FLAT TAX: ΕΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΠΟΥ ΠΟΛΛΟΙ ΞΕΧΝΟΥΝ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΑΛΟΓΟ
- 29.09.23 15:02
Με αφορμή την επίκαιρη πάντα συζήτηση για το φορολογικό σύστημα και τη φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή στην Ελλάδα, αυτό το οξύ πρόβλημα στη χώρα μας που, εκτός από το ότι στερεί πόρους από τα δημόσια ταμεία, έχει σημαντικές κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις, θα ήταν σκόπιμο να σημειώσουμε μερικά χρήσιμα πράγματα για τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή ή αλλιώς «flat tax», όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται. Τα επιχειρήματα υπέρ ενός εναλλακτικού συστήματος φορολόγησης του εισοδήματος από εργασία* με έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή είναι πράγματι αρκετά ισχυρά, ιδιαίτερα σε ένα πλαίσιο αδύναμου φοροεισπρακτικού μηχανισμού, όπως αυτό της Ελλάδας. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν υπάρχουν πανάκειες στα οικονομικά, και κάθε οικονομική πολιτική συνιστά ένα προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των επιδιωκόμενων πλεονεκτημάτων και των αναπόφευκτων μειονεκτημάτων της. Έτσι και ο flat tax δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Όμως θα ταίριαζε στο συνολικό φορολογικό σύστημα της χώρας μας, το οικονομικό της μοντέλο και στα ζητούμενα από την ελληνική κοινωνία;
Flat tax Vs Προοδευτική φορολογία
Έχουν γραφεί πολλά κατά καιρούς για τα πλεονεκτήματα του flat tax. Η πολύ μεγάλη του απλότητα στους υπολογισμούς συνεπάγεται προφανή οφέλη διαφάνειας για τον φορολογούμενο και αποδοτικότητας για τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό. Από την άλλη πλευρά, τα προοδευτικά συστήματα φορολόγησης εισοδήματος –όπως το ισχύον στη χώρα μας– όχι μόνο απαιτούν σημαντικά πιο πολύπλοκους υπολογισμούς, αλλά επιπλέον έχουν κάποια εγγενή προβλήματα στη φορολόγηση οικογενειών, των ατόμων με μεγάλη διακύμανση στο εισόδημα, των ατόμων με μεγάλη χρονική απόκλιση μεταξύ εργασίας και εισοδήματος από αυτήν κ.ά., τα οποία επιβάλλουν τη δημιουργία ειδικών ρυθμίσεων, κανόνων και εξαιρέσεων. Ένα δεύτερο, αρκετά ισχυρό, πλεονέκτημα του ενιαίου φορολογικού συντελεστή είναι ότι αυτός δεν τιμωρεί σχετικά περισσότερο την επιπλέον προσπάθεια που καταβάλλει το οικονομικά πιο αποδοτικό μέρος του πληθυσμού, εν συγκρίσει με το οικονομικά λιγότερο αποδοτικό. Ως αποτέλεσμα, προκύπτει ένα όφελος στη συνολική αποδοτικότητα της οικονομίας.
ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΑΡΚΕΤΑ ΙΣΧΥΡΑ, ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΔΥΝΑΜΟΥ ΦΟΡΟΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. ΠΑΡ’ ΟΛ’ ΑΥΤΑ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΑΝΑΚΕΙΕΣ ΣΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ.
Στον αντίποδα, και τα προοδευτικά συστήματα φορολόγησης του εισοδήματος έχουν τα δικά τους πλεονεκτήματα. Το πρώτο είναι η σταθεροποιητική τους επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, καθώς τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται ταχύτερα από τα εισοδήματα στις φάσεις της ανόδου και μειώνονται ταχύτερα από τα εισοδήματα στις φάσεις της καθόδου. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε μια σημαντική μείωση της μεταβλητότητας στο διαθέσιμο εισόδημα, η οποία οδηγεί και σε γενικότερη εξομάλυνση των οικονομικών κύκλων. Το κυριότερο, όμως, πλεονέκτημα της προοδευτικότητας προκύπτει από τους μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας στην κατανομή του φορολογικού βάρους που, εκ φύσεως, επιτρέπουν τα κλιμακωτά φορολογικά συστήματα. Τα προοδευτικά συστήματα φορολόγησης του εισοδήματος εκμεταλλεύονται αυτή τη δυνατότητα με δύο βασικούς στόχους: α) έναν επιμερισμό του κόστους των δημοσίων δαπανών με συγκριτικά (σε σχέση με το αναλογικό σύστημα) μειωμένο βάρος στα χαμηλότερα εισοδήματα και αυξημένο στα πιο υψηλά και β) μια αναδιανομή του διαθεσίμου εισοδήματος προς την κατεύθυνση των χαμηλών εισοδημάτων. Αποτελεί μια πολύ μακρά, επιστημονική και κοινωνική, συζήτηση αν αυτοί οι στόχοι είναι δίκαιοι και ευκταίοι ή όχι. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια ουσιωδώς αξιολογική κρίση, η οποία σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από τον ορισμό που δίνει κάθε κοινωνία στον όρο «οικονομική δικαιοσύνη».
