Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ

Η διαχρονική αξία των κρίσιμων πρώτων υλών
Οι κρίσιμες πρώτες ύλες και οι δυνατότητες εξόρυξής τους στην Ελλάδα αποτέλεσαν αντικείμενο εκτενών και ουσιαστικών αναλύσεων, που φιλοξενήθηκαν στις σελίδες της Βιομηχανικής/Οικονομικής Επιθεώρησης από τη δεκαετία του ’70 και μετά.

Οι γεωπολιτικές ανατροπές που έφερε ο 21ος αιώνας και η ευπάθεια των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων που αποκάλυψαν η πανδημία και πόλεμος στην Ουκρανία, αναδεικνύουν την αξία που έχει, και κυρίως που μπορεί να αποκτήσει, ο έλεγχος των κρίσιμων πρώτων υλών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη συγκεντρώσει σε κατάλογο εκείνες που θεωρεί σημαντικότερες, ενώ το θέμα απασχολεί σημαντικό μέρος της Έκθεσης Ντράγκι για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην ΕΕ. Έχει επίσης απασχολήσει εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα, την Οικονομική (προηγουμένως Βιομηχανική Επιθεώρηση).

Βωξίτης και βαρυτίνη

Η Ελλάδα, ως οικονομική της περιφέρεια, υπήρξε από τον 19ο αιώνα πηγή πρώτων υλών για τις βιομηχανικές οικονομίες της Δύσης. Ήδη ,από τη δεκαετία του 1920, οι αδελφοί Ηλιόπουλοι πρωταγωνίστησαν «δια να σταθή εις τας βραχώδεις πλευράς του Παρνασσού και της Γκιώνας εν καλώς λειτουργούν μεταλλευτικόν συγκρότημα, μάλιστα δε δια προϊόν της ελληνικής γης, τον βωξίτην, θεωρούμενον τότε ακόμη ως πτωχόν σιδηρούχον μετάλλευμα».

Το απόσπασμα είναι από άρθρο της ΒΕ τον Αύγουστο του 1972 (τεύχος 454), με την ευκαιρία της έναρξης λειτουργίας του πρώτου εργοστασίου εμπλουτισμού βωξίτη, του μεταλλεύματος που χρησιμοποιείται κατά βάση (περίπου το 85% της παγκόσμιας παραγωγής) στην παραγωγή αλουμινίου. Το εργοστάσιο ανήκε στην Ανώνυμη Εταιρεία «Βωξίται Παρανασσού», που ίδρυσαν οι αδελφοί Ηλιόπουλοι και τη δεκαετία του ’70 «καταλέγεται μεταξύ των μεγαλυτέρων ανεξάρτητων επιχειρήσεων βωξίτου ανά τον κόσμον» (από το ίδιο άρθρο).

Στον ίδιο όμιλο ανήκε και η εταιρεία «Αργυρομεταλευμάτων και Βαριτίνης», που ιδρύθηκε το 1934 για να εκμεταλλευτεί κοιτάσματα βαρυτίνης στο νησί της Μήλου. Η εταιρεία εκμεταλλεύεται τον περλίτη «θαυμάσιον μονωτικόν υλικόν δια τας οικοδομάς και άλλες χρήσεις, την καολίνη, τον μπεντονίτη και την βαρυτίνη…», όπως σημειώνει άρθρο στην ΒΕ τον Οκτώβριο του 1970 (τεύχος 432).

Σε άλλο άρθρο, τον Αύγουστο του 1975 (τεύχος 490), το οποίο μάλιστα υποστηρίζει και το εξώφυλλο του τεύχους, περιγράφεται «Το δημιουργικόν έργον της ΑΕΕ Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης»: Υπολογίζεται ότι «το κέρδος της εθνικής μας οικονομίας από συνεχείς εξαγωγές των ορυκτών της Μήλου, φθάνει στα 150.000.000 έως 200.000.000 δραχμών, τον χρόνον». «Πέρυσι η παραγωγή υπερέβη τους 100.000 τόνους και όλη, σχεδόν, εξήχθη» αναφέρει ο Πάρις Κυριακόπουλος, διευθύνων σύμβουλος και από τους ιδρυτές της εταιρείας. Τελικά το τιμόνι της επιχείρησης θα περάσει στον Οδυσσέα Κυριακόπουλο, που θα τη μετονομάσει σε S&B. Το 2014 θα εξαγοραστεί από τον γαλλικό όμιλο με πολυεθνική παρουσία Imerys.

Νικέλιο

Η κρίσιμη πρώτη ύλη στην οποία η Ελλάδα διαθέτει το σημαντικότερο μερίδιο διεθνώς είναι το νικέλιο, που παλιότερα αξιοποιούνταν στην παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα και τελευταία έχει αποκτήσει κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή μπαταριών. Τα σημαντικότερα αποθέματα βρίσκονται στη Λάρυμνα της Βοιωτίας, όπου τη δεκαετία του ’60 ξεκίνησε τη λειτουργία της η περίφημη ΛΑΡΚΟ.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΑΡΘΡΟ, ΣΤΗ ΒΕ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1974 (ΤΕΥΧΟΣ 482), ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΕΤΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΕΟΝ ΔΙΑΔΕΔΟΜΕΝΟ (ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟ) ΜΕΤΑΛΛΟ, ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΧΡΗΣΙΜΟ ΚΑΙ ΣΥΓΚΑΤΑΛΕΓΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ: ΤΟΝ ΧΑΛΚΟ. Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΗΘΕΛΕ ΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΝΑ ΕΠΑΡΚΟΥΝ ΜΕΧΡΙ… ΦΕΤΟΣ

Στο τεύχος Ιουνίου 1971 (τεύχος 440) η ΒΕ φιλοξενεί το άρθρο «Λάρκο: Η αγαθή “μάγισσα” που έδωσε ζωήν εις τα μεταλλεία Λαρύμνης», με την ομιλία του ιδρυτή και ιδιοκτήτη Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη. Αφού περιγράφεται η πορεία της επιχείρησης και τα τεχνολογικά επιτεύγματα των τελευταίων ετών, σημειώνεται ότι τα σιδηρονικελιούχα κοιτάσματα, σε Λοκρίδα αλλά και Εύβοια (στα Ψαχνά), διαθέτουν αποθέματα «πολύ περισσότερα από 100 εκατομμυρίων τόνων».

