ΑΡΧΑΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΑΣΥΜΦΟΡΟ; ΤΑ ΣΚΛΗΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
- 09.08.24 14:34
Από τον κότινο και τους γυμνούς αθλητές της αρχαιότητας, στους σπόνσορες, τα κολοσσιαία στάδια και την τελετουργική εξτραβαγκάνζα, οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες συνδυάζουν το αφήγημα των ιδεατών καταβολών τους με τους μηχανισμούς ανταγωνισμού των δυτικών οικονομιών.
Όμως το τεράστιο κόστος και τα αμφίβολα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μακρόπνοα οφέλη από τη φιλοξενία των Ολυμπιακών Αγώνων, οδηγούν ουκ ολίγες φορές σε επικρίσεις και ετεροχρονισμένη αμφισβήτηση, ιδίως στις πόλεις που αναλαμβάνουν τη διοργάνωση του μεγαλύτερου αθλητικού θεσμού.
Κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, τόσο το κόστος της διοργάνωσης όσο και τα έσοδα από τα δικαιώματα προβολής του θεάματος αυξήθηκαν ραγδαία, προκαλώντας αντιπαραθέσεις σχετικά με τα βάρη που επωμίστηκαν οι διοργανώτριες χώρες. Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που εκτιμούν ότι τα οφέλη από τη φιλοξενία των αγώνων είναι στην καλύτερη περίπτωση υπερβολικά και στη χειρότερη ανύπαρκτα, αφήνοντας πολλές χώρες υποδοχής με μεγάλα χρέη και υποχρεώσεις συντήρησης, επισημαίνει σε ενδελεχή ανάλυσή του για τα οικονομικά των Ολυμπιακών Αγώνων, το Council on Foreign Relations.
Είναι αυτές οι φωνές των «απίστων» που προτείνουν στην Ολυμπιακή Επιτροπή να αλλάξει τη διαδικασία υποβολής προσφορών και επιλογής ώστε να δώσει κίνητρα για ρεαλιστικό δημοσιονομικό σχεδιασμό, να αυξήσουν τη διαφάνεια και να προωθήσουν βιώσιμες επενδύσεις που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Από την πλευρά της, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) υποστηρίζει ότι οι αγώνες ενισχύουν σημαντικά τη φήμη και την έξωθεν εικόνα των πόλεων τους φιλοξενούν, με τεράστια οικονομικά οφέλη από τον τουρισμό και τις επενδύσεις σε υποδομές.
Οι πρόσφατοι αγώνες επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση, αφού και το Παρίσι ξόδεψε 8 δισεκατομμύρια δολάρια που μένει να αποσβεσθούν, με φόντο τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2021 που επίσης είχαν ξεπεράσει τα κοστοληγμένα όρια, εν μέρει λόγω της πανδημίας.
Σημείο καμπής
Για μεγάλο μέρος του εικοστού αιώνα, η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ένα διαχειρίσιμο βάρος για τις πόλεις που τους φιλοξενούσαν. Οι διοργανώσεις φιλοξενούνταν σε πλούσιες χώρες της Ευρώπης στις ΗΠΑ, και στην εποχή πριν από τα συμβόλαια τηλεοπτικής μετάδοσης, οι οικοδεσπότες δεν περίμεναν να βγάλουν κέρδος. Αντ’ αυτού, οι αγώνες χρηματοδοτούνταν από το δημόσιο, με τις χώρες αυτές να είναι σε καλύτερη θέση να αναλάβουν το κόστος λόγω των μεγαλύτερων οικονομιών τους και των πιο προηγμένων υποδομών τους.
Η δεκαετία του 1970 σηματοδότησε ένα σημείο καμπής, γράφει ο οικονομολόγος Andrew Zimbalist, συγγραφέας τριών βιβλίων για τα ολυμπιακά οικονομικά. Ο αριθμός των συμμετεχόντων στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες διπλασιαζόταν σχεδόν από τις αρχές του εικοστού αιώνα και τα αγωνίσματα και οι κατηγορίες αυξήθηκαν κατά ένα τρίτο τη δεκαετία του 1960. Όμως, η δολοφονία διαδηλωτών από τις δυνάμεις ασφαλείας πριν από τους Αγώνες της Πόλης του Μεξικού το 1968 και η αιματηρή τρομοκρατική επίθεση της παλαιστινιακής οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης εναντίον ισραηλινών αθλητών στους Αγώνες του Μονάχου το 1972 αμαύρωσαν την εικόνα των Ολυμπιακών Αγώνων και ο σκεπτικισμός απέναντι στην ανάληψη χρέους για τη διοργάνωση των αγώνων εντάθηκε.
