Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

Η άνοδος της Κίνας και ο στρατηγικός ανταγωνισμός με τις Ηνωμένες Πολιτείες
Φωτ. Kevin Frayer/Getty Images
«Απόσταγμα» τριών ουσιαστικών συζητήσεων για την Κίνα στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Κατά τη διάρκεια της δέκατης ετήσιας συνάντησης του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Απρίλη στον αποκαλούμενο «ομφαλό της Γης», έλαβαν χώρα τρεις ουσιαστικές συζητήσεις για την Κίνα, τη συστημική αντιπαλότητα που φαίνεται να διαμορφώνεται ανάμεσα στη «χώρα του δράκου» και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, καθώς και τις ευρύτερες συνέπειες που αναμένεται αυτή να έχει για την παγκόσμια οικονομία και το διεθνές σύστημα («Ο αιώνας της Κίνας: Μύθος ή πραγματικότητα;», «Ψυχρός Πόλεμος 2.0; : Ο σινο-αμερικανικός αγώνας για την πρωτοκαθεδρία», «Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος: Πώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα διαμορφώσει τον αιώνα μας»). 

Στις συζητήσεις αυτές συμμετείχαν οι: Τσενγκ Λι (ιδρυτικός διευθυντής, Κέντρο Διακυβέρνησης για την Κίνα και τον Κόσμο, Πανεπιστήμιο Χονγκ Κονγκ), Χένρι Χουιγιάο Γουάνγκ, (ιδρυτής και πρόεδρος Κέντρου για την Κίνα και την Παγκοσμιοποίηση, πρώην σύμβουλος του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας), Ρομπ ντε Βέικ (ιδρυτής, Κέντρο Στρατηγικών Μελετών της Χάγης – HCSS), Φίλιπο Σαντέλι (οικονομικός συντάκτης, La Repubblica), Ντα Ουέι (επικεφαλής του Κέντρου Διεθνούς Ασφάλειας και Στρατηγικής του Πανεπιστημίου Τσινχουά της Κίνας), Τζόαν Κάουφμαν (ανώτερη διευθύντρια Ακαδημαϊκών Προγραμμάτων, Υπότροφοι Schwarzman, Ιατρική Σχολή Χάρβαρντ), Μέιμπελ Λου Μιάο, συνιδρύτρια και Γ. Γ. Κέντρου για την Κίνα και την Παγκοσμιοποίηση στην Κίνα), Αζμέντ Αμπουντού (ερευνητικός συνεργάτης Chatham House, επικεφαλής κινεζικών σπουδών στο Emirates Policy Center στο Ηνωμένο Βασίλειο), Ρόμπιν Νίμπλετ (διευθυντής Ledwell Advisory και διακεκριμένος συνεργάτης του Chatham House στο Ηνωμένο Βασίλειο) και Ρόλαντ Φρόιντενσταϊν (συνιδρυτής του Brussels Freedom Hub και διευθυντής του Γραφείου Βρυξελλών του Free Russia Foundation). Σε ό,τι ακολουθεί, η Οικονομική Επιθεώρηση παρουσιάζει τα βασικά συμπεράσματα των συζητήσεων αυτών.

Η σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας έχει εξελιχθεί σε ένα πλαίσιο έντονου και πολυδιάστατου ανταγωνισμού, προκαλώντας ανησυχίες για την ανάδυση μιας νέας μορφής «Ψυχρού Πολέμου». Η παρούσα ανάλυση αποσκοπεί στην εις βάθος ανάλυση της φύσης αυτής της αντιπαράθεσης, των θεμελιωδών κινητήριων δυνάμεών της και των ευρύτερων επιπτώσεών της για τη διεθνή τάξη, με ιδιαίτερη έμφαση σε κρίσιμους διεθνείς δρώντες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο λεγόμενος «Παγκόσμιος Νότος». Η κατανόηση της πολυπλοκότητας αυτής της σχέσης είναι κρίσιμη για τη διαμόρφωση αποτελεσματικών πολιτικών σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον.

Η φύση του ανταγωνισμού

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας εκδηλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα, καθιστώντας τον ιδιαίτερα σύνθετο και δυνητικά επικίνδυνο.

