ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΟΛΜΗΡΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ;
- 09.11.23 13:38
Εκ πρώτης όψεως, η Αργεντινή βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δύσκολη επιλογή στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της στις 19 Νοεμβρίου. Ο Sergio Massa, ο σημερινός υπουργός Οικονομικών, η κυβέρνηση του οποίου βρίσκεται αντιμέτωπη με πληθωρισμό 138% και ένα παράξενο σύστημα διαφόρων επίσημων συναλλαγματικών ισοτιμιών, αντιμετωπίζει τον Javier Milei. Ο κ. Milei είναι ένας υπέρμαχος του ελευθερισμού, ο οποίος λέει ότι θέλει να γκρεμίσει το σύστημα, δανειζόμενος ιδέες από τον Friedrich Hayek, τον Milton Friedman και άλλους οικονομολόγους της ελεύθερης αγοράς.
Ωστόσο, όποιος και αν κερδίσει, οι Αργεντινοί υπέρ των μεταρρυθμίσεων αμφιβάλλουν ότι η χώρα του θα αλλάξει πραγματικά, παρατηρεί ο Economist σε πρόσφατη ανάλυσή του. Κατά πάσα πιθανότητα, ο κ. Massa θα αρχίσει να τυπώνει με διπλάσιο ρυθμό χρήματα- δεν τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα να διαλύσει το σύστημα πατρωνίας που καθιστά αδύνατη τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο κ. Milei, αντίθετα, θα έχει μικρή υποστήριξη στο Κογκρέσο. Δεν έχει διαθέτει εμπειρία εφαρμοσμένης πολιτικής. Ακόμη και πολλοί από τους οικονομολόγους με προσανατολισμό στην αγορά που συμπαθούν και συμβουλεύουν τον κ. Milei, έχουν εκπληκτικά ασαφείς ιδέες για το τι πρέπει να κάνει η Αργεντινή για να βελτιώσει την οικονομία της. Στη χώρα επικρατεί το αίσθημα του εγκλωβισμού.
Η Αργεντινή αποτελεί ακραίο παράδειγμα μιας ευρύτερης τάσης. Ο κόσμος έχει ξεχάσει πώς να υλοποιεί μεταρρυθμίσεις. Ο Economist ανέλυσε στοιχεία από το Ινστιτούτο Fraser, ενός think tank για ζητήματα ελεύθερης αγοράς, που αξιολογεί την οικονομική ελευθερία σε μια δεκάβαθμη κλίμακα. Ως «τολμηρή οικονομία» ορίζεται το παράδειγμα των χωρών που αναπτύσσονται κατά 1,5 μονάδα ή και περισσότερο μέσα σε μία δεκαετία (το ένα τέταρτο της διαφοράς μεταξύ Ελβετίας και Βενεζουέλας), γεγονός που υποδεικνύει ότι έχουν εφαρμοστεί φιλελευθεροποιητικές μεταρρυθμίσεις. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990 αυτό ήταν σύνηθες φαινόμενο, καθώς οι χώρες που ανήκαν προηγουμένως στη Σοβιετική Ένωση άνοιξαν και πολλές από αυτές που θεωρούνταν χώρες που δεν προωθούν μεταρρυθμίσεις, όπως η Γκάνα και το Περού, απέδειξαν το αντίθετο. Οι πολιτικοί άλλαξαν τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου, ενίσχυσαν τις κεντρικές τράπεζες, μείωσαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και ιδιωτικοποίησαν κρατικές επιχειρήσεις.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΧΩΡΕΣ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ, ΕΧΟΥΝ ΕΦΑΡΜΟΣΕΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ. ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΕΩΣ ΤΟ 2020 ΜΟΝΟ ΔΥΟ ΧΩΡΕΣ, Η ΜΙΑΝΜΑΡ ΚΑΙ ΤΟ ΙΡΑΚ, ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΑΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ 1,5 ΜΟΝΑΔΑ
Τα τελευταία χρόνια ελάχιστες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Ουκρανίας, έχουν εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Και κατά τη δεκαετία έως το 2020 μόνο δύο χώρες, η Μιανμάρ και το Ιράκ, αναπτύχθηκαν περισσότερο από 1,5 μονάδα. Την ίδια χρονιά μια εργασία οικονομολόγων των πανεπιστημίων Georgetown και Harvard, καθώς και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, εξέτασε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και διαπίστωσε παρόμοια αποτελέσματα. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 οι πολιτικοί σε όλο τον κόσμο είχαν προωθήσει πολλές αλλαγές. Μέχρι τη δεκαετία του 2010, όμως, οι μεταρρυθμίσεις είχαν «παγώσει».