Το 1972, το Ντένβερ έγινε η πρώτη και μοναδική πόλη που απέρριψε την ευκαιρία να φιλοξενήσει τους Αγώνες, αφού οι πολίτες καταψήφισαν σε δημοψήφισμα την προοπτική επιπρόσθετων εξόδων. Μια φετινή μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υπολόγισε ότι, ήδη από το 1960, το μέσο κόστος των Αγώνων ήταν τριπλάσιο της αρχικής προσφοράς που έκαναν οι διοργανώτριες πόλεις.
Οι θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 1976 στο Μόντρεαλ υπογράμμισαν τους δημοσιονομικούς κινδύνους της φιλοξενίας. Το προβλεπόμενο κόστος των 124 εκατομμυρίων δολαρίων ήταν κατά δισεκατομμύρια χαμηλότερο από το πραγματικό κόστος, κυρίως λόγω καθυστερήσεων στην κατασκευή και της υπέρβασης του κόστους για ένα νέο στάδιο. Οι φορολογούμενοι επιβαρύνθηκαν με ένα χρέος 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων που χρειάστηκαν σχεδόν τρεις δεκαετίες για να αποπληρωθεί.
Το Λος Άντζελες ήταν η μόνη πόλη που διεκδίκησε τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984, γεγονός που του επέτρεψε να διαπραγματευτεί εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους με τη ΔΟΕ. Το πιο σημαντικό ήταν ότι το Λος Άντζελες μπόρεσε να βασιστεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στα υπάρχοντα στάδια και υποδομές αντί να υποσχεθεί πολυδάπανες νέες εγκαταστάσεις για να δελεάσει την επιτροπή επιλογής της ΔΟΕ. Αυτό, σε συνδυασμό με την απότομη αύξηση των εσόδων από την τηλεοπτική μετάδοση, έκανε το Λος Άντζελες τη μόνη πόλη που είχε κέρδη από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, καθώς τελείωσε με λειτουργικό πλεόνασμα 215 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ανανεωμένο ενδιαφέρον
Η επιτυχία του Λος Άντζελες οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των πόλεων που έκαναν προσφορές – από δύο για τους αγώνες του 1988 σε δώδεκα για τους αγώνες του 2004. Αυτό επέτρεψε στη ΔΟΕ να επιλέξει τις πόλεις με τα πιο φιλόδοξα -και ακριβότερα- σχέδια. Επιπλέον, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές Robert Baade και Victor Matheson, οι προσφορές των αναπτυσσόμενων χωρών υπερτριπλασιάστηκαν μετά το 1988. Χώρες όπως η Κίνα, η Βραζιλία και η Ρωσία ήταν πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν τους αγώνες για να επιδείξουν την πρόοδό τους στην παγκόσμια σκηνή.
Ωστόσο, οι χώρες αυτές επένδυσαν τεράστια ποσά για τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών. Το κόστος ανέβηκε σε πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια για τους Χειμερινούς Αγώνες του 2014 στο Σότσι, 20 δισεκατομμύρια δολάρια για τους Θερινούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο και 39 δισεκατομμύρια δολάρια για τους Χειμερινούς Αγώνες του 2022 στο Πεκίνο, σύμφωνα με την εκτίμηση του Business Insider. (Η Κίνα υποστήριξε ότι οι αγώνες κόστισαν μόλις 4 δισεκατομμύρια δολάρια).
Το 2004, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας κόστισαν περίπου 9 δισεκατομμύρια δολάρια, . Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται τόσο οι δαπάνες που καλύφθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο όσο και οι δαπάνες της Οργανωτικής Επιτροπής «Αθήνα 2004». Το έλλειμμα εκείνης της χρονιάς ανήλθε στο 6,1% του ΑΕΠ και το χρέος στο 110,6% του ΑΕΠ, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το κόστος αυτό οδήγησε ορισμένες πόλεις να αποσύρουν τις υποψηφιότητές τους για τους επερχόμενους αγώνες. Το 2019, η ΔΟΕ υιοθέτησε μια διαδικασία για να κάνει τις προσφορές λιγότερο δαπανηρές, παρατείνοντας την περίοδο υποβολής προσφορών και διευρύνοντας τις γεωγραφικές απαιτήσεις ώστε να επιτραπεί σε πολλές πόλεις, κράτη ή χώρες να συνδιοργανώσουν τους αγώνες. Αλλά αυτό δεν έχει ακόμη «μεταφραστεί» σε περισσότερους υποψηφίους. Το 2021, το Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας (που θα φιλοξενήσει τους θερινούς αγώνες του 2032), έγινε η πρώτη πόλη που κερδίζει μια Ολυμπιακή υποψηφιότητα χωρίς αντίπαλο από το μακρινό 1984 και την αντίστοιχη «επιτυχία» του Λος Άντζελες.
