ΟΡΥΚΤΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ: ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΓΕΘΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΑ
- 03.10.24 08:56
Αν οι Πράσινες Τεχνολογίες έχουν γίνει σήμερα η πολιτική Βίβλος όλων των δημοκρατικών κυβερνήσεων, ανισομερώς μνημονεύεται η ανεπάρκεια πρώτων υλών. Αν λ.χ. είναι κύριος στόχος η μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση των μεταφορών, θα απαιτηθεί αύξηση στην κατανάλωση συγκεκριμένων ορυκτών από 200% μέχρι 800%. Αν επίσης φιλοδοξούμε να κάνουμε την ενεργειακή μετάβαση στις μονάδες ΑΠΕ, η Ευρώπη (που εισάγει σχεδόν το 100% των σπάνιων γαιών, απαραίτητων για τις μονάδες ΑΠΕ από την Κίνα), θα αναγκαστεί να δεκαπλασιάσει τη ζήτησή της το 2050. Και αν σήμερα η Ευρώπη εξαρτάται από 2 ή 3 τρίτες χώρες για την εισαγωγή από 50% έως και 100% κρίσιμων πρώτων υλών (που αποτελούν προϋποθέσεις Πράσινων Τεχνολογιών), μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον…
Με εξαίρεση τα προϊόντα ζωικής και φυτικής προέλευσης, του οξυγόνου και του αζώτου (από τον αέρα) και μέρους του νερού, ό,τι άλλο παράγεται, ή μεταποιείται ή/και χρησιμοποιείται είναι προϊόν εξόρυξης. Η ίδια η λέξη «μεταποίηση» κρύβει την έννοια της πρόσθεσης αξίας σε πρώτες ύλες, οπότε τα ορυκτά είναι το αντικείμενο της μεταποίησης. Στοχεύοντας λοιπόν σε μια ανάλυση για τις πρώτες ύλες και τη μεταλλευτική/εξορυκτική δραστηριότητα θα πρέπει να αναλύσουμε τις μεγάλες τάσεις που επηρεάζουν τον παγκοσμιοποιημένο ήδη από πολλές δεκαετίες κλάδο της μεταποίησης.
Το παγκόσμιο περιβάλλον
Η γεωπολιτική αστάθεια, αποτέλεσμα ανταγωνισμών πολιτικής ισχύος σε αρκετές περιοχές του κόσμου, η αύξηση εθνικιστικών τάσεων και λαϊκισμού, η μειούμενη επιρροή διεθνών οργανισμών συνεργασίας και ελέγχου, η χρήση βίας από εξτρεμιστικές οργανώσεις, αλλά και οι πανδημίες επιδρούν καταλυτικά και μετατοπίζουν εδραιωμένες από χρόνια αλυσίδες αξίας. Παράλληλα εξελίσσεται μια γεω-οικονομική κατάτμηση στο διεθνές εμπόριο, αυξήσεις στα χρέη πολλών κρατών, διόγκωση ανισοτήτων στην ανάπτυξη οικονομικών κλάδων, εισοδημάτων και πλούτου, μετατόπιση προς τα Ανατολικά του οικονομικού «κέντρου βάρους», που παρασύρουν ή ανατρέπουν αξίες, ροές και είδη πρώτων υλών.
ΟΠΩΣ ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΖΑΚ ΝΤΕΛΟΡ, «Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ». ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΛΟΥΜΑΣΤΕ ΝΑ ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ, ΧΑΛΚΟΣ, ΛΙΘΙΟ, Κ.Ο.Κ.), ΣΤΟΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΟ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟ (ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ, ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΙ, ΤΣΙΠΣ, ΜΑΓΝΗΤΕΣ, ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ, ΔΟΜΙΚΑ ΥΛΙΚΑ, Κ.Τ.Λ..), ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ (ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ Κ.Α.), ΟΠΩΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΝΕΡΟΥ, ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ Κ.Τ.Λ..
Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, και μάλιστα ανισομερώς, η υπερ-συγκέντρωση σε αστικές (παραθαλάσσιες συνήθως) περιοχές, η προσβασιμότητα στην εκπαίδευση και ενημέρωση, η συνεχιζόμενη αύξηση της κατανάλωσης (διαθέσιμο εισόδημα) από όλο και περισσότερα μεσαία στρώματα του πληθυσμού, η μετανάστευση, η τάση για υγιεινότερη διατροφή αλλά παράλληλα σε άλλες περιοχές η ανάγκη κάλυψης στοιχειωδών διατροφικών αναγκών, έχουν το αποτύπωμά τους στην παραγωγή και διακίνηση αγαθών που αφορούν για παράδειγμα τα τρόφιμα, την ενέργεια και τις μεταφορές, που με τη σειρά τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ορυκτές πρώτες ύλες (λιπάσματα, δομικά υλικά, μέταλλα, μηχανήματα, οχήματα, ηλεκτρικά δίκτυα, γεννήτριες κ.τ.λ..).
Παράλληλα με τις ανωτέρω αναφερθείσες γεωπολιτικές και κοινωνικές τάσεις, που δημιουργούν ένα περιβάλλον αστάθειας, επέρχονται και επιταχυνόμενες τεχνολογικές αλλαγές, που δημιουργούν και νησίδες σταθερότητας. Η υπερ-συνδεσιμότητα, η διείσδυση του «Internet of Things» και της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) και της ρομποτικής, αλλάζουν τη γεωγραφία της παραγωγής γνώσης και ανάπτυξης της καινοτομίας, που όμως είναι ευάλωτη στους κινδύνους κυβερνοεπιθέσεων, οι οποίες μπορούν με τη σειρά τους να αποσυντονίσουν παραγωγικές γραμμές και να διαταράξουν εφοδιαστικές αλυσίδες. Παρ’ όλα αυτά, η αύξηση των εφαρμογών για έξυπνες πόλεις με νέους τρόπους μετακίνησης και εργασίας, και η ψηφιοποίηση και η χρήση data analytics σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δεδομένων ενισχύουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και μπορούν να αλλάξουν τους συσχετισμούς συνεργασιών για «τεχνολογικά» μέταλλα και για «κρίσιμες» και «στρατηγικές» πρώτες ύλες. Κι αυτό επειδή οι τεχνολογικές αλλαγές συνδέονται άμεσα με τους περιβαλλοντικούς στόχους (μείωσης εκπομπών, περιορισμό κλιματικής αλλαγής, ελάφρυνση ισχυρών πιέσεων στο οικοσύστημα νερού και τροφίμων) συμβάλλοντας στην αλλαγή του ενεργειακού μίγματος.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει και το Ινστιτούτο Ζακ Ντελόρ, «η πράσινη μετάβαση της Ευρώπης αναμένεται να προκαλέσει σημαντική αύξηση της ζήτησης για κρίσιμες πρώτες ύλες». Με άλλα λόγια καλούμαστε να αναλογιστούμε την ισχυροποίηση του ρόλου των ορυκτών πρώτων υλών στην παραγωγή, μεταφορά και αποθήκευση ενέργειας (υδρογονάνθρακες, χαλκός, λίθιο, κ.ο.κ.), στον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό (μηχανήματα, αυτοματισμοί, τσιπς, μαγνήτες, γεννήτριες, δομικά υλικά, κ.τ.λ..), αλλά και στη συμμετοχή τους στις βιομηχανικές διεργασίες (παραγωγής, περιβαλλοντικές κ.ά.), όπως επεξεργασίας τροφίμων και νερού, καθαρισμού αποβλήτων κ.τ.λ.. Δεν αποτελούν μόνο το αντικείμενο της μεταποίησης −για παράδειγμα, από τον βωξίτη παράγεται η αλουμίνα και από την αλουμίνα το αλουμίνιο ή από το πυρίτιο παράγονται οι ημιαγωγοί−, αλλά συχνά είναι ένα δυσδιάκριτο, βοηθητικό μεν, απαραίτητο δε, συστατικό στην παραγωγική διαδικασία (π.χ. ασβέστης στην παραγωγή ζάχαρης). Όταν μάλιστα η χρήση αφορά σε στρατηγικούς κλάδους που καθορίζουν ή επιδρούν στις γεωπολιτικές εξελίξεις, η επάρκεια και η καθετοποίηση είναι σημαντικά σημεία στην ατζέντα κρατών και οργανισμών.
