρόσφατη έκθεσή της, η Deloitte ανέφερε ότι η Ελλάδα παραμένει ελκυστική για ξένους που αναζητούν δεύτερη κατοικία, ιδίως από τη στιγμή που οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν, ενώ στο εξωτερικό υποχωρούν. Όσοι λοιπόν έχουν επενδυτική προοπτική, αξιολογούν και αυτό το δεδομένο, καθώς θα επηρεάσει τις προοπτικές μελλοντικών υπεραξιών. Σύμφωνα με την Deloitte, στην Αθήνα η μέση τιμή αγοράς νέας κατοικίας ανέρχεται σε σχεδόν 3.000 ευρώ/τ.μ., έναντι π.χ. 5.700 ευρώ/τ.μ. στο Ισραήλ, 4.925 ευρώ/τ.μ. στην Αυστρία και 4.800 ευρώ/τ.μ. στη Γερμανία.
Παράλληλα, ένας ακόμα λόγος που έχει φέρει την Ελλάδα στο στόχαστρο των επενδυτών έγκειται στη δυνατότητα που προσφέρει για εκμετάλλευση ακινήτων, είτε μέσω της βραχυχρόνιας είτε της μακροχρόνιας μίσθωσης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τα εισοδήματα μπορούν να είναι σημαντικά, κάτι που δεν ίσχυε στο παρελθόν.
Σημείο καμπής η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας
Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να αποτελέσει ένα σημείο καμπής και για την εγχώρια αγορά ακινήτων, μιας και θα αποτελεί την πρώτη φορά, τα τελευταία 13 χρόνια, που η αγορά θα λειτουργήσει υπό το πρίσμα αυτό. Οι επαγγελματίες του κλάδου υποστηρίζουν ότι η εξέλιξη αυτή θα συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση των επενδυτικών προοπτικών, τόσο για τους εγχώριους θεσμικούς, όσο και για εκείνους του εξωτερικού. Στην περίπτωση των ελληνικών ομίλων, η επενδυτική βαθμίδα αναμένεται να μεταφραστεί σε πιο ανταγωνιστικούς όρους χρηματοδότησης σε σχέση με σήμερα, καθώς οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε φθηνότερο δανεισμό. Ασφαλώς, υπό το βάρος των υψηλών επιτοκίων, δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές συμφωνίες χρηματοδότησης, τουλάχιστον σε πρώτη φάση.
Αντίστοιχα, οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές, και δη οι μεγαλύτεροι εξ αυτών, θα μπορέσουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία απουσίαζαν τα προηγούμενα χρόνια. Οι επενδυτές αυτοί είναι πιο συντηρητικοί, έχουν πιο μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα κι επομένως αποφεύγουν κερδοσκοπικά παιχνίδια, που κατά κανόνα «βλάπτουν» την ομαλή λειτουργία της αγοράς ακινήτων. Μέχρι σήμερα, τα funds αυτά δεν μπορούσαν να τοποθετήσουν κεφάλαια στην Ελλάδα, καθώς οι κανόνες με τους οποίους λειτουργούν απαγορεύουν επενδύσεις σε χώρες που δεν έχουν το καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας.
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με επαγγελματίες της αγοράς, η ελληνική αγορά εξακολουθεί να στερείται του απαιτούμενου μεγέθους, ώστε να προσελκύσει επενδυτές τέτοιας κλίμακας, που ζητούν π.χ. χαρτοφυλάκια ακινήτων αξίας εκατοντάδων εκατ. ευρώ, ή ακόμα και δισ. ευρώ, προκειμένου να τοποθετηθούν. Αυτό θα είναι το «στοίχημα» των επόμενων ετών, καθώς σχεδιάζονται σημαντικές επενδύσεις νέων αναπτύξεων, που σίγουρα θα έχουν πλέον μεγαλύτερο εύρος πιθανών αγοραστών/επενδυτών.
