Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ;

Αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας;
Φωτ. Freepik / RZU
«Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο αλλάζει, και αυτό αποτυπώνεται στην αύξηση του ελληνικού δυνητικού ΑΕΠ, της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας (total factor productivity) και του κατά κεφαλή εισοδήματος και κατανάλωσης», υποστηρίζει ο προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού, γράφοντας στην Οικονομική Επιθεώρηση. «Το επόμενο ερώτημα», σημειώνει, «είναι πώς μπορεί η αλλαγή αυτή να επιταχυνθεί, ώστε η Ελλάδα να συγκλίνει ταχύτερα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο».

Στόχος της οικονομικής πολιτικής κάθε κυβέρνησης είναι η επίτευξη διατηρήσιμων υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, με υψηλό επίπεδο απασχόλησης, επενδύσεων, παραγωγικότητας και ανθεκτικότητας σε εξωγενή σοκ. 

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η κρίση της περασμένης δεκαετίας ήταν απότοκο ενός παραγωγικού μοντέλου που δεν ήταν συμβατό με αυτές τις επιδιώξεις. Με σχετικά μικρές χρονικές εξαιρέσεις, το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας την περίοδο της μεταπολίτευσης στηρίχθηκε στην αύξηση της κατανάλωσης που χρηματοδοτήθηκε από υπερβολικό δημόσιο (κυρίως) και ιδιωτικό (σε δευτερεύοντα, αλλά σημαντικό βαθμό) δανεισμό. Η Ελλάδα κατέγραφε υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενη ανταγωνιστικότητα, η οποία οδήγησε σε υψηλά εξωτερικά ελλείμματα. Η παραγωγική βάση της οικονομίας, όπως και οι επενδύσεις, ήταν υπερβολικά συγκεντρωμένες σε μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας και κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας, δεν ήταν εξωστρεφής, και χαρακτηριζόταν από πολύ μικρό βαθμό οικονομιών κλίμακος στη διαδικασία παραγωγής. Σημαντικό μέρος της τραπεζικής χρηματοδότησης δεν είχε επαρκή υποστήριξη από τα σχετικά εταιρικά μεγέθη. Τέλος, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας δεν ήταν φιλικό προς τις επιχειρήσεις, ενώ το επίπεδο ανταγωνισμού ήταν χαμηλό, με σημαντικά εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Συμπερασματικά, το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις, δεν ήταν διατηρήσιμο. 

Πού βρισκόμαστε σήμερα

Ποια είναι η εικόνα του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας σήμερα, και τι μπορούμε να προσδοκάμε για το μέλλον; 

Ας ξεκινήσουμε από το πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας (framework conditions). Η ελληνική οικονομία σήμερα στηρίζεται σε πολύ πιο υγιείς δημοσιονομικές βάσεις. Παρά τη σημαντική μείωση όλων των βασικών φόρων παραγωγής (φυσικών προσώπων, νομικών προσώπων, μερισμάτων) και περιουσίας που έχουν γίνει μετά το 2019, ο ελληνικός προϋπολογισμός παρουσιάζει πλεονάσματα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό είναι το αποτέλεσμα της σημαντικής μείωσης της φοροδιαφυγής, μείωση η οποία αποτελεί μια πολύ σημαντική δομική ενίσχυση των ελληνικών δημοσίων οικονομικών. 

Ταυτόχρονα, το τραπεζικό σύστημα έχει επανέλθει σε καθεστώς κανονικότητας, και έχει αρχίσει να ξαναχρηματοδοτεί την πραγματική οικονομία. Τώρα όμως το κάνει με πολύ πιο ασφαλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα κριτήρια, υπό την εποπτεία του ευρωπαϊκού ενιαίου μηχανισμού εποπτείας. 

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΟΙ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΑΝ ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 20% ΑΕΠ. ΤΩΡΑ, ΞΕΠΕΡΝΟΥΝ ΤΟ 40%, ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΥΞΗΣΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΟΝ ΒΑΘΜΟ ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΜΕΣΟ ΟΡΟ. Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΒΑΘΜΟΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΥΚΛΟ, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΑΝ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ, ΕΧΕΙ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΓΙΑ ΕΠΙΤΥΧΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ.

