Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΤΑ ΠΑΜΕ ΚΑΛΑ

Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, αλλά φαίνεται να τα πάμε καλά
Ζάφος Ξαγοράρης, αγάλματα και πλήθος, 2012, συλλογή έργων τέχνης της Τράπεζας της Ελλάδος
H πορεία προς την ωρίμανση του 2023, η συζήτηση για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας & το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο.

Όταν βλέπαμε την πορεία προς την ωρίμανση του 2023 –που ξεκίνησε με τη θετική καταγραφή, ήδη ενός 5,9% ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ για το 2022 και με αποκλιμάκωση του πληθωρισμού σε ένα 6,1% έναντι κορύφωσης 9,6% μέσα στη χρονιά που έφυγε– η αίσθηση ήταν ότι οι παράμετροι που θα την έκριναν θα ήταν:

  • η συζήτηση για τη δημοσιονομική διαχείριση, και μάλιστα με φόντο την αλλαγή δημοσιονομικού περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση
  • η αντίστοιχη συζήτηση για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας/του investment grade και
  • η εξέλιξη του οικονομικού κλίματος, ενγένει.

Το τελευταίο αυτό, δηλαδή ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην ευρύτερη, κοινωνική ανάγνωσή του, θα είχε ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη του 2023, ως προεκλογικής χρονιάς.

Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, όμως, η συζήτηση βρίσκεται σε συνεχή μετατόπιση. Κάθε αναφορά σε κλίμα που ενσωματώνει τον κοινωνικό παράγοντα δεν μπορεί να παραβλέψει το πάγωμα που επήλθε στην κοινή γνώμη με το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών: πόσο θα επηρεαστεί το οικονομικό κλίμα, άμεσα και μεσοπρόθεσμα; Αντίστοιχα, οι συζητήσεις για την άρση της ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και για τους μελλοντικούς δημοσιονομικούς σχεδιασμούς της ΕΕ δύσκολα θα μείνουν ανεπηρέαστες από τις δυσοίωνες εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα μετά τη χρεοκοπία της SVB στις ΗΠΑ (και όσα ακολούθησαν εκεί) και την περιδίνηση περί την Credit Suisse στην Ευρώπη (που, πάντως, δεν ανέκοψαν τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, σε μια αντιπληθωριστική κατεύθυνση).

ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ INVESTMENT GRADE

Όσο για το μέτωπο της επενδυτικής βαθμίδας, μετά τη διατήρηση της ελληνικής αξιολόγησης από την DBRS στο ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από τον πολυπόθητο στόχο –με σταθερή προοπτική– ήρθε η Moody’s και αναγνώρισε μεν θετική προοπτική, πλην όμως διατήρησε την αξιολόγηση τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από τον στόχο.

Πήραμε λοιπόν το ραβδί του προσκυνητή, να αναζητήσουμε πού βρίσκεται πλέον αυτή η συζήτηση υπό τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί. Ξεκινώντας από το τελευταίο αυτό μέτωπο –του investment grade–, η εκτίμηση των επιπτώσεων από την υπό εξέλιξη τραπεζική κρίση δεν είναι απλή υπόθεση, καθώς η τωρινή διάχυτη επικινδυνότητα από το περιβάλλον υψηλών/ανερχόμενων επιτοκίων δεν προσομοιάζει με την κατάσταση των «τοξικών ομολόγων» του 2007-09. Εκείνο που θα προκύψει – άλλωστε ήδη προκύπτει– είναι η ανατιμολόγηση στοιχείων ενεργητικού, στην οποία ωστόσο προστίθεται εγρήγορση των αγορών για όποιες «απρόσεκτες» συμπεριφορές.