Ο κρίσιμος παράγοντας
Υπάρχουν πολλά ακόμα επιμέρους επιχειρήματα, εκατέρωθεν, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν –με διάφορους βαθμούς επιστημονικής ορθότητας– παρατεθεί στον δημόσιο διάλογο. Μια πλήρης ανάλυση του συνόλου των επιχειρημάτων θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο ολόκληρης μελέτης. Για τους σκοπούς όμως του άρθρου θα ήθελα να φωτίσω έναν κρίσιμο παράγοντα, που μέχρι τώρα δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπ’ όψιν και έχει να κάνει με το ευρύτερο φορολογικό σύστημα στη χώρα μας. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη η φορολογία του εισοδήματος να είναι προοδευτική, προκειμένου να εξισορροπούνται οι αντίστροφες επιδράσεις που έχει η έμμεση φορολογία. Και γιατί πρέπει να μας απασχολεί η έμμεση φορολογία;
Τα τελευταία χρόνια, στις περισσότερες δυτικές οικονομίες δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στους έμμεσους φόρους. Ενδεικτικά, το 2019 στις χώρες του ΟΟΣΑ το 32,6% των συνολικών φορολογικών εσόδων, κατά μέσο όρο, προερχόταν από έμμεσους φόρους, ποσοστό που είναι ισοδύναμο με το 33,1% που προέρχεται από φόρους εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων (23,5% και 9,6% αντίστοιχα)**. Αυτό ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για τη χώρα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία από την τελευταία Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ***, από τα €55,2 δισ. των συνολικών φόρων που εισπράχθηκαν το 2022, τα €31,6 δισ. προήλθαν από τους φόρους που επιβλήθηκαν στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (κυρίως ΦΠΑ και ΕΦΚ σε ενέργεια και καπνά), μια ποσοστιαία δηλαδή συμμετοχή της τάξεως του 57,2%.
ΤΟ 57,2% ΤΩΝ ΣΥΝΟΛΙΚΩΝ ΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΙΣΠΡΑΧΘΗΚΑΝ ΤΟ 2022 ΠΡΟΗΛΘΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (ΚΥΡΙΩΣ ΦΠΑ ΚΑΙ ΕΦΚ ΣΕ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΠΝΑ).
Ποιους βαρύνει περισσότερο η έμμεση φορολογία;
Για ποιο λόγο, όμως, η αυξημένη συμμετοχή των έμμεσων φόρων δημιουργεί/αυξάνει την ανάγκη για προοδευτική φορολογία του εισοδήματος; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται αν αναλύσουμε τη σχέση αυτών των φόρων με το εισόδημα αυτών που τους πληρώνουν. Οι έμμεσοι φόροι συνήθως είναι αναλογικοί ως προς τη φορολογική τους βάση, η οποία είναι η αξία ή η ποσότητα κάποιου προϊόντος, και –εξ ορισμού– δεν μπορούν να εξαρτηθούν από το εισόδημα του φορολογούμενου. Παρ’ όλ’ αυτά, η συνολική καταναλωτική δαπάνη κάθε ατόμου, αλλά και το καταναλωτικό του προφίλ, εξαρτώνται σημαντικά από το εισόδημά του. Πιο συγκεκριμένα, αυξανομένου του εισοδήματος, το συνολικό ποσό της καταναλωτικής δαπάνης αυξάνεται μεν, αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Δηλαδή, το ποσοστό του εισοδήματος που χρησιμοποιείται για κατανάλωση είναι φθίνον ως προς το εισόδημα («φθίνουσα μέση ροπή προς κατανάλωση»). Επιπλέον, διαφορετικά εισοδήματα συνεπάγονται σημαντικά διαφορετικά μείγματα κατανάλωσης. Όσο μικρότερο είναι ένα εισόδημα κάποιου, τόσο μεγαλύτερη συμμετοχή στην κατανάλωσή του έχουν αγαθά και υπηρεσίες χαμηλής ελαστικότητας ζήτησης, στα οποία έχουμε μεγαλύτερο βαθμό μετακύλησης των διαφόρων ενδιάμεσων φόρων προς τον τελικό καταναλωτή. Αντίθετα, σε ολοένα και μεγαλύτερα εισοδήματα, παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή αγαθών και υπηρεσιών με μεγάλη ελαστικότητα ζήτησης, στα οποία το ποσοστό μετακύλησης είναι γενικά μικρότερο. Συνεπώς, αυξανομένου του εισοδήματος ενός ατόμου, μειώνεται το μέσο μερίδιο συμμετοχής του στους διάφορους, ενδιάμεσους, φόρους των προϊόντων που καταναλώνει.
ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΧΑΜΗΛΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΚΑΤΑ ΚΑΝΟΝΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΕΜΜΕΣΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΥΨΗΛΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ.
Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω επιδράσεων είναι ότι τα άτομα χαμηλού εισοδήματος καλούνται να πληρώσουν κατά κανόνα μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για τους διάφορους έμμεσους φόρους σε σύγκριση με τα άτομα υψηλού εισοδήματος. Όταν δηλαδή εξετάσουμε το συνολικό βάρος της έμμεσης φορολογίας σε κάποιον, είτε την πληρώνει απευθείας (φόροι κατανάλωσης) είτε την πληρώνει έμμεσα εξαιτίας της μετακύλησης στην τιμή του τελικού αγαθού (λοιποί έμμεσοι φόροι), και ανάγουμε αυτό το βάρος ως προς το εισόδημά του, τότε καθίσταται σαφές ότι το γενικό σύνολο της έμμεσης φορολογίας είναι αντιστρόφως προοδευτικό ως προς το υποκείμενο εισόδημα. Ως αντιστάθμισμα λοιπόν αυτού, χρειάζεται η άμεση φορολογία να είναι επαρκώς προοδευτική, προκειμένου το συνολικό φορολογικό σύστημα να είναι τουλάχιστον κοντά στο αναλογικό ως προς το εισόδημα. Προφανώς, αν είναι κοινωνικά επιθυμητό να έχουμε και πραγματική αναδιανομή του εισοδήματος, τότε χρειαζόμαστε ακόμα μεγαλύτερη προοδευτικότητα στην άμεση φορολογία.
Εφαρμοσμένη πολιτική
Εν κατακλείδι, είναι εξαιρετικά θετικό και ωφέλιμο να διενεργείται εκτενής δημόσιος διάλογος για ζητήματα πολιτικής, ιδιαίτερα όταν αφορούν σε τόσο σημαντικά πεδία της, όπως η φορολογία. Με αυτόν τον τρόπο προκύπτει μια εξ αντικειμένου πληρέστερη οπτική των ζητημάτων, ενισχύεται η συμμετοχικότητα στην πολιτική διαδικασία και –το σημαντικότερο, εν προκειμένω– αυξάνεται ο βαθμός κατανόησης των συμβιβασμών και των περιορισμών που απαιτεί η εφαρμοσμένη πολιτική. Στο τέλος της ημέρας, το πρόβλημα του ποια είναι η βέλτιστη συνάρτηση φορολογίας για τη χώρα μας τελικά ανάγεται στο τι στόχους θέλουμε να επιδιώκει το συνολικό φορολογικό σύστημα και ποιο μέρος αυτών των στόχων θα αποδώσουμε συγκεκριμένα στη φορολογική κλίμακα για τα εισοδήματα από εργασία. Κάθε συζήτηση για τη φορολογική κλίμακα εισοδήματος δεν μπορεί να γίνεται χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν της το συνολικότερο φορολογικό σύστημα. Θα πρέπει, δηλαδή, να είναι ολιστική. Και οποιαδήποτε κατάταξη των διαφόρων εναλλακτικών φορολογικών συστημάτων σε μια κλίμακα δικαιοσύνης απαιτεί έναν πολύ συγκεκριμένο προσδιορισμό του τι είναι δίκαιο για ένα φορολογικό σύστημα και τι είναι άδικο, ο οποίος αναπόφευκτα αποτελεί το αποτέλεσμα μιας καθαρά αξιολογικής κρίσεως.
Παραπομπές
*Παρά το γεγονός ότι στον όρο «φορολογία εισοδήματος» δεν υπάρχει εξ ορισμού διάκριση μεταξύ των διαφόρων πηγών εισοδήματος, σχεδόν όλα τα εισοδήματα που προκύπτουν από τα διάφορα είδη κεφαλαίου (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου κ.τ.λ.) φορολογούνται αυτοτελώς. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελούν όσοι ασκούν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα (δηλ. οι ελεύθεροι επαγγελματίες), στην οποία το κομμάτι του εισοδήματός τους που οφείλεται στην προσωπική τους εργασία δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό που οφείλεται στο επενδεδυμένο κεφάλαιό τους. Εφεξής με τον όρο «φορολογία εισοδήματος» θα εννοείται η φορολογία του εισοδήματος από εργασία και συντάξεις.
**OECD (2021). Tax revenue trends 1965-2020, στο Revenue Statistics 2021: The Initial Impact of COVID-19 on OECD Tax Revenues, OECD Publishing, Paris, https://doi.org/10.1787/b5975909-en.
*** Βλ.: Τράπεζα της Ελλάδος (2023, Απρίλιος). Έκθεση του Διοικητή για το Έτος 2022. https://doi.org/10.52903/annrep.gr2022, σ. 157.
* Η Δρ. Φαίη Μακαντάση είναι Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις