Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΑΥΤΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
- 15.07.25 10:31

Με την συζήτηση περί συνταγματικής αναθεώρησης να είναι προγραμματισμένη ως τελική φάση της δεύτερης τετραετίας Μητσοτάκη – όσο, δηλαδή, οι ΟΠΕΚΕΠΕ του κόσμου τούτου και οι αναταράξεις του προσφυγικού επιτρέψουν να μείνει η προσοχή της κοινής γνώμης στο Pomp and Circumstance του Συντάγματος! – ήρθε και το κεντρικό ζήτημα της οικονομίας στην τελευταία συζήτηση/διοργάνωση της διαΝΕΟσις. Aλλά με στήριξη από πολλούς συστημικούς συντελεστές, με κυριότερο τον Πρόεδρο του ΣτΕ Μιχάλη Πικραμένο για την σκοπιμότητα και την έκταση της παρέμβασης στο Σύνταγμα.
Ούτως ή άλλως, η απόπειρα να τεθεί συνταγματικό πλαίσιο στην – ας επιτραπεί η έκφραση – φλεγόμενη ύλη που ούτως ή άλλως αποτελεί η οικονομία είναι αρκετά δονκιχωτική. Μην λησμονούμε ότι, πάνω στον ζήλο της Μεταπολίτευσης και σε εποχές αναζήτησης νομιμοποίησης των πολιτικών συστημάτων στην λαϊκή αποδοχή (σύστοιχο με το Ελληνικό του 1975, το Πορτογαλικό Σύνταγμα του 1976 καθόριζε «σοσιαλιστική κατεύθυνση» της οικονομίας υπό την επήρεια της Επανάστασης των Γαρυφάλλων), το καημένο το άρθρο 106Σ προνοούσε για «προγραμματισμό και εξασφάλιση της ανάπτυξης όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας» με στόχο την «εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και της προστασίας του γενικού συμφέροντος». ου μην, αλλά και προνοούσε για «εξαγορά επιχειρήσεων ή αναγκαστική συμμετοχή του Κράτους σ’ αυτές» σε περιπτώσεις «μονοπωλίου, ή ζωτικής σημασίας για την αξιοποίηση του εθνικού πλούτου, ή την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο».
Πέρασε βέβαια από τότε μισός αιώνας – ομαλής δημοκρατικής πορείας κλπ. – και άλλαξαν λίγο-πολύ τα πάντα στην οικονομική ορθοδοξία (και τώρα, πάλι, μετά τις διαδοχικές κρίσεις ξανα-αλλάζουν!). Οπότε οι πρόνοιες του 106Σ φαίνονται σαν κειμήλια μιας άλλης εποχής: η πολιτική προσπέρασε υιοθετώντας έως και ακραία φιλελεύθερες/αντικρατιστικές επιλογές. η νομολογία διευκόλυνε/προσγείωσε. ο επιχειρηματικός κόσμος όρισε το κυρίως παιχνίδι. Το κρατικό έγινε – ή: επιδιώχθηκε να γίνει – συνώνυμο αναποτελεσματικότητας, αν μη τι άλλο (το Ρηγκανικό «η Κυβέρνηση δεν είναι η λύση για τα προβλήματά μας, η Κυβέρνηση είναι το πρόβλημα!» κυριάρχησε). Τώρα – τώρα, πάλι, οι διαδοχικές κρίσεις αλλά και η κόπωση από την υπερ-ιδεολογικοποίηση έφερε ανάστροφη πορεία: για παράδειγμα στην Βρετανία (επανακρατικοποιήθηκαν σιδηρόδρομοι … μην και λειτουργήσουν. Ενώ στις ΗΠΑ (επί Μπάϊντεν) και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ακόμη και τώρα) εκδοχές βιομηχανικής πολιτικής/οικονομικού βολονταρισμού βρέθηκαν σε εξέλιξη – μια με το περιβάλλον, μια με τους εξοπλισμούς ως αιχμή: «Inflation Reduction Act», Green Deal, NextGenEU, Zeitenwende, ReArm κοκ.
