Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΟΙ ΔΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΗΠΑ ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Οι δασμοί των ΗΠΑ μια ευκαιρία για την Ευρώπη και την Ελλάδα
Φωτ. Charlie Fawell/Construction Photography/Avalon/Getty Images
Ανεξάρτητα από τον βαθμό και το εύρος επιβολής των αμερικανικών δασμών, η μοναδική διέξοδος για την Ευρώπη είναι η αλλαγή στρατηγικής: από την ανταγωνιστικότητα που εδράζεται στην εσωτερική υποτίμηση, στην παραγωγικότητα που εδράζεται στην καινοτομία. Η στρατηγική αυτή απαιτεί, αφενός, την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης με ενίσχυση των δημόσιων υποδομών, συμπεριλαμβανομένων της υγείας και της παιδείας, παραγωγικές επενδύσεις και καλύτερες αμοιβές. Το άλλο σκέλος, αφετέρου, αφορά τους ενδοευρωπαϊκούς περιορισμούς που θέτουν οι υψηλοί εσωτερικοί φραγμοί και τα ρυθμιστικά εμπόδια στην παραγωγή.

Ο κλονισμός από την εμπορική/δασμολογική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για την Ευρώπη. Οι δασμοί, στον βαθμό και το εύρος που θα (αν) επιβληθούν, ίσως οδηγήσουν σε μια ύφεση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Η αναγκαία εξισορρόπηση, ωστόσο, του διεθνούς εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών ροών μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική για την Ευρώπη, αν ανταποκριθεί με την κατάλληλη πολιτική απάντηση.

Οι δασμοί ως μέρος μιας συνολικής στρατηγικής

Το μεταπολεμικό διεθνές εμπορικό καθεστώς, όπως προσδιορίστηκε στο Μπρέτον Γουντς το 1944, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη φάση του μετά την αποσύνδεση της ανταλλαξιμότητας δολαρίου και χρυσού το 1971 από την κυβέρνηση Νίξον, έχει προκαλέσει πολλές στρεβλώσεις στην παγκόσμια οικονομία: ορισμένες χώρες συγκεντρώνουν τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (Κίνα και Γερμανία), ενώ άλλες (κυρίως οι ΗΠΑ) εμφανίζουν ελλείμματα. Αυτό σημαίνει αποβιομηχάνιση στις ελλειμματικές χώρες και πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στις πλεονασματικές. Όλες οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό, με διαφορετικούς τρόπους μεν, αλλά με κοινό στόχο τη διατήρηση του ηγεμονικού ρόλου του δολαρίου ως του παγκόσμιου αποθεματικού και συναλλακτικού μέσου.

Η εμπορική/δασμολογική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ αποτελεί ένα τμήμα μιας συνολικής οικονομικής και γεωπολιτικής στρατηγικής, με τελικό σκοπό την αναδιοργάνωση του παγκόσμιου εμπορικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω, κυρίως, της διαχείρισης του ηγεμονικού ρόλου του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Κεντρικός στόχος της στρατηγικής είναι ένα φθηνότερο δολάριο, που θα παραμείνει ταυτόχρονα το κυρίαρχο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, δηλαδή η υποτίμηση του δολαρίου ή η ανατίμηση των νομισμάτων, κυρίως της Ευρώπης και της Ασίας, χωρίς οι τελευταίες να μειώσουν μακροχρόνια την κατοχή τους σε δολάρια και τίτλους του αμερικανικού δημοσίου. Η στρατηγική αυτή είναι άμεσα συνυφασμένη με την εθνική ασφάλεια, τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και τον ρόλο τους στην παγκόσμια τάξη.