«Η ετήσια παραγωγή μεταλλεύματος ανέρχεται εις 1.300.000 τόννων, με προοπτικήν αυξήσεως ταύτης, μέχρις Οκτωβρίου του 1972,εις 2.000.000 τόννων». Επισημαίνεται δε ότι «όλαι αι φάσεις εργασίας και εις τα δύο αναφερόμενα μεταλλεία πραγματοποιούνται δια της χρησιμοποιήσεως του πλέον σύγχρονου εξοπλισμού, τον οποίο διαθέτει η μεταλλευτική επιστήμη». Κι αυτό καθώς «το σύνολο των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων δια την καταξίωσιν των μεταλλείων Λαρύμνης και Ευβοίας ανέρχεται εις 210.000.000 δραχμών». Ως πρόβλημα αναφέρεται ότι «το μεταλλείον Λαρύμνης, ευρισκόμενον εις την γνωστήν γεωργικήν περιοχήν της Κωπαΐδος, αντιμετωπίζει σήμερον δυσχέρειαν εις την εξεύρεσιν τόσον τεχνικού όσον και εργατικού προσωπικού».

Δύο μήνες αργότερα, στο τεύχος Αυγούστου (τεύχος 442) άρθρο αναφέρει ότι «Υπερδιπλασιάσθησαν εις έν έτος τα κέρδη της επιχειρήσεως “Λάρκο”». Υπογραμμίζει ότι η μεγάλη αύξηση της παραγωγής «οφείλεται εις την ικανότητα του προσωπικού της επιχειρήσεως και ειδικώς του προσωπικού του κλάδου μεταλλουργίας, το οποίο εντός ελαχίστου χρόνου επέτυχε την προσαρμογήν της μεθόδου κατεργασίας των μεταλλευμάτων Ευβοίας και εξεμεταλλεύθη κατά τον καλλίτερον δυνατόν τρόπον τας δυνατότητας τήξεως εις τας τέσσερας ηλεκτροκαμίνους του εργοστασίου». Σήμερα οι εργαζόμενοι της ΛΑΡΚΟ, πολλοί από αυτούς απόγονοι εκείνων που με δυσκολία προσέλκυσε ο Μποδοσάκης, παλεύουν να ξαναστήσουν τις ζωές τους, μετά το «λουκέτο» στο εργοστάσιο.

Χαλκός

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει άρθρο, στη ΒΕ Δεκεμβρίου 1974 (τεύχος 482), που πραγματεύεται τα προβλήματα της εποχής για το πλέον διαδεδομένο (και αρχαίο) μέταλλο, που ακόμα και σήμερα παραμένει εξαιρετικά χρήσιμο και συγκαταλέγεται στις κρίσιμες πρώτες ύλες: τον χαλκό.

Ο τίτλος του άρθρου είναι «Χαλκός: σύγχρονα προβλήματα δια το πανάρχαιον “μέταλλον της Κύπρου”» και συντάκτης του η Αλεξάνδρα Κ. Βοβολίνη, που στη συνέχεια υπήρξε η επί δεκαετίες εκδότρια του περιοδικού. Ξεκινώντας από μια περιγραφή του Χρηματιστηρίου Μετάλλων του Λονδίνου («σε κάποιο θορυβώδη δρομάκο του City, στην περιοχή όπου υπήρξε κατά την αρχαιότητα η ρωμαϊκή αγορά») και της καθημερινής διαδικασίας καθορισμού των τιμών των βασικότερων μετάλλων («το πρώτο πεντάλεπτο είναι αφιερωμένο στις τιμές του χαλκού, το δεύτερο του αργύρου, το τρίτο του κασσίτερου κ.τ.λ»), στη συνέχεια αφηγείται την ιστορία του μετάλλου από την αρχαιότητα («Ο νεολιθικός άνθρωπος πρόσεξε για πρώτη φορά τον χαλκό μέσα στα πετρώματα από το ελκυστικό πρασινωπό χρώμα του, γύρω στην όγδοη χιλιετία π.Χ.») μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

Η εκτίμηση της εποχής ήθελε τα παγκόσμια αποθέματα να επαρκούν μέχρι… φέτος: «Τον Δεκέμβριο του 1973, το Διεθνές Συμβούλιο Κατειργασμένου Χαλκού υπελόγισε ότι υπάρχουν ακόμη 348.000.000 τόννοι χαλκού για εκμετάλλευσι. Αν ο ρυθμός εξορύξεώς του παραμείνη στο επίπεδο του 1972, τα αποθέματα αρκούν για πενήντα χρόνια». Η συντάκτρια σπεύδει, όμως, να επισημάνει ότι «δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, αφού πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και διάφοροι παράγοντες, οι οποίοι θα επιφέρουν διακυμάνσεις στα μεγέθη αυτά». Σημαντικότερα η ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων και η εξέλιξη της τεχνολογίας. Δύο παράγοντες που ενδέχεται να αλλάξουν το σκηνικό και σήμερα, διαψεύδοντας κάποιες από τις δυσοίωνες προβλέψεις για την επάρκεια των κρίσιμων πρώτων υλών.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