Ο ΧΕΝΡΙ ΧΟΥΙΓΙΑΟ ΓΟΥΑΝΓΚ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΟΤΙ ΑΥΤΗ Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΔΑΣΜΩΝ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ, ΑΛΛΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΕΡΟΣ ΜΙΑΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΠΟΥ ΠΛΗΤΤΕΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ, ΠΑΡΑ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΣΤΑ ΑΓΑΘΑ, Η ΧΩΡΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ, ΕΝΩ Η ΚΙΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ. ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ, ΟΙ ΕΝ ΛΟΓΩ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ.

Οικονομική αντιπαλότητα και εμπορικός πόλεμος

Η ραγδαία οικονομική άνοδος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας την έχει καταστήσει στρατηγικό ανταγωνιστή των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια οικονομική σφαίρα. Παρότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διατηρούν σημαντικό μερίδιο στο παγκόσμιο ΑΕΠ, η Κίνα έχει καταγράψει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης και, βάσει ορισμένων δεικτών αγοραστικής δύναμης, ενδέχεται να έχει ήδη υπερκεράσει την αμερικανική οικονομία.

Η εντεινόμενη οικονομική αντιπαράθεση αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην επιβολή εκατέρωθεν δασμών, οδηγώντας σε έναν de facto εμπορικό πόλεμο. Επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει μια επιθετική εμπορική στρατηγική, επιβάλλοντας εκτεταμένους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα – μια πολιτική στην οποία η Κίνα ανταποκρίθηκε με αντίστοιχα μέτρα.

Ο Χένρι Χουιγιάο Γουάνγκ υποστηρίζει ότι αυτή η προσέγγιση δεν στρέφεται αποκλειστικά κατά της Κίνας, αλλά αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που πλήττει το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Επισημαίνει ότι, παρά το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ στα αγαθά, η χώρα διατηρεί σημαντικά πλεονάσματα στον τομέα των υπηρεσιών και των επενδύσεων, ενώ η Κίνα παραμένει σημαντικός κάτοχος αμερικανικού δημόσιου χρέους. Κατά την άποψή του, οι εν λόγω εμπορικές πρακτικές ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις για τις αμερικανικές επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.

Παρά την ένταση, οι διμερείς εμπορικές ροές όχι μόνο δεν περιορίστηκαν, αλλά παρουσίασαν αύξηση. Ωστόσο, η εξάρτηση της Κίνας από το αμερικανικό εμπόριο εμφανίζει τάσεις μείωσης, γεγονός που υποδηλώνει μια σταδιακή επαναπροσαρμογή του κινεζικού οικονομικού μοντέλου.

Τεχνολογικός ανταγωνισμός για την ηγεμονία

Η κυριαρχία στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, η οποία περιλαμβάνει τη ρομποτοποίηση, την τεχνητή νοημοσύνη και την κβαντική πληροφορική, θεωρείται κρίσιμη για τη μελλοντική παγκόσμια ισχύ. Ο Ρομπ ντε Βέικ επισημαίνει ότι όποιος κυριαρχήσει σε αυτή την επανάσταση θα καθορίσει τους παγκόσμιους κανόνες. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η Κίνα προηγείται σε πολλές κρίσιμες τεχνολογίες, γεγονός που προκαλεί ανησυχίες στις ΗΠΑ για τη μελλοντική τους ανταγωνιστικότητα. Ο Σερ Ρόμπιν Νίμπλετ αναφέρει ότι, σύμφωνα με το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής, η Κίνα ηγείται σε 57 από τις 64 κορυφαίες τεχνολογίες. Αυτή η τεχνολογική υπεροχή μπορεί να μεταφραστεί σε οικονομική και στρατιωτική ισχύ, γεγονός που προκαλεί βαθιά ανησυχία στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Τραμπ, και εν μέρει και η κυβέρνηση Μπάιντεν, έχουν λάβει μέτρα για να περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας σε ορισμένες τεχνολογίες και να προωθήσουν την εγχώρια καινοτομία.

