90 ΧΡΟΝΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, ΕΝΑ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ
- 24.07.24 10:05
«Το έργον όπερ αναλαμβάνομεν, φιλοδοξούμεν όπως παρουσιάση την εν Ελλάδι Βιομηχανίαν από της οικονομικής και τεχνικής πλευράς αυτής, ως αυτή σήμερον εμφανίζεται λίαν ενδιαφέρουσα λόγω της ποιότητος των προϊόντων της, ουχί μόνον εις τα περιρισμένα όρια του Κράτους αλλά και τας ξένας αγοράς, εφ’ όσον η ανάπτυξις της Ελληνικής παραγωγής ευρίσκεται ήδη εις ανθούσαν περίοδον, επιτρέπουσαν όπως αισιοδόξως αποβλέψωμεν εις την παγίωσιν της καταστάσεως ταύτης διά το μέλλον».
Με αυτά τα λόγια ο Σπύρος Βοβολίνης περιγράφει στο πρώτο τεύχος του περιοδικού, τον βασικό στόχο ή, όπως ξεκάθαρα αναφέρει ο τίτλος του άρθρου, «Τι επιδιώκομεν». Είναι Ιούλιος του 1934 και η Βιομηχανική Επιθεώρησις κάνει την εμφάνισή της διακριτικά – θα χρειαστεί να περάσουν 60 χρόνια για να «κρεμαστεί» στα περίπτερα.
ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80 ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΣΣΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ: ΤΟΝΙ ΜΠΛΕΡ, ΑΜΑΡΤΙΑ ΣΕΝ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ, ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΡΑΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΟΥ «ΜΙΛΗΣΑΝ» ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ.
Υπέρ εκβιομηχάνισης
Από τα πρώτα του βήματα, το περιοδικό παρουσιάζει τα προβλήματα της μεταποιητικής δραστηριότητας, στηρίζει την πορεία της βιομηχανίας απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά και την πολιτική σκηνή γενικότερα. Κλείνοντας το δεύτερο έτος κυκλοφορίας, η Βιομηχανική Επιθεώρησις έστρεφε τον απολογισμό της στο πώς «σε πλείστα όσα επίκαιρα ζητήματα […] αι υποστηριχθείσαι από των στηλών μας γνώμαι, συνέβαλον τα μέγιστα εις την ρύθμισιν ή την οριστικήν επίλυσιν τούτων». Μάλιστα, με ιδιαίτερη έμφαση στους «αγώνες υπέρ της εκπροσωπήσεως των παραγωγικών τάξεων εν τω Κοινοβουλίω», με την επανασύσταση της Γερουσίας.
Ήδη στο τεύχος Μαΐου, τρεις μήνες πριν από τη δικτατορία Μεταξά, με ευρισκόμενη επί θύραις αναθεώρηση του Συντάγματος που θα περιλάμβανε και την εκπροσώπηση των παραγωγικών τάξεων, προσέρχεται στη συζήτηση ευρύτατο φάσμα της τότε πολιτικής ηγεσίας: ο πρώην πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ως αρχηγός του Εργατικού και Αγροτικού Κόμματος ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ως αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος ο Γεώργιος Παπανδρέου, ως αρχηγός του Προοδευτικού Κόμματος ο Γεώργιος Καφαντάρης, ως αρχηγός του Λαϊκού Μεταρρυθμιστικού Κόμματος ο Γεώργιος Ράλλης, ως δήμαρχος Αθηναίων ο Κ. Κοτζιάς, ως αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος ο Ι. Θεοτόκης.
Με ένα άλμα, τώρα, στα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια και μετά τη μεγάλη καταστροφή των ετών Πολέμου, Κατοχής και Εμφυλίου –στο τεύχος Απριλίου 1948– με το κύριο άρθρο στηρίζεται το Πρόγραμμα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (και η συνεισφορά της Αμερικανικής Αποστολής, βέβαια…), ώστε να προσδοκάται ότι «ημέραι ευημερίας και ακμής ευρίσκονται εγγύς». Και πάντως, στο τεύχος Δεκεμβρίου 1952, επιστρατεύεται η γραφίδα του Μ. Καραγάτση («συγγραφέως-λογοτέχνου») προκειμένου να τονισθεί πως «είναι ανάγκη να διαφωτισθεί επαρκώς η κοινή γνώμη επί του εθνικού έργου που επιτελεί η βιομηχανία μας».