Παράλληλα, όπως δείχνουν και σχετικοί διεθνείς δείκτες, η Ελλάδα έχει βελτιώσει αισθητά το επενδυτικό/επιχειρηματικό περιβάλλον, μέσω της ψηφιοποίησης, σημαντικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και τη λειτουργία του ευρύτερου δημόσιου τομέα (π.χ. μεταρρύθμιση κτηματολογίου). Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ (Product Market Regulation Index), η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μεγαλύτερη αύξηση του ανταγωνισμού από το 2018 ως το 2023. 

Συμπερασματικά, σε σχέση με την προ-κρίσης περίοδο, το πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας έχει βελτιωθεί σημαντικά, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ακόμα σημαντικό περιθώριο περαιτέρω βελτίωσης σε πολλές από τις περιοχές που αναφέραμε παραπάνω. 

Εξαγωγές, επενδύσεις

Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση του ΑΕΠ, η μεγάλη διαφορά παρατηρείται στις εξαγωγές. Πριν από την κρίση, οι εξαγωγές αποτελούσαν περίπου το 20% ΑΕΠ. Τώρα, ξεπερνούν το 40%, κάτι που έχει αυξήσει σημαντικά τον βαθμό συγχρονισμού του ελληνικού οικονομικού κύκλου με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο μεγαλύτερος βαθμός εξωστρέφειας (openness) της ελληνικής οικονομίας και συγχρονισμού της με τον ευρωπαϊκό οικονομικό κύκλο (business cycle symmetry), σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη ευελιξία (flexibility) των αγορών αγαθών και υπηρεσιών που προέκυψαν ως αποτέλεσμα των σχετικών μεταρρυθμίσεων, έχει φέρει την Ελλάδα πολύ πιο κοντά στις προϋποθέσεις που αναδεικνύει η θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών (theory of optimum currency areas) για επιτυχή συμμετοχή στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Και αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική αλλαγή σε σχέση με την προ-κρίσης περίοδο. Και πάλι όμως, βρισκόμαστε στη μέση της διαδρομής. Για παράδειγμα, με βάση το μέγεθος της χώρας, οι εξαγωγές θα έπρεπε να βρίσκονται τουλάχιστον στο 60% του ΑΕΠ. Υπάρχει λοιπόν ακόμα σημαντικό περιθώριο βελτίωσης. 

Το ποσοστό των επενδύσεων στο συνολικό ΑΕΠ παραμένει σημαντικά μικρότερο σε σχέση με τη δεκαετία του 2000. Αυτό, σε πρώτη ανάγνωση είναι παράδοξο, καθώς θα περίμενε κανείς ότι, μετά τη μεγάλη αποεπένδυση που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της κρίσης, οι επενδύσεις θα επανάκαμπταν γρήγορα, εξαιτίας της μεγαλύτερης αποδοτικότητας κεφαλαίου σε χαμηλά επίπεδα κεφαλαιουχικού αποθέματος. Το ότι αυτό δεν συνέβη κυρίως οφείλεται στην ακραία πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα που επικράτησε στην Ελλάδα, η οποία κορυφώθηκε το 2015 όταν τέθηκε σε ευθεία αμφισβήτηση η θέση της χώρας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υψηλή αβεβαιότητα, σε συνδυασμό με την αντιαναπτυξιακή πολιτική που εφαρμόστηκε την περίοδο 2015-2019, καθήλωσαν τις επενδύσεις στην Ελλάδα, ενώ αυτές ανέκαμπταν στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια. 