Γεωπολιτικές τάσεις και στρατηγική αντιπαράθεση

Ο σινο-αμερικανικός ανταγωνισμός εκτείνεται πέραν της οικονομίας, αγγίζοντας κρίσιμες γεωπολιτικές πτυχές, ιδίως στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως παραδοσιακή δύναμη στον Ειρηνικό, εκφράζουν αυξανόμενη ανησυχία για τη διεύρυνση της κινεζικής επιρροής και τη συστηματική ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της Κίνας στην περιοχή. Από την πλευρά του, το Πεκίνο προβάλλει την ανάγκη προστασίας των θαλάσσιων εμπορικών του δρόμων, οι οποίοι διασχίζουν κρίσιμες γεωστρατηγικές περιοχές που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αντιλαμβάνονται ως μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου ανάσχεσης.

Η ταχεία αύξηση των κινεζικών αμυντικών δαπανών και η ενίσχυση των ναυτικών δυνάμεων της Κίνας έχουν συμβάλει στην όξυνση των περιφερειακών εντάσεων και στην αναζωπύρωση σεναρίων στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Παράλληλα, η Κίνα ενισχύει τη γεωπολιτική της επιρροή μέσω της πρωτοβουλίας «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative), προωθώντας εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις με χώρες του λεγόμενου «Παγκόσμιου Νότου».

Ο Αχμέντ Αμπουντού επισημαίνει ότι η Κίνα επιδιώκει στρατηγικά να υπονομεύσει τη συνοχή των παραδοσιακών συμμαχιών των Ηνωμένων Πολιτειών και να ενισχύσει την εξάρτηση αναδυόμενων οικονομιών από το Πεκίνο, αξιοποιώντας οικονομικά μέσα για τη διαμόρφωση νέων σχέσεων ισχύος στο παγκόσμιο σύστημα.

Ιδεολογικές διαφορές και συστημικός ανταγωνισμός

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών έχει επίσης μια ιδεολογική διάσταση, καθώς αντιπροσωπεύει διαφορετικά μοντέλα διακυβέρνησης. Οι ΗΠΑ προβάλλουν το

μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με έμφαση στα ατομικά δικαιώματα και τους ελέγχους και τις ισορροπίες στην εξουσία, ενώ η Κίνα λειτουργεί υπό ένα

μονοκομματικό σύστημα διακυβέρνησης με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Σερ Ρόμπιν Νίμπλετ περιγράφει αυτόν τον ανταγωνισμό ως μια σύγκρουση μεταξύ της «από κάτω προς τα πάνω» διακυβέρνησης της δημοκρατίας και της «από πάνω προς τα κάτω» διακυβέρνησης της Κίνας. Παρά τις εσωτερικές προκλήσεις στις ΗΠΑ, όπως αυτές που εκδηλώνονται μέσω του «φαινομένου Τραμπ», ο Νίμπλετ πιστεύει ότι το αμερικανικό σύστημα διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου που θα αποτρέψουν μια μετάβαση σε ένα αυταρχικό μοντέλο.

Βασικές κινητήριες δυνάμεις και προοπτικές

Η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας τροφοδοτείται από διαφορετικές αντιλήψεις για την παγκόσμια τάξη και τους ρόλους που επιδιώκουν να διαδραματίσουν οι δύο χώρες.

Η άνοδος της Κίνας και η επιθυμία για «εθνική αναζωογόνηση»

Η κινεζική ηγεσία, υπό τον Σι Τζινπίνγκ, έχει θέσει ως κεντρικό στόχο την «εθνική

αναζωογόνηση» της Κίνας, και αντιλαμβάνεται την τρέχουσα εποχή ως μια επιστροφή στην ιστορική της κυριαρχία. Όπως σημειώνει o Τσενγκ Λι, η Κίνα υπήρξε για μεγάλο μέρος της μακράς ιστορίας της (2.000 έτη) κυρίαρχη δύναμη στην Ασία, και η σημερινή της άνοδος ερμηνεύεται εσωτερικά περισσότερο ως επανεμφάνιση παρά ως ριζική μεταβολή της ισορροπίας ισχύος.

