ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΓΗΡΑΝΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
- 25.07.25 10:08

Ο πληθυσμός της χώρας μας γερνά. Και, μάλιστα, γερνά με ταχύτατους ρυθμούς. Η γήρανση αυτή είναι απόρροια δύο παραγόντων: Ο πρώτος παράγοντας είναι ιδιαίτερα ευχάριστος∙ ζούμε περισσότερο. Το 1960 το προσδόκιμο της επιβίωσης ενός νεογέννητου στη χώρα μας ήταν 70,4 χρόνια. Το 2023 το αντίστοιχο νούμερο ήταν 81,5 χρόνια. Δηλαδή, κατά το αντίστοιχο διάστημα, το προσδόκιμο της επιβίωσης αυξήθηκε κατά περίπου 1,75 χρόνια ανά δεκαετία, κάτι πραγματικά πρωτόγνωρο. Και όχι μόνο αυτό. Ταυτόχρονα, αυξάνεται και το προσδόκιμο της υγιούς επιβίωσης, έστω και με βραδύτερους ρυθμούς.
Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με το ότι κάνουμε λιγότερα παιδιά. Για να μείνει σταθερός ένας πληθυσμός, το «ποσοστό γεννητικότητας» δηλαδή ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας πρέπει να είναι 2,1. Την τελευταία φορά που συνέβη αυτό στην Ελλάδα ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μετά από σταδιακή μείωση, τα τελευταία χρόνια το ποσοστό γεννητικότητας της χώρας μας κυμαίνεται γύρω στο 1,3. Ως αποτέλεσμα αυτών των παραγόντων, και υποθέτοντας ότι η διεθνής μετανάστευση δεν θα μεταβληθεί σημαντικά, εγχώριοι και διεθνείς ερευνητές και οργανισμοί εκτιμούν ότι τις επόμενες δεκαετίες ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι μικρότερος και γηραιότερος – μια τάση που ξεκίνησε ήδη από την προηγούμενη δεκαετία.
Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης
Φυσικά, η Ελλάδα δεν είναι η εξαίρεση του κανόνα. Λόγω της θεαματικής προόδου που έχει καταγραφεί, πρωτίστως, στους τομείς της υγιεινής και της υγείας, το προσδόκιμο της επιβίωσης αυξάνεται ταχύτατα παντού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της World Bank, το προσδόκιμο της επιβίωσης κατά τη γέννηση σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκε από 51 σε 73 χρόνια μεταξύ του 1960 και του 2023. Ταυτόχρονα, σε καμία αναπτυγμένη χώρα του κόσμου, εκτός του Ισραήλ, το ποσοστό γεννήσεων δεν αρκεί για να διατηρηθεί ο πληθυσμός σταθερός. Σταδιακά, αυτό το φαινόμενο παρατηρείται σε όλο και περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες. Για παράδειγμα, στη γειτονική μας Τουρκία, όπου παρατηρήθηκε εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού σε προηγούμενες δεκαετίες, το ποσοστό γεννήσεων κατά την τελευταία οκταετία βρίσκεται κάτω από το ποσοστό αναπλήρωσης (τα τελευταία χρόνια γύρω στο 1,6).
ΣΤΑ «ΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΑ» ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ, ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΤΩΡΙΝΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΤΩΡΙΝΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ. ΠΡΟΦΑΝΩΣ, ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΑΠΡΟΣΚΟΠΤΑ ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ ΛΙΓΟΙ. ΟΤΑΝ Η ΣΧΕΣΗ ΑΥΤΗ ΑΝΑΤΡΑΠΕΙ, ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ΣΥΧΝΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ «ΛΟΓΟ 1 ΠΡΟΣ 4», ΔΗΛΑΔΗ ΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΟ Η ΥΠΑΡΞΗ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟ. ΤΕΤΟΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΚΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΑΡΚΕΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ. ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΝ ΜΟΛΙΣ 1,7 ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ.
Η γήρανση του πληθυσμού έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες σε πολλά πεδία. Κάποιες από τις σημαντικότερες εκδηλώνονται στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Ο λόγος είναι ότι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης σχεδόν όλων των χωρών είναι πρωτίστως «διανεμητικά» και είχαν σχεδιαστεί με τα δεδομένα προηγούμενων δεκαετιών. Στα διανεμητικά συστήματα οι συντάξεις των τωρινών συνταξιούχων πληρώνονται από τις εισφορές των τωρινών εργαζομένων. Προφανώς, τα συστήματα αυτά λειτουργούν απρόσκοπτα όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι. Όταν η σχέση αυτή ανατραπεί –δηλαδή έχουμε πολλούς συνταξιούχους και λίγους εργαζόμενους– τα διανεμητικά συνταξιοδοτικά συστήματα αρχίζουν να παρουσιάζουν προβλήματα και απαιτούν νέους κανόνες λειτουργίας. Σε παλαιότερα εγχειρίδια Οικονομικών της Κοινωνικής Ασφάλισης γινόταν συχνά αναφορά στον «λόγο 1 προς 4», δηλαδή ότι για την ομαλή λειτουργία αυτών των συστημάτων απαιτείτο η ύπαρξη τεσσάρων εργαζομένων για κάθε συνταξιούχο. Τέτοια αναλογία καταγράφηκε τελευταία φορά στην Ελλάδα πριν από αρκετές δεκαετίες. Σήμερα σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχούν μόλις 1,7 εργαζόμενοι.