Η πολιτική της ΕΕ στις στρατηγικές πρώτες ύλες
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε (Critical Raw Materials Act) τη σημασία της αυτάρκειας σε πρώτες ύλες, και ιδιαίτερα στις κρίσιμες και τις στρατηγικές πρώτες ύλες. Ωστόσο, της ασκήθηκε κριτική ότι: 1) προτείνει τον εξορθολογισμό των διαδικασιών αδειοδότησης χωρίς τη δέσμευση νέων κεφαλαίων (Ιντιτούτο Ντελόρ). 2) Δεν αναδεικνύει έναν υπαρκτό κίνδυνο: η ασφάλεια του εφοδιασμού να υπονομεύσει την προστασία του περιβάλλοντος, αφού στην ανάδειξη της σημασίας αύξησης της εγχώριας παραγωγής ορυκτών για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές δεν προβλέπεται πώς θα ενισχυθούν οι τοπικές κοινότητες και διοικήσεις ώστε να ασκείται ο απαραίτητος έλεγχος για να αποτραπούν οι οικολογικές επιπτώσεις της εξόρυξης. Απαιτείται, επομένως, η χάραξη πολιτικής χωρίς αποκλεισμούς, που να ευθυγραμμίζει τους στόχους βιωσιμότητας της ΕΕ με τις θεμιτές απαιτήσεις των τοπικών κοινοτήτων, παράλληλα με μία αποτελεσματική επικοινωνία της πολιτικής αυτής. 3) Αφήνει αναπάντητη τη διάσταση της αύξησης της μελλοντικής ζήτησης των συγκεκριμένων πρώτων υλών. Το ερώτημα αυτό σε άλλες περιοχές του πλανήτη απαντάται με την πρόκριση σαφών δειγμάτων προστατευτισμού (όπως για παράδειγμα, κρατικοποίηση μετοχών εταιριών λιθίου στη Χιλή, επιβολή δασμών, διμερείς συμφωνίες αποκλειστικότητας κ.τ.λ..). Είναι εμφανής δε η μετατόπιση από την οικονομική ανταγωνιστικότητα (τιμή, κόστος παραγωγής κ.τ.λ.) στη στρατηγική αυτάρκεια και αυτονομία στις ορυκτές πρώτες ύλες. Η προσβασιμότητα (περιλαμβανόμενης της πολιτικής σταθερότητας και του θεσμικού πλαισίου), η μακροχρόνια επάρκεια αποθεμάτων και η ανθεκτική εφοδιαστική αλυσίδα στις ορυκτές πρώτες ύλες είναι καθοριστικής πια σημασίας. Συχνά μάλιστα εμπλέκονται πλέον οι κυβερνήσεις των κρατών και όχι απλά οι (κατά τεκμήριο πολύ μεγάλες) ενδιαφερόμενες εταιρίες, ενδεικτικό της σπουδαιότητας και των προτεραιοτήτων που τίθενται. Η Κίνα για παράδειγμα έχει επενδύσει (όχι πάντα με επιτυχία) σε ανάπτυξη ορυχείων στην Αφρική, κρατικά Ταμεία χωρών της Μέσης Ανατολής επενδύουν σε πολυεθνικές εταιρίες εξόρυξης κο.κ.
Σε ό,τι αφορά την εξορυκτική δραστηριότητα, πρέπει να σημειωθεί ότι η επιλογή βαθμού καθετοποίησης (που παραδοσιακά καθορίζονταν από παράγοντες κατά το μάλλον ή ήττον οικονομικούς −εγγύτητα σε τελικές αγορές, μεταφορικά κόστη, ύπαρξη κεφαλαίων και τεχνογνωσίας κ.ο.κ.) δεν ισχύει πλέον. Με όλο και πιο γοργούς ρυθμούς καθορίζεται από άλλα κριτήρια (γεωπολιτικά, περιβαλλοντικά, αδειοδοτικά). Ένα άλλο πεδίο, που ενδιαφέρει ιδιαίτερα και άμεσα τη μεταποίηση, είναι η επίτευξη στόχων στρατηγικής βιομηχανικής ανάπτυξης, περιβαλλοντικών κ.ο.κ. που τίθενται στον δυτικό κυρίως κόσμο, και εμφατικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Net Zero Act, Chemicals Strategy for Sustainability και γενικότερα του Green Deal Industrial Plan). Είναι αδύνατο να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι χωρίς σταθερή πρόσβαση σε κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες. Η δημιουργία βιομηχανικών αλυσίδων αξίας, οι στρατηγικές τεχνολογίες (Διάστημα και Άμυνα) και οι στόχοι για την Ενέργεια και την Κλιματική Αλλαγή περνάνε από την ανάπτυξη εγχώριων πρώτων υλών, αλλά και εναλλακτικών που να εξασφαλίζουν επάρκεια. Εμπεριέχουν δηλαδή και τη διαχείριση του ρίσκου πρόσβασης και τροφοδοσίας − τόσο από άλλα τρίτα κράτη, όσο και τοπικά (π.χ. αδειοδοτικές διαδικασίες). Υπενθυμίζεται λ.χ. ότι η Ευρώπη εισάγει σχεδόν το 98% του βορίου (απαραίτητου για την υαλουργία, οπτικές ίνες, θερμομονωτικά υλικά, φάρμακα, λιπάσματα κ.τ.λ.) από την Τουρκία.
Οι στόχοι της ΕΕ να είναι πρωτοπόρος στις τεχνολογίες Άμυνας και Διαστήματος δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν χωρίς τις κρίσιμες πρώτες ύλες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ίδια η πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν πρόσφατα υπογράμμισαν την αμέριστη στήριξή τους και τη στρατηγική σημασία των κρίσιμων πρώτων υλών για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κυκλική οικονομία που στηρίζεται σε ανθεκτικές αλυσίδες ει δυνατόν ενδο-ευρωπαϊκά. Για την Ευρώπη, όπως είπαμε και πριν, η επίτευξη των στρατηγικών στόχων βιομηχανικής πολιτικής, ενεργειακής και κλιματικής αλλαγής, κυκλικής οικονομίας κ.τ.λ. είναι αδύνατο να επιτευχθούν χωρίς ανθεκτική πρόσβαση στις κρίσιμες πρώτες ύλες. Οι αναλύσεις που οφείλουν να γίνουν πρέπει να πάρουν υπ’ όψιν σενάρια έλλειψης τόσο παροδικής όσο και διαρκείας σε πρώτες ύλες, που μπορεί, για παράδειγμα, να σχετίζεται με το τέλος ενός κοιτάσματος ή με γεωπολιτική συγκυρία. Τα προβλήματα πρόσβασης (π.χ. λόγω των πυραύλων από τους Χούθι, ή λόγω προσάραξης ενός πλοίου στο Σουέζ, ή της πρόσκρουσης άλλου πλοίου σε γέφυρα και αποκλεισμού λιμανιού) διαταράσσουν πολύπλοκα συστήματα και αλυσίδες, και πρέπει να υπάρχουν σενάρια εναλλακτικών λύσεων.