Τα τολμηρά οικονομικά δεν είναι πλέον ιδιαίτερα δημοφιλή εν μέρει επειδή υπάρχει λιγότερη ανάγκη γι’ αυτά. Αν και τα τελευταία χρόνια οι οικονομίες έχουν γίνει λιγότερο φιλελεύθερες, η μέση οικονομία σήμερα είναι 30% πιο ελεύθερη από ό,τι ήταν το 1980, σύμφωνα με την ανάλυσή του Economist βασισμένη στα στοιχεία του Ινστιτούτου Fraser. Υπάρχουν λιγότερες κρατικές εταιρείες. Οι δασμοί είναι χαμηλότεροι. Ακόμη και στην Αργεντινή, οι τηλεπικοινωνίες και οι βιομηχανίες είναι καλύτερες από ό,τι ήταν κάποτε.
Αλλά η παρακμή των «τολμηρών οικονομικών» αντανακλά επίσης την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως ο φιλελευθερισμ΄΄ απέτυχε. Στο συλλογικό φαντασιακό, όροι όπως «σχέδιο διαρθρωτικής προσαρμογής» ή «θεραπεία σοκ» φέρνουν στο μυαλό εικόνες εξαθλίωσης στην Αφρική, εγκαθίδρυσης «κρατικής μαφίας» στη Ρωσία και την Ουκρανία και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Χιλή. Βιβλία όπως το «Η μεγάλη αυταπάτη» του Joseph Stiglitz, που εκδόθηκε το 2002, και το «Το δόγμα του σοκ» της Naomi Klein, το 2007, υποδαύλισαν την αντίθεση στην «συναίνεση της Ουάσιγκτον» για την ελεύθερη αγορά. Στη Λατινική Αμερική ο όρος «νεοφιλελεύθερος» χρησιμοποιείται πλέον ως προσβολή- αλλού, σπάνια χρησιμοποιείται ως επιδοκιμασία. Πολλοί Αργεντινοί υποστηρίζουν ότι οι προσπάθειες της χώρας να απελευθερώσει την οικονομία της τη δεκαετία του 1990 προκάλεσαν μια τεράστια οικονομική κρίση το 2001.
«ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ», ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
Ευρεία πλειοψηφία θεωρεί ότι πορευόμαστε προς λάθος κατεύθυνση. Αντίστοιχα ευρεία καταγράφεται κοινωνική «ζήτηση» για μεταρρυθμιστικές…
Σήμερα, διεθνείς οργανισμοί όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα ενδιαφέρονται λιγότερο από ό,τι κάποτε για τα παράτολμα οικονομικά. Σε μια έκδοση των Παγκόσμιων Οικονομικών Προοπτικών που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1993, το ΔΝΤ ανέφερε τον όρο «μεταρρύθμιση» 139 φορές. Στην τελευταία έκδοσή του, που δημοσιεύτηκε ακριβώς 30 χρόνια αργότερα, η λέξη εμφανίζεται μόλις 35 φορές. Στις μέρες μας η Αμερική αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, δίνει προτεραιότητα στα εγχώρια συμφέροντα έναντι των διεθνών και ευνοεί τις επιδοτήσεις μεγάλης κλίμακας προκειμένου να επιταχυνθεί η πράσινη μετάβαση και να ανακάμψει η εγχώρια παραγωγή. Με λιγότερες υποδείξεις από τη Δύση, άλλες κυβερνήσεις αισθάνονται λιγότερη πίεση να μεταρρυθμίσουν τις δικές τους οικονομίες. Οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς στην Αργεντινή τη δεκαετία του 1990 βασίστηκαν σε βαθιές σχέσεις με την Αμερική. Σήμερα υπάρχουν λιγότεροι τέτοιοι δεσμοί.
Για ένα σοκ
Ωστόσο, η άποψη ότι τα τολμηρά οικονομικά απέτυχαν δεν ευσταθεί αν εξετάσει κανείς τα στοιχεία, ακόμη και αν τα σχέδια συχνά προκαλούσαν βραχυπρόθεσμο «πόνο».Τη δεκαετία του 1990 οι τρεις χώρες της Βαλτικής απελευθέρωσαν τις τιμές και τις αγορές εργασίας. Αυτό τους επέτρεψε, από μέλη της Σοβιετικής Ένωσης να γίνουν κράτη μέλη της ευρωζώνης μέσα σε 25 χρόνια. Στη δεκαετία του 2010 η Ελλάδα εφάρμοσε πολλές μεταρρυθμίσεις που απαιτούσαν το ΔΝΤ και οι ευρωπαϊκές αρχές. Οι εισερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις είναι τώρα στα ύψη, και φέτος το ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 2,5% -ένας από τους ισχυρότερους ρυθμούς στην Ευρώπη. Πριν από λίγο καιρό πολλοί υποστήριζαν ότι η Κίνα αποστράφηκε την «τολμηρή οικονομία» και τα κατάφερε. Η πρόσφατη οικονομική αδυναμία, συμπεριλαμβανομένης μιας αγοράς ακινήτων που βρίσκεται σε αναταραχή υπό τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, θέτει υπό αμφισβήτηση αυτή την άποψη.