Παρότι η κινεζική ηγεσία αναγνωρίζει την άνοδο της Ανατολής σε σχέση με τη Δύση, αποφεύγει τη ρητή ανάδειξη αιτιώδους συνάφειας και τονίζει ότι οι έννοιες της «Ανατολής» και της «Δύσης» είναι αντικείμενο συζήτησης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

KENNETH ROGOFF: Ο ΑΠΟΜΟΝΩΤΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ ΔΙΝΕΙ ΧΩΡΟ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ

Ο καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θεωρεί ανόητες…

Παράλληλα, η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις, όπως η επιταχυνόμενη δημογραφική γήρανση και η ανάγκη μετάβασης σε ένα βιώσιμο οικονομικό μοντέλο. Η υπερβολική εξάρτηση από τις εξαγωγές και την ανάπτυξη που βασίζεται στον τομέα της ακίνητης περιουσίας έχει οδηγήσει την ηγεσία στην υιοθέτηση της στρατηγικής «διπλής κυκλοφορίας» (dual circulation). Η στρατηγική αυτή επιδιώκει την ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και τη δημιουργία ενός πιο αυτάρκους και ανθεκτικού οικονομικού συστήματος, ιδίως στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου εμπορικού πολέμου.

Η προσέγγιση αυτή αντανακλά την πεποίθηση ότι ο ιστορικός χρόνος λειτουργεί υπέρ της Κίνας, επιτρέποντάς της να κινηθεί με στρατηγική υπομονή και προσαρμοστικότητα σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.

Η αμερικανική αντίδραση στον αναδυόμενο ανταγωνιστή

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας αναδειχθεί σε παγκόσμια ηγεμονική δύναμη μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, αντιμετωπίζουν την άνοδο της Κίνας ως μια θεμελιώδη πρόκληση στο καθεστώς της διεθνούς πρωτοκαθεδρίας τους. Ο χαρακτηρισμός της Κίνας ως «ισότιμου ανταγωνιστή» (peer competitor) από πρώην υπουργούς Άμυνας

των ΗΠΑ, όπως σημειώνει ο Σερ Ρόμπιν Νίμπλετ, αποτυπώνει εύγλωττα τη μεταβολή της στρατηγικής αντίληψης της Ουάσινγκτον.

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί στις ΗΠΑ η ταχεία τεχνολογική πρόοδος της Κίνας, η οποία ενδέχεται να διαβρώσει την αμερικανική υπεροχή τόσο στον οικονομικό όσο και στον στρατιωτικό τομέα. Η διοίκηση Τραμπ, μέσα από τη μονομερή πολιτική προσέγγιση του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» (America First), αμφισβήτησε ενεργά το υπάρχον σύστημα της διεθνούς τάξης, υιοθετώντας πρακτικές απομάκρυνσης από τον πολυμερή φιλελεύθερο κανόνα.

Ο καθηγητής Ντα Ουέι υποστηρίζει ότι η πολιτική Τραμπ είναι ενδεικτική ενός ευρύτερου αντι-φιλελεύθερου ρεύματος, που δεν στρέφεται αποκλειστικά κατά της Κίνας, αλλά αμφισβητεί συνολικά τις παραδοσιακές δομές συνεργασίας. Αντίθετα, όπως επισημαίνει ο Αχμέντ Αμπουντού, η στρατηγική ανταγωνιστικότητα έναντι μιας ανερχόμενης δύναμης όπως η Κίνα είναι κάτι που παρατηρείται διαχρονικά στο πλαίσιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής· το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή η αντιπαράθεση θα διατηρηθεί εντός του πλαισίου ενός «ψυχρού» ανταγωνισμού ή θα κλιμακωθεί σε πιο άμεσες συγκρούσεις.

Η επίδραση των εσωτερικών παραγόντων και των ηγετικών αλλαγών

Οι εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες σε κάθε χώρα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σχέσης. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ επέφερε μια σημαντική αλλαγή στην αμερικανική πολιτική έναντι της Κίνας, με την επιβολή δασμών και την αμφισβήτηση των πολυμερών συμφωνιών. Ο Σερ Ρόμπιν Νίμπλετ σημειώνει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν αναγνώρισε την ύπαρξη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου με την Κίνα και προσπάθησε να αντιμετωπίσει την πρόκληση σε συνεργασία με τους συμμάχους, ενώ ο Τραμπ υιοθετεί μια εντελώς αντίθετη προσέγγιση, θεωρώντας τις συμμαχίες ως περιορισμούς στην ελευθερία δράσης της Αμερικής. Ωστόσο, παρά την αλλαγή στην προσέγγιση, η αντίληψη για την Κίνα ως τον νούμερο ένα εχθρό παραμένει ισχυρή σε μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος στις ΗΠΑ.