Στόχος οι εγχώριες πρώτες ύλες
Η πολιτική για τις κρίσιμες πρώτες ύλες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδόθηκε προ μηνών αναφέρει σαφώς ότι για τις 34 κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες τουλάχιστον το 10% πρέπει να είναι εξορυσσόμενες στην Ευρώπη, το 40% να είναι επεξεργασμένο επίσης στην Ευρώπη, και τουλάχιστον το 25% να προέρχεται από ανακύκλωση. Ουσιαστικά λοιπόν η υποκατάσταση με εγχώριες πρώτες ύλες είναι πια στόχος. Αυτό απαιτεί αλλαγές στην αδειοδοτική διαδικασία, με χρονικά όρια (deadlines) που ήδη τέθηκαν στους 27 μήνες (!!) στην αδειοδότηση και στους 15 μήνες για επενδύσεις ανακύκλωσης. Επίσης θα υπάρξει διαδικασία για τον χαρακτηρισμό μιας επένδυσης ως «στρατηγικής». Θα απαιτείται ανάλυση ρίσκου της εφοδιαστικής αλυσίδας για τις πρώτες ύλες, ενώ τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να έχουν προγράμματα γεωλογικής έρευνας των κρίσιμων ορυκτών υλών. Είναι εμφανής η μετατόπιση στη στρατηγική αυτάρκεια.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι χαρακτηρισμένες από την ΕΕ κρίσιμες (που ο εφοδιασμός τους θεωρείται επισφαλής) πρώτες ύλες το 2011 ήταν 14, το 2014 έγιναν 20, για να αναθεωρηθούν σε 27 το 2017 και να έχουμε σήμερα 34. Στην Ελλάδα έχουμε παραγωγή και γεωλογικό δυναμικό σε κρίσιμες πρώτες ύλες (με ενεργές δραστηριότητες όπως βωξίτη και χαλαζία, ή μη −λόγω μη οικονομικότητας παραγωγής στις παρούσες συνθήκες− π.χ. νικέλιο, βαρύτη, αστρίους, ενώ εξετάζεται το δυναμικό και η οικονομικότητα σε αντιμόνιο και γάλλιο). Όσον αφορά τις στρατηγικές πρώτες ύλες (απαραίτητες για κλάδους-κλειδιά, όπως οι τεχνολογικές εφαρμογές για την ενέργεια, την ψηφιακή οικονομία και την άμυνα), στην Ελλάδα εξορύσσεται λευκόλιθος, ενώ προετοιμάζεται εξόρυξη χαλκού.
Πρέπει να έχουμε βέβαια υπ’ όψιν μας και τη Γεωλογία. Είναι πιθανό να μην μπορούμε να βρούμε στην Ευρώπη το 10% των αναγκών μας σε μια κρίσιμη πρώτη ύλη (ως τώρα για το σύνολο των κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών η ΕΕ έχει μηδενικά επίπεδα εξόρυξης ή είναι στη φάση γεωλογικών ερευνών για λίγες μόνο από αυτές). Από την άλλη όμως, για την ανακύκλωση (ή αλλιώς δευτερογενή ανάκτηση) έχει ήδη τεθεί στόχος 20% −από μεταλλευτικά απόβλητα− με πολλαπλά οφέλη λόγω κυκλικής οικονομίας, ανάπτυξης τεχνογνωσίας κ.τ.λ.. Η έρευνα και ανάπτυξη για υποκατάστατα και η καινοτομία που θα αναδειχθούν από τους στόχους αυτούς αναμένεται να είναι καταλύτης ευρύτερης βιομηχανικής ανάπτυξης, που είναι καλοδεχούμενη.
Ένα σημείο που πρέπει να προσεχθεί βέβαια είναι η αδειοδοσία − δεδομένου ότι ορισμένα κοιτάσματα βρίσκονται σε περιβαλλοντικά προστατευμένες περιοχές, γεγονός που απαιτεί μια ισορροπημένη προσέγγιση μεταξύ των προσπαθειών εξόρυξης πόρων με όρους βιώσιμης ανάπτυξης. Ορισμένοι τοπικοί πληθυσμοί είναι επιφυλακτικοί για τις αλλαγές που μπορεί να συνεπάγεται μια μετάβαση σε ένα πιο πράσινο μέλλον, ειδικά όταν περιλαμβάνει εξορυκτικές δραστηριότητες στην περιοχή τους.
Σκεπτικιστές σημειώνουν σχετικά ότι «αυτή η διχογνωμία υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη για αποτελεσματική επικοινωνία, εμπλοκή των ενδιαφερομένων και μια διαφοροποιημένη προσέγγιση που να επιτυγχάνει μια ισορροπία μεταξύ των ευρύτερων στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεμιτών ανησυχιών και προσδοκιών των τοπικών κοινωνιών. Η γεφύρωση αυτού του χάσματος θα απαιτήσει μια συντονισμένη προσπάθεια για την ευθυγράμμιση των συμφερόντων, την αντιμετώπιση των φόβων και την προώθηση μιας κοινής κατανόησης των προκλήσεων και των ευκαιριών που βρίσκονται μπροστά μας».
