Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΡΑΜΠ ΣΤΑ ΓΕΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΞΥΠΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
- 21.05.25 11:37

H μείζων αναταραχή που γνώρισαν τα Χρηματιστήρια ανά τον κόσμο, έτσι όπως προκλήθηκε από την «Ημέρα Απελευθέρωσης» του Ντόναλντ Τραμπ, αντικατοπτρίζει κάτι περισσότερο από την καταστροφική αναποτελεσματικότητα των δασμών. Απορρέει και από τη συνειδητοποίηση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πρόθυμος να επιβάλει οδυνηρά οικονομικά μέτρα και να διασπάσει διεθνείς συμμαχίες, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αναδιατάξει ριζικά την παγκόσμια οικονομία. Ο Αμερικανός πρόεδρος αναγνώρισε ότι οι πολιτικές που προωθεί μπορεί να οδηγήσουν σε βραχυπρόθεσμες ζημίες, επιμένει όμως ότι τα μακροπρόθεσμα οφέλη θα τις υπεραντισταθμίσουν – και θα φέρουν «τη χρυσή εποχή της Αμερικής».
Παίγνια μηδενικού αθροίσματος
Αν κανείς παραμείνει στη λογική παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, η οποία χαρακτηρίζει την προσέγγιση Τραμπ, η χρυσή εποχή που ευαγγελίζεται δεν προοιωνίζεται και τόσο καλή για τον υπόλοιπο κόσμο. Περιορίζει το άνοιγμα της Αμερικής στο διεθνές εμπόριο, ενώ απορρίπτει τη συνεργασία σε οικονομικό επίπεδο και σε επίπεδο ασφαλείας, συνεργασία που εν πολλοίς κυριάρχησε μέχρι το 2024, ακόμα και στα ταραχώδη χρόνια της πρώτης θητείας Τραμπ, στρεφόμενος αντ’ αυτής σε μια συναλλακτική προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει την άσκηση οικονομικής πίεσης, υποχρεώνοντας τις υπόλοιπες χώρες να υποκύψουν στη βούληση των ΗΠΑ.
Όταν το 1941 ο Άλφρεντ Χίρσμαν εγκατέλειψε τη ναζιστική Ευρώπη για να καταφύγει στην Αμερική, δημοσίευσε το National Power and the Structure of Foreign Trade (Εθνική ισχύς και η διάρθρωση του εξωτερικού εμπορίου), έργο που εμπνεύσθηκε από το πώς χρησιμοποιήθηκαν οι εμπορικές σχέσεις, από πλευράς Γερμανίας, με στόχο την κυριαρχία επί των Ανατολικών γειτόνων της. Το βιβλίο του Χίρσμαν λησμονήθηκε μετά την κυκλοφορία του το 1945, καθώς οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους –διδασκόμενοι ακριβώς από την αρνητική εμπειρία του Μεσοπολέμου– σχεδίασαν και εφάρμοσαν μια παγκόσμια τάξη βασιζόμενη στην πολυμερή συνεργασία. Καθώς τώρα αυτό ακριβώς το σύστημα βρίσκεται υπό απειλή από τον τότε βασικό του υποστηρικτή, οι άνθρωποι αρχίζουν να κατεβάζουν το έργο του Χίρσμαν από το πάνω ράφι και να το ξεσκονίζουν…
ΟΤΑΝ ΤΟ 1941 Ο ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΡΣΜΑΝ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ ΤΗ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕ ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΠΟΥ ΕΜΠΝΕΥΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΩΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΓΕΙΤΟΝΩΝ ΤΗΣ. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΛΗΣΜΟΝΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑ ΤΟ 1945, ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΗΠΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΤΟΥΣ ΣΧΕΔΙΑΣΑΝ ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΑΞΗ ΠΟΛΥΜΕΡΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΚΑΘΩΣ ΤΩΡΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΥΠΟ ΑΠΕΙΛΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΤΕ ΒΑΣΙΚΟ ΤΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗ, ΠΟΛΛΟΙ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΖΟΥΝ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΧΙΡΣΜΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΩ ΡΑΦΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΞΕΣΚΟΝΙΖΟΥΝ…