Μόλις άρθηκαν αυτοί οι δύο περιορισμοί, δηλαδή όταν μετά το 2019 αποκαταστάθηκε η διεθνής αξιοπιστία της χώρας και η χώρα έστειλε φιλοαναπτυξιακά σήματα πολιτικής, οι επενδύσεις άρχισαν να αυξάνονται τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ, όσο και ως απόλυτα μεγέθη. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα έχει καλύψει το μισό επενδυτικό κενό που τη χωρίζει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ είναι μακράν η χώρα της ΕΕ με τη μεγαλύτερη αύξηση του όγκου επενδύσεων (+60%) τα τελευταία έξι χρόνια. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η βελτίωση στις άμεσες ξένες επενδύσεις, όπου η Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια (2019-2024) έχει προσελκύσει περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια από τα προηγούμενα δεκαεπτά (2002-2018). Πολλές από αυτές τις επενδύσεις έχουν γίνει σε κλάδους υψηλής παραγωγικότητας, όπως στη μεταποίηση, της υπηρεσίες ενημέρωσης και πληροφορίας (information and communication), τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και τις εξειδικευμένες επαγγελματικές υπηρεσίες (professional services). Σίγουρα αυτά αποτελούν θετικές εξελίξεις. Εντούτοις, αν και αισθητά μειωμένο, το επενδυτικό κενό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει σημαντικό. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

Αντί επιδομάτων, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε αυτή τη φορά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μια στοχευμένη πολιτική…

Βιομηχανία και υπηρεσίες

Πρόοδος υπάρχει και σε ό,τι αφορά την κλαδική σύνθεση του ΑΕΠ. Αν συγκρίνει κανείς τη συμβολή των τριών βασικών τομέων με την προ-κρίσης περίοδο, δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές. Όμως, αν η σύγκριση γίνει σε σχέση με το 2019, τότε παρατηρείται μια αξιόλογη αύξηση του ποσοστού της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, και στην απασχόληση, με αντίστοιχη μείωση του ποσοστού του τομέα των υπηρεσιών. Ως προς τη βιομηχανία, πολύ θετική εξέλιξη είναι ότι η Ελλάδα έχει αναπτύξει μια δυναμική βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρισμού, η οποία μειώνει την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εισαγόμενη ενέργεια και συνεισφέρει στη μακροχρόνια βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Σε ό,τι αφορά τη μεταποίηση, η ελληνική παραγωγή εξακολουθεί να παρουσιάζει ισχυρό βαθμό συγκέντρωσης σε κλάδους που κατατάσσονται ως χαμηλής τεχνολογίας (low-tech) και χαμηλής-μέσης τεχνολογίας (medium-low tech). Όμως, από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι, σε σχέση με την προ-κρίσης περίοδο, υπάρχει μια αισθητή ενίσχυση του μεριδίου των κλάδων που κατηγοριοποιούνται ως κλάδοι υψηλής τεχνολογίας (high-tech) και υψηλής-μέσης τεχνολογίας (medium-high tech). Το ίδιο ισχύει και για τις υπηρεσίες. Αν και η ελληνική παραγωγή εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης σε υπηρεσίες που κατατάσσονται ως χαμηλής προστιθέμενης αξίας, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί αισθητά το επίπεδο παραγωγής και το μερίδιο των υπηρεσιών που κατατάσσονται ως υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Στο σύνολο της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, η μετατόπιση παραγωγής σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης τεχνολογίας/υψηλότερης προστιθέμενης αξίας υπολογίζεται στην περιοχή των 5 με 7 ποσοστιαίων μονάδων.

Scaling-up

Σε ό,τι αφορά τις οικονομίες κλίμακος και μεγέθυνσης των επιχειρήσεων (scaling-up), τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι, σε σχέση με την προ-κρίσης περίοδο, υπάρχει μια πολύ σημαντική μετατόπιση παραγωγής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας προς μεγαλύτερες οικονομικές μονάδες, μετατόπιση η οποία προσεγγίζει περίπου τις 20 ποσοστιαίες μονάδες. Παρόμοια, αν και πιο περιορισμένη σε μέγεθος, μετατόπιση υπάρχει και στην απασχόληση, όπου το ποσοστό των μεσαίων και μεγαλύτερων επιχειρήσεων έχει ανέβει κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες. Ως άμεσο αποτέλεσμα των παραπάνω, η παραγωγικότητα των μεγαλύτερων οικονομικών μονάδων έχει αυξηθεί σημαντικά, και έχει πλέον σχεδόν συγκλίνει πλήρως προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συμπερασματικά, η αλλαγή στον τομέα scaling-up είναι μεγάλη, κάτι το οποίο αντανακλάται και στην τιμολογιακή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής (πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία) και στην αύξηση των ελληνικών εξαγωγών. Από την άλλη, η αύξηση της παραγωγικότητας των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες παραμένουν η συντριπτική πλειοψηφία του συνόλου, παραμένει ζητούμενο. 