Ποιο είναι το κόστος που επωμίζονται οι πόλεις για τη φιλοξενία των αγώνων;
Οι πόλεις επενδύουν εκατομμύρια δολάρια για την αξιολόγηση, την προετοιμασία και την υποβολή υποψηφιότητας στη ΔΟΕ. Το κόστος του σχεδιασμού, της πρόσληψης συμβούλων, της διοργάνωσης εκδηλώσεων και των απαραίτητων ταξιδιών κυμαίνεται σταθερά μεταξύ 50 και 100 εκατομμυρίων δολαρίων. Το Τόκιο δαπάνησε έως και 150 εκατομμύρια δολάρια για την αποτυχημένη υποψηφιότητά του το 2016 και περίπου τα μισά για την επιτυχημένη υποψηφιότητά του το 2020, ενώ το Τορόντο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να διαθέσει τα 60 εκατομμύρια δολάρια που θα χρειαζόταν για την υποψηφιότητα του 2024.
Μόλις μια πόλη επιλεγεί να φιλοξενήσει τους αγώνες, έχει περίπου μια δεκαετία για να προετοιμαστεί για την «κάθοδο» τουριστών και αθλητών. Οι Θερινοί Αγώνες είναι πολύ μεγαλύτεροι, προσελκύοντας εκατοντάδες χιλιάδες ξένους τουρίστες για να παρακολουθήσουν περίπου 8.000 με 10.000 αθλητές να αγωνίζονται σε περίπου τριακόσια αγωνίσματα – κατηγορίες, σε σύγκριση τους 3.000 αθλητές που αγωνίζονται σε περίπου εκατό αγωνίσματα κατά τη διάρκεια των Χειμερινών Αγώνων. Η πιο άμεση ανάγκη είναι η δημιουργία ή η αναβάθμιση άκρως εξειδικευμένων αθλητικών εγκαταστάσεων, όπως οι ποδηλατοδρομίες και οι στίβοι σκι, το Ολυμπιακό Χωριό και ένας χώρος αρκετά μεγάλος για να φιλοξενήσει τις τελετές έναρξης και λήξης.
Συνήθως υπάρχει επίσης η ανάγκη για γενικότερες υποδομές, ιδίως για στέγαση και μεταφορές. Η ΔΟΕ απαιτεί από τις πόλεις που φιλοξενούν τους θερινούς αγώνες να διαθέτουν τουλάχιστον σαράντα χιλιάδες δωμάτια ξενοδοχείων, γεγονός που στην περίπτωση του Ρίο επέβαλε την κατασκευή δεκαπέντε χιλιάδων νέων δωματίων ξενοδοχείων. Δρόμοι, σιδηροδρομικές γραμμές και αεροδρόμια πρέπει επίσης να αναβαθμιστούν ή να κατασκευαστούν από το μηδέν.
Συνολικά, το κόστος αυτών των υποδομών κυμαίνεται από 5 δισεκατομμύρια δολάρια έως περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια δολάρια.
Πολλές χώρες δικαιολογούν αυτές τις δαπάνες με την ελπίδα ότι οι επενδύσεις θα αποδειχτούν βιώσιμες σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, περίπου το 85 τοις εκατό του προϋπολογισμού των Αγώνων του Σότσι το 2014, που ξεπέρασε τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια, πήγε στην κατασκευή μη αθλητικών υποδομών εκ του μηδενός.
Περισσότερο από το ήμισυ του προϋπολογισμού των 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων του Πεκίνου το 2008 πήγε σε σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμους και αεροδρόμια, ενώ σχεδόν το ένα τέταρτο αφορούσε προσπάθειες περιβαλλοντικού καθαρισμού.
