Τουλάχιστον 3 χαρακτήρες

ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΩΣ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ

Οι κρίσιμες πρώτες ύλες ως βάση της στρατηγικής αυτονομίας
Η Οικονομική Επιθεώρηση παραθέτει τα συμπεράσματα της δεύτερης «μεγάλης συζήτησης» στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, η οποία ασχολήθηκε με το θέμα των κρίσιμων πρώτων υλών και της στρατηγικής αυτονομίας. 

Η ένατη ετήσια συνάντηση του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Απρίλη στον αποκαλούμενο «ομφαλό της Γης», εγκαινίασε ένα νέο είδος μελλοντοστραφών και στοχευμένων συζητήσεων. Πρόκειται για τις λεγόμενες «μεγάλες συζητήσεις», στο πλαίσιο των οποίων οι συμμετέχοντες επιχείρησαν να χαρτογραφήσουν τις μεγάλες προκλήσεις αλλά και τις ευκαιρίες που θα ανακύψουν τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Μετά την παρουσίαση των συμπερασμάτων της πρώτης εξ αυτών, που αφορούσε το δημογραφικό, στο τεύχος του περασμένου Ιουνίου, η Οικονομική Επιθεώρηση παραθέτει τα συμπεράσματα της δεύτερης, η οποία ασχολήθηκε με το θέμα των κρίσιμων πρώτων υλών και της στρατηγικής αυτονομίας. 

Το 2024 σηματοδοτεί ένα κρίσιμο έτος για τους ορυκτούς πόρους. Οι θεμελιώδεις πυλώνες της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκονται σε αναδιαμόρφωση, με τη γεωπολιτική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη να συνδέονται άρρηκτα με την παραγωγή, εξάρτηση ή επάρκεια ως προς τις κρίσιμες πρώτες ύλες (CRM). Ο τομέας αυτός έχει κεντρική θέση στους εθνικούς και ευρωπαϊκούς πολιτικούς σχεδιασμούς, με τις πρόσφατες παγκόσμιες εξελίξεις να αναδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη για μεγαλύτερη δράση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως πρωταρχικό της στόχο την επίτευξη της στρατηγικής της αυτονομίας και την προαγωγή της πράσινης και τεχνολογικής μετάβασης. Η επιτυχία τους περνά μέσα από τις κρίσιμες πρώτες ύλες, και συγκεκριμένα την εξασφάλιση της επάρκειάς τους. Σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η πρόταση κανονισμού «Critical Raw Materials Act» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία φιλοδοξεί να αποτελέσει το εργαλείο για τη βελτίωση της πρόσβασης σε κρίσιμες πρώτες ύλες για το σύνολο της Ένωσης. Η Ελλάδα καταλαμβάνει ξεχωριστή θέση σε αυτή την προσπάθεια και καλείται να επαναξιολογήσει τον ρόλο της. 

Εντούτοις, ο κλάδος αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Οι ειδικοί καλούν την Ένωση για ακόμα αποτελεσματικότερη δράση και προειδοποιούν για τα κόστη της πράσινης και τεχνολογικής μετάβασης. Στην Ελλάδα, έχει παρουσιαστεί το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο αναδεικνύει τη σημασία των ορυκτών πόρων και σηματοδοτεί την ευκαιρία καλύτερης αξιοποίησης του τομέα αυτού, ο οποίος δύναται να είναι καταλύτης ανάπτυξης της οικονομίας. Με τη στήριξη της ΕΕ, η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να αξιοποιήσει τον πλούτο των ορυκτών πρώτων υλών και να προωθήσει μια βιώσιμη μεταρρύθμιση της μεταλλευτικής βιομηχανίας. Με στρατηγικούς στόχους και με συγκεκριμένα μέτρα, η χώρα δύναται να βρεθεί στον δρόμο της πράσινης και αειφόρου ανάπτυξης. 

ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΤΟΠΙΟ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΝΩ ΕΝΤΟΝΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΕΝΑ «ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟ» ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΠΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ. ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΥΤΟ, Η ΕΥΡΩΠΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΣΜΕΝΗ ΘΕΣΗ, ΚΑΘΩΣ Η ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΡΙΣΙΜΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΥΠΕΡΤΕΡΕΙ ΤΗΣ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ. ΑΥΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ, ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΑΝΕΠΑΡΚΩΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΗ ΣΤΙΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ.

Εξάρτηση από κρίσιμες πρώτες ύλες: Πρόσκληση για την ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά την εξάρτησή της από κρίσιμες πρώτες ύλες. Η κατανόηση του βαθμού εξάρτησης είναι πρωταρχικής σημασίας και παράλληλα αιτιολογεί και την ανάγκη διερεύνησης εναλλακτικών πηγών. Το παγκόσμιο τοπίο έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια, ενώ έντονη είναι η τάση προς ένα «πολυπολικό» παγκόσμιο σύστημα, που παρεκκλίνει από τους παραδοσιακούς κανόνες της παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρώπη βρίσκεται σε δυσμενή θέση, καθώς η κατανάλωση κρίσιμων πρώτων υλών υπερτερεί της εγχώριας παραγωγής της. Αυτό αποτελεί και μια αντανάκλαση των στρατηγικών επιλογών του παρελθόντος, που την κατέστησαν ανεπαρκώς προστατευμένη στις παγκόσμιες γεωπολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις. 

Η μεταμόρφωση της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες, που την έχει καταστήσει πρωτοπόρο στον τομέα αυτό, ο ανταγωνισμός με τις ΗΠΑ και ο αναδυόμενος προστατευτισμός, ωθεί έτι περαιτέρω την Ευρώπη προς την εύρεση εναλλακτικών σχεδίων με ταυτόχρονη επαναξιολόγηση της θέσης της στην παγκόσμια σκηνή. 

Η κυριαρχία της Κίνας στην παραγωγή και διανομή σπάνιων γαιών υπερτονίζει την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας στη Γηραιά Ήπειρο. Η ΕΕ διαθέτει το ανθρώπινο κεφάλαιο και το κατάλληλα εκπαιδευμένο και μορφωμένο δυναμικό που είναι απαραίτητο για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ωστόσο, χρήζει μεγαλύτερων επενδύσεων, ευέλικτων πολιτικών και μηχανισμών υποστήριξης. Παρά τις εξωτερικές προκλήσεις και τις γεωπολιτικές εντάσεις, η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της τρέχουσας κατάστασής μας και των μελλοντικών μας φιλοδοξιών παραμένει επιτακτική ανάγκη για την ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική.

Ο νόμος της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες: Πορεία προς την αειφορία και την καινοτομία

Στο παραπάνω πλαίσιο, η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Critical Raw Materials Act» περί κρίσιμων πρώτων υλών σηματοδοτεί ένα σημαντικό ορόσημο στην προσπάθεια της ΕΕ για βιωσιμότητα και αποδοτικότητα των πόρων. Ο νόμος βάζει τις πολιτικές βάσεις ως προς τις κρίσιμες πρώτες ύλες, θεμελιώνει τον κατάλογο με τις 34 ύλες που θεωρεί κρίσιμες, και θέτει φιλόδοξους στόχους, όπως η απαίτηση για κάλυψη του 25% της ετήσιας κατανάλωσης κρίσιμων πρώτων υλών μέσω της ανακύκλωσης. Ωστόσο, εγείρονται στον τομέα ερωτήματα σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις του ρυθμιστικού πλαισίου. 

Δεδομένης της περίπλοκης και υπερκρατικής φύσης της αλυσίδας αξίας των πρώτων υλών, το ενιαίο πλαίσιο της Ένωσης αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια θετική εξέλιξη. Τα κράτη-μέλη από μόνα τους δεν είναι ικανά να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα και τις διακοπές της εφοδιαστικής αλυσίδας, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη συνεκτική ρυθμιστική προσέγγιση που πλέον ενσωματώνεται στον νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών.

Ωστόσο, πρέπει να ξεπεραστούν πολλές προκλήσεις για να διασφαλιστεί η επιτυχία του νόμου. Η κυριότερη μεταξύ αυτών είναι η απουσία βάσης ή σημείου εκκίνησης για τον στόχο ανακύκλωσης του 25%. Χωρίς ακριβή δεδομένα σχετικά με τη διαθεσιμότητα κρίσιμων πρώτων υλών σε βασικές ροές αποβλήτων, όπως τα ηλεκτρονικά απόβλητα και οι μπαταρίες, ο καθορισμός ρεαλιστικών στόχων καθίσταται προβληματικός. Επιπλέον, οι τρέχουσες τεχνολογίες ανακύκλωσης συχνά αποτυγχάνουν να καλύψουν τις ιδιαιτερότητες των κρίσιμων πρώτων υλών, περιπλέκοντας περαιτέρω τα πράγματα.

Για να ξεπεραστούν οι προκλήσεις, ο νόμος πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε πολλά βασικά μέτρα. Πρώτον, ο εξορθολογισμός των διασυνοριακών στρατηγικών έργων και η απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης αποτελούν ουσιαστικά βήματα για την ενθάρρυνση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Η μεγάλη διάρκεια και η πολυπλοκότητα των διαδικασιών αδειοδότησης συχνά αποθαρρύνουν τους επενδυτές, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ταχείες διαδικασίες. Δεύτερον, η ανάπτυξη μιας ισχυρής αγοράς της Ένωσης για ανακυκλωμένες κρίσιμες πρώτες ύλες είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας. Όλα τα κράτη-μέλη, αλλά και η Επιτροπή, πρέπει να επιδείξουν αξιοπιστία και συνέπεια στην εκτέλεση κρίσιμων καθηκόντων, όπως ο ορισμός ενιαίων σημείων επαφής για τους επενδυτές και η διάθεση επαρκών πόρων για την υποστήριξη πολύπλοκων διαδικασιών.

Επιπλέον, η εναρμόνιση του νόμου περί κρίσιμων πρώτων υλών με τις υφιστάμενες οδηγίες σχετικά με τις ροές αποβλήτων αποτελεί πρόκληση. Ωστόσο, με κατάλληλο συντονισμό και δέσμευση, η Ευρώπη μπορεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της και να συμβάλει σημαντικά στην παγκόσμια ζήτηση. Για παράδειγμα, η Ευρώπη παράγει περίπου 10 εκατ. τόνους ηλεκτρονικών αποβλήτων ετησίως, με τη δυνατότητα να επιτύχει ποσοστό ανακύκλωσης 85% και να συμβάλει κατά 25% στην παγκόσμια ζήτηση.

Συμπερασματικά, λοιπόν, ενώ ο νόμος περί κρίσιμων πρώτων υλών προσφέρει ένα πολλά υποσχόμενο πλαίσιο για την προώθηση της βιωσιμότητας και της καινοτομίας, η αντιμετώπιση βασικών προκλήσεων και η διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής είναι καθοριστικής σημασίας για την πλήρη αξιοποίηση της δυναμικής του.

Επενδύσεις και καινοτομία στον τομέα των πρώτων υλών:  Ευρωπαϊκή προοπτική

Οι επενδύσεις στον τομέα των πρώτων υλών εξαρτώνται από πολλούς κρίσιμους παράγοντες: την παρουσία βιώσιμων καταθέσεων, τη ζήτηση της αγοράς και την οικονομική σκοπιμότητα. Ωστόσο, η αντιμετώπιση αυτών των παραγόντων απαιτεί τη στροφή προς ένα τεχνολογικό μοντέλο που θα δίνει προτεραιότητα στη βιωσιμότητα και την προστασία του περιβάλλοντος. Η μετάβαση σε ένα τέτοιο μοντέλο παρουσιάζει τρομερές προκλήσεις, δεδομένου του τεράστιου κόστους που συνεπάγεται.

Παρόλο που η ελκυστικότητα των επενδύσεων στον τομέα αυξάνεται, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με σκληρό εξωτερικό ανταγωνισμό, ιδίως στις δραστηριότητες του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Κατά συνέπεια, ένα σημαντικό μέρος −35%− του όγκου παραγωγής πρώτων υλών εξέρχεται από την ΕΕ, επιδιώκοντας πιο οικονομικά αποδοτικές επιλογές αλλού, εκτός της Ένωσης. Αυτό είναι κρίσιμο και διαστρεβλώνει τον ανταγωνισμό. 

Η επίτευξη του θεμιτού και ανοιχτού ανταγωνισμού με ταυτόχρονη διευκόλυνση των απαραίτητων μεταβάσεων θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις και συντονισμένες προσπάθειες. Αυτό περιλαμβάνει τη διερεύνηση εναλλακτικών μεθόδων για την παραγωγή αδρανών υλικών, καθώς η ανακύκλωση από μόνη της δεν μπορεί να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση εν μέσω των συνεχιζόμενων κατασκευαστικών δραστηριοτήτων και της μακροζωίας των υλικών. 

Επιπρόσθετα, η έννοια των «πράσινων αδρανών» και της ουδέτερης από άνθρακα παραγωγής αντιπροσωπεύει μια πολλά υποσχόμενη οδό για τον μετριασμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αν και με σημαντικό κόστος. Ο δρόμος για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών και βιώσιμων πρακτικών είναι γεμάτος προκλήσεις, που απαιτούν ένα ισχυρό επενδυτικό πλαίσιο και ένα σαφές όραμα για το μέλλον της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Ο ρόλος των αδρανών υλικών στην ευρωπαϊκή μεταποιητική και βιομηχανική πολιτική

Τα αδρανή υλικά αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής κατασκευαστικής δραστηριότητας. Διαδραματίζουν έναν απαραίτητο ρόλο στη διατήρηση του βιομηχανικού της τομέα. Ο κατασκευαστικός κλάδος από μόνος του συνεισφέρει περίπου το 9% στο ΑΕΠ της ΕΕ, με τα αδρανή υλικά να χρησιμεύουν ως καθοριστικός έμμεσος παράγοντας. Για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της βιομηχανικής μας βάσης, η Ευρώπη απαιτεί ετήσια προσφορά περίπου 3 δισ. τόνων λατομικών υλικών, καθιστώντας τα το δεύτερο πιο χρησιμοποιούμενο υλικό μετά το νερό. Η ζήτηση αυτή είναι σημαντική, και υπολογίζεται σε 40 δισ. τόνους παγκοσμίως, εκ των οποίων στην Ευρώπη φτάνουν τα 3 δισ., στις ΗΠΑ τα 2,5 δισ., στην Κίνα τα 18 δισ. και στην Ινδία τα 7 δισ. Σε ατομικό επίπεδο, κάθε Ευρωπαίος πολίτης χρειάζεται περίπου 6 τόνους από αυτά τα υλικά ετησίως.

Η προμήθεια αυτών των υλικών θέτει κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Με περισσότερα από 26.000 λατομεία που προσφέρουν άμεσες ευκαιρίες απασχόλησης, η βιώσιμη εξόρυξη και αξιοποίηση αυτών των πόρων αποκτά πρωταρχική σημασία. Επιπλέον, πολλές βιομηχανικές διεργασίες συνδέονται περίπλοκα με ορυκτούς πόρους, υπογραμμίζοντας περαιτέρω τη στρατηγική τους σημασία.

Η αναζήτηση για αυτάρκεια σε πρώτες ύλες διαμορφώνει ολοένα και περισσότερο τις ευρωπαϊκές μεταποιητικές πολιτικές. Αυτή η μετάβαση από την οικονομική ανταγωνιστικότητα στη στρατηγική αυτονομία υπογραμμίζει τη σημασία της διασφάλισης της πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας των αλυσίδων εφοδιασμού. Επίσης, η επιτακτική ανάγκη της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης απαιτεί έναν μεγάλης κλίμακας μετασχηματισμό της βιομηχανικής παραγωγής, με έμφαση στις τεχνολογίες χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα και την ψηφιακή καινοτομία.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις που περιγράφονται στον νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η παγκόσμια ζήτηση για ορισμένα υλικά πρόκειται να εκτοξευθεί στα ύψη, με το λίθιο για παράδειγμα να αναμένεται να αυξηθεί σχεδόν 90 φορές και τις σπάνιες γαίες 10 φορές έως το 2050. Αυτή η αυξανόμενη ζήτηση υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για διαφοροποίηση της Ευρώπης ως προς τις εφοδιαστικές αλυσίδες και την ενίσχυση των εγχώριων δραστηριοτήτων εξόρυξης, τηρώντας παράλληλα τις βέλτιστες πρακτικές για εξερεύνηση, ανάκτηση και ανακύκλωση. Επιπλέον, η κρίση αυτάρκειας παρουσιάζει μια ευκαιρία για καινοτομία και επενδύσεις σε εναλλακτικές λύσεις, όπως η δευτερογενής ανάκτηση από την ανακύκλωση, η επεξεργασία ορυκτών αποβλήτων και η ενισχυμένη αποδοτικότητα χρήσης.