Αλλά και μετά την εμπειρία της αποβιομηχάνισης των τελευταίων δεκαετιών, σε συνέντευξή του στην Οικονομική Ιανουαρίου του 2018 ο Θόδωρος Φέσσας, ως πρόεδρος του ΣΕΒ, εξηγούσε πώς, στα χρόνια της κρίσης, εκείνες οι χώρες που διαθέτουν ισχυρή παραγωγική βάση «αντιμετωπίζουν πιο ήπια υφεσιακά φαινόμενα [διότι] διαθέτουν την διέξοδο των διεθνών αγορών που νομοτελειακά προσφέρει η μεταποίηση».
Η σταθερή αυτή στήριξη της βιομηχανίας αναγνωρίζεται από τους πρωταγωνιστές του κλάδου. Ήδη από το 1936 ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος, ως πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών, δήλωνε βαθύτατη ικανοποίηση «διότι η Βιομηχανική Επιθεώρησις εκπλήρωσεν όλας τας προσδοκίας δια της πρακτικής και ψυχραίμου αρθρογραφίας της».
Υπέρ Ευρώπης
Ένα δεύτερο κεντρικό ζήτημα, απέναντι στο οποίο τοποθετήθηκε από την αρχή το περιοδικό, υπήρξε η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ήδη το τεύχος Μαΐου 1948 περιλαμβάνει ανάλυση για τη «σημασία της ενώσεως των χωρών της “Μπενελούξ” [όπου] η δασμολογική ένωσις, αποτελεί προοίμιον της οικονομικής τοιαύτης των τριών χωρών». Όταν, όμως, προκύπτει η ΕΟΚ, δεν τάσσεται υπέρ της ένταξης, απηχώντας την αμφιθυμία του βιομηχανικού κόσμου, όσο υπάρχει το ενδεχόμενο συμμετοχής στο ανταγωνιστικό σχέδιο της ΕΖΕΣ.
Στο τεύχος Ιουλίου 1961, όταν η Συμφωνία Συνδέσεως έχει πλέον κατασταλάξει, το κύριο άρθρο της Βιομηχανικής παρατηρεί ότι «ο δρόμος εις τον οποίον εισήλθομεν και εις τον οποίον καλούμεθα να τρέξωμεν είναι ανάντης τραχύς και ολισθηρός». Και ακόμη: «ανώδυνοι δεν θα είναι αι μετασχηματιστικαί διαδικασίαι, που μας αναμένουν. Θύματα θα υπάρξουν». Γι’ αυτό και π.χ. στη συνέχεια καλωσορίζεται η τότε κοινοπραξία ελληνικών βαμβακοκλωστηρίων και κλωστοϋφαντουργείων: «είτε προηγήθηκε ως σύλληψις δια την σύνδεσιν με την ΕΟΚ, είτε όχι […] αποτελεί αυτόχρημα εθνικόν επίτευγμα».
Αν και η διαδρομή μέχρι την πλήρη ένταξη του 1981 υπήρξε μακρά, το τεύχος Ιανουαρίου 1981 στέκεται μεν θετικά («ανέτειλε δια την χώραν μας μια νέα εποχή»), αλλά δεν αποφεύγει να σημειώσει ότι «αι περί την ΕΟΚ παρεξηγήσεις και παρανοήσεις χρονολογούνται παλαιόθεν». Θυμίζει ότι, όταν τον Ιούνιο 1975 υπεβλήθη από την κυβέρνηση Καραμανλή η αίτηση ένταξης, «ετάχθη υπέρ του τολμήματος εκείνου (διότι περί τολμήματος επρόκειτο…). Δεν παρεσύρθη όμως – και δεν παρασύρεται – από τας θριαμβολογίας των μέχρις ουτοπισμού αισιοδόξων οραματισμών και τον άκρατον ενθουσιασμόν των Κυβερνήσεων – ούτε, φυσικά, από τον ζόφον των καταθλιπτικών πεσσιμιστικών προβλέψεων των αντιστρατευομένων την ένταξιν μερίδας της αντιπολιτεύσεως».