Η άλλη όψη του νομίσματος: Επιτακτική η ανάγκη επιστροφής της στεγαστικής πολιτικής
Η ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων δεν μπορεί να μη συνοδεύεται και από την επιστροφή της στεγαστικής πολιτικής στη χώρα, και μάλιστα με διευρυμένο ρόλο και αντικείμενο, λόγω των αναγκών που έχει δημιουργήσει η περίοδος της οικονομικής κρίσης. Μια δέσμη προγραμμάτων για την παροχή κινήτρων και τη διεύρυνση των αγοραστικών δυνατοτήτων των νοικοκυριών, σε ό,τι αφορά την απόκτηση ή την ενοικίαση στέγης, βρίσκονται πλέον σε τροχιά υλοποίησης, εκκίνησης ή σχεδιασμού. Στόχος είναι να αυξηθεί η προσφορά κατοικιών, που ορθώς έχει αναγνωριστεί ως ο βασικός λόγος για την αύξηση των τιμών και τον αποκλεισμό μεγάλης μερίδας υποψήφιων αγοραστών ή ενοικιαστών από την αγορά ή ενοικίαση κατοικίας.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΡΚΕΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΩΝ, ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΔΙΕΤΙΑΣ ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ «ΕΚΡΗΞΗ» ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ, ΚΑΘΩΣ ΑΡΚΕΤΕΣ ΕΞ ΑΥΤΩΝ ΕΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝ «ΩΡΙΜΑΣΕΙ» ΑΔΕΙΟΔΟΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΑ.
Το πρόγραμμα «Σπίτι Μου» αποτέλεσε την αρχή και πλέον ξεκινά και μια σειρά από άλλες πρωτοβουλίες. Μία εξ αυτών αφορά στη δράση «Ανακαινίζω-Νοικιάζω», που αποσκοπεί στο να παρασχεθεί οικονομικό κίνητρο σε όσους ιδιοκτήτες διαθέτουν κλειστά διαμερίσματα, να τα ανακαινίσουν ή να τα επισκευάσουν και να τα επαναφέρουν στην αγορά προς μακροχρόνια ενοικίαση. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν ιδιοκτήτες κατοικιών με ετήσιο εισόδημα έως 40.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία έως 300.000 ευρώ, ενώ αποκλείονται όσοι έχουν ενταχθεί σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας ή ανακαίνισης για οποιοδήποτε ακίνητό τους τα τελευταία πέντε έτη. Το ακίνητο πρέπει να έχει εμβαδόν έως 100 τ.μ. και να βρίσκεται σε αστική περιοχή, δεν πρέπει να έχει δηλωθεί ως πρώτη κατοικία, ή ως μισθωμένη, αλλά να αναφέρεται ως κενή στο Ε2 των τριών τελευταίων ετών. Οι εντασσόμενοι στο πρόγραμμα επιδοτούνται για δαπάνες επισκευής και ανακαίνισης έως 10.000 ευρώ (περιλαμβάνονται υλικά και εργασίες). Η επιδότηση φτάνει στο 40% της δαπάνης, με προϋπόθεση την ηλεκτρονική εξόφληση των τιμολογίων και την εκμίσθωση του ακινήτου για τουλάχιστον τρία χρόνια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με πρόσφατο αίτημα της κυβέρνησης ζητείται η χρηματοδότηση της σχετικής δράσης με ποσό 200 εκατ. ευρώ, ενώ προϋπόθεση είναι η ενοικίαση των κατοικιών σε νέους ηλικίας έως 39 ετών. Στόχος είναι προφανώς να δοθεί μια ακόμα διέξοδος σε νέα νοικοκυριά, που ενδεχομένως να μην ήταν σε θέση να επωφεληθούν από το έτερο πρόγραμμα «Σπίτι Μου», με το οποίο επιδοτείται το επιτόκιο στεγαστικού δανείου (έως 75%) για την αγορά κατοικίας. Το εν λόγω πρόγραμμα απευθύνεται επίσης σε νέους, ηλικίας έως 39 ετών, και αφορά στην αγορά κατοικίας ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών, επιφάνειας έως 150 τ.μ. και αξίας έως 200.000 ευρώ.