Συνοπτικά, η στρατηγική σημασία των αδρανών υλικών στην ευρωπαϊκή οικοδομική δραστηριότητα είναι κρίσιμη. Η βιώσιμη προμήθειά τους, σε συνδυασμό με προορατικές πολιτικές που στοχεύουν στη διασφάλιση της αυτάρκειας και της καινοτομίας, είναι ουσιαστικής σημασίας για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας, την επίτευξη των κλιματικών στόχων και την προώθηση ενός ανθεκτικού βιομηχανικού τομέα.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΟΝ ΟΡΥΚΤΟ ΠΛΟΥΤΟ ΤΗΣ. ΑΥΤΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΣΕ 72 ΔΙΣ. ΕΥΡΩ, ΜΕΣΩ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΕΞΟΡΥΞΗΣ. Η ΕΝΘΑΡΡΥΝΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ, ΤΟΣΟ ΕΓΧΩΡΙΩΝ ΟΣΟ ΚΑΙ ΞΕΝΩΝ, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΘΑ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΘΑ ΠΡΟΩΘΗΣΕΙ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. ΥΙΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 2006, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΚΥΚΛΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.

Διασφάλιση του οικονομικού μέλλοντος της Ευρώπης

Είναι σαφές ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή πρόκληση, καθώς παλεύει με την περίπλοκη αλληλεπίδραση των οικονομιών της και της διαθεσιμότητας κρίσιμων πρώτων υλών. Ο προσδιορισμός των 34 κρίσιμων πρώτων υλών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνει τη σοβαρότητα της κατάστασης, με τις εισαγωγές να αποτελούν σημαντικό μέρος της καθώς οι δείκτες εξάρτησης ξεπερνούν το 80% σε 19 από τις ύλες και το 100% σε 11. Αυτή η εξάρτηση θέτει σε κίνδυνο το βιομηχανικό τοπίο της Ευρώπης, με περίπου 3,3 τρις ευρώ −23% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ− να συνδέονται με αυτά τα υλικά. Ωστόσο, η εξάρτηση από εισαγωγές από χώρες με αποκλίνοντα γεωπολιτικά συμφέροντα, όπως η Κίνα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Αυστραλία, η Τουρκία και η Ρωσία, προσθέτει ένα άλλο επίπεδο πολυπλοκότητας και ευπάθειας στην οικονομική σταθερότητα της Ευρώπης.

Η Ιταλία, για παράδειγμα, είναι βαθιά ριζωμένη σε αυτή την εξάρτηση, με το 38% του ΑΕΠ της να συνδέεται με κρίσιμες πρώτες ύλες, που ανέρχεται σε 700 δισ. ευρώ βιομηχανικής παραγωγής. Ο νόμος για τις πρώτες ύλες αναδεικνύεται, έτσι, ως μια κρίσιμη πρωτοβουλία για τη διόρθωση αυτής της ανισορροπίας και την τοποθέτηση της Ευρώπης για ένα πιο ασφαλές και βιώσιμο μέλλον. Η γεφύρωση του χάσματος σε σύγκριση με άλλους γεωπολιτικούς παίκτες απαιτεί μεταξύ άλλων και συντονισμένες προσπάθειες για την ενίσχυση των ποσοστών ανακύκλωσης, τα οποία επί του παρόντος εξασθενούν κάτω από το 10% για 26 από τις 34 κρίσιμες πρώτες ύλες.

Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων μπορεί να έρθει και μέσα από πρακτικές και βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις με εστίαση σε τομείς όπου η Ευρώπη διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως τα απόβλητα από ηλεκτρικό εξοπλισμό. Η υποδειγματική απόδοση της Ιταλίας στην οργάνωση συστημάτων συλλογής υπογραμμίζει τη δυνατότητα για σημαντικά κέρδη στους ρυθμούς ανακύκλωσης και στην εξόρυξη κρίσιμων πρώτων υλών. Με την ευαισθητοποίηση του κοινού και την υπέρβαση του συνδρόμου «Not In My Back Yard», η Ευρώπη μπορεί να ξεκλειδώσει τεράστιες ευκαιρίες για ανάπτυξη και να μειώσει την εξάρτησή της από εξωτερικούς προμηθευτές.