Ενώ και στο τεύχος Ιανουαρίου 2001, που συνόδευε την οριστική εγκατάσταση στην τροχιά Ευρωζώνης, το κύριο άρθρο της Αλεξάνδρας Βοβολίνη επισημαίνει ότι «οι προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί η χώρα μας πολλαπλασιάζονται». Και, ακόμη περισσότερο: «μέσα στο νέο περιβάλλον, το πρώτο πρόβλημά μας είναι η ανταγωνιστικότητα» ⸻ μάλιστα με επισημάνσεις για αναντιστοιχία μεταξύ κατάρτισης και απασχόλησης, ή πάλι για «ανεπαρκή προετοιμασία για την κοινωνία της πληροφορίας».
Το ύφος
Από τα αποσπάσματα που παραθέτουμε είναι σαφές ότι το περιοδικό άργησε να υιοθετήσει τη σύγχρονη γλώσσα, χωρίς όμως και να μην είναι κατανοητό στον σημερινό αναγνώστη. Συνειδητά επιλέγεται ψύχραιμη διατύπωση για τις οικονομικές, κι ακόμα περισσότερο τις τεχνικές προσεγγίσεις. Αντιθέτως η αρθρογραφική και σχολιογραφική έκφραση (τα «Σημειώματα») είναι συνειδητά αιχμηρή.
Συχνά στο στόχαστρο βρίσκονται «αι υπηρεσίαι» ⸻ εκείνο που σήμερα θα αποκαλούσαμε γραφειοκρατία. Για παράδειγμα, στο τεύχος Φεβρουαρίου 1953 διαβάζει κανείς: «Βεβαίως, εις την αναξιότητα, την κακήν θέλησιν και την υστεροβουλίαν των υπηρεσιών οφείλονται αι καθυστερήσεις […] και τα μοιραία των συνακόλουθα». Πλην όμως, «των παραλείψεων και σφαλμάτων την ευθύνην δεν την φέρουν αι υπηρεσίαι [διότι] έτσι θέλει το Σύνταγμα και οι νόμοι, πολύ σωστά: εξουσίαν έχει ο υπουργός, δια να υποτάσσεται, πειθήνιον εις τα κελεύσματά του, το συν τοις άλλοις θρασύδειλον γένος των γραφειοκρατών».
Άλλωστε, «ο λαός γνωρίζει να εισδύει εις το βάθος των πραγμάτων, να συλλαμβάνει την ουσίαν των. Δεν προσφέρεται προς εύκολον καταδημαγώγησιν. Και ηρεμίαν έχει πολλήν, και διαυγή κρίσιν και υπομονήν» . (Αυτά στο τεύχος Μαΐου 1953).
Όταν το περιοδικό δυσπιστεί (π.χ. με την ανάληψη της ευθύνης των πραγμάτων από την πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, μετά τις εκλογές του 1981), επιλέγει να κρατά μεν στάση αναμονής, πλην όμως πολύ κοντά στην επιφάνεια συναντώνται οι επιφυλάξεις της. Στο τεύχος Δεκεμβρίου 1981, ιδού πώς παρουσιάζονταν/αξιολογούνταν οι τότε προγραμματικές δηλώσεις: «Με πολλά ερωτηματικά, με ανησυχίες και (δικαιολογημένην) αδημονίαν ανεμένονταν οι προγραμματικές […] δια των οποίων θα αποσαφηνίζετο η “γραμμή πλεύσης”, θα αντικαθίστατο το συγκεχυμένον νεφέλωμα των προεκλογικών θέσεων [και] θα ετίθετο τέρμα εις το “όργιον” των εικασιών». Δυστυχώς όμως, «και μετά τις προγραμματικές δηλώσεις το πλαίσιον πολιτικής που θα εφαρμοσθεί παραμένει συγκχυμένον». Και ακόμη: «όσον αφορά τον οικονομικόν τομέα, το πρόγραμμα της Κυβερνήσεως χωλαίνει αισθητώς, προδίδον δυστοκίαν των αρμοδίων “εγκεφάλων” [ενώ] αι πολυδιαφημισμέναι μελέται αποδεικνύονται […] είτε ψηφοθηρικόν τέχνασμα, είτε εξωπραγματικαί θεωρητικαί κατασκευαί, είτε και τα δυο».