Βιωσιμότητα, «πράσινα» ακίνητα, αναβάθμιση υφιστάμενων κτιρίων
Πολύ σημαντική είναι η απόσταση που θα πρέπει να καλύψει η εγχώρια αγορά ακινήτων σε ό,τι αφορά τη βελτίωση των «πράσινων» χαρακτηριστικών του κτιριακού της αποθέματος. Η χαμένη δεκαετία του 2010 είναι δύσκολο να αναπληρωθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, γεγονός που εξηγεί και τον λόγο για τον οποίο τα νέα «πράσινα» ακίνητα γίνονται ανάρπαστα κι εξασφαλίζουν υψηλότερο τίμημα πώλησης και ενοικίασης. Τα χαμηλά λειτουργικά τους έξοδα, ακριβώς λόγω της χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, το γεγονός ότι ενσωματώνουν και πολιτικές «ευ ζην», αποτελούν στρατηγικά πλεονεκτήματα που δεν μπορούν να προσφέρουν τα παλιότερα κτίρια. Παράλληλα, οι μεγάλοι όμιλοι αποζητούν τέτοια ακίνητα για τη στέγασή τους, στο πλαίσιο των πολιτικών ESG που έχουν υιοθετήσει, προσφέροντας ένα ακόμα πλεονέκτημα στα «πράσινα» ακίνητα.
Ως εκ τούτου, όλες οι νέες κατασκευές τόσο στα επαγγελματικά, όσο και στα οικιστικά έργα, φροντίζουν να ακολουθούν τις σύγχρονες τάσεις, σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα. Η μεγάλη πρόκληση όμως για το μέλλον αφορά στην αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος, ώστε να συμβαδίζει με τις σύγχρονες ανάγκες. Αν δεν γίνει αυτό, σταδιακά, τα κτίρια αυτά θα εγκαταλειφθούν και θα ερημώσουν.
Real Estate και τουρισμός
Μετά από αρκετές δεκαετίες προσπαθειών, φαίνεται πως εντός της επόμενης διετίας θα υπάρξει «έκρηξη» του αριθμού των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων που λειτουργούν στη χώρα, καθώς αρκετές εξ αυτών έχουν πλέον «ωριμάσει» αδειοδοτικά και επενδυτικά, και αναμένεται να εισέλθουν στην κατασκευαστική περίοδο από το 2024 και μετά. Όπως έχουν δείξει αντίστοιχες επενδύσεις, με χαρακτηριστικότερη όλων το συγκρότημα του Costa Navarino, που και αυτό ασφαλώς συνεχίζει να επεκτείνεται, οι προορισμοί αυτοί έχουν πολλαπλασιαστικό όφελος για το τουριστικό προϊόν, καθώς μπορούν να παράσχουν μια συνολική εμπειρία φιλοξενίας, να προσελκύσουν επισκέπτες υψηλού βεληνεκούς και εισοδημάτων, και παράλληλα να επιμηκύνουν και την τουριστική περίοδο ακόμα και στους 12 μήνες.
Μετά την πανδημία, η κατοικία έχει βρεθεί στο επίκεντρο των αναπτύξεων αυτών, μαζί φυσικά με τις ξενοδοχειακές παροχές υψηλού επιπέδου, τα γήπεδα γκολφ (άλλος ένας τομέας όπου η χώρα υστερεί σημαντικά έναντι του ανταγωνισμού), αλλά και την ιδιωτικότητα που προσφέρεται στην Ελλάδα και δεν συναντάται εύκολα σε δημοφιλείς προορισμούς του εξωτερικού. Στο πλαίσιο αυτό, επικρατεί διάχυτη αισιοδοξία για την επιτυχία των επενδύσεων αυτών σε βάθος χρόνου, ενισχύοντας σημαντικά το τουριστικό μας προϊόν.