Σε μια προσπάθεια αποτίμησης των προοπτικών που ανοίγονται τώρα με την τροποποίηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, προς μια κατεύθυνση πιο ελαστικής εφαρμογής και εγκατάλειψης της λογικής «one size fits all», η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι οι αγορές θα κρίνουν πλέον κάθε χώρα χωριστά. Οι rating agencies κατά την αξιολόγηση της Ελλάδας ούτως ή άλλως θα κρίνουν συνολικά την ισορροπία.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Χουλιαράκη, τώρα σύμβουλο στην Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά με την πείρα από τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς στην κυβερνητική θητεία του 2016-19, πάντοτε ο διάλογος γινόταν (και θα γίνεται) παράλληλα και με τους θεσμούς και με τις αγορές (ως μέτρο ισχύος των τελευταίων αρκεί το πρόσφατο παράδειγμα της βίαιης επιβολής τους σε ολόκληρη Βρετανία). Η ύπαρξη, τώρα, του ταμειακού αποθέματος/μαξιλαριού ρευστότητας σε περιβάλλον όλο και υψηλότερων επιτοκίων εξασφαλίζει μια σχετική αποστασιοποίηση από τις διακυμάνσεις (τις οποίες θα δοκιμάζαμε αμεσότερα αν είχε προτιμηθεί η λύση της πιστοληπτικής γραμμής). Ασφαλώς το χρέος παραμένει μεγάλο, αλλά το προφίλ του είναι συγκριτικά ευνοϊκό. ενώ η λογική του ΟΔΔΗΧ για αντιμετώπιση του επιτοκιακού κινδύνου με επιλογή σταθερών επιτοκίων δικαιώνεται τώρα που ανεβαίνουν τα επιτόκια.

Θετική είναι και η δημοσιονομική εικόνα που προκύπτει από τον Μιχάλη Αργυρού, πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Οικονομικών και καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς: «Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, αλλά φαίνεται ότι πάμε καλά. Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά φαίνεται να πηγαίνουμε καλύτερα από τις προβλέψεις».

ΝΕΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Όσον αφορά την εφεξής δημοσιονομική διαχείριση, κατά τον Φραγκίσκο Κουτεντάκη, συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, «οι δημοσιονομικοί περιορισμοί υπάρχουν ούτως ή άλλως, δεν προκύπτουν από τους κανόνες σε επίπεδο ΕΕ, αλλά από τη δημοσιονομική πραγματικότητα, η οποία υπαγορεύει την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμε – να χρόνια, ώστε να αξιοποιηθεί το “καθαρό μονοπάτι” που εξασφάλισε η διαπραγμάτευση για το χρέος».

Για τον Πάνο Λιαργκόβα, πρόεδρο του ΚΕΠΕ, η αλλαγή του δημοσιονομικού περιβάλλοντος από το 2024 –μην παραβλέπουμε ότι ο Προϋπολογισμός για το 2024 θα αρχίσει να συντάσσεται σε λίγους μήνες, δηλαδή σχεδόν αμέσως μετεκλογικά– γεννά το ερώτημα «πώς θα καταφέρει να προσαρμοστεί η οικονομία σε μια κατ’ ανάγκην μειωμένη κρατική στήριξη – μειωμένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια».

Για τον Γ. Χουλιαράκη «τα τελευταία 15 χρόνια, η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει αναμφίβολα ενισχυθεί. Οι δημοσιονομικές ανισορροπίες διορθώθηκαν, η αξιοπιστία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής ανακτήθηκε, και τα μέτρα ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους του Ιουνίου 2018, το καθιστούν μεσοπρόθεσμα ανθεκτικό στον επιτοκιακό κίνδυνο που προκαλεί ο κύκλος αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής».

Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΑΚΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ / ΜΑΞΙΛΑΡΙΟΥ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΟΛΟ ΚΑΙ ΥΨΗΛΟΤΕΡΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΜΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ.

ΤΑ ΣΥΝΗΘΗ ΔΥΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ

Αυτή η διαπίστωση βρίσκεται πίσω και από την εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: στη θέση των περίπλοκων κανόνων −που έτσι κι αλλιώς βασίζονταν σε παραμετρικές υποθέσεις, δεν φάνηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί και συχνά είχαν μη ρεαλιστικά ζητούμενα (ώστε κάθε χρόνο να μειώνεται κατά το ένα εικοστό η απόσταση από τον στόχο για το χρέος)− προτείνεται ένα πλαίσιο που λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες σε κάθε κράτος-μέλος. Με τον τρόπο αυτό οι κυβερνήσεις θα μπορούν να χαράσσουν το πρόγραμμα που θα εφαρμόζουν (ενισχύοντας την περίφημη «ιδιοκτησία» του), με αντάλλαγμα μεγαλύτερη λογοδοσία, διαφάνεια και ισχυρότερους κανόνες εφαρμογής.

Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει θετικά την πρόταση, στον βαθμό που, αντί να εστιάζει σε ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους, υιοθετεί πιο δυναμική προσέγγιση, διασφαλίζοντας ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται αξιόπιστα προς το 60%. Έτσι επιτυγχάνεται καλύτερη ρύθμιση της δημοσιονομικής πολιτικής στις εκάστοτε ανάγκες και αποφεύγεται το ενδεχόμενο επιθετικών προσαρμογών, που θα ανασύρουν μνήμες της περιόδου 2010-2015.

Στους υποστηρικτές συγκαταλέγονται και οι άλλοι κοινοτικοί θεσμοί (ΕΚΤ, ΕΜΣ), καθώς και το «μπλοκ του Νότου», με την Ιταλία επικεφαλής και τη Γαλλία στο βάθος. Στον αντίποδα οι συνήθεις Βόρειοι, αντιστέκονται στην ιδέα εγκατάλειψης των κοινών αριθμητικών κανόνων, που διασφαλίζουν ίση μεταχείριση. Το γνωστό έλλειμμα εμπιστοσύνης…

Σταδιακά υπάρχει σύγκλιση. Όλοι συμφωνούν ότι το νέο πλαίσιο πρέπει να έχει μεσοπρόθεσμη προσέγγιση, να είναι πιο κατανοητό σε αγορές και κυβερνήσεις, να αποτρέπει η δημοσιονομική προσαρμογή να γίνεται εις βάρος των επενδύσεων. Δύσκολα, όμως, θα προκύψουν αποφάσεις πριν από το τέλος του χρόνου και απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να αποσαφηνίσει τη θέση της η γερμανική πλευρά, που επιχειρεί να ακροβατήσει στις ισορροπίες του κυβερνητικού συνασπισμού Φιλελευθέρων-Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων.

Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΥΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΠΡΩΤΟΓΕΝΩΝ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΩΝ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΕΙ ΤΟ «ΚΑΘΑΡΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ» ΠΟΥ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΕ Η ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΕΟΣ.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Η υιοθέτηση πιο μακροχρόνιας προοπτικής και ο συνυπολογισμός των εθνικών συνθηκών οδηγεί τη συζήτηση στο θέμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, επειδή συζητήθηκαν κυρίως τα χρόνια των Μνημονίων, απέκτησαν «κακό όνομα» στην κοινή γνώμη. Ίσως ως αποτέλεσμα του ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας προηγήθηκαν εκείνων στις αγορές προϊόντων.

Πώς θα μπορούσε αυτό να αντιμετωπιστεί; Σύμφωνα με τον Π. Λιαργκόβα «με τη δημιουργία ομάδων εργασίας, σε βασικούς κλάδους της οικονομίας, που θα μελετούσαν σε σύντομο διάστημα και στοχευμένα τις αγορές, με μια λογική άμεσης εφαρμογής ώστε να υπάρξουν fast wins». Ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές οι αγορές; Για παράδειγμα: τιμολόγια των τηλεπικοινωνιών, χρεώσεις των τραπεζών, ορισμένα κόμιστρα στις μεταφορές.

Σε διαφορετικό πεδίο δράσης, θετική θα ήταν η συνεισφορά μιας συστηματικότερης ex post αξιολόγησης των δημοσίων πολιτικών. «Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τι –και αν– απέδωσε μια πολιτική σε σχέση με τους δηλωμένους στόχους της, όχι μόνο σε σχέση με την πρόοδο εκταμίευσης των αποφασισμένων πόρων. Τι απέδωσε σε αποτέλεσμα, τι σε δημιουργία απασχόλησης». Μέχρι στιγμής, παρόμοια spending reviews έχουν εφαρμοστεί σποραδικά μόνον – στο Υπουργείο Οικονομικών, στο Ανάπτυξης, στο Πολιτισμού: όπου διατηρήθηκε, ήταν επειδή το επέβαλαν οι κανόνες κοινοτικής χρηματοδότησης (π.χ. ΕΣΠΑ). Ευρύτερη χρήση τους, όπως στους ΟΤΑ ή στον τομέα της υγείας, θα άφηνε σημαντικό όφελος.

Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Όσον αφορά, τώρα, το μέτωπο του πληθωρισμού και των στρεβλώσεων που μπορεί να εισάγονται από αυτή τη διαχείριση της οικονομικής πολιτικής, η εκτίμηση Φρ. Κουτεντάκη είναι ότι το πληθωριστικό σοκ διαχρονικά θα απορροφάται – με ειδικό πρόβλημα να αποτελεί ο πληθωρισμός στα τρόφιμα/αγαθά πρώτης ανάγκης, που πλήττει περισσότερο τους ευάλωτους. Όπως σημειώνει σχετικά με τη διαδρομή του πληθωρισμού μέσα στο 2022, «μικρότερη επίδραση άσκησε το μισθολογικό κόστος, ενώ μεγαλύτερη η κερδοφορία των επιχειρήσεων, οπότε προκύπτει αναδιανεμητικό ζήτημα από αυτή την πλευρά».

Στο κοντινό θέμα των επιδομάτων που δόθηκαν τα τελευταία χρόνια −κατά βάσιν για την αντιμετώπιση πραγματικών προβλημάτων, όμως όχι με τρόπο στοχευμένο− η εκτίμηση Κουτεντάκη είναι ότι συχνά κατέληξαν σε ανθρώπους που δεν το είχαν ανάγκη, πλην όμως, «σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τις διαρθρωτικές αδυναμίες στις αγορές προϊόντων, το εργαλείο των μειώσεων ΦΠΑ θα κινδύνευε να δει τις αγορές να μην ανταποκρίνονται, οπότε καταλήγει η λογική των εισοδηματικών μεταβιβάσεων να αποτελεί το μόνο μέσο».

Στην προκειμένη περίπτωση το ύψος των μεταβιβάσεων υπήρξε τέτοιο ώστε αναλογικά η Ελλάδα να έχει τη μεγαλύτερη δημοσιονομική επέκταση στην Ευρωζώνη κατά την περίοδο της πανδημίας. Ακολούθησε, όμως, και η μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή, με το πρωτογενές έλλειμμα να μειώνεται από το 7,5% του ΑΕΠ σε λιγότερο από 1,5% πέρσι, και να αναμένεται να μετατραπεί σε πλεόνασμα φέτος.

Εδώ συνέβαλλαν, βέβαια, ανάπτυξη και πληθωρισμός, με την αναλογία να εκτιμάται στο 30%-70% (βαρύτερες οι ανατιμήσεις, που «φούσκωσαν» τους έμμεσους φόρους). Το δίδυμο αυτό βελτίωσε και την εικόνα του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, επιτρέποντάς του πέρσι να μειωθεί κατά 20 μονάδες, παρότι το χρέος της κεντρικής διοίκησης αυξήθηκε κατά 12 δισ. ευρώ.

ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, ΑΦΟΥ ΠΡΩΤΑ ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ, ΠΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣΕΙ ΣΤΙΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ –ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ –ΠΡΑΣΙΝΩΝ.

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Εστιάζοντας στις πηγές/drivers της ανάπτυξης για το κοντινό μέλλον, ο Νίκος Χριστοδουλάκης –στρατευμένος τώρα στη «μάχη του συγκεκριμένου» για τη συγκρότηση του Προγράμματος του ΠΑΣΟΚ, αλλά με πάντα παρούσα την εμπειρία από τη λειτουργία του στις σχέσεις με την ΕΕ (προήδρευσε ως υπουργός Οικονομικών τόσο στο Συμβούλιο ΕcoFin, όσο και στο Eurogroup «της εποχής της αθωότητας»)– εκτιμά ότι «θα ήμασταν σε απελπιστική κατάσταση με την πολιτική που ακολουθήθηκε τα –πολλά– τελευταία χρόνια, αν δεν μεσολαβούσε πριν από τρία χρόνια μια πράξη της ΕΕ μέσα στην πανδημία και την απελπισία: η έγκριση του Ταμείου Ανάκαμψης, του μοναδικού αξιόπιστου εργαλείου που έχουμε στη διάθεσή μας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΑΦΑΝΕΣ ΧΡΕΟΣ: ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΒΟΥΝΟΥ

Ο Πλάτωνας Τήνιος εξηγεί γιατί το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας διαμορφώνεται από το δημόσιο χρέος,…