Γενικώς, η Οικονομική δεν συγκρατεί τον λόγο της ακόμη και έναντι επιλογών και πολιτικών σχηματισμών που στηρίζει. Έτσι, στο τεύχος Φεβρουαρίου 1996, καλωσορίζοντας την τότε νεόκοπη κυβέρνηση Κώστα Σημίτη, η Οικονομική –μαζί με θετικές προσδοκίες, βέβαια– όχι απλώς εξέφραζε «συγκεκριμένες ανησυχίες -επιφυλάξεις για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις εσωκομματικών αντιπαραθέσεων-τριβών, αλλά και κατέθετε τη θέση ότι «δεν μπορούσε να φαντασθεί με τι ταχύτητα θα έβρισκαν “αντίκρισμα” […] έναντι των προσδοκιών οι ανησυχίες». Και, λίγο παραπέρα, κάνει λόγο για «σπατάλη χρόνου και φαιάς ουσίας σε ατέρμονες, άσκοπες κομματικές δολιχοδρομίες».
Το περιοδικό μπορεί να δίνει τον λόγο σε πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, επιχειρηματίες και κοινωνικούς φορείς, φιλοξενώντας τις απόψεις τους, όμως επί δεκαετίες δεν χρησιμοποιεί το εργαλείο της συνέντευξης. Άλλωστε πριν από τη μεταπολίτευση σπάνια εμφανιζόταν στον ελληνικό Τύπο. Από τη δεκαετία του ’80 εμφανίζονται συνεντεύξεις και εξελίσσονται σε ένα από τα βασικά εργαλεία του περιοδικού: Τόνι Μπλερ, Αμάρτια Σεν, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Κώστας Σημίτης, Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος, Γιάννης Στουρνάρας, Γιάννης Σπράος, Χριστόφορος Πισσαρίδης είναι μόνο μερικά από τα πολύ σημαντικά ονόματα που «μίλησαν» στο περιοδικό τις τελευταίες δεκαετίες.
Η εμφάνιση
Το αρχικό όνομα του περιοδικού εστίαζε στη βιομηχανία και ήταν στην καθαρεύουσα (Επιθεώρησις). Άντεξε αρκετές δεκαετίες, αλλά ήταν από τα πρώτα που άλλαξαν όταν πέρασε η σκυτάλη στη νέα γενιά. Η αρχή έγινε με την προσαρμογή στη σύγχρονη γλώσσα (Βιομηχανική Επιθεώρηση από το 1991). Στη συνέχεια διευρύνθηκε το αντικείμενο του περιοδικού, ώστε παράλληλα με τη βιομηχανία να περιλάβει κι άλλες πτυχές της οικονομίας, με το κέντρο βάρους να μετατοπίζεται (από Bιομηχανική Oικονομική Eπιθεώρηση το 1997, σε Oικονομική Bιομηχανική Eπιθεώρηση το 1999) μέχρι να καταλήξει, τον 21ο αιώνα, σε Oικονομική Eπιθεώρηση (2004).
Από πολλές και διαφορετικές φάσεις έχει διέλθει και η εικόνα του περιοδικού ως προς το «στήσιμο», παρακολουθώντας την εξέλιξη τεχνολογίας και αισθητικής. Στα πρώτα χρόνια κυκλοφορίας, τη δεκαετία του ’30, οι φωτογραφίες είναι σπάνιες και στο εξώφυλλο δεν υπάρχουν εικόνες, αλλά τα περιεχόμενα του τεύχους. Μεταπολεμικά ο αριθμός των σελίδων του περιοδικού αυξάνεται και βελτιώνεται η τυποτεχνική εμφάνισή του. Από τη δεκαετία του ’50 αρχίζει να αλλάζει και το εξώφυλλο, στην αρχή δειλά (αφηρημένες εικόνες φόντο στα περιεχόμενα) και στη συνέχεια απολύτως διακριτά (τα περιεχόμενα μετακινούνται στο εσωτερικό).