Η πορεία των βραχυχρόνιων μισθώσεων
Ιδιαίτερα θετική ήταν η φετινή θερινή περίοδος για τη δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης, λόγω και της έμφασης του κλάδου προς πιο πολυτελείς παροχές, όπως επίσης και ακίνητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας AirDNA, η Ελλάδα πέτυχε την καλύτερη επίδοση πανευρωπαϊκά με έσοδα 156 ευρώ ανά διαθέσιμη μίσθωση (RevPAR), κατά τη διάρκεια του φετινού καλοκαιριού. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώθηκε σε 117 ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 15% σε ετήσια βάση. Η μέση τιμή ανά διανυκτέρευση στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 203 ευρώ, τιμή που ήταν από τις υψηλότερες μαζί με την Κροατία, την Ελβετία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Τα παραπάνω μεγέθη αναμένεται να μεταφραστούν και σε υψηλότερα φορολογικά έσοδα από τη διαμονή σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, ίσως ακόμα και πάνω από 700 εκατ. ευρώ, δείγμα ότι ο κλάδος είναι πλέον υπολογίσιμο μέγεθος στον τουρισμό. Οι πρόσφατες αλλαγές στον τρόπο φορολόγησης και λειτουργίας είναι ασφαλώς κι ένα δείγμα του πώς ακριβώς αντιμετωπίζει και η κυβέρνηση τον τομέα.
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΤΤΕ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2018-2023 ΕΙΣΕΡΡΕΥΣΑΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 3,5 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ.
Υπενθυμίζεται ότι από τις αρχές του 2024 θα επιβληθεί ΦΠΑ σε όλα τα καταλύματα που διαχειρίζονται νομικά πρόσωπα. Αυτό θα αφορά όσους διαχειρίζονται τουλάχιστον τρία ακίνητα ανά ΑΦΜ, οι οποίοι εφεξής θα κληθούν (όσοι δεν το έχουν ήδη πράξει) να συστήσουν εταιρεία για τη διαχείριση της εν λόγω δραστηριότητας. Αυτό πάντως που είναι θετικό για όσους δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στην αγορά αυτή είναι ότι αποφεύχθηκαν χρονικοί περιορισμοί, π.χ. 90 ή 120 ημερών/έτος στη βραχυχρόνια μίσθωση, που θα αποτελούσαν «ταφόπλακα» για δεκάδες χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες.
Το μέλλον του προγράμματος «Χρυσή Βίζα» (Golden Visa);
Στο στάδιο της αναδιαμόρφωσης του «χάρτη» των επενδυτικών προορισμών έχει εισέλθει το πρόγραμμα «Χρυσή Βίζα», μετά τον πρόσφατο διπλασιασμό του ελαχίστου ορίου επένδυσης, σε 500.000 ευρώ, για το κέντρο της Αθήνας, τα βόρεια και τα νότια προάστια, τον δήμο της Θεσσαλονίκης, τη Μύκονο και τη Σαντορίνη. Όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς, οι επενδυτές συνεχίζουν να αναζητούν ακίνητα σε περιοχές όπου το όριο έχει διατηρηθεί στις 250.000 ευρώ, αποφεύγοντας προς ώρας τα ακριβότερα επενδυτικά σημεία. Αυτό δεν αποκλείεται να γεννήσει νέες ανισορροπίες σε περιοχές της Αττικής, αυξάνοντας τις αξίες και τα ενοίκια, και οδηγώντας σε αποκλεισμούς μερίδα των εγχώριων αγοραστών, που δεν θα μπορούν να ανταγωνιστούν τους επενδυτές.