Μεταπολεμικό σύστημα και ανισότητες
Μολονότι δεν έλειψαν οι ατέλειες, τα βασικά στοιχεία του μεταπολεμικού συναινετικού συστήματος – συμπεριλαμβανομένου του Σχεδίου Μάρσαλ, του ΔΝΤ και της GATT/Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (που μετεξελίχθηκε σε ΠΟΕ/Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου)– συνέβαλαν στο να προκύψει κάτι περισσότερο από μισός αιώνας ανοδικού εμπορίου και αυξανόμενης ευημερίας, απο-αποικιοποίηση και ανάπτυξη, διάδοση της δημοκρατίας και ένας γενικώς ειρηνικός κόσμος. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις όπου οι διεθνείς αυτοί θεσμοί απέδειξαν ότι είχαν την ικανότητα να μετεξελίσσονται, όπως συνέβη όταν –για παράδειγμα– το ΔΝΤ προσαρμόσθηκε στις κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Η συνειδητή στόχευση των σχεδιαστών της οικονομίας ήταν να αφήσουν μεν στις επιμέρους χώρες πεδίο άσκησης εγχώριας οικονομικής κυριαρχίας, με ταυτόχρονη όμως περιοριστική λειτουργία των διεθνών κανόνων και ρυθμίσεων, ώστε να αποφεύγονται τα αντανακλαστικά μεταφοράς του βάρους στον γείτονα (beggar-thy-neighbour), όπως το είχαμε δει στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Η επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταβολών –που οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση, ακόμα περισσότερο όμως στις νέες τεχνολογίες, τις δημογραφικές μεταβολές βάθους και τη «χρηματιστικοποίηση» (δηλαδή την αύξηση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ταχύτερα από τους άλλους τομείς της οικονομίας)– οδήγησε σε διεύρυνση των ανισοτήτων. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτούσε την εφαρμογή διορατικών και δημιουργικών μέτρων εθνικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της επένδυσης σημαντικών πόρων για τη βελτίωση των εργασιακών δεξιοτήτων καθώς και της προσαρμοστικότητας. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις βρέθηκαν να παλεύουν για να κρατήσουν τον ρυθμό. Το κόστος που έφερε αυτή η κατάσταση ήταν η διαρκώς αυξανόμενη πολιτική πόλωση και ο λαϊκισμός.
Μετά την επαναστατική συντηρητική στροφή των ετών Ρέιγκαν προς την κατεύθυνση διάχυσης του πλούτου μέσω μηχανισμών της αγοράς («trickle-down»), στις ΗΠΑ η ανισότητα αυξήθηκε κατακόρυφα. Υπήρξαν ολόκληρες περιφέρειες που άδειασαν από οικονομική δραστηριότητα, με τους εκεί εργαζόμενους να μένουν πίσω. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιρρίπτει την ευθύνη γι’ αυτό στις εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ, όχι στις αστοχίες της εγχώριας πολιτικής. Η προσέγγιση που επιλέγει είναι να αδειάσει το «διοικητικό Κράτος» –πολύ πέρα απ’ ό,τι είχαν ονειρευτεί οι οπαδοί του Ρέιγκαν– ,να καταγγείλει τις διεθνείς εμπορικές πρακτικές για τα προβλήματα των ΗΠΑ, και να περιορίσει απότομα την εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές.
Υπήρξαν στιγμές που ο δημόσιος λόγος του προέδρου Τραμπ παρέπεμπε σχεδόν σε κάλεσμα για αυτάρκεια – παράδειγμα: η απαίτησή του οι ξένοι παραγωγοί που θα ήθελαν να πουλάνε στην Αμερική, να πάνε να χτίσουν εκεί εργοστάσια και να προσλάβουν Αμερικανούς εργαζόμενους. Παράλληλα –κι εδώ υπάρχει διαφορά από την προσέγγιση Ρέιγκαν– θέλει να περιορίσει τις αμερικανικές διεθνείς δεσμεύσεις ασφαλείας και «ήπιας ισχύος». Οι χώρες που έως τώρα φώλιαζαν κάτω από την αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας θα πρέπει πλέον να κάνουν περισσότερα για τη δική τους ασφάλεια –αυτό κηρύσσει επίμονα– ενώ οι ΗΠΑ θα αποσύρονται από το διεθνές εμπόριο και την παροχή βοήθειας ανά τον κόσμο.