Στις δεκαετίες που ακολουθούν τα εξώφυλλα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Από βιομηχανικές μονάδες και το νέο (τότε) κτίριο του Χίλτον, μέχρι πίνακες ζωγραφικής, έργα τέχνης και την τελευταία συλλογή ρούχων του Τσεκλένη. Με τη σταδιακή αξιοποίηση του εργαλείου της συνέντευξης, εμφανίζονται πρόσωπα στο εξώφυλλο. Δεν λείπουν, όμως, και οι εικονογραφικές συνθέσεις, απλές ή πιο αφηρημένες.
Στη Μεταπολίτευση η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει σαφές αποτύπωμα στην εμφάνιση του περιοδικού. Το ίδιο και η αλλαγή διεύθυνσης: το περιοδικό αναδιοργανώνεται, αποκτά νέες στήλες και συνεργάτες, διαφορετικό «στήσιμο» και εμφάνιση. Διατηρούνται, όμως, ορισμένες παραδοσιακές κλασικές στήλες.
Η χρηματοδότηση
Κάθε εγχείρημα που αποσκοπεί στο κέρδος εξαρτάται, προφανώς, από τα έσοδα και τα κόστη του. Το ύψος των πρώτων προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τα δεύτερα, κατά το γνωστό γνωμικό «μην απλώνεις τα πόδια πέρα από το πάπλωμα». Τα έσοδα προέρχονται πρωτίστως από συνδρομές. Αναγνωρίζοντας, μάλιστα, τη συμβολή του περιοδικού στην προσπάθεια εκβιομηχάνισης, αλλά και συνειδητοποιώντας τον οικονομικό ανήφορο της εκδοτικής δραστηριότητας, ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών καλούσε με επίσημη επιστολή του προέδρου και του γενικού γραμματέα του προς τα μέλη σε «πάσης τάξεως συνδρομής [με] διαφημίσεις, ισολογισμούς κλπ.».
Παράλληλα το περιοδικό περιλαμβάνει στην ύλη του πρακτικά γενικών συνελεύσεων, κοινωνικών φορέων, τραπεζών, κυβερνητικών οργάνων κ.ά. Σε κάποιες περιπτώσεις προχωρά ακόμα και στην έκδοση ξεχωριστών τόμων. Σταδιακά, όμως, βασική πηγή εσόδων γίνονται οι διαφημίσεις. Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός τους στα τεύχη των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όταν ακόμα ο Τύπος κυριαρχούσε, έχοντας ως μόνο ανταγωνιστή το ραδιόφωνο. Συχνά χρειάζεται να περάσουν πάνω από δέκα σελίδες διαφημίσεων, προτού εμφανιστεί η πρώτη σελίδα των περιεχομένων.
Η εμφάνιση της τηλεόρασης δεν θα επιφέρει σημαντικό πλήγμα σε πρώτο χρόνο. Βέβαια εκ των υστέρων αντιλαμβανόμαστε ότι η αντίστροφη μέτρηση (για τον Τύπο συνολικά) είχε ξεκινήσει. Με το πέρασμα στη νέα γενιά το περιοδικό θα αποκτήσει νέα πνοή και σε όρους επιχειρηματικού μοντέλου. Γίνεται το επίκεντρο ενός δικτύου εκδόσεων, με στόχο τη συστηματική και εμπεριστατωμένη ενημέρωση για την οικονομία, την επιχειρηματικότητα, την πολιτική εντός και εκτός συνόρων. Τη δεκαετία του 2000 αποκτά και τηλεοπτική παρουσία, με την εκπομπή Oikonomiki TV στο κανάλι GBC και στην ΕΡΤ 3. Νέλλη Καψή, Νίκος Παπανδρέου, Μπάμπης Παπαδημητρίου και Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδης σχολιάζουν την οικονομική επικαιρότητα. Αντίστοιχο εγχείρημα επαναλήφθηκε την περίοδο της πανδημίας, με τα σύγχρονα πλέον μέσα (YouTube) και τον Κώστα Μπλιάτκα να έχει συμπαρουσιαστή τον Α. Παπαγιαννίδη στη «Μισή ώρα με την economia».
