Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΟΥ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟ ΓΕΛΙΟ

Ο πρόεδρος που φοβάται το γέλιο
Φωτ. Jimmy Kimmel Live! Official Facebook Page
Η πρόσκαιρη διακοπή της εκπομπής του Τζίμι Κίμελ στις ΗΠΑ, έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της διαχείρισης της πολιτικής πίεσης από τα μέσα ενημέρωσης και τις εταιρείες στις οποίες ανήκουν.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Τζίμι Κίμελ επέστρεψε στον τηλεοπτικό αέρα του ABC, έπειτα από την «επ’ αόριστον» διακοπή της εκπομπής του “Jimmy Kimmel Live”. Στην πρώτη του εμφάνιση, δήλωσε πως υπερασπίζεται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και άφησε αιχμές για την πίεση που δέχθηκε καθώς και για τη νομιμότητα της απομάκρυνσής του. Το περιστατικό, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και έγινε αντικείμενο δημόσιου διαλόγου, ανέδειξε εκ νέου τον ρόλο των εταιρειών απέναντι στις πολιτικές πιέσεις, ειδικά όταν αυτές προέρχονται από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Η αναστολή της εκπομπής του Κίμελ, σύμβολο του late-night χιούμορ και της πολιτικής σάτιρας, ήρθε μετά από σχόλιό του σχετικά με τον θάνατο του Τσάρλι Κερκ, 31χρονου ακτιβιστή της δεξιάς και θερμού υποστηρικτή του Τραμπ, ο οποίος έπεσε νεκρός από πυρά κατά τη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης σε πανεπιστήμιο της Γιούτα. Ο Μπρένταν Καρ, επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), διορισμένος από τον Τραμπ, κατηγόρησε τον Κίμελ για παραπλάνηση του κοινού όσον αφορά τον 22χρονο κατηγορούμενο για τη δολοφονία. Το γεγονός αυτό έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της διαχείρισης της πολιτικής πίεσης από τα μέσα ενημέρωσης και τις εταιρείες στις οποίες ανήκουν.

Η σάτιρα πεδίο αντιπαράθεσης

Η πολιτική σάτιρα υπήρξε ανέκαθεν πυλώνας της αμερικανικής τηλεόρασης. Από τον Τζόνι Κάρσον μέχρι τον Τζον Στιούαρτ, το χιούμορ λειτούργησε ως μορφή άτυπης πολιτικής συμμετοχής, ένας τρόπος να ειπωθούν αλήθειες που συχνά δεν χωρούν στα δελτία ειδήσεων. Σήμερα, ωστόσο, η σάτιρα δεν είναι πλέον ένα ασφαλές καταφύγιο έκφρασης. Όταν οι παρουσιαστές γίνονται στόχοι κυβερνητικών επιθέσεων και οι εταιρείες φαίνεται πως δυσκολεύονται να διαχειριστούν το οικονομικό κόστος της ελευθερίας του λόγου, το χιούμορ παύει πλέον να λειτουργεί καθαρκτικά.

Ο Κίμελ, που δεν έκρυψε ποτέ την κριτική του στάση απέναντι στον Τραμπ, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας αντιπαράθεσης, με βαθύτερες προεκτάσεις. Το ερώτημα που γεννάται δεν είναι αν ο σχολιασμός του ήταν κακόγουστος, αλλά αν ένας παρουσιαστής συνεχίζει να διατηρεί το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του ελεύθερα, χωρίς να τίθεται εκτός αέρα.

Όταν οι επιχειρήσεις υποκύπτουν στην εξουσία

Ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος χαιρέτισε την αναστολή της εκπομπής του Κίμελ, επέκρινε την επιστροφή του, η οποία δεν αποτέλεσε απλώς μια τηλεοπτική είδηση, αλλά την αποκάλυψη ενός σύνθετου αφηγήματος της σύγχρονης πραγματικότητας της λειτουργίας του κόσμου των επιχειρήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες εν έτει 2025. Η υπόθεση του Κιμελ έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά γεγονότων που αποκαλύπτουν τις εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης, την πολιτική εξουσία και το εταιρικό κεφάλαιο. Οι μεγάλες πλατφόρμες και τα τηλεοπτικά δίκτυα των ΗΠΑ λειτουργούν σήμερα σε ένα περιβάλλον όπου κάθε δήλωση, κάθε χιούμορ, κάθε ανάρτηση μπορεί να έχει πολιτικό κόστος.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει προχωρήσει και στο παρελθόν με απειλές και πιέσεις σε μια προσπάθεια να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο στον κλάδο των μέσων ενημέρωσης. Στο παρελθόν έχει καταθέσει αγωγές εναντίον του ABC και του CBS για την ειδησεογραφική τους κάλυψη, οι οποίες τελικά διευθετήθηκαν. Ο Τραμπ κατέθεσε επίσης αγωγές δυσφήμισης κατά της Wall Street Journal και των New York Times και πίεσε με επιτυχία το Κογκρέσο να διακοψει την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση των μη εμπορικών δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών NPR και PBS.