ROBERT LAWRENCE: ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΑΜΠ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΕΝΑ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΚΟΡ
Γιατί το εμπορικό έλλειμμα ισοδυναμεί με οικονομική ήττα, παρανοεί πλήρως τη λειτουργία της παγκόσμιας…
Το ερώτημα αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων
Η στενή διασύνδεση των ΗΠΑ με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα –προς το οποίο το αμερικανικό άνοιγμα είναι πολύ ισχυρότερο απ’ ό,τι το εμπορικό– είναι απίθανο να επιβιώσει μετά μια παρόμοια μεταμόρφωση. Η συνειδητοποίηση αυτής της διάστασης των πραγμάτων δεν έχει ακόμη κατασταλάξει, ενώ ασφαλώς δεν αποτελεί ευνοϊκό οιωνό για την ενθάρρυνση ενός χειμάρρου ξένων επενδύσεων προς τις ΗΠΑ. Οι εμπορικοί εταίροι των Αμερικανών θα προσπαθήσουν να περιορίσουν εφεξής την έκθεσή τους στις απρόβλεπτες κινήσεις πολιτικής: θα στηριχθούν περισσότερο σε άλλα νομίσματα πλην δολαρίου για την τήρηση αποθεματικών, για την τιμολόγηση εμπορικών συναλλαγών, για τη διαμεσολάβηση επί συναλλάγματος και για τον εταιρικό δανεισμό.
Αν ακολουθήσει κανείς το όραμα Τραμπ, τότε οι μελλοντικές εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ θα θυμίζουν περισσότερο εκείνο που περιέγραφε το 1945 ο Χίρσμαν. Μερικοί απ’ όσους κινούνται περί τον πρόεδρο Τραμπ είναι ειλικρινείς. Σε συνέντευξή του λίγους μήνες προτού γίνει υπουργός Οικονομικών, ο Σκοτ Μπέσεντ πρότεινε δασμούς που θα ευνοούν «παρόμοια σκεπτόμενα» μέλη «ζωνών ασφαλείας», οι οποίες θα χαρακτηρίζονται από «κοινές αξίες, κοινή οικονομία, κοινή άμυνα, κοινούς νομισματικούς στόχους».
Σε επίπεδο συναλλαγματικών ισοτιμιών, ο Σκοτ Μπέσεντ εξηγούσε ότι θα ήθελε σκληρότερα ξένα νομίσματα –πράγμα που θα ευνοούσε τις αμερικανικές εξαγωγές– αλλά με το αμερικανικό δολάριο να παραμένει ισχυρό. Μια ερμηνεία αυτής της άποψης είναι ότι αποκλείει μονομερή υποχώρηση της ισοτιμίας του δολαρίου (με την άσκηση πίεσης στη Fed/Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ), πράγμα που θα ασκούσε πληθωριστική επίδραση. Όμως θα ήταν φαντασίωση το να θεωρεί κανείς ότι οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ θα προσχωρούσαν οικειοθελώς σε μια «συμφωνία του Μar-a-Lago», ή μια «νέα συμφωνία Bretton Woods», όπου θα δέχονταν να προσαρμόσουν προς τα επάνω τις ισοτιμίες των δικών τους νομισμάτων αλλά και –ταυτόχρονα– θα συμφωνούσαν να χρηματοδοτούν τα ασυγκράτητα αμερικανικά ελλείμματα διά της αγοράς ομολόγων μακρότατης διάρκειας με χαμηλά επιτόκια. Το ερώτημα, εδώ, αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων (κατά το «million-dollar question») είναι κατά πόσον τα αμερικανικά μέσα οικονομικής πολιτικής, μέτρα που θα προσπερνούσαν ακόμα και τους δασμούς, θα ωθούσαν τις υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες προς μια τέτοια κατεύθυνση – και για πόσο. Ή αν, αντιθέτως, ο επιχειρούμενος καταναγκασμός θα τους έδινε κίνητρο να χαλαρώσουν τους οικονομικούς δεσμούς με την Αμερική.