Μέτρα για τις δημογραφικές μεταβολές
Συνήθως οι δημογραφικές μεταβολές είναι σταδιακές και μακροχρόνιες. Κατά συνέπεια, δίνεται χρόνος στους σχεδιαστές πολιτικής να αναπροσαρμόσουν τις δομές ή τις παραμέτρους των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ώστε να υπάρξει προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Πράγματι, αυτό συνέβη στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Όταν έγινε αντιληπτό ότι τα νέα δημογραφικά δεδομένα δεν ήταν συμβατά με τους υφιστάμενους κανόνες της κοινωνικής ασφάλισης, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών προχώρησαν σταδιακά σε μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων, ώστε να ανασχεθεί ο ρυθμός μεταβολής της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κυρίως, των ελλειμμάτων των συνταξιοδοτικών συστημάτων τα οποία θα έπρεπε να καλυφθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Τα μέτρα που ελήφθησαν μπορούν να ομαδοποιηθούν σε πέντε κατηγορίες, αν και λίγες χώρες εφάρμοσαν μέτρα και των πέντε κατηγοριών:
- Κατάργηση των κινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση που είχαν παρασχεθεί ιδιαίτερα μετά τις δύο πετρελαϊκές κρίσης του προηγούμενου αιώνα. Ταυτόχρονα, όλες σχεδόν οι αναπτυγμένες χώρες εξάλειψαν τις διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών ως προς την ηλικία συνταξιοδότησης.
- Αναπροσαρμογή των ποσοστών αναπλήρωσης, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στα νέα δημογραφικά δεδομένα.
- Άμεση ή έμμεση σύνδεση του προσδόκιμου της επιβίωσης με το όριο της ηλικίας συνταξιοδότησης.
- Λελογισμένη αύξηση των ποσοστών των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να αυξάνονται τα δημόσια έσοδα χωρίς να δημιουργούνται ισχυρά αντικίνητρα για απασχόληση.
- Εισαγωγή αυτόματων σταθεροποιητών της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Ταυτόχρονα, σε όλες σχεδόν τις αναπτυγμένες χώρες, δίπλα στα διανεμητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης είτε δημιουργήθηκαν νέα είτε ενισχύθηκαν προϋπάρχοντα συστήματα κεφαλαιοποιητικής μορφής, τα οποία δεν υπόκεινται στο «δημογραφικό κίνδυνο».
Η ελληνική εμπειρία
Στη χώρα μας, πριν από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και παρά τα ταχύτατα επιδεινούμενα δημογραφικά δεδομένα, λίγες ουσιαστικές προσπάθειες έγιναν για τον εξορθολογισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η πιο πετυχημένη ήταν πιθανότατα η μεταρρύθμιση Σιούφα-Σουφλιά στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Πιο φιλόδοξη ήταν η προσπάθεια μεταρρύθμισης του Τάσου Γιαννίτση το 2001, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε από την τότε κυβέρνηση υπό το βάρος των μεγάλων λαϊκών αντιδράσεων.
Ως αποτέλεσμα, το συνταξιοδοτικό μας σύστημα άρχισε να δημιουργεί σημαντικά ελλείμματα και, μάλιστα, πριν γίνουν ορατές οι συνέπειες της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού. Το άθροισμα των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα −τα οποία, φυσικά, καλύφθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό− αντιστοιχούσε στα δύο τρίτα της αύξησης του δημοσίου χρέους κατά την αντίστοιχη περίοδο. Επομένως, δύσκολα μπορεί να υποτιμηθεί η συμβολή του ασφαλιστικού στο ξέσπασμα της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Αναλογιστικές μελέτες εκείνης της περιόδου έδειχναν ότι, χωρίς τη λήψη μέτρων, το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος θα έφτανε σταδιακά στο 15,5% του ΑΕΠ, ενώ μελέτη του ΔΝΤ εκτιμούσε το «αφανές χρέος» του συνταξιοδοτικού σε βάθος δεκαετιών σε 800% του ΑΕΠ!
