Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΤΟΠΑΜΙΝΗΣ

Η οικονομία της ντοπαμίνης
Όταν αναζητούμε την ευχαρίστηση και απελευθερώνουμε ντοπαμίνη, ο εγκέφαλος αντισταθμίζει γρήγορα την «έκρηξη» αυτής της ουσίας, γέρνοντας την «τραμπάλα» προς την πλευρά του πόνου. Αυτή η αντισταθμιστική δράση είναι ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση της ισορροπίας. Σήμερα, ωστόσο, η εύκολη πρόσβαση σε «υψηλής ισχύος» ευχαρίστηση σημαίνει ότι σπρώχνουμε συνεχώς τη μια πλευρά της τραμπάλας, την ευχαρίστηση, προς τα κάτω.

«Νευροδιαβιβαστής της καλής διάθεσης». Με αυτόν τον όρο περιγράφεται συνήθως αυτός ο περίεργος χημικός αγγελιοφόρος μεταξύ των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου και του σώματος, που παίζει καθοριστικό ρόλο στο σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου και συνδέεται με την απόλαυση, την επιβράβευση και την κινητροδότηση. Η ντομαπίνη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ουσία που απελευθερώνει ο εγκέφαλος όταν αναμένει ή βιώνει κάτι καλό. Και λέει στον μυαλό μας περίπου το εξής: «Ξανακάν’ το!». 

Εάν το να παίζουμε με τα παιδιά μας, να είμαστε στοργικοί με τον σύντροφό μας, να τρώμε υγιεινά ή να βοηθάμε τον συνάνθρωπό μας είναι πράγματα που μας φέρνουν ευχαρίστηση, τότε θα επιδιώκουμε όλο και περισσότερες ευκαιρίες για να ξαναβιώσουμε την εμπειρία τους. Είναι όμως αυτά τα αντικείμενα της σύγχρονης επιθυμίας; Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις τεράστιες ουρές που σχηματίζονται αποβραδίς στα i-stores τις παραμονές της κυκλοφορίας του νέου iPhone, στα ποσοστά των χρηστών του ίντερνετ που βλέπουν πορνό (περίπου το ¼ του traffic στο διαδίκτυο εκτιμάται ότι σχετίζεται με πορνογραφικό υλικό), στις ώρες που σπαταλάμε μπροστά στις οθόνες των κινητών σκρολάροντας δίχως αύριο ή στην ευκολία με την οποία αγοράζουμε πράγματα που τις περισσότερες φορές δεν χρειαζόμαστε, μάλλον θα απαντήσει αρνητικά. Και αν ο εθισμός στον αλτρουισμό ή τη στοργικότητα δεν έχει τίποτε το μεμπτό –τουναντίον θα λέγαμε, αποτελεί τον ασφαλέστερο οδηγό για έναν κόσμο καλύτερο, πάντως προσλαμβανόμενο ως πιο ευχάριστο– δεν ισχύει το ίδιο και για την προσκόλληση στα σύγχρονα αντικείμενα της επιθυμίας. 

Στο κλασικό πλέον βιβλίο της, Η γενιά της ντοπαμίνης: Αναζητώντας ισορροπία στην εποχή των απολαύσεων, η ψυχίατρος και καθηγήτρια στο Στάνφορντ Άννα Λέμπκε υποστηρίζει ότι η υπεραφθονία των εύκολα προσβάσιμων και ισχυρών απολαύσεων στη σύγχρονη κοινωνία οδηγεί παραδόξως σε εκτεταμένο εθισμό και πόνο. Το κεντρικό επιχείρημά της βασίζεται στη νευροεπιστημονική αρχή ότι ο εγκέφαλος ρυθμίζει αυτόματα μια ομοιοστατική ισορροπία μεταξύ ευχαρίστησης και πόνου. Σκεφτείτε το σαν μια τραμπάλα, λέει η Λέμπκε. Όταν αναζητούμε ευχαρίστηση και απελευθερώνουμε ντοπαμίνη, ο εγκέφαλος καταγράφει την έκρηξη της ντοπαμίνης και την αντισταθμίζει γρήγορα, γέρνοντας την τραμπάλα προς την πλευρά του πόνου. Αυτή η αντισταθμιστική αντίδραση είναι ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση της ισορροπίας. Σήμερα, ωστόσο, η εύκολη πρόσβαση σε υψηλής ισχύος ευχαρίστηση σημαίνει ότι σπρώχνουμε συνεχώς τη μια πλευρά της τραμπάλας, την ευχαρίστηση, προς τα κάτω. Με την πάροδο του χρόνου, το σημείο ρύθμισης της ισορροπίας του εγκεφάλου μετατοπίζεται. Η συνέπεια των παραπάνω, σύμφωνα πάντα με την Λέμπκε, είναι ότι γινόμαστε όλο και λιγότερο ικανοί να νιώσουμε χαρά από συνηθισμένες δραστηριότητες και πιο ευαίσθητοι στον πόνο. Τότε αναζητούμε και πάλι την αρχική πηγή ευχαρίστησης, για να βγούμε από τα συμπτώματα της στέρησης και να επανέλθουμε σε ένα σημείο ισορροπίας. Εγκλωβιζόμαστε, έτσι, σε έναν φαύλο κύκλο επιθυμίας και εξάρτησης. 

