Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ EMAIL
- 16.10.25 09:05

Όλοι γνωρίζουμε τις Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ. Εκείνο που δεν γνωρίζουν, όμως, πολλοί είναι το πώς και πού αυτές γράφτηκαν. Η ιστορία έχει, αν μη τι άλλο, την πλάκα της. Κατά τη διάρκεια των οικογενειακών καλοκαιρινών του διακοπών στο Quarry Farm της Νέας Υόρκης, το πανέμορφο εξοχικό που ανήκε στη γυναίκα του, ο Μαρκ Τουέιν αποφάσισε να κλειστεί για εβδομάδες ολόκληρες στην αποθήκη του σπιτιού. Σύμφωνα μάλιστα με τον «αστικό μύθο», η αποθήκη βρισκόταν τόσο μακριά από το σπίτι, που όταν η υπόλοιπη οικογένεια ήθελε να τον καλέσει για μεσημεριανό, φυσούσε ένα κέρας για να του τραβήξει την προσοχή.
Μια ενδιαφέρουσα βιογραφική λεπτομέρεια; Μια ιδιαιτερότητα του συγγραφέα – το είδος μάς έχει συνηθίσει άλλωστε σε πολλές τέτοιες «παραξενιές». Ίσως και όχι. Αυτήν ακριβώς την άγνωστη και παράξενη λεπτομέρεια –μαζί βεβαίως με αρκετές άλλες παρόμοιες ιστορίες− θέτει στο επίκεντρο της σημαντικής ανάλυσής του ο καθηγητής του Τζορτζτάουν Καρλ Νιούπορτ στο βιβλίο του Deep Work (σ.σ. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπασωτηρίου), όπως μας θύμισε πρόσφατα ο καθηγητής της Νομικής ΑΠΘ Δημήτρης Κυριαζής (Τα Νέα 8/10/2025). Στο βιβλίο του, ο Νιούπορτ περιγράφει δύο ιδεότυπους εργασίας, όπως θα έλεγε ο Βέμπερ. Τη δουλειά βάθους και την αβαθή δουλειά. Η πρώτη προϋποθέτει τη δυνατότητα να αφιερωθείς, χωρίς περισπασμούς και διακοπές, σε μια και μόνο γνωστικά απαιτητική πρόκληση. Ακριβώς όπως έκανε ο Τουέιν. Στον αντίποδά της, η αβαθής δουλειά μοιάζει με αυτό που οι περισσότεροι βιώνουν καθημερινά στην εργασία τους. Πολυδιάσπαση, σπατάλη χρόνου σε εργασίες χαμηλής αξίας, απαντήσεις σε ένα «βουνό» από email, συναντήσεις δίχως νόημα, γραφειοκρατική συμπλήρωση εξελόφυλλων, και στα διαλείμματα λίγο σερφάρισμα στα social media.
Η κριτική αιχμή του επιχειρήματος του Νιούπορτ είναι ότι, ενώ το πρώτο είδος εργασίας είναι απαραίτητο για τη γνωστική πρόοδο, την εκμάθηση δύσκολων πραγμάτων και τη δημιουργία ουσιαστικής καινοτομίας, τη σύλληψη και παραγωγή, δηλαδή, καινούργιων, πρωτότυπων και υψηλού επιπέδου ιδεών, αλλά και την προσωπική πλήρωση του εργαζόμενου, τείνει να θαφτεί κάτω από την κυριαρχία της δεύτερης (των «φουμαροδουλειών», όπως θα έλεγε ο μακαρίτης ανθρωπολόγος του LSE Ντέιβιντ Γκρέιμπερ). Η αντίφαση αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις αν σκεφτεί κανείς ότι πλείστες επιχειρήσεις και εταιρείες σήμερα θεωρούν την πρώτη μορφή εργασίας άχρηστη. Στην εποχή της αποθέωσης του multitasking, η ικανότητα να σκέφτεσαι σε βάθος, και όχι στο πλάτος της επιφάνειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (χρόνο, κόπο, κ.τ.λ.), θεωρείται μάλλον μειονέκτημα σε ένα βιογραφικό παρά προτέρημα, προοικονομία χαμηλής παραγωγικότητας, καθώς η τελευταία τείνει να μετριέται όλο και περισσότερο με ποσοτικά κριτήρια (πόσες ώρες δούλεψες, πόσες εργασίες ολοκλήρωσες σε οριοθετημένο χρόνο) και όχι με ποιοτικά.