Στην Κίνα, η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη, παρά τις προκλήσεις, ενισχύουν την αίσθηση αυτοπεποίθησης της ηγεσίας. Ο Τσανγκ Λι αναφέρει ότι η κινεζική ηγεσία πιστεύει ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της και δίνει έμφαση στην τεχνολογική καινοτομία και την εγχώρια ανάπτυξη.

Παγκόσμιες επιπτώσεις και ο ρόλος των άλλων παικτών

Η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας έχει εκτεταμένες επιπτώσεις στην παγκόσμια τάξη και επηρεάζει τη θέση και τις επιλογές άλλων διεθνών δρώντων.

Επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και τις εφοδιαστικές αλυσίδες

Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου έχει ήδη προκαλέσει αναταράξεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα για την παγκόσμια ανάπτυξη. Η προσπάθεια για «αποσύνδεση» (decoupling) ή «μείωση ρίσκου» (de-risking) των οικονομιών θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω αναδιαρθρώσεις και πιθανές αυξήσεις κόστους. Ωστόσο, ο Χένρι Χουιγιάο Γουάνγκ επισημαίνει ότι η πλήρης αποσύνδεση θα είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις και για τις δύο πλευρές.

Η θέση της Ευρώπης σε έναν διπολικό ανταγωνισμό

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση να καθορίσει τη θέση της σε αυτόν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό. Ο Ρομπ ντε Βέικ υποστηρίζει ότι η πολιτική Τραμπ θα μπορούσε να είναι επωφελής τόσο για την Κίνα όσο και για την ΕΕ, καθώς αναγκάζει τις χώρες να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν τους δασμούς των ΗΠΑ. Ωστόσο, η Ευρώπη ανησυχεί για την πιθανή εισροή πλεονάζουσας κινεζικής παραγωγικής ικανότητας στην ευρωπαϊκή αγορά. Η ΕΕ επιδιώκει να ενισχύσει την «αυτόνομη ισχύ» της σε τομείς όπως η άμυνα, η ενέργεια και η τεχνολογία.

Ο Σερ Ρόμπιν Νίμπλετ υπογραμμίζει ότι η επιστροφή του Τραμπ στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ θα επιταχύνει την ανάγκη για την ΕΕ να καταστεί πιο αυτόνομη και να αναλάβει έναν πιο καθοριστικό ρόλο ως ισχυρός σύμμαχος για τις ΗΠΑ, διασφαλίζοντας παράλληλα τα συμφέροντά της. Η Τζόαν Κάουφμαν αναφέρει την ακύρωση μιας τεχνικής συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ πριν από πέντε χρόνια, σημειώνοντας ότι αυτή η απόφαση αποδείχθηκε ατυχής, καθώς μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να είχε προσφέρει ένα χρήσιμο πλαίσιο για την αντιμετώπιση των τρεχουσών γεωπολιτικών και οικονομικών προκλήσεων.

Ο «Παγκόσμιος Νότος» και η αναδυόμενη πολυπολικότητα

Η παγκόσμια τάξη χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από την άνοδο πολλαπλών πόλων ισχύος, με τον «Παγκόσμιο Νότο» να αναζητά μεγαλύτερη επιρροή. Ο Τσενγκ Λι αναφέρεται στον όρο «χώρες CIA» (China, India, ASEAN) που χρησιμοποιεί ο Κίσορε Μαχμπουμπανί για να περιγράψει την αυξανόμενη δυναμική αυτής της περιοχής. Οι χώρες του «Παγκόσμιου Νότου» δεν επιθυμούν απαραίτητα να ευθυγραμμιστούν αποκλειστικά με τις ΗΠΑ ή την Κίνα και επιδιώκουν να διατηρήσουν την ευελιξία τους στις εξωτερικές τους σχέσεις. Ο Αχμέντ Αμπουντού επισημαίνει ότι ο «Παγκόσμιος Νότος» δεν αποτελεί μια ενιαία οντότητα, αλλά περιλαμβάνει σημαντικά κράτη που επιδιώκουν μεγαλύτερο ρόλο και επιρροή στον κόσμο. Η Κίνα επιδιώκει να ενισχύσει τις σχέσεις της με αυτές τις χώρες προσφέροντας οικονομική βοήθεια και επενδύσεις, γεγονός που ορισμένοι επικρίνουν ως μια προσπάθεια δημιουργίας εξάρτησης.