Πρόσφατο δημοσίευμα των New York Times επιβεβαιώνει ότι η περίπτωση του Κιμελ δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Όπως επισημαίνεται, οι μεγάλες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, ιδίως στους τομείς των μέσων ενημέρωσης, των χρηματοικονομικών και της δικαιοσύνης, φαίνεται να υποκύπτουν όλο και περισσότερο στις πιέσεις του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, παρά την προφανή κατάχρηση εξουσίας στην οποία προβαίνει. Η αμερικανική επιχειρηματική ελίτ, αντί να ορθώνει ανάστημα, προσαρμόζεται. Υποκύπτει στον φόβο. Φόβο για αντίποινα, πολιτική απομόνωση, ή οικονομική ζημία. Η συλλογική αντίδραση του εταιρικού κόσμου μοιάζει πλέον ανέφικτη. Αντί για ενότητα και θεσμική υπεράσπιση αρχών, κυριαρχεί ο ανταγωνισμός και το lobbying.

Η Disney και η νέα εταιρική πραγματικότητα

Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα επιτεθεί στη Disney, κατηγορώντας την για «πολιτική ορθότητα» και για «πολιτικοποίηση της ψυχαγωγίας». Ταυτόχρονα, επενδυτές και μέτοχοι ασκούν πίεση στη διοίκηση, ζητώντας πιο «ουδέτερη» στάση απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα, προκειμένου να προστατευτεί η αξία της μετοχής. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ηδη από τη δεκαετία του 1980, οι εταιρείες επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στην τιμή της μετοχής και στα βραχυπρόθεσμα κέρδη. Συνεπώς οι διευθύνοντες σύμβουλοι αξιολογούνται από την απόδοση των μετοχών κάτι που καθιστά τις εταιρείες πιο ευάλωτες στις πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας, αφού κάθε πολιτική απόφαση ή σύγκρουση μπορεί να πλήξει τη χρηματιστηριακή τους αξία.

Στην πράξη, αυτό που βλέπουμε είναι ένα παράδειγμα του λεγόμενου «καπιταλισμού των Μετοχών», ενός συστήματος όπου η οικονομική ισχύς και η πολιτική ρητορική συνυπάρχουν, δημιουργώντας μια ιδιότυπη μορφή λογοκρισίας μέσω της αγοράς. Οι εταιρείες, από τη Disney μέχρι την Paramount, δεν λογοδοτούν πια μόνο στο κοινό ή στους εργαζόμενούς τους, αλλά και στους επενδυτές που καθορίζουν, έμμεσα ή άμεσα, τι θεωρείται «αποδεκτό» να ειπωθεί.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των New York Times, οι ίδιες αυτές σκέψεις μπορεί να εξηγούν την επιστροφή του Τζίμι Κίμελ στον αέρα. Ήταν σχεδόν αδύνατο να μην παρατηρήσει κανείς ότι η τιμή της μετοχής της Disney έπεσε εν μέσω κατακραυγής για τη διακοπή της εκπομπής, καθώς οι πελάτες άρχισαν να ακυρώνουν τις συνδρομές τους στις υπηρεσίες streaming της εταιρείας. Το δημοσίευμα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό που ισχύει για τις εταιρείες, μπορεί τωρα να ισχύει και για τις αξίες που διέπουν τη σύγχρονη δημοκρατία: Ζήσε με βάση την τιμή της μετοχής, πέθανε με βάση την τιμή της μετοχής.

Η υπόθεση Κίμελ-Disney αποτυπώνει εύγλωττα τη νέα εταιρική κουλτούρα της Αμερικής: έναν κόσμο όπου η «ουδετερότητα» είναι η νέα μορφή συμμόρφωσης. Οι εταιρείες θέλουν να πουλούν σε όλους, να μην ενοχλούν κανέναν και να αποφεύγουν τη σύγκρουση, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θυσιάζουν την ελευθερια του λόγου. Αυτό που συνέβει με την εκπομπη του Κίμελ, αποτελεί υπενθύμιση του πόσο εύθραυστη είναι η ελευθερία της έκφρασης, ακόμη και σε κοινωνίες που τη θεωρούν δεδομένη. Η σάτιρα, ο δημόσιος λόγος, η κριτική, δεν προστατεύονται μόνο από το Σύνταγμα, αλλά από τη βούληση των πολιτών και των θεσμών να τα υπερασπιστούν. Και αν κάτι απέδειξε αυτή η ιστορία, είναι ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες του σήμερα, η μάχη για την ελευθερία του λόγου, δεν περιορίζεται μόνο στα δικαστήρια ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δίνεται πλέον και πίσω από κλειστές πόρτες στις αίθουσες συνεδριάσεων των εταιρικών διοικητικών συμβουλίων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