Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΙΔΡΥΤΗ ΤΗΣ
- 20.06.25 13:10

Με αφορμή τη συμπλήρωση 90 ετών από την ίδρυση του περιοδικού Βιομηχανική Επιθεώρησις (εξελίχθηκε στην Οικονομική Επιθεώρηση που κρατάτε στα χέρια σας), η Τράπεζα της Ελλάδος και το Κέντρο Πολιτισμού Έρευνας και Τεκμηρίωσης εξέδωσαν το βιβλίο Ο Σπύρος Α. Βοβολίνης και η Βιομηχανική Επιθεώρησις. Σε αυτό περιγράφεται η διαδρομή του ιδρυτή και επί δεκαετίες εκδότη του περιοδικού, αξιοποιώντας έγγραφα και φωτογραφίες από το προσωπικό του αρχείο και το αρχείο του περιοδικού, τα οποία η κληρονόμος Αλεξάνδρα Κ. Βοβολίνη δώρισε στο Ιστορικό Αρχείο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Γιατί, όμως, διάλεξε το Ευρωσύστημα, διά της ΤτΕ, να ασχοληθεί με την ιστορία του περιοδικού μας; Όπως αναφέρει στον πρόλογό του, ο Ανδρέας Κακριδής, επιστημονικός υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος, μέσω της ιστορίας «αυτής της ιδιότυπης εκδοτικής πρωτοβουλίας και των βασικών συντελεστών της, δεν αναδεικνύεται μόνο η μεταπολεμική άνθηση και μετέπειτα κάμψη του κλάδου της μεταποίησης, με τον οποίο ήταν αναπόφευκτα συνδεδεμένη η πορεία του εντύπου, αλλά και τα πολυσχιδή προσωπικά, κοινωνικά και επιχειρηματικά δίκτυα μέσω των οποίων ο Σπύρος Βοβολίνης ανέπτυξε την εκδοτική του δραστηριότητα». Δίκτυα τα οποία αρχικά «συντέλεσαν στο απόγειο του περιοδικού τη δεκαετία του 1960, όταν άλλωστε η μεταποίηση κατέγραφε σημαντική κερδοφορία, αλλά και στις δυσχέρειες τις οποίες αντιμετώπισε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και τη δεκαετία του 1980, όταν ασφαλώς και η βιομηχανία διένυε βαθύτατη κρίση».
Στο πλευρό της βιομηχανίας
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο έχει κανείς στη διάθεσή του μια νωπογραφία της ελληνικής βιομηχανίας, παράλληλα και με την παρακολούθηση της συνηγορίας της Βιομηχανικής Επιθεωρήσεως υπέρ ενός τομέα της οικονομίας που μόνον αυτονόητη πορεία δεν είχε «υπό ελληνικές συνθήκες». Ήδη από το πρώτο τεύχος, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας (της κυβέρνησης Παναγή Τσαλδάρη) Γ. Πεσμαζόγλου, καταθέτει το άρθρο «Η Ελλάς ως βιομηχανική χώρα», όπου δίνει σαφή προτεραιότητα στην αγροτική παραγωγή της Ελλάδας του τότε. Ο εκδότης δεν διστάζει να σηκώσει το γάντι, επικουρούμενος από άλλες προσωπικότητες του οικονομικού και βιομηχανικού κόσμου.
Παρουσιάζοντας τα σχετικά τεκμήρια, στην εκτεταμένη (70 σελίδων) εισαγωγή του βιβλίου, οι ιστορικοί Γεωργία Πανσεληνά και Χρήστος Αναστασίου επισημαίνουν: «Η απαξίωση της βιομηχανίας και η προτεραιότητα της κυβέρνησης του Παναγή Τσαλδάρη στους τομείς της γεωργίας και του εμπορίου πυροδότησαν σειρά έντονων ανταπαντήσεων από σύσσωμο τον βιομηχανικό κόσμο και, βεβαίως, τον ΣΕΒΒ. (…) Αντιτάχθηκαν όχι μόνο στη βασική θέση του Πεσμαζόγλου ότι η βιομηχανία αποτελούσε απλώς έναν μικρό, και κατά βάση πρόσκαιρο κλάδο, που συντηρούσε τα προστατευτικά δασμολογικά μέτρα, αλλά και στην άποψή του ότι ο κλάδος αυτός ήταν αδύναμος για να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα, με τη μετανάστευση να συνιστά την ενδεδειγμένη λύση για την αντιμετώπισή του».