Πιθανότητα συνεργασίας και επίδραση της δυσπιστίας

Παρά τον αυξανόμενο ανταγωνισμό, υπάρχουν τομείς όπου η συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα ήταν επωφελής για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως οι πανδημίες. Ωστόσο, το κλίμα δυσπιστίας και η πολιτικοποίηση επιστημονικών ζητημάτων, όπως αναφέρει η Τζόαν Κάουφμαν, καθιστούν τη συνεργασία πιο δύσκολη. Η μειωμένη ακαδημαϊκή και επιστημονική συνεργασία, καθώς και η φυγή ή η επιστροφή ταλαντούχων Κινέζων επιστημόνων στην Κίνα, όπως επισημαίνει η Κάουφμαν, θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές συνέπειες για την καινοτομία και την κατανόηση μεταξύ των δύο χωρών. Η αδυναμία συνεργασίας σε απλά θέματα, όπως οι ακαδημαϊκές ανταλλαγές, εγείρει ανησυχίες για την ικανότητα συνεργασίας σε πιο ευαίσθητα ζητήματα, όπως η διαχείριση της διάδοσης των πυρηνικών όπλων.

Κίνδυνοι και ευκαιρίες

Η αυξανόμενη αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους, αλλά δημιουργεί και ορισμένες ευκαιρίες.

Κίνδυνοι κλιμάκωσης και σύγκρουσης

Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός ενέχει τον κίνδυνο κλιμάκωσης, ιδίως σε γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές όπως η Θάλασσα της Νότιας Κίνας και το Στενό της Ταϊβάν. Παρά την αμοιβαία οικονομική εξάρτηση και την ύπαρξη πυρηνικών όπλων, που μειώνουν την πιθανότητα ενός απευθείας στρατιωτικού πολέμου μεταξύ των δύο δυνάμεων, ο καθηγητής Ντα Ουέι προειδοποιεί για τις άγνωστες πτυχές της πολεμικής βιομηχανίας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες μορφές πολέμου. Η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, στη στρατιωτική σφαίρα δημιουργεί νέες αβεβαιότητες και δυσκολίες στον έλεγχο των εξοπλισμών.

Ευκαιρίες για συνεργασία σε παγκόσμια ζητήματα

Παρά τις εντάσεις, υπάρχουν τομείς κοινού ενδιαφέροντος όπου η συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα ήταν ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή, η πρόληψη πανδημιών και η πυρηνική διάδοση. Ωστόσο, το τρέχον κλίμα δυσπιστίας και ανταγωνισμού δυσχεραίνει την αξιοποίηση αυτών των ευκαιριών.

Αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης

Η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας σηματοδοτεί μια περίοδο μετάβασης στην παγκόσμια τάξη. Η άνοδος νέων δυνάμεων και η αμφισβήτηση των υφιστάμενων κανόνων και θεσμών δημιουργούν ένα πιο ρευστό και απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον. Η τελική μορφή αυτής της νέας παγκόσμιας τάξης παραμένει αβέβαιη.

Το ερώτημα της ηγεμονίας και η μελλοντική παγκόσμια τάξη

Ένα κεντρικό ερώτημα στη συζήτηση για τη σινο-αμερικανική αντιπαράθεση είναι αν ο 21ος αιώνας θα είναι ο «αιώνας της Κίνας» και ποια θα είναι η φύση της μελλοντικής παγκόσμιας τάξης.