Κατά τα χρόνια των Μνημονίων, έγιναν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αρχιτεκτονική του ασφαλιστικού μας συστήματος, αλλά και εξίσου σημαντικές περικοπές. Όμως, αντίθετα από τους συνήθεις ισχυρισμούς που προβάλλονται στον δημόσιο διάλογο, οι περισσότερες από τις περικοπές αυτές δεν ήταν οριζόντιες. Σε ποσοστιαίους όρους, οι περικοπές στο πάνω μέρος της κατανομής των συντάξεων ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές που έγιναν στο κάτω μέρος της κατανομής. Επιπρόσθετα, και πάλι αντίθετα με τους ισχυρισμούς του δημοσίου διαλόγου, εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι κατά μέσο όρο οι περικοπές στις συντάξεις ήταν χαμηλότερες από τις μειώσεις στο μέσο εισόδημα του πληθυσμού, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της σχετικής θέσης των συνταξιούχων κατά την περίοδο των Μνημονίων.
Λίγα χρόνια μετά τη λήξη των Μνημονίων, η επικουρική ασφάλιση μετατράπηκε από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική, με την ίδρυση του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), τα αποτελέσματα του οποίου αναμένεται να γίνουν αισθητά σε βάθος χρόνου. Με τις μεταρρυθμίσεις αυτές, ουσιαστικά, η Ελλάδα ευθυγραμμίστηκε με τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν νωρίτερα στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ, ΕΓΙΝΑΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΞΙΣΟΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ. ΟΜΩΣ, ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ, ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΑΥΤΕΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΡΙΖΟΝΤΙΕΣ. ΣΕ ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΟΥΣ ΟΡΟΥΣ, ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΣΤΟ ΠΑΝΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ. ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ, ΕΜΠΕΙΡΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΤΙ ΚΑΤΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΗΤΑΝ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ.
Eίναι το σύστημά μας βιώσιμο;
Είναι το σύστημά μας βιώσιμο μετά από αυτές τις μεταρρυθμίσεις; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει η έκθεση της ΕΕ «Ageing Report». Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται ανά τριετία και εξετάζει τις επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού σε τέσσερις θεματικές περιοχές −συντάξεις, υγεία, εκπαίδευση και μακροχρόνια φροντίδα– για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, με έμφαση στις δημοσιονομικές επιπτώσεις. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση (του 2024), αν τηρηθούν οι υφιστάμενοι κανόνες, η δαπάνη για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται από περίπου 14%, που είναι σήμερα, στο 11,5% το 2070 (πριν από 10 χρόνια το ποσοστό αυτό είχε αγγίξει το 18%). Ταυτόχρονα, μειώνονται σημαντικά οι μεταβιβάσεις του προϋπολογισμού για την κάλυψη των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος (οι οποίες την προηγούμενη δεκαετία είχαν αγγίξει το 10% του ΑΕΠ). Επομένως, με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, το σύστημά μας είναι βιώσιμο (αλλά αυτό προϋποθέτει ότι θα τηρήσουμε ευλαβικά τους υφιστάμενους κανόνες, π.χ. της αναπροσαρμογής των ορίων συνταξιοδότησης, της ρήτρας ετήσιας αναπροσαρμογής των συντάξεων κ.ο.κ.).
Μήπως όμως το σύστημά μας είναι βιώσιμο διότι παρέχει «συντάξεις πείνας», όπως αναφέρεται συχνά στον δημόσιο διάλογο; Και πάλι, με βάση το Ageing Report, ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Το μέσο ποσοστό αναπλήρωσης –χονδρικά ο λόγος της μέσης σύνταξης προς τον μέσο μισθό− της Ελλάδας είναι το υψηλότερο στην ΕΕ. Παρότι τις επόμενες δεκαετίες το ποσοστό αυτό αναμένεται να γνωρίσει μια μικρή κάμψη, ανακάμπτει πλήρως και επανέρχεται σε υψηλά επίπεδα όταν αρχίσουν να καταβάλλονται οι κεφαλαιοποιητικές επικουρικές συντάξεις του ΤΕΚΑ, μετά από μερικές δεκαετίες.