Οι λειτουργικές δαπάνες αποτελούν ένα μικρότερο αλλά και πάλι σημαντικό κομμάτι του προϋπολογισμού των Ολυμπιακών Αγώνων. Το κόστος ασφάλειας έχει κλιμακωθεί γρήγορα μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου – το Σίδνεϊ δαπάνησε 250 εκατομμύρια δολάρια το 2000, ενώ η Αθήνα ξόδεψε πάνω από 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια το 2004, και έκτοτε το κόστος παραμένει μεταξύ 1 και 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μάλιστα ήταν ακόμη υψηλότερο κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 το 2021, όταν το Τόκιο φέρεται να δαπάνησε 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο για μέτρα πρόληψης.
Οι «λευκοί ελέφαντες»
Προβληματικοί είναι επίσης οι λεγόμενοι «λευκοί ελέφαντες», δηλαδή ακριβές εγκαταστάσεις που, λόγω του μεγέθους τους ή της εξειδικευμένης φύσης τους, έχουν περιορισμένη χρήση μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτές συχνά επιβαρύνουν το κόστος για τα επόμενα χρόνια. Το Ολυμπιακό στάδιο του Σίδνεϊ κοστίζει στην πόλη 30 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για τη συντήρησή του. Το περίφημο στάδιο «Φωλιά του Πουλιού» του Πεκίνου κόστισε 460 εκατομμύρια δολάρια για να κατασκευαστεί, απαιτεί 10 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για τη συντήρησή του και έμεινε ως επί το πλείστον αχρησιμοποίητο μετά τους αγώνες του 2008, μέχρι που η πόλη το χρησιμοποίησε ξανά για να φιλοξενήσει τους Χειμερινούς Αγώνες του 2022.
«Σχεδόν όλες οι εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, το κόστος των οποίων συνέβαλε στην ελληνική κρίση χρέους, είναι τώρα εγκαταλελειμμένες» σχολιάζει το Council on Foreign Affairs. Στο Μόντρεαλ, το ολυμπιακό στάδιο που είναι γνωστό ως Big O συχνά τυποποιείται ως Big Owe για το τεράστιο κόστος του- το 2024, η κυβέρνηση του Κεμπέκ δήλωσε ότι θα δαπανήσει 870 εκατομμύρια δολάρια για να αντικαταστήσει για τρίτη φορά την οροφή του σπάνια χρησιμοποιούμενου σταδίου, οδηγώντας τους επικριτές να πιέσουν για την κατεδάφισή του.
Το «κρυφό κόστος»
Οι οικονομολόγοι υπογραμμίζουν ότι πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το λεγόμενο «σιωπηρό κόστος» των Αγώνων. Αυτό περιλαμβάνει το κόστος ευκαιρίας των δημόσιων δαπανών που θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί σε άλλες προτεραιότητες. Η εξυπηρέτηση του χρέους που απομένει μετά τη φιλοξενία των αγώνων μπορεί να επιβαρύνει τους δημόσιους προϋπολογισμούς για δεκαετίες. Το Μόντρεαλ αποπλήρων μέχρι το 2006 τα χρέη από τους Αγώνες του 1976.
Το χρέος και το κόστος συντήρησης των Χειμερινών Αγώνων του Σότσι 2014 θα κοστίζει στους Ρώσους φορολογούμενους σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως για πολλά χρόνια ακόμα. Αλλά ενώ ορισμένοι στο Σότσι βλέπουν τα αχρησιμοποίητα στάδια και τις φαραωνικές εγκαταστάσεις ως σπατάλη, άλλοι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι οι αγώνες ώθησαν τις δαπάνες για δρόμους, συστήματα ύδρευσης και άλλα δημόσια αγαθά που δεν θα γίνονταν διαφορετικά.
Ποιο το όφελος;
Καθώς το κόστος της φιλοξενίας έχει εκτοξευθεί στα ύψη, τα έσοδα καλύπτουν μόνο ένα κλάσμα των δαπανών. Οι θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνου το 2008 απέφεραν έσοδα 3,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε σύγκριση με πάνω από 40 δισεκατομμύρια δολάρια σε έξοδα, και οι καθυστερημένοι θερινοί Αγώνες του Τόκιο απέφεραν έσοδα 5,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων έναντι 13 δισ. δολαρίων σε έξοδα. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των εσόδων δεν πηγαίνει στον οικοδεσπότη – η ΔΟΕ κρατάει πάνω από το ήμισυ όλων των τηλεοπτικών εσόδων, συνήθως το μεγαλύτερο κομμάτι των χρημάτων που παράγονται από τους αγώνες.