* * *
Επειδή, ξεκινώντας, αναφερθήκαμε στον ρόλο που έπαιξε γιa αυτήν την γενικότερη συζήτηση περί συνταγματικής αναθεώρησης ο Πρόεδρος του ΣτΕ Μιχάλης Πικραμένος, ας σταθούμε για λίγο στην καταληκτική του τοποθέτηση. Προσπερνούμε το καίριο «ο επιστημονικός λόγος έχει εν πολλοίς αλλοιωθεί από ιδεολογικά χαρακτηριστικά», πλην να σταθούμε στο βαθύτερο: «το πρόβλημα που εντοπίζω, δεν είναι στην σχέση του Έλληνα με το Σύνταγμα […] είναι περισσότερο πρόβλημα της Ελληνικής κοινωνίας με τους κανόνες δικαίου». Σταθείτε εδώ: όταν για τον μέσο πολίτη, «ο κανόνας δικαίου είναι πολλές φορές ένα εμπόδιο» (αυτονόητη η αναφορά στην άσχημη περιπέτεια του ΝΟΚ, με όλη την αναστάτωση που προξένησε, μαζί και με την υπόθεση των μη-οικοδομήσιμων κάτω των 2 στρεμμάτων) υπονομεύεται αληθινά η εμπιστοσύνη προς την Δικαιοσύνη… εκεί που μετράει! Εδώ, η συζήτηση θα είχε πολύ ενδιαφέρον να απλωθεί: η καθυστέρηση εκδίκασης των υποθέσεων του ΝΟΚ, αδίκως φορτώνεται στο ίδιο το ΣτΕ (που εν προκειμένω το έτρεξε γρήγορα, πάντως για τα μέτρα Ελλάδας του 2025). Ήταν γνωστή εδώ και χρόνια η νομολογία του ΣτΕ με την έντονα περιοριστική χροιά, νομολογία που δεν την σεβάστηκε ο νομοθέτης ενώ … γνώριζε τι θα συνέβαινε. ούτε άλλωστε και οι ενδιαφερόμενοι της αγοράς που επίσης γνώριζαν (οι ίδιοι ή οι νομικοί τους σύμβουλοι). Έτσι λοιπόν ο νόμος, που προκύπτει από την ψήφο/την «μεγάλη δύναμη της δημοκρατίας», χρησιμοποιείται «ως όχημα για να διαλύονται δημόσιες πολιτικές».
Καθώς όμως η οικονομία είναι ένα πεδίο άμεσης διεκδίκησης του συμφέροντος, αξίζει να καταγραφεί η παρέμβαση του Τάσου Γιαννίτση που τόνισε πώς «η ευθύνη του πολιτικού συστήματος είναι κυρίως το πώς χειρίζεται τις σχέσεις Κράτους και αγοράς σε κάθε δεδομένη στιγμή και συνθήκη» – και κυρίως, προσέξτε το αυτό – «πού οδηγεί το σύστημα». Αυτό ακριβώς, διατυπωμένο με μεγαλύτερη βαρύτητα, ως «στοχασμός για τις σχέσεις αιτιότητας μεταξύ δημοκρατικών θεσμών και οικονομικής εξέλιξης της χώρας» ηχεί και ως μια προειδοποίηση σχετικά με το πού μπορεί να οδηγήσει/να καταλήξει μια συζήτηση καθαρά νομική, όταν καλείται να ασχοληθεί με τους αρμούς της οικονομίας.
Εκεί ακριβώς, ο Δημήτρης Λιάκος – με την πείρα από την συμμετοχή στην διακυβέρνηση του παρολιγον Grexit – αναφέρθηκε στους Ατσέμογλου, Τζόνσον και Ρόμπινσον οι οποίοι ανέδειξαν πώς «για να έχεις ισχυρούς και διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης [χρειάζεται] να διαθέτεις ισχυρό και ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο», υπό την ειδικότερη έννοια ότι ένα τέτοιο πλαίσιο επιτρέπει να αντιμετωπίζονται «οι συνεχώς μεταβαλλόμενες προκλήσεις που ανακύπτουν».
Οπότε; Οπότε, αφού ενσωματώσει κανείς στην συζήτηση και του Ακρίτα Καϊδατζή (καθηγητή Συνταγματικού στο ΑΠΘ) την παρατήρηση ότι στην Ελλάδα του 2025 «δεν έχουμε ελεύθερη οικονομία, έχουμε κρατικοδίαιτη οικονομία. δεν έχουμε ελεύθερο ανταγωνισμό, αλλά κρατικά αποδεδειγμένα προνόμια» αρχίζει να διερωτάται σοβαρά τι ακριβώς θα βοηθούσε μια συζήτηση περί συνταγματικής αναθεώρησης, ειδικά στα θέματα της οικονομίας. Εκεί, η προσέλευση στην συζήτηση του Νίκου Βέττα, Γεν. Διευθυντή του ΙΟΒΕ, με την επισήμανση ότι θα πρέπει «να εξετάσουμε το πλήρες πλαίσιο, από το Σύνταγμα έως την εφαρμογή του νόμου στην καθημερινή ζωή» είχε το πρόσθετο ενδιαφέρον ότι θύμισε πως το Σύνταγμα «δεν θα έπρεπε να εκφράζει μόνο τους σημερινούς Έλληνες και Ελληνίδες, αλλά κάτι ευρύτερο […] που να εξασφαλίζει την βιωσιμότητα της χώρας και για τις μελλοντικές γενιές». Και τούτο υπό την έννοια ότι δεν είναι λογικό «ακόμη κι αν οι εξωτερικές αγορές μας δανείζουν, να υπερχρεώνουμε τις επόμενες γενιές».