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ (ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ) ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΗ, ΠΟΥ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ Η ΜΙΑΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΑ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ – ΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ LEXUS ΚΑΙ Η ΕΛΙΑ ΤΟΥ ΦΡΙΝΤΜΑΝ. Η ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΑΥΤΑΡΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗ ΔΕΙ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑ. ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΙΣΙΜΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ, ΠΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ «ΑΝΕΒΟΥΝ» ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ.
Μια τέτοια «συνδημιουργική» διαδικασία», διευκολύνει και τη διαδικασία αδειοδότησης, που σήμερα είναι χρονοβόρα τόσο από τους κρατικούς φορείς όσο και από τις τοπικές κοινωνίες. Απαιτείται δηλαδή μια σοβαρή προεισαγωγική διαδικασία διαβουλεύσεων, σε συνδυασμό με τον καθορισμό των μηχανισμών αδειοδότησης και ελέγχων − τόσο στην κεντρική όσο και στην αποκεντρωμένη διοίκηση. Το θέμα αυτό αποτελεί ίσως την πιο σημαντική τροχοπέδη στις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου και αναμένεται να επηρεάσει την ταχύτητα υλοποίησης των φιλόδοξων στόχων της ΕΕ.
Για μια ολιστική αντιμετώπιση των πρώτων υλών
Ο χαρακτηρισμός κρίσιμων και μη κρίσιμων πρώτων υλών, που εμπεριέχει προτεραιότητες, μπορεί να χαρακτηριστεί απατηλός. Η ΕΕ εισάγει 250 εκ. ΜΤ ετησίως μη κρίσιμες πρώτες ύλες. Απαιτείται ολιστική αντιμετώπιση όλων των πρώτων υλών, γιατί, δυνάμει (θέτοντας κάποιες σε δεύτερη προτεραιότητα) θα επιδεινωθούν ήδη υπάρχοντα προβλήματα της μειούμενης ευρωπαϊκής εξορυκτικής δραστηριότητας, αυξάνοντας την εξάρτηση από τρίτες χώρες σε μη κρίσιμες πρώτες ύλες. Το ζητούμενο είναι μια ευρύτερη μακροπρόθεσμη οπτική. Πρέπει να αποτιμηθεί η «κρισιμότητα» ανά περίπτωση και να ενταχθεί η μακροχρόνια επάρκειά τους στην ευρύτερη στρατηγική. Όχι βέβαια μόνο στην εξασφάλιση προμήθειας μέσω ανάπτυξης ανθεκτικών δικτύων προμήθειας, αλλά και στην εξεύρεση εναλλακτικών πρώτων υλών, στην αύξηση της απόδοσης χρήσης μιας πρώτης ύλης (ώστε να μειωθεί η μοναδιαία ένταση χρήσης της στο τελικό προϊόν) καθώς και στις δυνατότητες ανακύκλωσης και χρήσης μεταλλευτικών αποβλήτων και παραπροϊόντων. Αυτά προϋποθέτουν επενδύσεις σε έρευνα, καινοτομία και ανάπτυξη τεχνολογιών με απτά, και πιθανώς πιο σύντομα, αποτελέσματα από τα μακροπρόθεσμα σχέδια υποθαλάσσιων ή εξωπλανητικών εκμεταλλεύσεων που αναφέρονται όλο και πιο συχνά τελευταία, ενδεικτικό της αυξημένης διάθεσης ανάληψης ρίσκου προκειμένου να επιτευχθεί η αυτάρκεια.