Μελέτες που εκπονούνται ή ανατίθενται από τις κυβερνήσεις των διοργανωτών πριν από τους αγώνες συχνά υποστηρίζουν ότι η φιλοξενία της διοργάνωσης θα προσφέρει σημαντική οικονομική ανάταση με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την προσέλκυση τουριστών και την ενίσχυση της συνολικής οικονομικής παραγωγής. Ωστόσο, οι έρευνες που διεξάγονται μετά τους αγώνες δείχνουν ότι αυτά τα υποτιθέμενα οφέλη είναι αμφίβολα.
Σε μια μελέτη για τους Αγώνες του 2002 στο Σολτ Λέικ Σίτι, για παράδειγμα, ο Matheson, μαζί με τους οικονομολόγους Robert Baumann και Bryan Engelhardt, διαπίστωσε μια βραχυπρόθεσμη ώθηση επτά χιλιάδων πρόσθετων θέσεων εργασίας -περίπου το ένα δέκατο του αριθμού που υποσχέθηκαν οι επίσημοι- και καμία μακροπρόθεσμη αύξηση της απασχόλησης. Όπως εξηγεί μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από την κατασκευή των Ολυμπιακών Αγώνων είναι συχνά προσωρινές και, εκτός εάν η περιοχή υποδοχής υποφέρει από υψηλή ανεργία, οι θέσεις εργασίας πηγαίνουν κυρίως σε εργαζόμενους που ήδη απασχολούνται, αμβλύνοντας τον αντίκτυπο στην ευρύτερη οικονομία.
Τουρισμός;
Οι οικονομολόγοι έχουν επίσης διαπιστώσει ότι ο αντίκτυπος στον τουρισμό είναι μικτός, καθώς το ζήτημα της ασφάλειας, ο συνωστισμός και οι υψηλότερες τιμές που φέρνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτρέπουν πολλούς τουρίστες από το να επισκεφτούν τις διοργανώτριες πόλεις. Η Βαρκελώνη, η οποία φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1992, αναφέρεται ως μια επιτυχημένη τουριστική ιστορία, καθώς από ενδέκατος έγινε ο έκτος πιο δημοφιλής προορισμός στην Ευρώπη μετά τους θερινούς Αγώνες εκεί, ενώ το Σίδνεϊ και το Βανκούβερ κατέγραψαν μικρή αύξηση του τουρισμού μετά τη διοργάνωσή τους. Ωστόσο, οι Baade και Matheson διαπίστωσαν ότι το Πεκίνο, το Λονδίνο και το Salt Lake City είδαν μείωση του τουρισμού κατά τα έτη που φιλοξένησαν τους αγώνες.
Στη Βραζιλία, την πρώτη χώρα της Νότιας Αμερικής που φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το κόστος των αγώνων του 2016 ξεπέρασε τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια, με την πόλη του Ρίο να επωμίζεται μόνη της έναν λογαριασμό 13 δισ. δολαρίων. Προβληματισμένο από τη βαθιά ύφεση της χώρας, το Ρίο χρειάστηκε πακέτο διάσωσης 900 εκατομμυρίων δολαρίων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να καλύψει το κόστος αστυνόμευσης των Ολυμπιακών Αγώνων και δεν μπόρεσε να πληρώσει όλους τους δημόσιους υπαλλήλους του. Η πόλη χρειάστηκε επίσης να επενδύσει σημαντικά σε ένα ευρύ φάσμα υποδομών, το οποίο είχε ως στόχο να αναζωογονήσει ορισμένες από τις προβληματικές γειτονιές της, ωστόσο μετά το πέρας των αγώνων οι περισσότεροι χώροι έχουν εγκαταλειφθεί ή χρησιμοποιούνται ελάχιστα.
Τελικά, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις για συνολικό θετικό οικονομικό αντίκτυπο. Το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών έχει δημοσιεύσει ευρήματα ότι η φιλοξενία έχει θετικό αντίκτυπο στο διεθνές εμπόριο μιας χώρας. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι Stephen Billings και Scott Holladay δεν διαπίστωσαν μακροπρόθεσμες θετικές επιπτώσεις της φιλοξενίας των Αγώνων στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των χωρών.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι κάθε φορά μια μεγάλη σπονδή στο παρόν που, συνήθως, επιβαρύνει το μέλλον.