Το νέο αυτό πλαίσιο αποτελεί σημαντική ευκαιρία και για την Ελλάδα, με αρκετές κρίσιμες πρώτες ύλες να φέρουν την ελληνική σημαία. Ειδικότερα, ορυκτά όπως το γάλλιο και ο βωξίτης ξεχωρίζουν. Αυτό δείχνει τις δυνατότητες της Ελλάδας στον στρατηγικό χώρο των μετάλλων, που πρέπει με σωστές παρεμβάσεις να αξιοποιηθούν.

Συμπερασματικά, η εξασφάλιση βιώσιμου εφοδιασμού κρίσιμων πρώτων υλών δεν αποτελεί μόνο οικονομική επιταγή, αλλά και στρατηγική αναγκαιότητα για τη μακροπρόθεσμη ευημερία της Ευρώπης. Ο νόμος για τις πρώτες ύλες παρέχει το πλαίσιο δράσης, αλλά οι συντονισμένες προσπάθειες, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο, είναι απαραίτητες για την επιτυχία του και τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας και ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.

Η πορεία της Ελλάδας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη

Η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να αξιοποιήσει τον ορυκτό πλούτο της. Αυτός υπολογίζεται σε 72 δισ. ευρώ, μέσω εξερεύνησης και υπεύθυνων πρακτικών εξόρυξης. Η ενθάρρυνση περαιτέρω επενδύσεων, τόσο εγχώριων όσο και ξένων, όχι μόνο θα ενισχύσει τον στόχο για τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, αλλά και θα προωθήσει τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης. Υιοθετώντας τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης από το 2006, η ελληνική μεταλλευτική βιομηχανία αποτελεί παράδειγμα κυκλικής οικονομίας. Δίνοντας προτεραιότητα στην περιβαλλοντική διαχείριση και στη χρήση της γης μετά την εξόρυξη, όπως η μετατροπή πρώην μεταλλευτικών τοποθεσιών σε αμπελώνες ή γεωλογικά ορόσημα, η Ελλάδα επιδεικνύει την αφοσίωσή της στη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας των πόρων και στην ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Στην Ελλάδα, επίσης, τα δευτερογενή κοιτάσματα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπογενών συσσωρεύσεων από προηγούμενες διεργασίες, παίζουν σημαντικό ρόλο. Η μόχλευση αυτών των δευτερευόντων πόρων δείχνει τη δέσμευση της Ελλάδας να επιτύχει περισσότερα από λιγότερα − μια αρχή αναπόσπαστη για την προώθηση μιας κυκλικής οικονομίας και την ικανοποίηση της ζήτησης της Ευρώπης για βιώσιμες λύσεις.

Επιπρόσθετα, το γεωλογικό πλεονέκτημα της Ελλάδας προσφέρει ένα σημαντικό απόθεμα μεταλλευμάτων, παρέχοντας ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που περιμένει να αξιοποιηθεί πλήρως. Ενώ η χώρα διαθέτει σημαντικούς πόρους σε βωξίτη και χαλκό, η αποτελεσματική αξιοποίηση του πλήρους δυναμικού τους απαιτεί στρατηγικά μέτρα. Η θέσπιση συγκεκριμένων θεσμικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων των βελτιωμένων διαδικασιών αδειοδότησης και των ενισχυμένων ερευνητικών πρωτοβουλιών, είναι επιτακτική. Μειώνοντας τα γραφειοκρατικά εμπόδια και προσφέροντας οικονομικά κίνητρα, η Ελλάδα μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις ζωτικής σημασίας για την κεφαλαιοποίηση του ορυκτού της πλούτου, ενισχύοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη και προσθέτοντας ουσιαστική αξία στην εθνική οικονομία.