Η ΕΜΠΟΡΙΚΗ/ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΡΑΜΠ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΝΑ ΤΜΗΜΑ ΜΙΑΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ, ΜΕ ΤΕΛΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΣΩ, ΚΥΡΙΩΣ, ΤΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΗΓΕΜΟΝΙΚΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΟΥ ΔΟΛΑΡΙΟΥ ΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ. ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΦΘΗΝΟΤΕΡΟ ΔΟΛΑΡΙΟ, ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ, ΔΗΛΑΔΗ Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΟΛΑΡΙΟΥ Η Η ΑΝΑΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ, ΚΥΡΙΩΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ, ΧΩΡΙΣ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΝ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΔΟΛΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΙΤΛΟΥΣ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ.

Το ευρωπαϊκό πρόβλημα

Τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη; Το ευρωπαϊκό πρόβλημα είναι η έλλειψη εσωτερικής ζήτησης, όπως αποδεικνύεται από τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με κύριο πρωταγωνιστή τη Γερμανία. Το πρόβλημα δεν είναι οι γερμανικές εξαγωγές, αλλά οι ισχνές εισαγωγές της και η ανεπάρκεια της εγχώριας δαπάνης και ζήτησης. 

Τα προβλήματα που προκαλούν τα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα συζητούνται εδώ και καιρό. Μετά τη δεκαετία του 1970, ο κεντρικός στόχος της γερμανικής οικονομικής πολιτικής είναι η επίτευξη εμπορικών πλεονασμάτων με την υπόλοιπη Ευρώπη και η μεταφορά των κεφαλαίων στις ΗΠΑ, όπου οι μεγάλες αποδόσεις επιτρέπουν την ακόμα μεγαλύτερη διεθνοποίηση της γερμανικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Το μείζον εμπόδιο σε αυτή τη στρατηγική ήταν αφενός οι συνεχείς και μεγάλες υποτιμήσεις των νομισμάτων τους, στις οποίες ήταν υποχρεωμένες να προσφεύγουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες – κυρίως οι μεγαλύτερες, όπως η Ιταλία– για να περιορίζουν το εξωτερικό τους έλλειμμα και να διατηρούν, έστω και πρόσκαιρα, την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών τους, και, αφετέρου, η «αναπόφευκτη» αστάθεια του δολαρίου που οφειλόταν στις πολιτικές των ΗΠΑ. Έτσι, προέκυψαν οι μηχανισμοί περιορισμού των συναλλαγματικών διακυμάνσεων, από το Ευρωπαϊκό Φίδι του 1972, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ERM) και το ECU, ως το σημερινό ευρώ. Στον πυρήνα της στρατηγικής αυτής κυριαρχεί η απαρέγκλιτη εφαρμογή αντιπληθωριστικών πολιτικών σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια, με κύριες διαστάσεις τη μείωση των πραγματικών μισθών και τους χαμηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Η στρατηγική αυτή εντάθηκε από τη δημοσιονομική πίεση που αντιμετώπισε η Γερμανία λόγω της Επανένωσης τη δεκαετία του 1990. Οι προϋποθέσεις συμμετοχής στην ευρωζώνη –πληθωρισμός 2%, δημόσιο έλλειμμα 3%, δημόσιο χρέος 60% του ΑΕΠ– σημαίνουν ότι οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων έδωσαν τη θέση τους στις εσωτερικές υποτιμήσεις, μέσω κυρίως της μείωσης του κόστους εργασίας και της δημοσιονομικής λιτότητας. Η ανεπαρκής εγχώρια δαπάνη –κυρίως σε δημόσιες επενδύσεις− σε συνδυασμό με τη διαρκή εσωτερική υποτίμηση είναι ίσως οι βασικότερες αιτίες για τη μεγάλη υστέρηση παραγωγικότητας και καινοτομίας της Ευρώπης σε σχέση με τις ΗΠΑ. 