Καινοτομία 

Τέλος, ένας πολύ σημαντικός τομέας για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι αυτός της καινοτομίας. Και σε αυτό τον τομέα υπάρχει πρόοδος. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, αυτή φαίνεται στην αύξηση της συμμετοχής των κλάδων υψηλότερης τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας στο σύνολο του ΑΕΠ. Η Ελλάδα επίσης παρουσιάζει βελτίωση στο ύψος των εξαγωγών της που εντάσσονται στην κατηγορία υψηλής τεχνολογίας, στην αύξηση των επενδυτικών δαπανών (επιχειρηματικών και δημόσιων) ως ποσοστό του ΑΕΠ που κατευθύνονται σε έρευνα και τεχνολογία, στον αριθμό πατεντών ανά κάτοικο, και στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Καινοτομίας (European Innovation Scoreboard), όπου μετά το 2019 η άνοδος των επιδόσεων της χώρας μας είναι σημαντικά μεγαλύτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συμπερασματικά, και στον τομέα της καινοτομίας βρισκόμαστε στην επιθυμητή κατεύθυνση. Η Ελλάδα συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τον οποίο όμως ακόμα δεν έχει φτάσει. 

ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΟΔΟΣ. ΑΥΤΗ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΚΛΑΔΩΝ ΥΨΗΛΟΤΕΡΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΑΕΠ. Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΣΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΤΗΣ ΠΟΥ ΕΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ (ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ) ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΕΠ ΠΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΣΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΠΑΤΕΝΤΩΝ ΑΝΑ ΚΑΤΟΙΚΟ, ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΕΙΚΤΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (EUROPEAN INNOVATION SCOREBOARD), ΟΠΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ 2019 Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΟΡΟΥ.

Mπορούμε να πάμε πιο γρήγορα; 

Συνοψίζοντας, το άρθρο αυτό έθεσε το ερώτημα αν αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας. Η απάντηση είναι καταφατική: Ναι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο αλλάζει, και αυτό αποτυπώνεται στην αύξηση του ελληνικού δυνητικού ΑΕΠ, της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας (total factor productivity) και του κατά κεφαλή εισοδήματος και κατανάλωσης, όπως αυτά καταγράφονται από την Eurostat. 

Το επόμενο ερώτημα είναι πώς μπορεί η αλλαγή αυτή να επιταχυνθεί, ώστε η Ελλάδα να συγκλίνει ταχύτερα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, να βελτιωθεί γρηγορότερα το βιοτικό επίπεδο των Ελληνίδων και των Ελλήνων, και να αυξηθεί περαιτέρω η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε μελλοντικές εξωγενείς αναταράξεις. Αυτό είναι μια συζήτηση που θα αποτελούσε αντικείμενο ενός ξεχωριστού άρθρου, αλλά τηλεγραφικά η απάντηση είναι η εξής: 

Πρώτο, με διατήρηση της δημοσιονομικής, μακροοικονομικής και τραπεζικής σταθερότητας, η οποία αποτελεί τη βάση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. 

Δεύτερο, με συνέχεια στις μεταρρυθμίσεις που κινητροδοτούν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, την αύξηση των επενδύσεων (ιδιαίτερα σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας), και την παραγωγικότητα της εργασίας. Η φορολογική μεταρρύθμιση που ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ είναι ένα παράδειγμα μιας μεταρρύθμισης που επιδιώκει τους σκοπούς αυτούς. 

Και τρίτο, και πολύ σημαντικό, μέσα από τη βελτίωση του ανθρωπίνου δυναμικού της χώρας. Ίσως η μεγαλύτερη επένδυση που μπορεί να κάνει η χώρα για την αλλαγή του παραγωγικού της μοντέλου είναι η επένδυση στους ανθρώπους της. 

Μιχάλης Αργυρού είναι προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