Ολοένα και περισσότερες έρευνες καταδεικνύουν ότι η τολμηρή οικονομία έχει επιτύχει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της. Μελέτη του Antoni Estevadeordal του Ινστιτούτου Georgetown Americas και του Alan Taylor του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, Davis, εξετάζει τον αντίκτυπο της απελευθέρωσης των δασμών στα εισαγόμενα κεφάλαια και ενδιάμεσα αγαθά (σ.σ. που προορίζονται να επαναπωληθούν είτε στην μορφή που βρίσκονται είτε να μετατραπούν σε άλλα προϊόντα) από τη δεκαετία του 1970 έως τη δεκαετία του 2000, διαπιστώνοντας ότι η πολιτική αυτή αυξάνει την ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα. Δέκα χρόνια μετά την αρχή ενός μεταρρυθμιστικού «κύματος», το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι περίπου έξι ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ό,τι θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται διαφορετικά, σύμφωνα με έγγραφο που δημοσιεύθηκε το 2017 από οικονομολόγους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο ανέλυε τις περιπτώσεις 22 χωρών διαφορετικού εισοδηματικού επιπέδου, από το 1961 έως το 2000.
ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΠΟΥ ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ ΑΠΕΤΥΧΑ, ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΗΤΑΝ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ
Εν τω μεταξύ, μια εργασία που δημοσιεύθηκε το 2021 από την Anusha Chari του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στο Chapel Hill και τους Peter Blair Henry και Hector Reyes του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ διαπιστώνει θετικές επιπτώσεις από μια μεγάλη γκάμα μεταρρυθμίσεων στις αναδυόμενες αγορές, από τη σταθεροποίηση του υψηλού πληθωρισμού έως το άνοιγμα των κεφαλαιαγορών.
Για παράδειγμα, η απελευθέρωση του εμπορίου τείνει να αυξάνει τον μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά περισσότερες από 2,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.Σε άλλη μελέτη που επικεντρώνεται στη Λατινική Αμερική, ο Ilan Goldfajn, πρόεδρος της Διαμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης, και οι συνεργάτες του αναγνωρίζουν ότι η ανάπτυξη ήταν απογοητευτική, αλλά υποστηρίζουν ότι «χωρίς κάποιο υποσύνολο των πολιτικών της Ουάσιγκτον, θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιτευχθεί μακροοικονομική σταθερότητα και να ανακτηθεί η πρόσβαση στην εξωτερική χρηματοδότηση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990». Άλλες έρευνες διαπίστωσαν ταχύτερη ανάπτυξη στην Αφρική από το 2000 και μετά στις χώρες που προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις.
Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου οι μεταρρυθμίσεις φαινομενικά απέτυχα, το πρόβλημα ήταν η έλλειψη συνέπειας. Για παράδειγμα στην Ουκρανία, ακόμη και πριν την πανδημία και την εισβολή της Ρωσίας, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν χαμηλότερο από ό,τι όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση δεν αντιμετώπιζε σοβαρά το ενδεχόμενο τολμηρών οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Ένα υπόμνημα που γράφτηκε για την Παγκόσμια Τράπεζα το 1993 από τους Simon Johnson και Oleg Ustenko, δύο οικονομολόγους, σημείωνε ότι «μόνο ένα πιο σκληρό και ριζοσπαστικό πακέτο πολιτικών μπορεί να αποτρέψει τον υπερπληθωρισμό, αλλά κανένας πολιτικός ηγέτης δεν φαίνεται πρόθυμος να υιοθετήσει αυτά τα μέτρα». Αυτό που χτύπησε την Αργεντινή το 2001 δεν ήταν τα «τολμηρά οικονομικά» της, όπως συνήθως θεωρείται. Ήταν τα επίμονα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Ίσως ο κ. Milei αποδείξει ότι εκείνοι που τον αμφισβητούν του κάνουν λάθος. Μπορεί να κερδίσει τις εκλογές και στη συνέχεια να προβεί σε λογικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Σε αυτές θα περιλαμβάνεται η απελευθέρωση του εμπορίου και η διευκόλυνση των εργοδοτών στην Αργεντινή να προσλαμβάνουν και να απολύουν. Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε πάρα πολύ τη χώρα. Θα έδειχνε επίσης στον υπόλοιπο κόσμο μια πορεία προς τα εμπρός. Η τολμηρή οικονομία μπορεί να είναι ανατρεπτική, αλλά αποδίδει καρπούς.
©The Economist. Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα από ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com