Οι διακοπές της εφοδιαστικής αλυσίδας αποτελούν μια ευκαιρία για την Ελλάδα να διεκδικήσει τον ρόλο της στην κάλυψη της ζήτησης της Ευρώπης για κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες. Με τη δυνατότητα να καλύψει το 10% των αναγκών της ΕΕ, η εξορυκτική βιομηχανία της Ελλάδας είναι έτοιμη να συνεισφέρει σημαντικά. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση αυτής της δυναμικής εξαρτάται από την υπέρβαση βασικών προκλήσεων, όπως η ενίσχυση των ερευνητικών προσπαθειών, η επίσπευση των διαδικασιών αδειοδότησης και η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης. Η ενίσχυση των ρυθμιστικών φορέων και η διασφάλιση της ικανότητάς τους να επιβλέπουν αποτελεσματικά τις εξορυκτικές δραστηριότητες είναι ζωτικής σημασίας βήματα προς την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας προς όφελος της Ευρώπης.

Με αυτά τα δεδομένα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει δεσμευθεί για 1) τον εξορθολογισμό των ρυθμιστικών κανόνων και του μεταλλευτικού κώδικα, 2) τη συντόμευση στους χρόνους αδειοδότησης (δύο χρόνια), 3) την επαναξιολόγηση των όρων και των κανόνων της εξορυκτικής δραστηριότητας εντός των περιοχών «Natura 2000», με εφαρμογή των πλέον σύγχρονων κανόνων της ΕΕ, αλλά και με δεδομένο ότι η εξορυκτική διαδικασία δεν πρέπει να είναι εις βάρος του περιβάλλοντος, χωρίς όμως να δεσμεύονται μεγάλες ποσότητες ορυκτών εκμεταλλεύσιμων πόρων σε τέτοιες περιοχές και τέλος 4) τη νέα και εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό και την αξιοποίηση νέων κοιτασμάτων ορυκτών πρώτων υλών.

Χάραξη της πορείας της Ευρώπης προς τη στρατηγική αυτονομία σε κρίσιμες πρώτες ύλες

Οι κρίσιμες πρώτες ύλες είναι για την Ευρώπη… κρίσιμες όχι μόνο για την οικονομική της ευημερία, αλλά και για τη μετάβαση προς τη βιώσιμη ενέργεια και τις ψηφιακές τεχνολογίες. Έργα όπως αυτό στις Σκουριές Χαλκιδικής αποτελούν παράδειγμα της δυνατότητας αναμόρφωσης του τοπίου των πρώτων υλών της Ευρώπης, ιδιαίτερα στην παραγωγή χαλκού, που είναι ζωτικής σημασίας για την ενέργεια και την ψηφιακή μετάβαση. Ωστόσο, η απελευθέρωση αυτού του δυναμικού απαιτεί ένα ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο που θα εναρμονίζει τις βέλτιστες πρακτικές εντός και εκτός Ευρώπης, εξισορροπώντας την ανταγωνιστικότητα με την περιβαλλοντική ευθύνη.

Η στρατηγική αυτονομία της ΕΕ στις κρίσιμες πρώτες ύλες και η διασφάλιση της βιώσιμης αλυσίδας εφοδιασμού είναι ένα εγχείρημα δύσκολο. Ένα εγχείρημα που απαιτεί μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό, πόρους και σωστή προετοιμασία. Ενώ η αυτονομία από παγκόσμιους προμηθευτές μπορεί να μην είναι εφικτή, ο στρατηγικός σχεδιασμός και η συνεργασία μπορούν να μετριάσουν τους κινδύνους και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της Ευρώπης. Σε αυτό είναι πολύ σημαντικό τα ρυθμιστικά πλαίσια να ευθυγραμμίζονται με τις στρατηγικές κυκλικής οικονομίας και τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς για την προώθηση της καινοτομίας και των βιώσιμων αλυσίδων αξίας. 

Επιπλέον, οι τεχνολογικές εξελίξεις στην ανακύκλωση απαιτούν τη συνεχή βελτίωση για να πληρούνται οι προδιαγραφές προϊόντων και για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική ανάκτηση υλικών. Η μετάβαση προς τον οικολογικό σχεδιασμό και τη βιομηχανική συμβίωση προσφέρει διέξοδο για την αύξηση της παραγωγικότητας της ανακύκλωσης και την προώθηση της καινοτομίας. Εδώ η κυκλική οικονομία αναδεικνύεται επίσης ως καίριος παράγοντας στη δημιουργία βιώσιμων αλυσίδων αξίας. Ενώ η ανακύκλωση προσφέρει περιβαλλοντικά οφέλη, η εξόρυξη παραμένει αναπόφευκτη, με έμφαση στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα. Ο στρατηγικός σχεδιασμός και η συντονισμένη προσπάθεια προς τις αρχές της κυκλικής οικονομίας μπορούν να οδηγήσουν την Ευρώπη προς μεγαλύτερη αυτονομία σε κρίσιμες πρώτες ύλες, ενισχύοντας τόσο την οικονομική ευημερία όσο και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