Ο ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ 2024 ΠΕΙΘΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ –ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΔΑΣΜΩΝ– ΘΑ ΑΠΟΔΩΣΟΥΝ… ΒΟΥΤΥΡΟ: ΔΗΛΑΔΗ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΕΣ ΤΙΜΕΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ, ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΟΝΟ. Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΗΜΕΡΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ» ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΡΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ΜΙΑ ΥΨΗΛΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ, ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΗ ΕΠΙΘΕΣΗ, ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΝΑ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. ΗΔΗ, ΕΧΕΙ ΚΑΤΟΡΘΩΣΕΙ ΝΑ ΑΠΟΓΕΙΩΘΟΥΝ ΟΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΝΑ ΠΡΟΚΥΨΕΙ ΥΦΕΣΗ.
Κανόνια ή βούτυρο;
Σε κλασικό οικονομικό σύγγραμμα του 1948, που είχε θέσει το πλαίσιο για μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής σκέψης σχετικά με την οικονομική πολιτική, ο Νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Σάμουελσον είχε χρησιμοποιήσει την παρομοίωση με την επιλογή παραγωγής κανονιών ή βουτύρου, προκειμένου να καταδείξει το πώς οι οικονομίες χρειάζεται να σταθμίσουν τις εναλλακτικές δυνατότητες κατανομής σπανίων πόρων. Μια πολύ πιο σκοτεινή εικόνα αυτής της ίδιας επιλογής είχε χρησιμοποιηθεί το 1936 από τον Γερμανό στρατάρχη Χέρμαν Γκέρινγκ: «Τα κανόνια θα μας κάνουν ισχυρότερους, το βούτυρο απλώς θα μας παχύνει». Σημαντικοί υποστηρικτές της (!) τραμπικής προσέγγισης στην εμπορική πολιτική πιστεύουν, αντίστοιχα, ότι η υπερπροθυμία των Αμερικανών να καταναλώνουν είναι εκείνη που αδυνάτισε τη χώρα τους.
Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις εκλογές του 2024 πείθοντας ότι οι πολιτικές που προτείνει –συμπεριλαμβανομένων των δασμών– θα αποδώσουν… βούτυρο: δηλαδή χαμηλότερες τιμές, αναπτυξιακούς ρυθμούς και θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, όλα αυτά χωρίς οικονομικό πόνο. Η πραγματικότητα που προέκυψε από την «Ημέρα Απελευθέρωσης» αποδείχθηκε διαφορετική. Ο Προέδρος δρομολόγησε μια υψηλού κόστους, πολύπλευρη επίθεση, με στόχο να αναδιαρθρώσει το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Ήδη, έχει κατορθώσει να απογειωθούν οι πιθανότητες να προκύψει ύφεση.
Οι σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής της μεταπολεμικής εποχής πίστευαν ότι η διεθνής συνεργασία θα μπορούσε να αντιστηρίξει ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος, όπου η ευημερία και ασφάλεια θα αλληλοενισχύονταν – πράγμα που ακόμη είναι εφικτό, άμα εφαρμοσθούν οι σωστές εσωτερικές πολιτικές. Αντί γι’ αυτό, οι ΗΠΑ σήμερα φαίνεται ότι τείνουν να καταλήξουν και φτωχότερες και λιγότερο ασφαλείς.
*Ο Maurice Obstfeld είναι πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, ανώτερος εταίρος του Ινστιτούτου Πέτερσον για τη Διεθνή Οικονομία.
©The Economist. Μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε από την Economia Media Α.Ε., έπειτα από ειδική άδεια. Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο βρίσκεται στο www.economist.com