Αυτό μπορεί να ακούγεται αρκετά γενικό ως διατύπωση, πλην όμως, όταν ο Χριστοδουλάκης περιγράφει τους τομείς δράσης του Ταμείου για την ελληνική περίπτωση, προκύπτει κάτι ενδιαφέρον. Είναι οι τομείς αυτοί γνωστοί: ψηφιοποίηση/πράσινη μετάβαση/υποδομές/συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Δείτε όμως πώς «διαβάζονται» γι’ αυτόν οι υποδομές: «Η έμφαση οφείλει να δοθεί στις κοινωνικές υποδομές: κοινωνική κατοικία, παιδεία, υγεία θα πρέπει να ενισχυθούν, ώστε να προκύψει το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη, ακόμη περισσότερο του αδύναμου πολίτη». Και ακόμη: «Πολιτικές για νέα δεδομένα στη διαβίωση, ιδιαίτερα στον τομέα της κατοικίας, ώστε η νέα γενιά να έχει καλύτερες συνθήκες από εκείνες που είχαν οι προηγούμενες».

Παράλληλη παρατήρηση: η ελληνική προσέγγιση στο Ταμείο Ανάκαμψης δεν έδωσε τόση σημασία όσο άλλες χώρες στις δημόσιες επενδύσεις. Όλα αυτά κάνουν τον Ν. Χριστοδουλάκη να τοποθετείται με αρκετά απόλυτο τρόπο στο ερώτημα αν ο τρόπος υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης επιτυγχάνει τους στόχους του: «Η απάντηση για μένα είναι κατηγορηματική και όχι».

Παραμένοντας στο ζήτημα των πηγών/drivers της ανάπτυξης, ο Πάνος Λιαργκόβας επισημαίνει την αναπτυξιακή υπόσχεση των start-ups/νεοφυών επιχειρήσεων, καθώς και των προοπτικών του «τριγώνου της γνώσης», για να παραδεχθεί όμως ότι δεν έχει αποκτηθεί εδώ κρίσιμη μάζα. Αλλαγή παραγωγικού μοντέλου δεν έχει επέλθει, η δε Έκθεση Πισσαρίδη «συνεχίζει να αποτελεί ζητούμενο». Ενθαρρυντικά σημάδια υπάρχουν, πάντως, σε επίπεδο παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο, πράγμα που επιτρέπει μια θετική προσέγγιση. Όπως άλλωστε ισχύει και προκειμένου περί της συμβολής των άμεσων ξένων επενδύσεων, που έχουν σαφώς διαμορφωθεί πάνω από τα προ-πανδημίας επίπεδα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΣΕ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΝΕΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, καταθέτει τη γνώμη του σχετικά με την εικόνα…

ΟΧΙ ΠΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ

Συνολικά, για τον Γ. Χουλιαράκη «Η επιτυχής σταθεροποίηση δεν δικαιολογεί εφυσυχασμό. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας το 2022 παραμένει κατά 16% χαμηλότερο αυτού του 2007, παρότι η οικονομία λειτουργεί στο όριο της παραγωγικής της δυναμικότητας με μηδενικό παραγωγικό κενό, ένδειξη της υποχώρησης του παραγωγικού ιστού της χώρας στη διάρκεια των ετών της κρίσης χρέους. Η ανάταξη του παραγωγικού ιστού μέσω ενός σχεδίου επενδύσεων και της θεσμικής αναβάθμισης της χώρας παραμένει ζητούμενο».

Γεγονός είναι ότι σε σχέση με το 2008 καταγράφεται περαιτέρω φτωχοποίηση τμήματος της κοινωνίας, απώλεια πολύτιμου ανθρωπίνου κεφαλαίου διά του brain drain και πραγματική απόκλισης από τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης (αλλά και της υπόλοιπης ΕΕ). Μόλις ανέβασε, δε, ταχύτητα η ανάπτυξη, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εκτινάχθηκε.

Κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος ανησυχούν γι’ αυτό, πλην όμως μια προσεκτική ανάγνωση στα στοιχεία δείχνει ότι η επιδείνωση της εικόνας είναι συγκυριακή και δεν οφείλεται σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας, που τα τελευταία χρόνια κινείται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Παραχωρώντας την αποφώνηση στον Μ.Αργυρού: «Η Ελλάδα δεν είναι πλέον ειδική περίπτωση – άλλωστε δεν διέπεται πλέον από ειδικούς κανόνες. Εφόσον ακολουθείται η παρούσα πολιτική των μεταρρυθμίσεων, η οποία υποστηρίζει την ταχύρρυθμη ανάπτυξη, η αποκλιμάκωση του χρέους θα συνεχιστεί».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