Στην τελευταία γενική συνέλευση του ΣΕΒ, ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος προχώρησε σε μια ενδιαφέρουσα, αν όχι θαρραλέα, παραδοχή. Αφού έθεσε, παρουσία του πρωθυπουργού, την παραγωγικότητα ως τον νέο εθνικό στόχο, έσπευσε να συμπληρώσει ότι παραγωγικότητα δεν είναι η αύξηση των ωρών εργασίας ή η εντατικοποίησή της, αλλά η «δημιουργία προστιθέμενης αξίας». Κάτι που, όπως είπε, «είναι ζήτημα οργάνωσης, τεχνολογίας, θεσμικής απλοποίησης, ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης, ποιότητας εκπαίδευσης και κατάρτισης σε κάθε επίπεδο, λειτουργικότητας των υποδομών και σταθεροποίησης των κανόνων». Υπεύθυνοι δε για όλα τα παραπάνω, κατέληξε, δεν μπορεί να είναι οι εργαζόμενοι, αλλά η πολιτεία και οι επιχειρήσεις.
Το επιχείρημα είναι σωστό. Εάν θέλουμε να αποφύγουμε την εθιστική καραμέλα της «ατομικής ευθύνης», τότε η πολιτεία και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να δημιουργήσουν τις κατάλληλες δομές που θα ευνοούν την παραγωγή αυτής της προστιθέμενης αξίας. Μπορεί όμως αυτό να γίνει χωρίς τη δημιουργία χώρων και ευκαιριών για αυθεντική σκέψη και δουλειά βάθους; Από το σχολείο και το πανεπιστήμιο μέχρι τον χώρο εργασίας;
Σύμφωνοι, να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία. Αλλά πώς αυτή θα βοηθήσει τη βαθιά σκέψη, όταν το πρώτο πράγμα που θα κάνουν οι εργαζόμενοι όταν θα έρχονται αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα θα είναι να ρωτήσουν το ChatGPT; Τι σόι καινοτόμες και πρωτότυπες ιδέες θα παράγουμε όταν θα είμαστε βυθισμένοι σε ένα σύμπαν κοινοτοπίας, όπου όλοι θα λέμε, θα γράφουμε και θα κάνουμε το ίδιο πράγμα, καθώς όλες μας οι ιδέες θα βασίζονται στις απαντήσεις που θα μας δίνει κάποιο μεγάλο γλωσσικό μοντέλο; Όταν η πολύτιμη διανοητική μας ικανότητα θα έχει παραφθαρεί στον υποδοχέα μιας έτοιμης τροφής – στα πρότυπα των γνωστών ταχυφαγείων…
Τη στιγμή που όλο και περισσότερες χώρες αρχίζουν σιγά σιγά να αντιλαμβάνονται ότι το στοίχημα δεν παίζεται πλέον στην επιφάνεια, αλλά στο βάθος, στην ποιότητα και όχι στην ταχύτητα, η εκπαιδευτική και εργασιακή κουλτούρα στην Ελλάδα συνεχίζει να οδεύει σταθερά και απερίσπαστα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αλήθεια, πόσες από τις μικρές, μεσαίες ή μεγάλες ελληνικές εταιρείες διαθέτουν δομές για την ανάπτυξη της βαθιάς σκέψης των εργαζομένων τους; Για να μη μιλήσουμε για το Δημόσιο… Τα πανεπιστήμια είναι μάλλον εκείνα που σώζουν κάπως την εικόνα.
Όσες σελίδες ή μελέτες κι αν γραφτούν για την πολυπόθητη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, όσες συζητήσεις ή στρογγυλές τράπεζες κι αν γίνουν, εάν δεν αντισταθούμε στην γοητευτική ευκολία του επιφανειακού, θα καταλήξουμε και πάλι να κυνηγάμε εμμονικά την ουρά μας. Παγιδευμένοι στον οργουελικό κόσμο της δικτατορίας των εκατοντάδων αδιάβαστων email.