Απορίας άξιο είναι και το πώς θα κινηθεί η αγορά κατοικίας στις περιοχές όπου αυξήθηκε το ελάχιστο ύψος επένδυσης στις 500.000 ευρώ, καθώς δεν αποκλείεται να παρατηρηθούν κι εκεί απότομες ανατιμήσεις, ιδίως αν διαπιστωθεί ότι υφίσταται επενδυτική ζήτηση, όπως π.χ. στα νότια προάστια. Από την άλλη πλευρά, η λογική λέει ότι το κέντρο της Αθήνας θα είναι πλέον εκτός των πλάνων των επενδυτών, τουλάχιστον όχι για τη «Χρυσή Βίζα», λόγω της σύνθεσης του κτιριακού αποθέματος. Ωστόσο, αν υπάρξουν νέες επενδύσεις και ανακατασκευές, δεν αποκλείεται να δημιουργηθεί κι εκεί επενδυτικό προϊόν προς απορρόφηση. Κατά το φετινό οκτάμηνο, υπολογίζεται ότι εισέρρευσαν στη χώρα πάνω από 1,1 δισ. ευρώ για την αγορά κατοικιών, στο πλαίσιο του προγράμματος «Χρυσή Βίζα», ξεπερνώντας κάθε ιστορικό προηγούμενο.
Η επόμενη μέρα: νέες τάσεις και προκλήσεις
Το μεγάλο «στοίχημα» για την αγορά ακινήτων, και δη την κατοικία, μέχρι το τέλος της δεκαετίας, αφορά δύο σκέλη. Το πρώτο εξ αυτών έγκειται στο να ενισχυθεί παντοιοτρόπως η προσφορά διαμερισμάτων, είτε νέων είτε μεταχειρισμένων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες στέγασης, αλλά και να περιοριστεί ο ρυθμός αύξησης των τιμών, που καθιστά το απόθεμα των απούλητων ακινήτων όλο και πιο δύσκολο στο να απορροφηθεί. Πρόκειται για ένα κρίσιμο στοιχείο, καθώς για να μπορέσει να λειτουργήσει εύρυθμα η κτηματαγορά, θα πρέπει τα προς πώληση ακίνητα να συμβαδίζουν όχι μόνο με τις ανάγκες των νοικοκυριών, αλλά και με την οικονομική τους δυνατότητα. Αυτό καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς η πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει δύσκολη για τη μεγάλη πλειονότητα των ενδιαφερομένων, τη στιγμή που οι αξίες αυξάνονται σημαντικά, ακόμα και σε κατοικίες χαμηλών ποιοτικών προδιαγραφών, ακριβώς λόγω της περιορισμένης προσφοράς.
Το δεύτερο σκέλος αφορά στην ενεργειακή και ποιοτική αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος. Πάνω από το 55% των κατοικιών της χώρας είναι ηλικίας άνω των 40 ετών, δεν διαθέτουν καμία απολύτως μόνωση, και ταυτόχρονα έχουν κατασκευαστεί πριν ακόμα και από τον αντισεισμικό κανονισμό του 1981. Πρόκειται λοιπόν για ένα παρωχημένο απόθεμα, το οποίο δεν συμβαδίζει σε καμία περίπτωση με τις σύγχρονες ανάγκες. Τα κεφάλαια που θα πρέπει να κινητοποιηθούν για την αναβάθμισή του υπολογίζονται σε δεκάδες δισ. ευρώ, μέχρι το 2040, τη στιγμή που σε επίπεδο ΕΕ έχουν ήδη ψηφιστεί νομοθεσίες που θα καταστήσουν την αναβάθμιση αυτή υποχρεωτική για όσους ιδιοκτήτες επιθυμούν να πωλήσουν ή νοικιάσουν τα ακίνητά τους. Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζει ότι μόνο έως το 2030 θα διοχετευθούν κεφάλαια 45 δισ. ευρώ για την κατασκευή νέων κατοικιών (40 δισ. ευρώ) και την ενεργειακή αναβάθμιση υφιστάμενων κατοικιών (5 δισ. ευρώ). Όλα λοιπόν δείχνουν ότι η αγορά ακινήτων έχει μπροστά της πεδίο δόξης λαμπρόν!