Εξωστρέφεια
Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που διατρέχει όλη τη διαδρομή των εννέα δεκαετιών, είναι η διάθεση για εξωστρέφεια. Από το πρώτο τεύχος το περιοδικό είναι ανοικτό στην κοινωνία, προσφέροντας βήμα λόγου και αναζητώντας τον διάλογο μέσω αντιτιθέμενων απόψεων.
Επιχειρεί να παρακολουθήσει τις τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις στο εξωτερικό. Το 1936, φιλοξενεί ανταπόκριση από το Βερολίνο για τον «ομιλούντα κινηματογράφο» και το 1958 παρουσιάζει την αυτόματη ηλεκτρονική ρύθμιση της κυκλοφορίας, που «επινοήθη εις την Γαλλίαν» και απειλεί να καταργήσει τους τροχονόμους.
Καθώς, όμως, προχωρά το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, το περιοδικό ανοίγει τις σελίδες του σε περιεχόμενο από το εξωτερικό, ξεκινώντας τη δεκαετία του ’60 την αναδημοσίευση άρθρων των Financial Times και από το 1976 του Economist. Παράλληλα επιχειρεί να εκπέμψει το δικό του στίγμα στα αγγλικά, αρχικά με τη μετάφραση επιλεγμένων άρθρων του (Industrial Review) και στη συνέχεια με ειδικά newsletter, την ευθύνη των οποίων είχε η πολύπειρη Κέριν Χόουπ. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της ύλης του περιοδικού, μέχρι που αυτονομήθηκε και κυκλοφόρησε αυτόνομα το Greek Business File, με μια λογική συνολικής ματιάς στις ελληνικές εξελίξεις, συχνά με κλαδική προσέγγιση.
Στα δύο τρίτα της μέχρι τώρα διαδρομής (1994) το περιοδικό ξεκίνησε να διοργανώνει και φοιτητικό διαγωνισμό. Η αρχική σκέψη είναι (και πάλι) το άνοιγμα στην κοινωνία, με άνοιγμα σε ακροατήριο διαφορετικό από εκείνο που παραδοσιακά είχε το περιοδικό. Έκτοτε φοιτητές καλούνται κάθε χρόνο να αναπτύξουν σε μορφή σύντομου δοκιμίου ένα θέμα επικαιρότητας, συνήθως με τρεις επιμέρους πτυχές.
Από τον πρώτο διαγωνισμό («Η ελληνική επιχείρηση στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα. Μηνύματα από τους νέους») μέχρι τον 30ό φετινό («Τεχνητή Νοημοσύνη: Απειλή ή ευκαιρία για την ανθρωπότητα;») οι εργασίες αξιολογούνται από ειδική επιτροπή, που κάθε χρόνο περιλαμβάνει και διαφορετικούς παράγοντες του ακαδημαϊκού, πολιτικού και επιχειρηματικού στίβου. Οι κατά καιρούς βραβευμένοι πέραν των δώρων που λαμβάνουν, εμπλουτίζουν το βιογραφικό τους και (αυτό φεύγει) αποτελούν τον πυρήνα των Alumni του Φοιτητικού Διαγωνισμού, οι οποίοι συχνά καλούνται να οδηγήσουν τους μετέπειτα διαγωνιζόμενους και κυρίως να συστήσουν το περιοδικό στη δική τους γενιά.
Η πορεία που περιγράψαμε φωτίζει και τον τρόπο με τον οποίο, στη στροφή προς τη νέα δεκαετία της διαδρομής της, η Οικονομική Επιθεώρηση – στην ευθύνη πλέον της Economia Media– αντιμετωπίζει τις νέες συνθήκες του μιντιακού σύμπαντος. Και προσπαθεί, επιστρατεύοντας και τη γλώσσα της εικόνας, να συνοδεύσει τις αναζητήσεις της ελληνικής οικονομίας για νέο παραγωγικό μοντέλο. Αλλά και να φέρει στη δημόσια συζήτηση τις όποιες ευρύτερες ιδέες και προσεγγίσεις κυκλοφορούν στον μεγάλο, αβέβαιο και συναρπαστικό συνάμα κόσμο μας.