Το ενδιαφέρον της ανάλυσης της Λέμπκε, μια αποκαλυπτική συνέντευξη της οποίας φιλοξενούμε στο τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας –μαζί και με μια «επίσκεψη» που προτείνει ο Economist στον σύγχρονο θεσμό του shopping…–  είναι το πέρασμα από το ατομικό στο συλλογικό, από την προσωπική εμπειρία στη μακρο-οικονομική οπτική. «Ο εθισμός», μας λέει η Λέμπκε, «είναι το επιχειρηματικό μοντέλο της ψηφιακής εποχής». Η οικονομική δραστηριότητα στην εποχή των ψηφιακών μέσων αρθρώνεται γύρω από προϊόντα που έχουν πλέον ως στόχο, και όχι ως «παράπλευρη απώλεια», τον εθισμό, ενεργοποιώντας ξανά και ξανά τον «νευροδιαβιβαστή της καλής διάθεσης». Για να το πούμε απλά: Δημιουργούμε «ναρκωτικά» −τέτοια είναι για παράδειγμα τα social media σε αυτή τη γραμμή επιχειρηματολογίας− τα οποία είναι εύκολα προσβάσιμα, κοινωνικά αποδεκτά, αν μη «επιβεβλημένα», και διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή μέσω των κινητών μας. Σκεφτείτε πόσους εθισμένους στην κοκαΐνη θα είχαμε, εάν η «άσπρη σκόνη» ήταν τόσο ευπρόσιτη όσο είναι τα κινητά μας, υπογραμμίζει η Λέμπκε. 

Είναι η ανάλυσή της υπερβολικά ριζοσπαστική; Ίσως, θα έλεγαν κάποιοι. Τα κοινωνικά δίκτυα και η τεχνολογία, άλλωστε, έχουν ανοίξει μοναδικές δυνατότητες στον σύγχρονο άνθρωπο. Η υπερβολή, ωστόσο, δεν είναι κατ’ ανάγκη κακή για τη γνωστική διαδικασία. Ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους φιλοσόφους του μαρξιστικού στρουκτουραλισμού, ο Λουί Αλτουσέρ, όταν τον επέκριναν ότι κάποια από τα κείμενά του −ιδίως εκείνα που αφορούσαν τη λειτουργία των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους− ήταν εξαιρετικά δυσοίωνα, ότι δεν άφηναν κανένα περιθώρια αντίδρασης του υποκειμένου απέναντι σε ένα σύστημα που δεν είχε καμία ρωγμή, συνήθιζε να απαντά ως εξής: «Υπερβάλλω, για να φωτίσω ένα επιχείρημα…». 

Πόση απόσταση χωρίζει, άραγε, την τοποθέτηση της Λέμπκε από τη διατύπωση του φιλόσοφου Θεοφάνη Τάση, σύμφωνα με την οποία «η δημοκρατία εκφυλίζεται σε θυμοκρατία»; Πότε δηλαδή θα δούμε ακόμη και τη δημοκρατική λειτουργία να προσανατολίζεται αποφασιστικότερα στην ικανοποίηση του θυμικού; Ερώτημα πολύ πιο ουσιαστικό από τις δίκην εξορκισμού αναφορές στον «λαϊκισμό» της εποχής.

Περνώντας στα άλλα, διεθνή και εγχώρια, οι εξελίξεις συνεχίζουν να κινούνται με ρυθμούς ταχύτερους από αυτούς που μπορεί να ακολουθήσει η δημοσιογραφική πένα. Η εφαρμογή της πρώτης φάσης της εκεχειρίας στη Γάζα αποτελεί δίχως αμφιβολία ένα καλό νέο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, διατυπώνονται σοβαρές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα της υλοποίησης των επόμενων φάσεων. Και όλα αυτά, στο υπόβαθρο μιας Μέσης Ανατολής τελείως διαφορετικής από εκείνη που υπήρχε δύο χρόνια πριν. Κατά τα άλλα, η Ρωσία φαίνεται να δοκιμάζει τις ανοχές και τις αντοχές της Ευρώπης, η οποία σχεδιάζει «τείχη από drones» και άλλα μεγαλεπήβολα, εξακολουθώντας όμως να απέχει από κάθε συζήτηση για τα ουσιώδη της εμβάθυνσης της ενοποίησης – πώς θα μπορούσε άλλωστε με μια Γαλλία να ακροβατεί και μια Γερμανία να αναβάλλει. Στη δε ελληνική σκηνή, το πολιτικό σύστημα μοιάζει να είναι κολλημένο στην ίδια χαμηλή ταχύτητα, κάτι που επιβεβαιώνουν ανησυχητικά όλοι οι ποιοτικοί δείκτες των δημοσκοπήσεων που σχετίζονται με την πειστικότητα και την εμπιστοσύνη. Αναμφίβολα επικίνδυνο. Το τρέχον τεύχος, πάντως, επιχειρεί μεταξύ άλλων να καταπιαστεί με έναν πολύ σημαντικό κλάδο για την ελληνική οικονομία: την κτηματαγορά. Στο ειδικό αφιέρωμα που φιλοξενούμε, επιχειρούμε να καταγράψουμε προοπτικές, προκλήσεις, προσδοκίες και εμπόδια, ανοίγοντας ένα παράθυρο για να φανταστούμε το μέλλον του ελληνικού real estate. 

Καλή ανάγνωση!



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