Τα εξαγωγικά πλεονάσματα δεν αντικατοπτρίζουν απλώς την ανταγωνιστικότητα, αλλά και την υπέρβαση της παραγωγής έναντι των δαπανών. Οι πλεονασματικές χώρες στην ουσία εισάγουν τη ζήτηση (και τις θέσεις εργασίας) που δεν δημιουργούν στο εσωτερικό τους και εξάγουν ύφεση (και ανεργία). Οι ελλειμματικές χώρες ωθούνται από την προσφορά φθηνών εισαγωγών από τις πλεονασματικές χώρες να επενδύσουν σε μη εμπορεύσιμες δραστηριότητες. Καθώς οι ευάλωτες χώρες συρρικνώνουν τα εξωτερικά τους ελλείμματα, ενώ η κύρια χώρα-πιστωτής παραμένει πλεονασματική, η ευρωζώνη δημιουργεί τεράστια εξωτερικά πλεονάσματα. Δεδομένης της ελλειμματικής ζήτησης στην ευρωζώνη, η εισαγωγή ζήτησης από την πλεονασματική χώρα είναι μια πολιτική «beggar-my-neighbour/ζητιανεύω τον γείτονά μου» για τον κόσμο και την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ έχουν κάθε δικαίωμα να διαμαρτύρονται γι’ αυτή τη νεο-μερκαντιλιστική πολιτική, όπως και η Ευρώπη έχει δικαίωμα να διαμαρτύρεται για τις ρυθμιστικές αποτυχίες των ΗΠΑ.

Όπως σημείωσε ο Μάριο Ντράγκι σε ομιλία του στις Βρυξέλλες στις 16 Απριλίου 2024, «εφαρμόσαμε μια σκόπιμη στρατηγική μείωσης του κόστους εργασίας μεταξύ των χωρών και συνδυάσαμε αυτή τη στρατηγική με μια προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η εγχώρια ζήτηση και να υπονομευθεί το κοινωνικό μας μοντέλο»… και θα μπορούσε να προστεθεί ότι αυτό έκανε τους Ευρωπαίους πολίτες πολύ πιο «ευάλωτους» στην αντισυστημική προπαγάνδα δίνοντας μεγάλη ώθηση στην άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων.

Από την εσωτερική υποτίμηση στην καινοτομία

Αυτή η εμπορική δυναμική συνέβαλε στην εμφάνιση σημαντικών ανισορροπιών εντός της ζώνης του ευρώ και στην επακόλουθη κρίση χρέους στις χώρες του Νότου της ΕΕ την περίοδο 2008-2012. Μετά την κρίση, όταν η νότια Ευρώπη δεν μπορούσε να απορροφά στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν τα γερμανικά πλεονάσματα, αυτά κατέληγαν όλο και περισσότερο στις ΗΠΑ. Ανεξάρτητα από τον βαθμό και το εύρος επιβολής των αμερικανικών δασμών, η μοναδική διέξοδος για την Ευρώπη είναι η αλλαγή στρατηγικής: από την ανταγωνιστικότητα που εδράζεται στην εσωτερική υποτίμηση, στην παραγωγικότητα που εδράζεται στην καινοτομία. Η στρατηγική αυτή απαιτεί, αφενός, την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης –ιδιαίτερα αφού η ασθενής ζήτηση ανατροφοδοτεί την αδυναμία της παραγωγικότητας και της καινοτομίας− με ενίσχυση των δημόσιων υποδομών, συμπεριλαμβανομένων της υγείας και της παιδείας, παραγωγικές επενδύσεις και καλύτερες αμοιβές.  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΤΑΞΗΣ

Η είσοδος σε μια φάση ενός «μη-συνεργατικού παιγνίου» στο πεδίο της διεθνούς οικονομίας θα οδηγήσει…