Δημογραφικό και συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό
Πέρα από τα παραπάνω, σημαντικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μπορούν να έχουν δύο ακόμα ομάδες πολιτικών. Η πρώτη έχει να κάνει με τις δημογραφικές πολιτικές. Απώτερος στόχος των πολιτικών αυτών είναι να διευκολύνουν τα νεαρά ζευγάρια να αποκτήσουν τον αριθμό παιδιών που επιθυμούν και κατ’ αυτό τον τρόπο να αυξηθεί το ποσοστό γεννήσεων. Ceteris paribus, η αύξηση του ποσοστού γεννήσεων μακροχρονίως μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση του λόγου εργαζομένων προς συνταξιούχους, με ευεργετικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Όμως, πέραν του ότι, ακόμα και αν αποδώσουν αυτές οι πολιτικές, οι επιπτώσεις τους θα είναι αισθητές μόνο μετά από δεκαετίες, η εμπειρία πολλών χωρών δείχνει ότι τα αποτελέσματά τους στην ανάκαμψη του ποσοστού γεννήσεων είναι μάλλον πενιχρά.
Η δεύτερη ομάδα πολιτικών έχει να κάνει με την απασχόληση και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό. Στα χρόνια της κρίσης, το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας έφτασε ακόμα και το 28%, ενώ σημαντικός αριθμός κυρίως νέων εργαζομένων, συχνά με υψηλά προσόντα, μετανάστευσε από την Ελλάδα στο εξωτερικό σε αναζήτηση εργασίας (brain drain). Τα τελευταία χρόνια το ποσοστό ανεργίας μειώνεται θεαματικά και ήδη βρίσκεται σε προ κρίσης επίπεδα. Ταυτόχρονα, την τελευταία διετία καταγράφεται αναστροφή του brain drain. Προφανώς, η ύπαρξη περισσοτέρων εργαζομένων συνεπάγεται περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές και μικρότερα ελλείμματα του ασφαλιστικού.
Ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια για την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό ιδιαίτερα μεταξύ τεσσάρων πληθυσμιακών ομάδων, στις οποίες το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα υπολείπεται αισθητά του κοινοτικού μέσου όρου: γυναίκες, νέοι, άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και ΑμεΑ. Συγκεκριμένες πολιτικές γι’ αυτές τις ομάδες έχουν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί τα τελευταία χρόνια και σε ορισμένες περιπτώσεις τα αποτελέσματα είναι θεαματικά. Και σε αυτή την περίπτωση, η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό οδηγεί σε υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές και βελτίωση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού μας συστήματος.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, Η ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΧΩΡΑ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ. Η ΣΧΕΣΗ ΑΥΤΗ ΑΝΕΤΡΑΠΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΘΕΣΤΩΤΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, ΟΤΑΝ ΣΕ ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΠΟΛΛΕΣ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ, ΚΥΡΙΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ, ΣΥΝΕΡΡΕΥΣΑΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΙ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΕΔΩΣΑΝ ΠΟΛΛΕΣ «ΑΝΑΣΕΣ» ΣΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΔΕΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΗΚΑΜΕ ΩΣΤΕ ΝΑ ΠΡΟΩΘΗΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ. ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΕΣ «ΑΝΑΣΕΣ» ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΥΜΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ.
Μετανάστευση
Άφησα για το τέλος το ζήτημα της μετανάστευσης. Ακόμα και αν οι εφαρμοζόμενες δημογραφικές πολιτικές είναι απολύτως επιτυχείς, τα αποτελέσματά τους στην αγορά εργασίας θα φανούν μετά από δύο, τουλάχιστον, δεκαετίες. Στο μεσοδιάστημα, η ανάγκη για εργατικά χέρια θα είναι μεγάλη και ο μόνος τρόπος για να καλυφθεί, ώστε να μην έχουμε επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης, είναι μέσω της διεθνούς μετανάστευσης.
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η χώρα μας ήταν χώρα εξαγωγής μεταναστών. Η σχέση αυτή ανετράπη μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, όταν σε σύντομο χρονικό διάστημα πολλές εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών, κυρίως από την Αλβανία, συνέρρευσαν στη χώρα μας. Αρκετοί από αυτούς αποχώρησαν από την Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης και καταγράφονται ως τμήμα του «brain drain».
Οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αυτών των μεταναστών έδωσαν πολλές «ανάσες» στο ασφαλιστικό μας σύστημα, τις οποίες, δυστυχώς, δεν εκμεταλλευτήκαμε ώστε να προωθήσουμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Αντίστοιχες «ανάσες» μπορεί να δώσει και το επόμενο κύμα μεταναστών. Όμως, αυτή τη φορά ο κίνδυνος είναι διαφορετικός. Τώρα, σε γενικές γραμμές το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι κατάλληλα ρυθμισμένο και, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, βιώσιμο. Αν τυχόν οι «ανάσες» αυτές, δηλαδή η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών που θα προκύψει λόγω μετανάστευσης, χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι για τη χαλάρωση υφισταμένων κανόνων, τότε δεν είναι απίθανο το ασφαλιστικό να αποτελέσει και πάλι τη θρυαλλίδα για νέες περιπέτειες.
* Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.