Υιοθετώντας σαφή γραμμή υπέρ των συμφερόντων της βιομηχανίας, το περιοδικό καταφέρνει να εξασφαλίσει τη στήριξη του ΣΕΒΒ, με τον πρόεδρο Νικόλαο Δέδε να παρακαλεί «τα μέλη της Διοικούσης Επιτροπής όπως δι’ όλων των δυνάμεων συντελέσωσιν εις την ενίσχυσιν του περιοδικού Βιομηχανική Επιθεώρησις». Η στήριξη είναι πολύτιμη στα πρώτα βήματα του περιοδικού και η σχέση θα παραμείνει σταθερή τις επόμενες δεκαετίες.
Η τραγική δεκαετία του ’40
Τα χρόνια που ακολουθούν κάθε άλλο παρά εύκολα είναι. «Όταν η φασιστική Ιταλία έφερε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στη γειτονιά της ουδέτερης Ελλάδας, τα αδέλφια Βοβολίνη ανταποκρίθηκαν ευθύς στο κάλεσμα της πατρίδας, στη γενική επιστράτευση», αφηγείται το βιβλίο. Τη διεύθυνση του περιοδικού αναλαμβάνει ο «δημοσιογράφος και κοινωνικός επιστήμονας Λάζαρος Πηνιάτογλου, ο οποίος παρέμεινε στη θέση αυτήν έως τον Ιούνιο του 1941».
Η έκδοση «στεγάζεται στο νοικιασμένο από τον έμπορο Κωνσταντίνο Ροδόπουλο σπίτι των Βοβολίνη, στην οδό Μαυρογένους και γίνεται εκ των ενόντων (…) Παρά τις δυσκολίες, η BE ταξίδευε και στην πρώτη γραμμή μέσω της Εταιρείας Ελληνικού Τύπου Τ. Α. Πικραμμένος, που διακινούσε τον ελληνικό Τύπο εντός και εκτός συνόρων».
Το βιβλίο παρουσιάζει σειρά τεκμηρίων από τη δύσκολη εκείνη περίοδο, που θα γίνει ακόμα δυσκολότερη στα χρόνια της Κατοχής. Οι αδελφοί Βοβολίνη πρωτοστατούν στην αντιστασιακή οργάνωση «Ελληνικόν Αίμα» και τον Ιούνιο του 1942 εκδίδουν την ομότιτλη παράνομη εφημερίδα. Η Βιομηχανική Επιθεώρησις, αν και πιο ισχνή λόγω ελλείψεων και περιορισμών στο χαρτί, συνεχίζει να εκδίδεται ανελλιπώς.
Τα χρόνια της ανοικοδόμησης
Μετά το τέλος του Πολέμου και του Εμφυλίου ξεκινά η μακρά περίοδος «ανασυγκρότησης», όπως χαρακτηριστικά μετονομάστηκε και το αρμόδιο για την οικονομία υπουργείο. Η δεκαετία του 1950 υπήρξε για τη βιομηχανία μια φάση απογείωσης. Το περιοδικό παρακολουθεί και στηρίζει ένθερμα την προσπάθεια: «Εισήλθε με τον αέρα της ανανέωσης στη νέα εποχή, ανακτώντας σύντομα τη δυναμική της και ανοίγοντας ταυτόχρονα τους ορίζοντές της σε καινούρια πεδία δράσης. Αυτοπαρουσιαζόταν στην ταυτότητά της ως “ανεξάρτητον όργανον ερεύνης των οικονομικών, βιομηχανικών και τεχνικών προβλημάτων της χώρας”, έβαλε χρώμα στα εξώφυλλά της εγκαταλείποντας το απλό εξώφυλλο με το αφαιρετικό εικονίδιο που παρέπεμπε σε βιομηχανικά θέματα, αύξησε την ύλη της και, με αρχισυντάκτη τον Φώτη Π. Kωνσταντινίδη, συγκέντρωσε δίπλα της σημαντικούς αρθρογράφους από τον δημοσιογραφικό και τον επιστημονικό χώρο – και όχι μόνο».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πεζογράφος Δημήτριος Ροδόπουλος, γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μ. Καραγάτσης. Τον Δεκέμβριο του 1952 στο άρθρο «Δια να παύση ο μύθος της οικονομικής ολιγαρχίας» παρατηρεί ότι «ο Έλληνας κατάντησε να βλέπη το εργοστάσιο σαν απόστημα παρασιτικό επάνω στο οικονομικό σώμα της χώρας». Σε αυτό αποδίδει ότι το κράτος «δεν βοηθεί τους βιομηχάνους», καθώς «είναι η ενεργητική συνισταμένη της κοινής γνώμης». Σπεύδει, όμως, να προειδοποιήσει: «Ας μην περιμένουμε όμως μόνον απ’ το κράτος τις σκόπιμες αντικειμενικές ενέργειες που θα εξυπηρετήσουν τα υποκειμενικά συμφέροντα των διαφόρων τάξεων του συνόλου».