Απόψεις για την ανάδυση της Κίνας ως παγκόσμιας δύναμης

Ο Τσανγκ Λι εκφράζει αμφιβολίες για τη χρήση του όρου «αιώνας της Κίνας», θεωρώντας ότι δεν αποτυπώνει πλήρως την πραγματικότητα της κινεζικής ανέλιξης. Κατά τον ίδιο, η Κίνα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις στην ενίσχυση της «ήπιας ισχύος» της και της διεθνούς επιρροής της. Η κινεζική ηγεσία, επίσης, παραμένει επιφυλακτική απέναντι στην έννοια της «υπερδύναμης», κατανοώντας ότι η πλήρης στρατηγική κυριαρχία απαιτεί ισχυρότερη διπλωματική και πολιτισμική παρουσία, πέραν των στρατιωτικών και οικονομικών επιτευγμάτων.

Ο Ρομπ ντε Βέικ αναγνωρίζει την εντυπωσιακή πρόοδο της Κίνας σε κρίσιμους τομείς τεχνολογίας, γεγονός που θα μπορούσε να την καθιστά ήδη την κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη. Ωστόσο, θεωρεί έκπληξη το γεγονός ότι η Κίνα δεν έχει καταστεί ακόμα η νούμερο ένα δύναμη, υπογραμμίζοντας ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας, παρά την οικονομική της ανάπτυξη, μπορεί να περιορίζει τη δυνατότητά της να ασκήσει πλήρη παγκόσμια ηγεμονία.

Η ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ, ΥΠΟ ΤΟΝ ΣΙ ΤΖΙΝΠΙΝΓΚ, ΕΧΕΙ ΘΕΣΕΙ ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ» ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ, ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΕΠΟΧΗ ΩΣ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ. ΟΠΩΣ ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ O ΤΣΕΝΓΚ ΛΙ, Η ΚΙΝΑ ΥΠΗΡΞΕ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΡΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ (2.000 ΕΤΗ) ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ, ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΑΝΟΔΟΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΤΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΩΣ ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΠΑΡΑ ΩΣ ΡΙΖΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ.

Αντίθετα, ο Χένρι Χουιγιάο Γουάνγκ προτείνει ότι ο 21ος αιώνας ενδέχεται να χαρακτηριστεί ως ο «αιώνας της Ασίας», δεδομένης της οικονομικής δυναμικής της περιοχής και της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας, αλλά και άλλων ασιατικών δυνάμεων. Η αναδυόμενη οικονομική ισχύς και η δυναμική του εμπορίου και της τεχνολογίας στην περιοχή ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια νέα γεωπολιτική αναδιάρθρωση, στην οποία η Ασία θα αναδειχθεί ως ο κυριότερος παγκόσμιος παράγοντας.

Μετάβαση σε έναν πολυπολικό κόσμο

Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι ο κόσμος κατευθύνεται προς μια πολυπολική τάξη, όπου η ισχύς θα κατανεμηθεί σε πολλούς γεωπολιτικούς πόλους. Ο Τσενγκ Λι προβλέπει την εμφάνιση ενός κόσμου με πολλαπλούς πόλους, πιθανώς περισσότερους από τρεις ή τέσσερις, αντικαθιστώντας την ενιαία κυριαρχία των ΗΠΑ που επικράτησε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Σερ Ρόμπιν Νίμπλετ συμφωνεί με αυτή την εκτίμηση, υπογραμμίζοντας ότι η περίοδος της «αμερικανικής εκατονταετίας» φαίνεται να πλησιάζει στο τέλος της, καθώς αναδύονται νέοι, ισχυροί διεθνείς παίκτες.

Η σημασία της προσαρμοστικότητας

Ο Ρομπ ντε Βέικ τονίζει ότι σε έναν κόσμο ταχέως μεταβαλλόμενο, η ικανότητα προσαρμογής των κρατών θα είναι καθοριστική για την επιβίωσή τους και την επιτυχία τους σε αυτό το νέο γεωπολιτικό σκηνικό. Ενώ εκφράζει αμφιβολίες για την προσαρμοστικότητα των ΗΠΑ υπό την τρέχουσα ηγεσία, αναγνωρίζει ότι τόσο η Κίνα όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτουν μεγαλύτερες δυνατότητες προσαρμογής και ευελιξίας, προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις του διεθνούς συστήματος.

Οι επιδράσεις της μειωμένης συνεργασίας

Η αυξανόμενη δυσπιστία και η μείωση των διαπροσωπικών και ακαδημαϊκών ανταλλαγών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους.

