H ΧΡΥΣΟΤΟΚΟΣ ΟΡΝΙΘΑ ΤΩΝ ΕΜΜΕΣΩΝ ΦΟΡΩΝ
- 26.11.24 11:46
H χρονοσειρά με την εξέλιξη των εσόδων από την έμμεση φορολογία γενικώς και των εισπράξεων από τον ΦΠΑ ειδικώς εντυπωσιάζει: από τα 15,3 δισ. ευρώ, που έβαζε κάθε χρόνο στο ταμείο το ελληνικό δημόσιο στο όχι και τόσο μακρινό 2019, και τα 13 δισ. ευρώ του «ειδικού έτους» 2020, φτάσαμε στο 2024 να υπολογίζουμε ότι η χρονιά θα κλείσει με εισπράξεις μόνο από ΦΠΑ άνω των 25 δισ. ευρώ. Με βάση τις προβλέψεις, κάθε χρόνο από εδώ και πέρα το ποσό αυτό θα μεγαλώνει κατά περισσότερο από 1 δισ. ευρώ, για να φτάσουμε το 2029 να μετράμε έσοδα από ΦΠΑ της τάξεως των 28-29 δισ. ευρώ υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα … στραβώσει κάτι όσον αφορά τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και την εξάπλωση της νέας… μόδας που υπαγορεύει πληρωμή με κάρτα παντού. Είναι, αναμφίβολα, μια εισπρακτική επιτυχία. Τα επιπλέον δισ. ευρώ που μπήκαν στα κρατικά ταμεία βοήθησαν και στη συγκράτηση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ (σ.σ καθώς τα πρωτογενή πλεονάσματα ξεπερνούν τον στόχο) και στο να δημιουργηθεί ο απαιτούμενος «χώρος» για τη χρηματοδότηση πρόσθετων μέτρων στήριξης. Δικαίως λοιπόν ο ΦΠΑ έχει χαρακτηριστεί ως η χρυσοτόκος όρνιθα του κρατικού προϋπολογισμού. Και τη χρυσοτόκο όρνιθα κανείς δεν θέλει να την πειράξει.
Ένα κοκτέιλ παραγόντων έφερε αυτή την εισπρακτική επιτυχία. Προφανώς, ο βασικότερος λόγος είναι η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2020, σε συνθήκες ύφεσης λόγω πανδημίας και κλειστών καταστημάτων, είχαμε και τη μικρότερη συγκομιδή φόρων από τον φόρο προστιθέμενης αξίας. Από εκεί και πέρα έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο από τη μία η αύξηση της τιμής σε προϊόντα άμεσης ανάγκης (εκεί δηλαδή που η ζήτηση είναι σε μεγάλο βαθμό ανελαστική) και από την άλλη η εκρηκτική αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών. Στη λεγόμενη μείωση του κενού του ΦΠΑ το οικονομικό επιτελείο βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό. Με τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών, με την εγκατάσταση POS παντού, αλλά και με την παροχή κινήτρων στους πολίτες να πληρώνουν ολοένα και περισσότερο με κάρτα, το μαύρο χρήμα των δισεκατομμυρίων εντοπίστηκε τελικώς στο τελευταίο στάδιο, στην κατανάλωση, και αυτό αποτυπώθηκε στα έσοδα από τον ΦΠΑ. Κάποιοι δεν διστάζουν να προσθέσουν ακόμα ένα επιχείρημα: μεγάλο τμήμα από το «μαύρο χρήμα» βρίσκει πλέον ολοένα και λιγότερες διεξόδους, γι’ αυτό και διοχετεύεται σε μεγάλο ποσοστό στην κατανάλωση εκεί που… περιμένουν οι διασυνδεδεμένες ταμειακές, τα POS και τα ηλεκτρονικά… καταγραφικά της ΑΑΔΕ. Υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω αύξησης, καθώς το κενό του ΦΠΑ παραμένει μεγαλύτερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που διαμορφώνεται στην περιοχή του 9%; Υπάρχουν είναι η απάντηση. Αν φτάσει η Ελλάδα στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, στα ταμεία θα μπαίνει ακόμα ένα δισ. ευρώ τον χρόνο επιπλέον.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η κυβέρνηση σπεύδει από τώρα και στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της: τα επιπλέον έσοδα που θα μπαίνουν στον κρατικό κορβανά από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής θα χρηματοδοτούν μειώσεις φόρων. Αλλά προτεραιότητα δεν είναι το να μειωθούν οι συντελεστές του ΦΠΑ ή άλλοι έμμεσοι φόροι, αλλά ο φόρος εισοδήματος ή, γενικότερα, οι άμεσοι φόροι. Υπάρχει συγκεκριμένο σκεπτικό: η μείωση του ΦΠΑ μπορεί να ροκανίσει δημοσιονομικό χώρο, αλλά να μη φέρει την πολυπόθητη μείωση των τιμών. Πολύ απλά διότι με ελάχιστες εξαιρέσεις προϊόντων (σ.σ όπως για παράδειγμα τα καύσιμα κίνησης, το πετρέλαιο θέρμανσης κ.τ.λ.) δεν διασφαλίζεται ότι μια μείωση συντελεστή ΦΠΑ θα οδηγήσει και σε μείωση της τιμής λιανικής. Είναι πολλά τα χέρια από τα οποία περνάει η όποια μείωση του ΦΠΑ, και είναι πιθανό ο καθένας να θέλει να κρατήσει και κάτι για τον… εαυτό του. Αντίθετα, αν ο όποιος διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος διατεθεί για τη μείωση των άμεσων φόρων (π.χ. για μια αλλαγή σε κλιμάκιο ή συντελεστή στην κλίμακα υπολογισμού του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων), το όφελος θα φανεί την ίδια στιγμή στον μισθωτό και στον συνταξιούχο μέσα από τη μειωμένη παρακράτηση φόρου.
Υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα στη φαρέτρα της κυβέρνησης για να μεταθέσει για το απώτερο μέλλον την όποια απόφαση για μείωση έμμεσου φόρου. Είναι ένα μέτρο με δημοσιονομικό κόστος, από το οποίο κερδίζει το ίδιο ο πλούσιος και ο φτωχός, το ίδιο ο μόνιμος κάτοικος και ο τουρίστας. Είναι προτιμότερο λοιπόν, με βάση το κυβερνητικό σκεπτικό, να υιοθετηθούν μέτρα που θα ωφελήσουν μόνιμους κατοίκους της χώρας και πρωτίστως αυτούς που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη: τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια. Κυκλοφορεί και ένα αριθμητικό παράδειγμα στους κόλπους του κυβερνητικού επιτελείου. Η Ελλάδα, υποδέχεται κάθε χρόνο μερικές δεκάδες εκατομμύρια τουρίστες. Προφανώς το πέρασμά τους από τη χώρα διαρκεί μερικές ημέρες. Αν βγάλεις όμως το… ισοδύναμο σε επίπεδο χρόνου, είναι σαν να μιλάμε για 700-800.000 μόνιμους κατοίκους που χρησιμοποιούν τις υποδομές της χώρας όπως και οι μόνιμοι κάτοικοι. Γιατί λοιπόν να μη συμμετέχουν και αυτοί στα φορολογικά βάρη;
Υπάρχει βέβαια η εξής παρενέργεια: Κάνουμε πρωταθλητισμό στην έμμεση φορολογία. Οι φόροι στα προϊόντα (ουσιαστικά ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης) αντιστοιχούν ήδη στο 14,3% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι στο 10,3%. Αντίθετα, οι φόροι στο εισόδημα αντιστοιχούν μόλις στο 9,3% του ΑΕΠ έναντι 12,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.