Το άλλο σκέλος, αφετέρου, αφορά τους ενδοευρωπαϊκούς περιορισμούς που θέτουν οι υψηλοί εσωτερικοί φραγμοί και τα ρυθμιστικά εμπόδια στην παραγωγή, τα οποία είναι πολύ πιο επιζήμια για την ανάπτυξη από οποιουσδήποτε δασμούς θα μπορούσαν να επιβάλουν οι ΗΠΑ. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα εσωτερικά εμπόδια της Ευρώπης ισοδυναμούν με δασμούς 45% για τη μεταποίηση και 110% για τις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αγοράς στην οποία δραστηριοποιούνται οι ευρωπαϊκές εταιρείες: το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ΕΕ είναι λιγότερο από το μισό σε σύγκριση με το αντίστοιχο μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ. Το μερίδιο της Ευρώπης στο παγκόσμιο ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο από των ΗΠΑ, ενώ οι αγορές ομολόγων της είναι κατακερματισμένες − υπενθυμίζουμε την έμφαση των Λέττα και Ντράγκι στη διεύρυνση της ενιαίας αγοράς στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Ταυτόχρονα, όπως τόνισε πρόσφατα ο Ντράγκι, «η ΕΕ επέτρεψε σε ρυθμιστικούς κανόνες να διέπουν το πιο καινοτόμο σκέλος των υπηρεσιών −το ψηφιακό− εμποδίζοντας την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εταιρειών τεχνολογίας και μην επιτρέποντας στην οικονομία να ξεκλειδώσει μεγάλα κέρδη παραγωγικότητας. Το κόστος συμμόρφωσης με τον GDPR, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι έχει μειώσει τα κέρδη για τις μικρές ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας έως και 12%. Συνολικά, η Ευρώπη έχει ουσιαστικά αυξήσει τους δασμούς εντός των συνόρων της και ενισχύει τους ρυθμιστικούς κανόνες σ’ έναν τομέα που αποτελεί περίπου το 70% του ΑΕΠ της ΕΕ».  

Ελλείμματα και πλεονάσματα

Το κρισιμότερο, ίσως, «ελάττωμα» στην ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική διευθέτηση είναι ότι, ενώ οι υπερβολικά ελλειμματικές χώρες είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν μέτρα «λιτότητας» –και συνήθως τα εξωτερικά ελλείμματα συνοδεύονται από δημόσια ελλείμματα και αύξηση του δημοσίου χρέους−, δεν προβλέπεται οποιοσδήποτε ουσιαστικός μηχανισμός αντιμετώπισης των υπερβολικών εμπορικών πλεονασμάτων, ιδίως της Γερμανίας. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια αβλεψία, αλλά βρίσκεται, όπως σημειώθηκε παραπάνω, στον πυρήνα της ευρωπαϊκής στρατηγικής. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή θα βοηθήσει στην κατανόηση.

Η ανάγκη για ταυτόχρονη προσαρμογή τόσο των υπερβολικών ελλειμμάτων όσο και των πλεονασμάτων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό, είχε ήδη επισημανθεί στη Διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς το 1944. Η βρετανική πρόταση, γνωστή ως Σχέδιο Κέινς, περιλάμβανε τη δημιουργία μιας Διεθνούς Ένωσης Εκκαθάρισης (International Clearing Union), η οποία αποσκοπούσε στη διόρθωση των ανισορροπιών −στο να εμποδίζει, δηλαδή, τη δημιουργία συστηματικών πλεονασμάτων σε μερικές χώρες και μονίμων ελλειμμάτων σε άλλες− και τη σταθεροποίηση του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Η βρετανική πρόταση απορρίφθηκε από τις ΗΠΑ, οι οποίες επέβαλαν το Σχέδιο Γουάιτ, που εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά τους την εποχή εκείνη. Το επίδικο θέμα αφορούσε τη διαχείριση των εμπορικών πλεονασμάτων. Ο Κέινς και ο Γουάιτ δεν διαφωνούσαν στην αναγκαιότητα διευθέτησης –δηλ. ανακύκλωσης− των εμπορικών πλεονασμάτων, αλλά στο ποιος θα τα ανακύκλωνε. Το Σχέδιο Κέινς πρότεινε ένα αντικειμενικό σύστημα μέσω μιας διεθνούς κεντρικής τράπεζας με τη συμμετοχή όλων των κρατών, ενώ στο Σχέδιο Γουάιτ, που επικράτησε, η ανακύκλωση αυτή γινόταν κατά το δοκούν από τις ΗΠΑ. Όταν οι ΗΠΑ μετατράπηκαν σε μόνιμα ελλειμματική χώρα τη δεκαετία του 1960, λόγω των αδυναμιών που είχε προβλέψει το Σχέδιο Κέινς και στόχευε να διορθώσει, άλλαξαν μονομερώς και το διεθνές νομισματικό σύστημα τον Αύγουστο του 1971, διατηρώντας τον ηγεμονικό ρόλο του δολαρίου και ανακυκλώνοντας πλέον κατά το δοκούν τα πλεονάσματα της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και μετέπειτα της Κίνας. Όπως εκφράστηκε λίγα χρόνια μετά από τον Πολ Βόλκερ, βασικό αρχιτέκτονα της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά το 1971 και μετέπειτα διοικητή της FED «μια ελεγχόμενη αποσύνθεση στην παγκόσμια οικονομία είναι ένας νόμιμος στόχος των ΗΠΑ για τη δεκαετία του 1980…» («a controlled disintegration in the world economy is a legitimate objective of USA for the 1980’s…»). Χρήσιμες υπενθυμίσεις που μας βοηθούν να απομακρυνθούμε από την ακαμψία των ορθόδοξων οικονομικών και τις «υστερικές» αναλύσεις των ημερών.

Η εδραίωση ενός αντίστοιχου μηχανισμού ανακύκλωσης των συστηματικών εμπορικών πλεονασμάτων, κυρίως της Γερμανίας, στην ευρωζώνη αποτελεί πλέον μια επιτακτική αναγκαιότητα. Οι βασικοί θεσμοί που είναι απαραίτητοι για να λειτουργήσει μια σύγχρονη εκδοχή του Σχεδίου Κέινς έχουν ήδη δημιουργηθεί στην ευρωζώνη, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναλαμβάνει τον ρόλο του οργανισμού εκκαθάρισης και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να εκπονεί και να χρηματοδοτεί μαζί με την ΕΚΤ παραγωγικά σχέδια σε ελλειμματικές περιοχές μέσω της έκδοσης ομολόγων. 

Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα

Η τυπική ανάλυση υποδεικνύει ότι η Ελλάδα έχει μικρή εμπορική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, και επομένως θα έχει περιορισμένες άμεσες επιπτώσεις από τους δασμούς, ωστόσο ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα, καθώς μια επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες, και να περιορίσει τις προοπτικές ανάπτυξης. Επιπλέον, η αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές λειτουργεί αποτρεπτικά για τις επενδύσεις.  

Για την Ελλάδα, το κεντρικό ζήτημα είναι η έλλειψη μιας αναπτυξιακής πολιτικής, που αφορά τόσο τη βιομηχανία όσο και τις υπηρεσίες και την πρωτογενή παραγωγή, χωρίς να ξεχνάμε ότι η διαμόρφωση βιομηχανικής πολιτικής σε μια χώρα με αδύναμο τεχνολογικό υπόβαθρο, όπως η Ελλάδα, δεν είναι εύκολο εγχείρημα, ιδιαίτερα σήμερα, που η τεχνολογική πολιτική και η πολιτική ενίσχυσης της γνώσης έγιναν η σύγχρονη εκδοχή βιομηχανικής πολιτικής. 

Βασική επιδίωξη μιας αναπτυξιακής πολιτικής είναι η ενίσχυση της παραγωγικότητας (στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, στα αγροτικά, στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα) και της «διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας, ιδίως των τεχνολογικών/καινοτομικών ικανοτήτων της, η προσαρμογή της στα χαρακτηριστικά του διεθνούς ανταγωνισμού, η επίτευξη ανταγωνιστικής κλίμακας παραγωγής, η δημιουργία υποδομών (υλικών και άυλων, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα και η δημόσια υγεία), η λειτουργία της Δικαιοσύνης, το θεσμικό πλαίσιο, η λειτουργία του κράτους, η γραφειοκρατία και η χαώδης επικάλυψη αρμοδιοτήτων, ο χωροταξικός σχεδιασμός, η διακυβέρνηση σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο κ.ο.κ.

ΟΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ (ΕΕ, ΔΝΤ Κ.Α.), ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΥΡΩ ΣΤΟ 1%, ΕΝΩ ΓΗΡΑΝΣΗ, ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ, ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΘΑ ΒΑΡΑΙΝΟΥΝ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΥΤΗ. ΣΥΝΕΠΩΣ, Η ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΘΕΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΥΤΟ ΤΟ 1% ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ. ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΚΥΡΙΩΣ ΜΕ ΣΤΡΟΦΗ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ, ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΥΠΟΔΟΜΕΣ.

Οι μακροχρόνιες προβλέψεις διεθνών οργανισμών (ΕΕ, ΔΝΤ κ.ά.), αλλά και της κυβέρνησης για τους ρυθμούς μεγέθυνσης και παραγωγικότητας της χώρας είναι γύρω στο 1%, ενώ γήρανση, υπογεννητικότητα, εκπαίδευση, κλιματική αλλαγή, χρέος και ενεργειακό θα βαραίνουν όλο και περισσότερο στη δυναμική αυτή. Συνεπώς, η ανάγκη να βελτιωθεί ουσιαστικά αυτό το 1% είναι σημαντικός όρος επιτυχίας. Όλα αυτά σημαίνουν αλλαγές στο μακροχρόνιο υπόδειγμα άσκησης πολιτικής, κυρίως με στροφή σε επενδύσεις, αποταμίευση, τεχνολογία, εκπαιδευτικό σύστημα, υποδομές. Σε συνδυασμό με το χαμηλότερο επίπεδο επενδύσεων, η σχετικά χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα αναπόφευκτα επηρεάζει δυσμενώς την παραγωγικότητα και το βιοτικό επίπεδο μακροπρόθεσμα. Οι αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν ένα εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, πεδίο δημόσιας πολιτικής, που απαιτείται να συμπληρώσει την αναγκαία αναπτυξιακή στρατηγική.

Το κύριο ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τεχνοκρατικής φύσης. Πηγάζει από το μοντέλο οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων και την οικονομική δομή του, με κεντρικά στοιχεία όχι τόσο το εύρος της κρατικής παρουσίας στην οικονομία, όσο τον ρόλο της, τις διευρυμένες πελατειακές σχέσεις, την κρατικά προστατευμένη εισοδηματική στρατηγική των οικογενειών και την προσοδοθηρία. Την περιττή οξύτητα της μεταρρυθμιστικής μονομέρειας των δυο πρώτων μνημονίων ακολούθησε η ουσιαστική ακύρωση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που πέτυχε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με το δικό της μνημόνιο. Αυτό το μεταρρυθμιστικό moratorium επέλεξε να μην ανατρέψει και η επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ, καταφέρνοντας να εκφράσει διάσπαρτα τμήματα μιας κατακερματισμένης μεσαίας τάξης, τροποποιώντας ορισμένους όρους της κοινωνικής συμφωνίας που παρέλαβε χωρίς όμως να την κατεδαφίσει.  

Το μεγάλο διακύβευμα της πολιτικής σήμερα –και εν πολλοίς το πολιτικό αδιέξοδο− απορρέει από μια δύσκολη κοινωνική πραγματικότητα: Δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στην «κανονικότητα» των προηγούμενων δεκαετιών. 

*Ο Ηλίας Κικίλιας είναι οικονομολόγος, δ/ντης Ερευνών ΕΚΚΕ, γεν. δ/ντής ΙΝΣΕΤΕ.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