Μείωση των ακαδημαϊκών και πολιτιστικών ανταλλαγών

Η Τζόαν Κάουφμαν επισημαίνει τη δραματική μείωση των Αμερικανών φοιτητών που σπουδάζουν στην Κίνα μετά την πανδημία και την επιδείνωση των γεωπολιτικών σχέσεων. Ο αριθμός έχει μειωθεί από 11.000 σε περίπου 1.000, κυρίως σε προγράμματα

όπως οι Υποτροφίες Schwarzman. Αυτή η μείωση οδηγεί σε απώλεια μιας γενιάς Αμερικανών ειδικών για την Κίνα, οι οποίοι θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύτιμες γνώσεις στους κύκλους χάραξης πολιτικής. Παρόμοια τάση παρατηρείται και με τους Κινέζους φοιτητές στις ΗΠΑ.

Κίνδυνος πολιτικών αποφάσεων βασισμένων σε ελλιπή κατανόηση

Η έλλειψη άμεσης εμπειρίας και κατανόησης της Κίνας από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ, όπως τονίζει η Κάουφμαν, εγείρει εύλογες ανησυχίας. Η λήψη αποφάσεων σχετικά με την Κίνα από άτομα που δεν έχουν βρεθεί ποτέ στη χώρα ή δεν έχουν κατανοήσει την κουλτούρα και τις προτεραιότητές της αυξάνει τον κίνδυνο εσφαλμένων εκτιμήσεων και λαθών.

Στρατηγικές για τη διαχείριση της σινο-αμερικανικής αντιπαράθεσης

Για την αποτελεσματική διαχείριση της σινο- αμερικανικής αντιπαράθεσης και την ελαχιστοποίηση των αρνητικών της συνεπειών, απαιτούνται προσεκτικά σχεδιασμένες πολιτικές.

Ανάγκη για διάλογο και επικοινωνία

Η διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα είναι κρίσιμη για την αποφυγή παρεξηγήσεων και τη διαχείριση πιθανών κρίσεων. Η επαναπροσέγγιση και ο διάλογος μεταξύ των ηγετών και των αρμόδιων υπουργών μπορούν να βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση των εντάσεων.

Σημασία της σταθερότητας και της αποφυγής κλιμάκωσης

Η επιδίωξη της σταθερότητας στις διμερείς σχέσεις και η αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κλιμάκωση είναι ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια.

Ενίσχυση της ευρωπαϊκής αυτονομίας

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ενίσχυση της αυτόνομης ικανότητάς της σε διάφορους τομείς θα της επιτρέψει να διαδραματίσει έναν πιο ανεξάρτητο και αποτελεσματικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή και να διαχειριστεί καλύτερα τις σχέσεις της τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με την Κίνα.

Ισορροπία μεταξύ ανταγωνισμού και συνεργασίας

Είναι απαραίτητο να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ του ανταγωνισμού σε στρατηγικούς τομείς και της συνεργασίας σε παγκόσμια ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Η αναγνώριση της αμοιβαίας εξάρτησης σε ορισμένους τομείς μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες για συνεργασία.

Συμπεράσματα

Η νέα σινο-αμερικανική αντιπαράθεση αποτελεί ένα καθοριστικό στοιχείο του 21ου αιώνα, με βαθιές επιπτώσεις στην παγκόσμια τάξη και την ευημερία. Η φύση του ανταγωνισμού είναι πολύπλευρη, και εκτείνεται από την οικονομία και την τεχνολογία έως τη γεωπολιτική και την ιδεολογία. Ενώ η άνοδος της Κίνας αμφισβητεί την παραδοσιακή πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, η τελική έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης και η μορφή της μελλοντικής παγκόσμιας τάξης παραμένουν αβέβαιες. Η κατανόηση των βασικών δυναμικών, των διαφορετικών προοπτικών και των πιθανών κινδύνων και ευκαιριών είναι απαραίτητη για τους φορείς χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο προκειμένου να διαχειριστούν αποτελεσματικά αυτή τη σύνθετη και κρίσιμη σχέση. Η ενίσχυση της διαφάνειας, η διατήρηση διαύλων επικοινωνίας και η επιδίωξη τομέων συνεργασίας είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης και την προώθηση ενός σταθερού και ευημερούντος παγκόσμιου περιβάλλοντος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