Πέραν των άρθρων από το περιοδικό, στα τεκμήρια του βιβλίου περιλαμβάνονται και επιστολές από το αρχείο του Σπ. Βοβολίνη. Όπως αυτή του Γεωργίου Δράκου, για να τον ευχαριστήσει για άρθρο σχετικό με την Ιζόλα, ή εκείνη του Κωνσταντίνου Τσάτσου, στην οποία ο τότε υπουργός Προεδρίας απαντά σε κατηγορίες ότι το κράτος «μεροληπτεί προκειμένου περί καταχωρήσεως διαφημίσεων».
Περιλαμβάνεται επίσης το κείμενο ραδιοφωνικής εκπομπής («Απ’ όσα βλέπω και διαβάζω», του Ανδρέα Καραντώνη), που σε μία πρωτοφανή για την εποχή κίνηση, παρουσίασε το περιοδικό, καθώς και το Μεγάλο Ελληνικό Βιογραφικό Λεξικό, που συντάσσει ο Κωνσταντίνος Βοβολίνης (αδελφός του Σπύρου) και ξεκινά κυκλοφορώντας ως ένθετο του περιοδικού.
Η πτώση της βιομηχανίας
Το βιβλίο δεν αποσιωπά τη στάση του περιοδικού απέναντι στη δικτατορία. Παραθέτει, μάλιστα, επιστολή του εκδότη προς τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, στην κυβέρνηση του οποίου υφυπουργός Προεδρίας υπήρξε ο Κ. Βοβολίνης. Το περιοδικό δεν εγκαταλείπει, πάντως, την κριτική του διάθεση. Στην ίδια γραμμή παραμένει και κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, προκαλώντας συχνά αντιδράσεις από τον κόσμο της βιομηχανίας.
Χαρακτηριστική η επιστολή που υπάρχει στο βιβλίο, προς τον τότε πρόεδρο του ΣΕΒ, Δημήτρη Μαρινόπουλο, όπου ο Σπ. Βοβολίνης: «Διά της αυστηράς κριτικής, όχι όμως και αδίκου, δεν απέβλεπον εις την δημιουργίαν εντυπώσεων εις βάρος της διοικήσεως του ΣΕΒ (αυτό δεν συμβιβάζεται ούτε με τον χαρακτήρα, ούτε με την πολιτείαν μου). Απέβλεπον, αντιθέτως, εις το να προκαλέσω (βοηθώντας έτσι τον ΣΕΒ) μίαν δριμείαν απάντησιν εκ μέρους σας». Κι αυτό επειδή «Η ελληνική βιομηχανία διέρχεται κρισίμους στιγμάς. Και πρέπει όλοι όσοι την πονούμε να την βοηθήσουμε. Όχι, βεβαίως, με την σιωπή μας, αλλά αγωνιζόμενοι δι’ αυτήν».
Είναι τα χρόνια της ένταξης στην ΕΟΚ και της ραγδαίας αποβιομηχάνισης. Το περιοδικό δίνει μάχες υπεράσπισης της βιομηχανίας και κατά της «σοσιαλμανίας». Οι συνθήκες γίνονται σταδιακά δυσμενείς και για το ίδιο το περιοδικό. Το βιβλίο περιλαμβάνει ως τεκμήρια εσωτερικά σημειώματα, όπου οι συντελεστές της Βιομηχανικής Επιθεώρησης αναζητούν λύσεις.
Τελειώνει με τη διαθήκη του Σπ. Βοβολίνη, όπου μοναδική κληρονόμος ορίζεται η Αλεξάνδρα Κ. Βοβολίνη, στην οποία από το 1990 είχε μεταβιβάσει το περιοδικό. Και καταλήγει, με απόσπασμα από σημείωμα με τις τελευταίες επιθυμίες του εκδότη, κεντρική ιδέα των οποίων είναι: «παρακαλώ να λησμονηθώ αμέσως μετά τον ενταφιασμόν μου». Όμως το έργο της ζωής του δεν το επέτρεψε.