Σφυρηλάτηση της ηγετικής θέσης της Ευρώπης στις στρατηγικές πρώτες ύλες

Η Ευρώπη θα μπορούσε να διεκδικήσει μια ηγετική θέση στις στρατηγικές πρώτες ύλες. Αυτό όμως χρειάζεται στοχευμένη και πραγματιστική δράση, βασισμένη σε ένα μακροπρόθεσμο όραμα που θα υπερβαίνει τα παραδοσιακά παραδείγματα. Με σωστή προτεραιοποίηση, όπως για παράδειγμα το σχέδιο να καταστεί πρωτοπόρος στην παραγωγή μαγνητών, η Ευρώπη μπορεί να συντονίσει τόσο τις προσπάθειες όσο και τους πόρους της για την επιτυχία των στόχων της. Αυτό απαιτεί ευθυγράμμιση μεταξύ των κρατών-μελών, καθώς και την ανάπτυξη μιας ισχυρής δευτερογενούς αγοράς για τη διασφάλιση της ασφάλειας κρίσιμων υλικών, όπως είναι για παράδειγμα το οξείδιο του νεοδυμίου.

Η κατανόηση της στρατηγικής υπεροχής της Κίνας υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για την Ευρώπη να επανεξετάσει ολόκληρη τη στρατηγική της θέση, όχι μόνο σε κρίσιμες πρώτες ύλες, αλλά σε οικονομικές και γεωπολιτικές διαστάσεις. Αυτό το εγχείρημα απαιτεί προορατική διαφοροποίηση, καινοτομία και σταθερή δέσμευση στις αρχές της κυκλικότητας. Απαιτεί επίσης συντονισμένες προσπάθειες για να καταστεί ο τομέας των πρώτων υλών πιο ελκυστικός για τις νεότερες γενιές μέσω πρωτοβουλιών αναβάθμισης των δεξιοτήτων τους.

Το σημαντικότερο είναι ότι η Ευρώπη πρέπει να εξασφαλίσει τις απαραίτητες επενδύσεις για την τεχνολογική πρόοδο και τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς της πράσινης μετάβασης. Ένα σταθερό και καθορισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, εναρμονισμένο σε όλους τους τομείς, είναι πρωταρχικής σημασίας για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και την προώθηση της καινοτομίας. Αξιοποιώντας το στρατηγικό πλαίσιο που καθιέρωσε η κυκλική οικονομία, η Ευρώπη μπορεί να χαράξει μια πορεία προς τη βιώσιμη ηγεσία στις στρατηγικές πρώτες ύλες, οδηγώντας την οικονομική ευημερία και προστατεύοντας παράλληλα τον πλανήτη.

*Στη «μεγάλη συζήτηση» για τις κρίσιμες πρώτες ύλες συμμετείχαν οι Μαρκ Ραχωβίδης, επίτιμος Πρόεδρος της Euromines, Αντώνης Λατούρος, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αδρανών Υλικών – Λατομείων, Ευθύμιος Βιδάλης, πρώην Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΣΕΒ, Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, Χρήστος Μπαλάσκας, Πρόεδρος της Ελληνικός Χρυσός και Αντιπρόεδρος της Eldorado Gold για την Ελλάδα, Αθανάσιος Κεφάλας, Πρόεδρος της IMERYS Greece, Διονύσης Γκουτής, Γενικός Διευθυντής της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, Δημήτρης Λιανός, Plant Manager στην Heidelberg Materials Hellas και ο Rolf Kuby, Γενικός Διευθυντής της Euromines. Tον συντονισμό είχαν ο Δημήτρης Βέργαδος, Διευθυντής του Τομέα ΜΜΕ και Ενημέρωσης του ΣΕΒ, και η Μαρίνα Πρωτονοτάριου, δημοσιογράφος του mononews.gr. 





ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