ΟΙ ΣΩΣΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
- 24.10.23 09:45
Ο διάλογος για τα στεγαστικά προβλήματα, ιδιαίτερα των νέων οικογενειών που μένουν στο ενοίκιο, δεν είναι τόσο νέο φαινόμενο στην Ευρώπη. Την τελευταία δεκαετία τα θέματα αυτά επανέρχονται σταθερά στη δημόσια σφαίρα, ειδικά όσον αφορά τις μεγάλες πόλεις και την αξιοποίηση πολλών ακινήτων ως τουριστικά καταλύματα. Πολλές πόλεις στον ανεπτυγμένο κόσμο, από το Βερολίνο μέχρι τη Νέα Υόρκη και τη Βαρκελώνη, αναζητούν και πειραματίζονται με τρόπους περιορισμού των βραχυχρόνιων μισθώσεων και ενίσχυσης των νοικοκυριών που ζουν στο ενοίκιο. Παράλληλα, η κλιματική κρίση επιβάλλει να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που ζούμε και καταναλώνουμε ενέργεια στα σπίτια μας − είναι, επομένως, φυσικό ότι οι αντίστοιχες επενδύσεις ενθαρρύνονται, ενώ εκ των πραγμάτων επιβάλλονται περιορισμοί στην αλόγιστη επέκταση των πόλεων.
Το πρόβλημα και οι ενστάσεις
Ο διάλογος αυτός αφορά και την Ελλάδα, μια χώρα με πολύ τουρισμό και ταυτόχρονα με πολλά ενεργειακά σπάταλα κτίρια, καθώς και με τον υψηλότερο αριθμό κατοικιών ανά κάτοικο στον ΟΟΣΑ. Την ίδια στιγμή το κόστος στέγασης στην Ελλάδα, αναλογικά με το εισόδημα, είναι το πιο υψηλό στην Ευρωπαϊκή Ένωση: 34% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών για το 2022 σύμφωνα με τη Eurostat, ενώ πολύ πρόσφατα είχε φτάσει κοντά στο 37%. Αξίζει να δούμε μερικά ακόμα χαρακτηριστικά, που βοηθούν κάποιον να καταλάβει πού ακριβώς υπάρχει πρόβλημα. Στις πόλεις, περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά πλήρωναν το 2021 περισσότερο από 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση − επίσης το πιο μεγάλο ποσοστό στην ΕΕ. Τα πιο φτωχά νοικοκυριά φαίνεται να έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα: σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών χωρίς ιδιόκτητη κατοικία πληρώνει 43% (διάμεση τιμή) του εισοδήματός του στο ενοίκιο.
Η παραπάνω δυσάρεστη εικόνα, πέρα από το άμεσο πρόβλημα, φέρνει μαζί της και εντάσεις που ίσως δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί σε πλήρη έκταση. Στην Ελλάδα περίπου 6 στους 10 ιδιοκατοικούν, ενώ περισσότεροι από 7 στους 10 είναι ιδιοκτήτες κάποιου ακινήτου − τα ακίνητα αποτελούν περίπου το 70% της περιουσίας του μέσου νοικοκυριού. Με την αύξηση των ενοικίων τα τελευταία χρόνια, η πλειοψηφία βλέπει την αξία της περιουσίας της να αυξάνεται σημαντικά, ενώ οι υπόλοιποι δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο, αλλά και απομακρύνονται από την προοπτική απόκτησης σπιτιού. Επιπλέον, όλα τα παραπάνω αξίζει να ιδωθούν έχοντας στο νου τις δυσμενείς δημογραφικές προβλέψεις για τη χώρα: σε αυτό το πλαίσιο η στήριξη κάθε είδους οικογένειας αποκτά σημαντικά μεγαλύτερο βάρος.
ΠΟΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ. ΟΜΩΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΠΙΣΗΣ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Η ΣΧΕΔΟΝ ΠΛΗΡΗΣ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΙΤΗ ΣΤΕΓΗ ΑΠΟ ΤΟ 2012, ΜΕ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΟΕΚ, ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ.