Μεταξύ των αξόνων δράσεων της πολιτικής κρίσιμων πρώτων υλών της ΕΕ (ανάπτυξη αξιόπιστων αλυσίδων αξίας, μείωση εξάρτησης από κρίσιμες πρώτες ύλες μέσω ανάπτυξης ευρωπαϊκών κοιτασμάτων, ανακύκληση και καινοτομία) υπάρχει και η διάσταση της διαφοροποίησης προμηθειών από τρίτες χώρες με ενδυνάμωση ανοικτών εμπορικών δεσμών βασισμένων σε κανόνες (rules based open trade). Τα πλεονεκτήματα από την υιοθέτηση δασμών (ως συνέπεια πιθανών εμπορικών «τριβών» και «διενέξεων») για τη μεταποίηση είναι η προστασία των τοπικών παραγωγών από αθέμιτο ανταγωνισμό (dumping κ.τ.λ.), η αύξηση της ζήτησης προϊόντων παραγόμενων στην ΕΕ με αύξηση της απασχόλησης, η μείωση του εμπορικού ελλείμματος και η τιμωρία κρατών με μη αποδεκτούς περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς κ.τ.λ. τρόπους παραγωγής, με όρους μη βιώσιμης ανάπτυξης (παράνομες εξορύξεις, παιδική εργασία, ρύπανση περιβάλλοντος κ.τ.λ.). Από την άλλη, μειώνοντας τις επιλογές και αυξάνοντας το κόστος, μειώνεται η ανταγωνιστικότητα −με συνέπειες στο ισοζύγιο πληρωμών, στον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον η επιβολή δασμών έχει επιπτώσεις στις διπλωματικές σχέσεις και τη γεωπολιτική σταθερότητα. Δεν υπάρχει λοιπόν κανόνας που να δίνει λύση για κάθε περίπτωση. Χρειάζεται προσεκτική ανάλυση ανά πρώτη ύλη και οικονομική δραστηριότητα και κλάδο, διερεύνηση ανταγωνισμού και προμηθευτών, και χάραξη πολιτικής σε μακροχρόνια βάση. Οι δασμοί γενικά επιφέρουν παραμορφώσεις στο ελεύθερο εμπόριο, το οποίο πάντα θα βρει διόδους και τρόπους διαρροών για να καλυφθούν τα κενά. Από την άλλη, δεν μπορεί να αποκλειστεί ως μια λύση σε περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού και αντιμετώπισης στρεβλώσεων.
Πολλά από τα ανωτέρω έχουν επισημανθεί εγκαίρως από τον Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) που φέτος κλείνει 100 χρόνια από την ίδρυσή του. Το σημαντικό στις μέρες μας είναι να αντιληφθούμε ότι το διακύβευμα και τα μεγέθη είναι πολύ μεγάλα, ενώ η παγκοσμιοποίηση (παρά τον πρόσφατο σκεπτικισμό) είναι τόσο ανεπτυγμένη, που οι συνέπειες μιας διακοπής παροχής ή μιας έλλειψης πρώτων υλών είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερες – θυμίζοντας το Lexus και η Ελιά του Φρίντμαν. Η μεταποίηση πρέπει να αντιμετωπίσει την κρίση αυτάρκειας και να τη δει ως ευκαιρία. Όχι μόνο για τα κρίσιμα και στρατηγικά ορυκτά, αλλά και για τα υπόλοιπα, που για την ώρα είναι σε επάρκεια και που ίσως κάποτε κάποια από αυτά στο μέλλον «ανεβούν» κατηγορία. Η δευτερογενής ανάκτηση από ανακύκλωση ή επεξεργασία ορυκτών και μεταλλευτικών αποβλήτων, καθώς και η αριστοποίηση της απόδοσης χρήσης με αντίστοιχη ανάπτυξη της Έρευνας και Ανάπτυξης και της Καινοτομίας (R&D και Innovation), όχι μόνο συνεισφέρει στην κυκλική οικονομία, στην επάρκεια και στην εξεύρεση εναλλακτικών υλικών και λύσεων, αλλά και ενδυναμώνει μακροπρόθεσμα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
*Ο Γιάννης Καλογήρου είναι ομότιμος καθηγητής Τεχνολογικής Οικονομικής & Βιομηχανικής Στρατηγικής του ΕΜΠ. Ο Θωμάς Ανδρουλάκης είναι στέλεχος και σύμβουλος επιχειρήσεων του μεταλλευτικού κλάδου.