* * *
Στο πλαίσιο της κυρίως νομικής συζήτησης για το ενδεχόμενο/την σκοπιμότητα της αναθεώρησης με αντικείμενο τα της οικονομίας – μια διεξοδική σύνοψη έχει δώσει ο Γ. Γούλας, στο «NB Daily» – η κυριότερη επισήμανση είναι ότι, μετά μια πρώτη περίοδο κρατισμού και μιαν επόμενη «απελευθέρωσης της οικονομίας», περάσαμε στο σημερινό καθεστώς όπου η ανοιχτή/ελεύθερη αγορά συνδυάζεται με πλήρη ευθυγράμμιση προς τα Ευρωπαϊκά (και την νομική τους πλαισίωση) και συνακόλουθη αποδοχή της δημοσιονομικής σταθερότητας, με ό,τι αυτό συμπαρασύρει σε ευθυγράμμιση με την αντίστοιχη ερμηνεία – όπως παρατήρησε ο συντονιστής της συζήτησης Γ. Δελλής (ΕΚΠΑ). Την αντίστοιχη πλαισίωση, ερμηνεία και – θα προσθέταμε – αποδεδειγμένη επιβολή…
Απ’ εκεί και πέρα, οι προσεγγίσεις που κάλυψαν την επικράτηση των εκδοχών φιλελεύθερης οικονομίας απέναντι σ’ εκείνες του κρατισμού (δηλαδή την ουσιαστική αποδυνάμωση του άρθρου 106Σ) είχαν μάλλον ιδεολογικό χαρακτήρα: τι περισσότερο απ’ αυτό θα εισέφερε μια διακηρυκτική ρήτρα διόρθωσης/προσαρμογής του 106Σ προς μια λογική επικουρικότητας; Η παράλληλη εξέλιξη του ρόλου του Κράτους – από αποφασιστικό συμμέτοχο στην οικονομική λειτουργία σε κυρίως ρυθμιστή – συνδυάστηκε με την παρατήρηση ότι στο, κομβικής σημασίας, πεδίο της φορολογικής πολιτικής τα αποτελέσματα είναι «τόσο καλά όσο η φορολογική διοίκηση που καλείται να την εφαρμόσει» (Κ. Πέρρου, επίσης του ΕΚΠΑ). Και τούτο, παράλληλα με την εισόρμηση του διεθνούς περιβάλλοντος παράλληλα με το Ενωσιακό δίκαιο. Σε σημείο που και η αναδρομικότητα φορολογικών βαρών και η παραγραφή να έχουν οδηγηθεί σε νομολογιακή κανονικοποίηση/ προβλεψιμότητα. (Η Κατερίνα Πέρρου δεν οδηγεί το επιχείρημα έως εκεί, πλην όμως η εξασφάλιση πρωτογενών πλεονασμάτων από την σωστή λειτουργία της ΑΑΔΕ, καθιστά περίπου άνευ αντικειμένου παλιότερες συζητήσεις για συνταγματική ρήτρα περί μη-ελλειμμάτων…).
Ίσως μια χρησιμότητα θα μπορούσε να έχει – αλλά και πάλι σε επίπεδο διακηρυκτικότητας – μια αναθεώρηση του πλαισίου προστασίας του καθεστώτος των κεφαλαίων εξωτερικού κατ’ άρθρο 107Σ., όπως εφαρμόσθηκε με το ΝΔ 2687/53, σύμφωνα με την Κ. Γεωργάκη (ΑΠΘ). Ειδική ανάλυση αφιερώθηκε, τέλος, και στην «προσαρμογή του Συντάγματος στην ψηφιακή εποχή», λόγω της ανεπάρκειας ρύθμισης των άρθρων 14 (Τύπος) και 15 (ραδιοτηλεοπτικά Μέσα) για τις ανάγκες του ψηφιακού περιβάλλοντος, κατά τον Γ. Γιαννόπουλο (ΕΚΠΑ). Ενώ ο Μιχ. Παπαγεωργίου (Δημοκρίτειο) έθεσε το ζήτημα της ενσωμάτωσης της συνολικής προβληματικής της βιωσιμότητας – ήδη παρούσας στην νομολογία ΣτΕ – στην συνταγματική ρύθμιση.
Εκείνο που προκύπτει καταληκτικά από αυτήν την σύντομη υπέρπτηση της διοργάνωσης με πρωτοβουλία διαΝΕΟσις συζήτησης για την συνταγματική αναθεώρηση στα θέματα της οικονομίας – αυτή ήταν η τελευταία φάση της πολύμηνης προσπάθειας – μάλλον είναι ότι… η οικονομία πήρε ούτως ή άλλως τον δρόμο της. Και η συνταγματική πλαισίωση μάλλον μένει υπενθύμιση του παρελθόντος, παρά καθοδήγηση του μέλλοντος.