Πώς φτάσαμε όμως εδώ; Είναι μια σύνθετη και δύσκολη δουλειά να εκτιμήσει κάποιος ακριβώς τις αιτίες και ακριβώς τη συμβολή τους στο πρόβλημα. Όμως υπάρχουν κάποια πράγματα που σίγουρα δεν βοηθούν: η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων με την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και επομένως οι αλλαγές στο προφίλ πολλών στεγαστικών δανείων, η εισαγόμενη ζήτηση για ακίνητα, οι νέες επιλογές αξιοποίησης των ακινήτων μέσω πλατφορμών, καθώς και το πρόσφατο κύμα πληθωρισμού.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Πολλές χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα σε κάποιον συνδυασμό, παρότι δεν υπάρχει άλλη χώρα, τουλάχιστον μεταξύ των χωρών της ΕΕ, που να έχασε το 1/4 του εισοδήματός της την προηγούμενη δεκαετία. Όμως υπάρχει κάτι που επίσης ξεχωρίζει την Ελλάδα: η σχεδόν πλήρης εξαφάνιση οποιασδήποτε μαζικής κρατικής πολιτικής στήριξης της πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή στέγη από το 2012, με το κλείσιμο του ΟΕΚ και την κατάργηση των πόρων που τον συντηρούσαν, και μέχρι πριν από λίγους μήνες.
Ακόμη όμως και όταν η Ελλάδα είχε στεγαστική πολιτική, επί περίπου 60 χρόνια πριν από το 2012, δεν ήταν τόσο μαζική και αποφασιστική όσο σε άλλες χώρες, κυρίως στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη με παράδοση δεκαετιών, που συνδέεται με τις ανάγκες της τοπικής βιομηχανίας. Μία στις πέντε κατοικίες στην Αυστρία είναι ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες, ενώ το 80% των νοικοκυριών δικαιούνται πρόσβαση σε αυτή την «παράλληλη» αγορά ενοικίου. Στη Γαλλία, περίπου το 0,45% των μισθών σε σχετικά μεγάλες επιχειρήσεις χρηματοδοτούν μια σειρά παρεμβάσεων − ενοικιαζόμενες κοινωνικές κατοικίες, σημαντικά επιδόματα ενοικίου που τα δικαιούνται περίπου οι μισοί ενοικιαστές, κ.ά. Πιθανόν όλα αυτά να αποδίδουν: τα νοικοκυριά πληρώνουν πολύ λιγότερο για στέγαση σε αυτές τις χώρες.
ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΑΝΑΛΟΓΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΥΨΗΛΟ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ: 34% ΤΟΥ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ 2022, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗ EUROSTAT, ΕΝΩ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΙΧΕ ΦΤΑΣΕΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ 37%.
Τι μπορεί να γίνει σήμερα
Επομένως, τι μπορεί να γίνει σήμερα στην Ελλάδα; Αρχικά, ό,τι γίνεται είναι καλύτερο από το να μη γίνεται τίποτα. Επιπλέον, είναι σημαντικό να συζητηθεί η αξιοποίηση των κενών κατοικιών (περίπου 700.000 σε όλη την επικράτεια), η επανεκκίνηση της κοινωνικής κατοικίας, κάποιοι συνετοί περιορισμοί στις πλατφόρμες και στις βίζες, όπου αυτό αποτελεί πρόβλημα.
Όμως είναι καλό σε αυτό το σημείο να επιστρέψουμε σε αυτό που συνολικά διαφοροποιεί την Ελλάδα από χώρες με πολύ μικρότερο αντίστοιχο πρόβλημα. Το 2012 το ελληνικό κράτος έχασε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ικανότητά του να εφαρμόζει αντίστοιχες πολιτικές. Έχασε ένα μοντέλο λειτουργίας, που δεν ήταν τέλειο, αλλά είχε κάποια ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά, όπως το ότι ήταν αυτοχρηματοδοτούμενο, έπαψε δηλαδή να υπάρχει μέσα στον αχανή κρατικό μηχανισμό μας ένα γραφείο που να ασχολείται με τα θέματα της στέγασης, να αναλύει τις ανάγκες και να σχεδιάζει προγράμματα που απαντούν σε αυτές. Περισσότερο από προγράμματα και ανακοινώσεις, πρέπει να ακούμε ποιος θα τα κάνει αυτά, με ποια χρηματοδότηση, με ποιους ανθρώπους και με ποιους θεσμούς. Αυτές είναι τελικά οι σωστές ερωτήσεις.
* Ο Ηλίας Νικολαΐδης είναι διευθυντής περιεχομένου της διαΝΕΟσις